breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ (Συνέχεια)

  • Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ (Συνέχεια)
  • Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ (Συνέχεια)
  • Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ (Συνέχεια)
  • Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ (Συνέχεια)

ΓΙΑΣΙ ΓΚΕΤΣΙΤ

Το επόμενο χωριό που συνάντησα ήταν το Γιασί Γκετσίτ, το οποίο θα έλεγα ότι ήταν το ομορφότερο από όλα τα άλλα. Η ονομασία του χωριού στην Τουρκική γλώσσα σημαίνει  υγρό πέρασμα  και φανερώνει την σπουδαιότητα της θέσης του, διότι από εκεί περνούσε  ο δρόμος για το Ατάπαζαρ.

Ήταν κτισμένο  σε μια πλαγιά στην κοιλάδα του ποταμού Πάραλι, δεξιού παραποτάμου του Σαγγάριου και σε υψόμετρο 200 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας.

Απείχε 28 χιλιόμετρα ΒΔ του Ατάπαζαρ  και 2 χιλιόμετρα ΒΑ του Σούμπατακ. Ανήκε στο Μουδουρλήκι της Καράσου, στο καϊκαμακλήκι του Ατάπαζάρ και στο Μοντεσαφηρλήκι της Νικομήδειας. Εκκλησιαστικά υπάγονταν στην εκκλησιαστική επαρχία της Νικομήδειας.

Στις αρχές του 20ού αιώνα (1905), σύμφωνα με την επίσημη στατιστική του Οθωμανικού Πατριαρχείου, στο Γιασίγκετσιτ κατοικούσαν 120 ελληνορθόδοξες οικογένειες, βλ. Ημερολόγιον Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων (Κωνσταντινούπολις 1906), σελ. 134.

Παρόμοια στοιχεία (125 οικογένειες) δίνει και ο Θ. Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν. Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων(Κωνσταντινούπολις 1909), σελ. 141-142. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 1.000 ελληνορθόδοξων κατοίκων, βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie(Constantinople 1922), σελ. 85, 221.

Η Σία Αναγνωστοπούλου υπολογίζει 788 κατοίκους. Βλ. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αιώνας - 1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες.

Ήταν το μεγαλύτερο και το πιο παλιό από όλα τα χωριά  της περιοχής, μεταξύ 1860-1970. Οι καταγωγή των κατοίκων ήταν από την  Ορντού και συγκεκριμένα από τον οικισμό Βώννα, από την περιοχή της Τοκάτης, της Τραπεζούντας, Κερασούντας και Αργυρούπολης. Στο χωριό εγκαταστάθηκαν κάτοικοι από την Καισάρεια αλλά και από την  Ήπειρο και την Τσακωνιά.             

Είχε περίπου χίλιους κατοίκους που μιλούσαν ποντιακά, και αυτοί που κατάγονταν από της περιοχή της Τοκάτης τουρκικά. Οι πιο πλούσιες οικογένειες ήταν του Αμοιρίδη, του Παπαδόπουλου, του Ελευθεριάδη, του Βοργιαζίδη, του Τσανακτσίδη, του Μαντεμτζή από την Αργυρούπολη και του Κριμήτσου από το Λεωνίδιο της Πελοπονήσσου.

Στο Γεσίγκετσίτ υπήρχε ένας μουχτάρης, με 3-4 αζάδες, μια εκκλησιαστική επιτροπή  που ασχολούνταν με τα θέματα της εκκλησίας, και μια σχολική εφορεία που ασχολούνταν με τα θέματα του  μεικτού εξατάξιου σχολείου.

Χωρίζονταν σε τέσσερις συνοικίες, από τις οποίες η τελευταία εφάπτονταν πάνω  σε λόφους, με το όρος Αγιούντερε (κοιλάδα της αρκούδας) που ήταν κατάφυτο από καρυδιές, καστανιές,  φουντουκιές,  βελανιδιές, οξιές και φλαμουριές .

Μεταξύ του 3ου και 4ου μαχαλά υπήρχε ένας λόφος που από την κορυφή  του διέκρινε κανείς τον Εύξεινο Πόντο.

Στην περιοχή αυτή γίνονταν αλώνια και γι αυτό ονομάζονταν Αλώνε.

Οι συνοικίες ήταν κτισμένες κατά παράταξη. Ένα ποταμάκι χώριζε τις τρεις πρώτες συνοικίες από τον λόφο και τον πίσω μαχαλά.

Ο πρώτος μαχαλάς, που είχε λίγα σπίτια και βρίσκονταν στην είσοδο του χωριού,  υδρεύονταν από πηγές. Ο δεύτερος υδρεύονταν από ένα πηγάδι που  ήταν στις υπώρειες  του λόφου. Ήταν στενόμακρος, είχε  πολλά σπίτια και  εκεί βρίσκονταν η πλατεία του χωριού  με το καφενείο και το καρακόλι, στην είσοδο του οποίου  δέσποζε μια πελώρια καρυδιά.

Ο τρίτος μαχαλάς ήταν ο κεντρικότερος και ο μεγαλύτερος. Στον μαχαλά αυτό βρίσκονταν η Εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδόμου  και  δίπλα της το τριώροφο εξατάξιο σχολείο και το αρχοντικό του έμπορα Κριμήτσου.

Τον ονόμαζαν μαχαλά της εκκλησίας ενώ τους άλλους τους απαριθμούσαν  πρώτος, δεύτερος, τρίτος  και τέταρτος.

Ο τέταρτος μαχαλάς είχε 10 σπίτια και ήταν ο μικρότερος και πιο φτωχός. Πίσω από αυτόν  υπήρχε μια πηγή με πολύ καλό νερό που την ονόμαζαν νερομάνα.     

Ο παππούς Τσανακτσίδης Θεόδωρος  στο πόνημά του «Πορεία προς την λύτρωση 1853 –1923» αναφέρει.

Οι πρώτοι κάτοικοι οι οποίοι ίδρυσαν το χωριό Γιασί Γκετσίτ κατέλαβαν μεγάλες εκτάσεις 100-200 στρέμματα ο καθένας, και έτσι μπορούσαν άνετα να δίδουν χωράφια στα παιδιά τους όταν αυτά παντρεύονταν.

Σιγά – σιγά στο Γιασί Γκετσίτ  εγκαταστάθηκαν  150 οικογένειες  που το κατέστησαν κεφαλοχώρι της περιοχής.

Είχε καφενεία, παντοπωλεία, υφασματοπωλεία, πεταλοποιεία, καροποιεία σιδηρουργεία. Υπήρχαν τρεις αλευρόμυλοι. Ο μύλος των Χαρελάντων, ο μύλος του Κυριάκου Ελευθεριάδη και ο μύλος του Παύλου Βοριαζίδη.

Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη  στον Άγιο Ιωάννη  τον Πρόδρομο, ενώ υπήρχαν και δυο εξωκλήσια του Αγίου Δημητρίου και της Παναγίας Τικμενής.

Ο μεγαλέμπορος Μιχάλης Κριμήτσος από το Ατάπαζαρ  έδωσε ζωή και χρήμα στο χωριό μας. Ήταν πολύ  πλούσιος, ευεργετούσε το χωριό και τον αγαπούσαν όλοι.

Είχε νοικιάσει από το κράτος όλα τα τριγύρω βουνά για να τα υλοτομήσει και χρησιμοποιούσε εργάτες  υλοτόμους από όλα τα χωριά μας. Κατάγονταν από το Λεωνίδιο της Πελοποννήσου.

Μετά την Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου καθώς λένε πέθανε φτωχός και εγκαταλειμμένος.

Το Γιασί Γκετσίτ   θα μπορούσα να το παρομοιάσω  με έναν επίγειο παράδεισο. Τα εδάφη του ήταν τόσο εύφορα  και αποδοτικά που..ένα έσπερνες και εκατό θέριζες. Υπήρχαν όλα τα γεωργικά προϊόντα, οπωροκηπευτικά, μελισσοκομικά καθώς και μεταξοσκωληκοτροφεία.  Επίσης κάθε σπίτι είχε πολλά ζώα και πτηνά».

Αναφέρει πολλές ιστορίες ο μπάρμπα Θόδωρος.  Ήρθε πάμπτωχος στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στην Ακρινή Κοζάνης και κατάφερε με σκληρή δουλειά να ορθοποδήσει.

Το 1944 μετακόμισε στην Θεσσαλονίκη, έκανε 11 παιδιά  και μεγάλη περιουσία. Παρέμεινε πάντα σεμνός και ταπεινός και τον Φεβρουάριο του 1986 τιμήθηκε για τις ευεργεσίες του, από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα με το χρυσό μετάλλιο των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου.

Στο χωριό υπήρχε μια τεράστια βρύση και σε απόσταση 200 μέτρων από αυτήν  βρίσκονταν ένα σπήλαιο σταλακτιτών. Στο κάτω μέρος του χωριού υπήρχε μία ρεματιά που τον χειμώνα μάζευε πολύ νερό.

Στην περιοχή Κεφκέν ή Κεφκέρ  υπήρχαν πολλά αγριογούρουνα, και τον χειμώνα  έρχονταν πολλοί κυνηγοί  για κυνήγι.

Στην τοποθεσία DAMGALOU, που στην Τουρκική γλώσσα σήμαινε το μέρος  που ήταν σφραγισμένο, 300 μέτρα έξω από το χωριό, είχαν βρει πολλά Βυζαντινά νομίσματα, χρυσά σκουλαρίκια και η αστυνομία είχε απαγορέψει την διέλευση των ανθρώπων από αυτό το σημείο.

Στο χωριό υπήρχαν δέκα μαγαζιά, τρία καφενεία, τέσσερα μπακάλικα υφασματοπωλείο, ραφτάδικο και τσαγκαράδικο.

 Τα σπίτια  είχαν δύο ορόφους και ήταν ξυλόκτιστα εκτός από 3-4 των  εύπορων οικογενειών του  χωριού, που ήταν τριώροφα.

Οι κάτοικοι ήταν γεωργοί και ξυλοκόποι.  Παρήγαγαν σιτάρι, καλαμπόκι, φασόλια, οπωροκηπευτικά και είχαν αρκετές εκτάσεις με φουντουκιές, καρυδιές και καστανιές.

Τα χωράφια που ήταν κοντά στον Σαγγάριο ήταν πολύ εύφορα, διότι όταν ξεχείλιζε το ποτάμι και αργότερα με την απόσυρση των νερών, παρέμενε στα πλημμυρισμένα χωράφια λάσπη, που ήταν το καλύτερο λίπασμα. Πολλοί  κάτοικοι του χωριού εργάζονταν στα μεταλλεία της Καράσου, που τα εκμεταλλεύονταν μια αυστριακή εταιρεία και λειτούργησαν από το 1885 ως το 1915.

Κύριος άξονας της ανάπτυξης του χωριού ήταν ο μεγαλέμπορος από την Πελοπόννησο Κριμήτσος ο οποίος  έξω από το χωριό είχε εργοστάσιο  ξυλείας  όπου κατασκεύαζαν ξύλινες σκάφες.

Ο  Κριμήτσος νοίκιαζε από την κυβέρνηση τα απέραντα δάση της περιοχής  απ’ όπου προμηθεύονταν την πρώτη ύλη για τις ανάγκες του εργοστασίου του. Στο εργοστάσιο αυτό δούλευαν πολλοί κάτοικοι του χωριού.

  Σιγά -σιγά το Γιασί Γκετσίτ έγινε το κέντρο της περιοχής.

Έξω από το χωριό, προς το Αρντίτσπελίτ, υπήρχε ένας νερόμυλος  νοτιότερα του οποίου το 1908 ο Κριμήτσος είχε κτίσει έναν άλλο νερόμυλο βιομηχανικής χρήσης τον οποίο αργότερα πούλησε στον Μιχάλη Ελευθεριάδη. Οι μύλοι αυτοί δούλευαν με τα νερά του ποταμού Καράσου. Δίπλα στο σπίτι του ο Κριμήτσος έκτισε  ατμοκλήδονα για την επεξεργασία των κουκουλιών

Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη γιόρταζε το καλοκαίρι και ήταν το μοναδικό κτίσμα στο χωριό που ήταν πέτρινο. Στην αρχή ήταν ξύλινη και πολύ μικρή, αλλά κατά το 1900  κτίστηκε μια μεγάλη με έναν μικρό τρούλο.

Το χωριό είχε  δυο παπάδες και λίγο πριν την καταστροφή  χειροτονήθηκε και τρίτος. Τα νεκροταφεία   και το Κοιμητήριο όπου τοποθετούσαν τα οστά των νεκρών βρίσκονταν πίσω από την εκκλησία.

Στο Γιασί Γκετσίτ υπήρχαν  δυο παρεκκλήσια. Το ένα από αυτά ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Δημήτριο και βρίσκονταν στον δρόμο προς το Πάραλι.

Σύμφωνα με την παράδοση,  γύρω στο 1900 ένας κάτοικος είδε στο όνειρό του τον Άγιο Δημήτριο που του είπε να σκάψουν σε αυτό το σημείο. Έσκαψαν λοιπόν  και βρήκαν τα  ερείπια μιας παλιάς μεγάλης εκκλησίας που οι ειδικοί έλεγαν ότι είχε κτιστεί στα βυζαντινά χρόνια.

Δίπλα  στην παλιά εκκλησία έχτισαν το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου όπου την ημέρα της γιορτής του γίνονταν μεγάλο πανηγύρι με την συμμετοχή κατοίκων από  τα γύρω Ελληνικά Τούρκικα και Κιρκάσια χωριά.

Το άλλο παρεκκλήσι που ήταν αφιερωμένο στην εκκλησία, ήταν παλιό κτίσμα και γιόρταζε την Τρίτη μέρα του Πάσχα.

Ακολουθώντας τον κεντρικό δρόμο έφθασα στην πλατεία του χωριού. Μία μικρή πλατεία αλλά με μία υπέροχη θέα στα απέναντι βουνά.

Πήγα σε ένα καφενείο όπου μετά από λίγο έγινα το κεντρικό πρόσωπο.

Μαζεύτηκαν γύρω μου όλοι οι Τούρκοι οι οποίοι μου πρόσφεραν το συνηθισμένο τσάι.

Όσο τσάι δεν ήπια στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, θα το έπινα τώρα με το ταξίδι στην Τουρκία. Δεν μπορείς όμως να κάνεις και αλλιώς φιλοξενούμενος ήμουν, δεν έπρεπε να τους προσβάλλω και το ήπια μονορούφι. Οι κάτοικοι του Γιασί Γκετσιτ  είναι εσωτερικοί μετανάστες από τα χωριά του Πόντου, αλλά και πρόσφυγες από το χωριό Άρνισα ή Όστροβο  του Νομού Πέλλας.

Γεμάτοι αγωνία και ενδιαφέρον  με ρωτούσαν για το όμορφο χωριό τους. Χάρηκαν όταν τους είπα ότι  σώζεται ακόμη ο μιναρές, δίπλα στις όχθες της Βεγορίτιδας.

Μετά από λίγο παρουσιάσθηκε ο μουχτάρης   οποίος με προσκάλεσε στο γραφείο του,  ένα δωμάτιο  2Χ3 όπου στριμωχθήκαμε γύρω στα 15 άτομα. Ευγενέστατος ο μουχτάρης, ο Bilal Koc,  με κέρασε τσάι και μου πρόσφερε δυο σακούλες με φουντούκια, να τις πάρω μαζί μου  στην Ελλάδα.

Κατάγονταν και αυτός από την Άρνισα και από ότι μου φανέρωσε η επιθυμία του να επισκεφθεί  το χωριό των γονέων του ήταν μεγάλη.

Μιλήσαμε για  τις σχέσεις των Ελλήνων και των Τούρκων.

Ότι είμαστε ίδιοι και δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτε, και μου πρότεινε την άλλη φορά που θα ξαναέρθουμε  στο χωριό, όσα άτομα και να πάμε, να μας  φιλοξενήσουν στα σπίτια τους.

Αργότερα έφερε ένα  σχεδιάγραμμα και μου έδειξε ένα μέρος όπου  σχεδιάζει  να κτίσει μία μικρή εκκλησία  για τους Έλληνες οι οποίοι θα επισκέπτονταν το χωριό.

Ήταν ευγενέστατος και ονειροπόλος ο Μπιλάλ Κότς, αγαθά τα αισθήματά του αλλά  για να κτίσεις εκκλησία στην Τουρκία δεν είναι και τόσο εύκολo.

Αλλά για να μην τους αδικούμε, μήπως είναι εύκολο να κτίσεις τζαμί στην Ελλάδα? Xρόνια αργότερα, τον φιλοξένησα στο σπίτι μου στον Σταυρό και έκτοτε παραμένουμε καλοί φίλοι.

Βγήκα έξω για λίγο να τηλεφωνήσω  τον θείο μου τον Τσανακτσίδη τον Χρήστο από το Μακροχώρι Ημαθίας για να του πω ότι είμαι στο χωριό  του. Αυτός αντί   να χαρεί,   με κατσάδιασε  διότι δεν τον πήρα μαζί μου  στο ταξίδι, και έτσι έκλεισα γρήγορα το τηλέφωνο και επέστρεψα στην κοινότητα.

Αργότερα όταν  επισκέφθηκα τον Τσανάκ  στο Μακροχώρι του έδωσα την μία σακούλα με τα φουντούκια και τον κάλμαρα.

Ζήτησα από τον μουχτάρη έναν συνοδό για  να μου δείξει το χωριό και οτιδήποτε  το Ελληνικό υπήρχε ακόμη. Πράγματι ο συνοδός μου με οδήγησε λίγο πιο κάτω από την πλατεία  όπου βρίσκονταν τα μοναδικά Ελληνικά σπίτια του Γιασί Γκετσίτ. Από το ένα  είχε καταρρεύσει η σκεπή και στέκονταν εκεί άψυχο και ανήμπορο  περιμένοντας το τέλος.

Το  άλλο το γκρέμιζαν εκείνη την στιγμή.

 Αισθάνθηκα πολύ άσχημα  διότι ένα κομμάτι που θύμιζε ή μάλλον που ήταν Ελλάδα  χάνονταν για πάντα. Το δισέγγονο ή το παιδί του διωγμένου το 1922 Έλληνα πρόσφυγα   που θα έρχονταν εδώ δεν θα έβλεπε πλέον τίποτε Ελληνικό. Αργότερα πληροφορήθηκα ότι  το σπίτι που γκρέμιζαν ήταν του Τουτουντζίδη από την Νέα Νικομήδεια.

Πήρα κάποια ξύλα από το γκρεμισμένο σπίτι τα οποία μου τα πρόσφεραν οι ιδιοκτήτες του σπιτιού, και τα έφερα στην Ελλάδα, ένα ενθύμιο από το όμορφο αυτό χωριό. Τα πρόσφερα στον εγγονό του Τουτουντζίδη τον Παύλο που χάρηκε ιδιαίτερα και έκτοτε να φυλάει σαν πολύτιμο φυλακτό. Ο συνοδός μου  με οδήγησε στο σπίτι του όπου  είχε φυλαγμένη μια μαρμάρινη πλάκα  όπου ήταν χαραγμένα Ελληνικά γράμματα.

ΚΕΣΑΡΙΑ ΑΝΕΧΩΡΙΣΑ ΝΙΚΟΜΗΔΙΑ  ΧΟΡΙΟ ΓΕΣΛΟΥΚΕΤΖΙΤ 1862.

 Δεν ήξερε  τι να την κάνει. Ίσως να περίμενε κάποια χρηματική προσφορά εκ μέρους  μου  για να μου την δώσει  να την φέρω στην Ελλάδα. Αλλά κάτι τέτοιο, όσο θελκτικό και να είναι, απαγορεύεται αυστηρά.

Επιστρέψαμε  στην πλατεία όπου μας περίμενε ο πρόεδρος ο οποίος προσφέρθηκε  να  παραθέσει γεύμα προς τιμήν μου.

Αρνήθηκα ευγενικά διότι έπρεπε να φύγω για την Κουρούντερε και όσο πλησίαζα στο χωριό του παππού τόσο περισσότερο αισθανόμουν την επιθυμία να πατήσω τα Άγια χώματά της.

Αποχαιρέτησα τον Μπιλάλ και τους συγχωριανούς του και ακολούθησα τον δρόμο για την Κουρούντερε. Φεύγοντας, ο Μπιλάλ μου έδωσε την διεύθυνσή του και τα τηλέφωνά του για να τα δώσω σε αυτούς οι οποίοι θα επισκέπτονταν το χωριό του. Αν τον επισκεφθεί κανείς  ας του δώσει χαιρετισμούς. Το πιο σημαντικό πράγμα όμως που μου έδωσε ο Μπιλάλ ήταν ένα τενεκεδένιο σταυρουδάκι με δυο όψεις, στις οποίες ήταν χαραγμένες οι μορφές του Εσταυρωμένου κα της Παναγίας. Το είχαν βρει σε ένα παλιό Ελληνικό σπίτι.

Ένα πάντως είναι σίγουρο ότι, θα ξανάρθω στο  πανέμορφο αυτό χωριό κοντά στον φίλο Μπιλάλ για να απολαύσω την φιλοξενία των κατοίκων του αλλά και  την ησυχία και ηρεμία που επικρατεί.

Φεύγοντας από το Γιασί Γκετσίτ και αντικρίζοντας  την ωραιότητα  του τοπίου, τα γεμάτα με φουντουκιές  ορμάνια, τα μικρά ποταμάκια, ένα τεράστιο.. γιατί? βάραινε την καρδιά μου.

Γιατί να αναγκασθούμε να φύγουμε από τον παραδεισένιο αυτόν τόπο?

Πριν πολλά χρόνια, όταν σπούδαζα στην Γερμανία και έθεσα αυτό το ερώτημα σε  κάποιον  φίλο μου Τούρκο  που ήξερε Ποντιακά, μου απάντησε .. «Τα μεγάλα τα αφορισμένα τα κράτη φταινε».

Οι κάτοικοι του παλιού Ελληνικού χωριού  Γιασί Γκετσίτ μετά την καταστροφή εγκαταστάθηκαν στην Ακρινή, Δρέπανο, Άγιο Δημήτριο Κοζάνης καθώς και στα χωριά Νέα Νικομήδεια και Μακροχώρι Ημαθίας.

Συνεχίζεται...


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής