breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας

  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας

Το καφενεδάκι βρωμούσε υπερβολικά τσιγαριλίκι, διότι όλοι οι θαμώνες είχαν ένα τσιγάρο στο στόμα και το ντουμάνιαζαν. Σιγά – σιγά άρχισαν να έρχονται πολλά άτομα στο τραπέζι μας. Ο Μουσταφά τους εξηγούσε ποιος ήμουν και με καλωσόριζαν εγκάρδια. Τους ενδιέφερε πολύ να μάθουν πως ήταν οι τόποι καταγωγής των γονιών τους, η Παλιά Καβάλα, η Δάφνη Σερρών και ο Σοχός Λαγκαδά.

Την ίδια ώρα σχόλασε και το τζαμί και το καφενεδάκι γέμισε με γεροντάκια. Γεροντάκια με τραγιάσκα και ένα μπαστουνάκι στο χέρι. Όλα τους σχεδόν είχαν κάτασπρο μούσι που φανέρωνε ότι είχαν πάει στο χατζηλίκι στη Μέκκα και είχαν γίνει χατζήδες. Αντίστοιχα με εμάς τους χριστιανούς, που όταν επισκέπτεται κάποιος τους Αγίους Τόπους γίνεται χατζής. Μόνο που οι Μουσουλμάνοι χατζήδες αφήνουν απαραίτητα μούσι για να ξεχωρίζουν.

Ο Μουσταφά, που μέχρι τότε η γλώσσα του δεν έστεκε καθόλου, τα προσκάλεσε στο τραπέζι μας. Με κοιτούσαν παράξενα αυτά τα γλυκύτατα, γεμάτα σοφία, γεροντάκια που δεν διέφεραν σε τίποτε από τα αντίστοιχα γεροντάκια του χωριού μου. Όταν έμαθαν ποιος είμαι μια λάμψη χαράς και συμπάθειας φάνηκε στο πρόσωπό τους.                          

«Μπρε εσύ, δικό μας παιντί», μου είπε ο παππούς Χασάν Κιζίλ και τελείως αυθόρμητα με αγκάλιασε και με φίλησε στοργικά.

«Αχ μπρε Γιώργκη», αναστέναξε, «εγώ είμαι από τη Δάφνη Σερρών και έφυγα σε μεγάλη ηλικία από το πολυαγαπημένο μου χωριό. Θυμάμαι τα πάντα διότι έφυγα μεγάλος. Στο χωριό μου ήταν και Τούρκοι και Έλληνες, είχαμε πολύ καλές σχέσεις και στεναχωρήθηκαν όταν φύγαμε. Ο γείτονάς μου ο κασάπης ο Χαράλαμπος ήρθε και με βρήκε πριν πολλά χρόνια... Τρελαθήκαμε από την χαρά μας.»                              

Ακολούθησε μια παύση και ένα νοσταλγικό ατένισμα… και συνέχισε…

«Αν πάς εκεί να του δώσεις πολλούς χαιρετισμούς από το Χασανάκι. Πήγαινα και σχολείο…» σταμάτησε και πάλι καθώς τα μάτια του πλημμύρισαν με δάκρυα.                                                        

«Δε θέλαμε να φύγουμε διότι εκεί ήταν η πατρίδα μας, εκεί μεγαλώσαμε και εκεί θάψαμε τους δικούς μας. Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Όποιος ήταν μουσουλμάνος έπρεπε να φύγει».

«Γκαρσόν» φώναξε με δυνατή φωνή, «φέρε στο πατριωτάκι μου έναν καϊβέ.»

Δάκρυσα και εγώ, διότι μου θύμισε τους παππούδες μου. Δε διέφεραν σε τίποτε άλλωστε από αυτούς.  Μαζεύτηκαν τριγύρω μου, με περικύκλωσαν, και με τη βοήθεια του Μεχμέτ Απάκ, του δασκάλου των Αγγλικών, ζητούσαν πληροφορίες για τα χωριά τους. Ο παππούς Ραμαζάν Κιβράκ από την Παλιά Καβάλα, ο παππούς  Σαμπάν Σαβασερί από τον Σοχό. Όλοι τους ρουφούσαν στην κυριολεξία τις πληροφορίες μου. Όσες μπορούσα βέβαια να τους δώσω.

Εν τω μεταξύ το τσάι έδινε και έπαιρνε. Ήταν σε μικρά ποτηράκια και καταναλίσκονταν γρήγορα. Πρέπει να ήπιαν από πέντε ο καθένας τους. Προσπαθούσαν να μιλήσουν χρησιμοποιώντας τα λίγα Ελληνικά που θυμόντουσαν. Ζόριζαν τη μνήμη τους για να μου δείξουν ότι έχει μείνει κάτι από Ελλάδα μέσα τους…

«Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ

να μαθαίνω γράμματα του θεού τα πράματα.»

Γεμάτος περηφάνια ο παππούς Χασάν, απάγγειλε το γνωστό τραγουδάκι και οι υπόλοιποι τον χειροκρότησαν. 

«Κουσκουτούρα νε ιστέρ? Αλαχτάν γιαμούρ ιστέρ.» Τι θέλει η κουσκουτούρα; Από το θεό βροχή θέλει…

«Αυτό το λέγαμε όταν είχε ανομβρία και παρακαλούσαμε τον Αλλάχ να φέρει βροχή, είπε ο Ραμαζάν ντεντές. Χρησιμοποιούσαμε ένα κοντάρι που στη μια άκρη του είχε ένα χοντρό πανί, που ονομάζαμε κουσκουτούρα, και με αυτό καθαρίζαμε το φούρνο όταν φουρνίζαμε ψωμιά. Τρέχαμε σε όλο το χωριό υψώνοντας το κοντάρι και τραγουδούσαμε το μικρό αυτό τραγουδάκι. Οι κάτοικοι του χωριού μας έδιναν τότε καραμέλες και ζαχαρωτά. Το κάναμε και μετά όταν ήρθαμε στην Τουρκία».

Μετά από λίγο μπήκε στο καφενείο ένας μεσήλικας ο οποίος με χαιρέτησε ευγενικά και κάθισε στο τραπέζι μας. Ο κύριος Χουσείν Ινάκ, που καταγόταν από την Παλιά Καβάλα, μου είπε ο Μουσταφά, ξέρει πολλά Ελληνικά σπίτια και μαχαλάδες διότι, όταν έρχονταν επισκέπτες από την Ελλάδα, αυτός τους συνόδευε και έμαθε πολλά πράγματα σε σχέση με το χωριό.

Έτσι λοιπόν ανέλαβε να με ξεναγήσει και να μου δείξει τα σπίτια και τα Αγιάσματα του χωριού. Ευχαρίστησα τους παππούδες, ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το βράδυ και βγήκαμε από το καφενείο. Καιρός ήταν… ο καπνός από τα τσιγάρα κόντευε να φράξει τα πνευμόνια μου.                                                                                                                    

Κατευθυνθήκαμε προς το χωριό Ντάνσαρι ή Αγίους Θεοδώρους, και αφού αντικρίσαμε πολλά ελληνικά σπίτια που έστεκαν εκεί σαν φαντάσματα του παρελθόντος, ασοβάτιστα και απεριποίητα, φθάσαμε στο Αγίασμα του Αγίου Βαραδάτου.  Το παλιό κτίσμα είχε κατεδαφιστεί το 1894, ενώ αυτό που υπάρχει τώρα είχε κτιστεί τον Ιανουάριο του 1922. Το Αγίασμα ήταν αφιερωμένο στον άγνωστο σε εμάς Άγιο Βαραδάτο, που καταγόταν από την Αντιόχεια, για το οποίο όμως είχα ακούσει πολλά από τους Κουβουκλιώτες παππούδες.

Στα Κουβούκλια Κοζάνης, ο παππούς Νίκος Θωμίδης, με τη βοήθεια του γιου του Μιχάλη και πολλών Κουβουκλιωτών, έχτισαν σε μια πολύ όμορφη περιοχή, δίπλα στο φράγμα του Αλιάκμονα, μια εκκλησία προς τιμή του Αγίου. Σε αυτό το σημείο συγκεντρωνόμασταν κάθε χρόνο, τρώγαμε, πίναμε, τραγουδούσαμε και συναντούσαμε τους συγγενείς μας που έρχονταν από όλα τα μέρη της Ελλάδος.  Είδε ο παπάς του διπλανού χωριού ότι αυτήν τη μέρα το παγκάρι γέμιζε πολύ και έδιωξε το θείο Νίκο και τους Κουβουκλιώτες από την επιτροπή του ναού, για να καρπώνεται ο ίδιος τα έσοδα. Τα κατάφερε, αλλά έκτοτε κανείς Κουβουκλιώτης δεν ξαναπήγε στην εκκλησία. Ο θείος Νίκος πέθανε με το μαράζι ότι του έκλεψε ο παπάς, για λίγα χρήματα, την εκκλησία για την οποία τόσο πολύ μόχθησε.

«Θα λα τον καρυδώσω δεν θα την γλυτώς», μουρμούριζε κάθε φορά που τον συναντούσα.

 

Το Αγίασμα στα Κουβούκλια γιόρταζε στις 22 Φεβρουαρίου και το νερό του είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Έπαιρναν νερό, το ανακάτευαν με χώμα και τη λάσπη που σχηματιζόταν την τοποθετούσαν πάνω σε πληγές και θεραπεύονταν. Οι λεχώνες πάλι, 20-25 μέρες μετά τη γέννα, πήγαιναν στο Αγίασμα μαζί με το νεογέννητο, άναβαν κεριά και το έπλεναν με το αγιασμένο νερό. Αυτό το έκαναν τρεις φορές, τη μία Πέμπτη και δυο Σάββατα.      

 Δίπλα στο Αγίασμα υπήρχαν ακόμη ερείπια του αλευρόμυλου δύο Ηπειρωτών από το Αργυρόκαστρο, που είχε κτιστεί το 1909, ενώ στην άλλη πλευρά του δρόμου υπάρχουν τα τεράστια πλατάνια που είχε φυτέψει το 1870 ο Αλεξανδρής Λυγκηρίδης.

Επιστρέψαμε στο χωριό για να επισκεφτούμε το μαχαλά της εκκλησίας. Αεικίνητος ο θείος ή άμτσα Χουσείν Ινάκ, ο οποίος έσβηνε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Δυο δόντια μονάχα του είχαν απομείνει, το ένα δεξιά και το άλλο αριστερά, τα οποία ήταν κατακίτρινα από τη νικοτίνη.

«Εδώ ήταν η εκκλησία», μου είπε, δείχνοντάς μου κάποια θεμέλια, «και παραπέρα βρίσκονταν τα θεμέλια του κάστρου των Κουβουκλίων, το οποίο είχε πέσει στα χέρια του Οσμάν το 1305.Όταν ήρθαμε εδώ, τα σπίτια αυτού του μαχαλά και η εκκλησία ήταν όλα καμένα. Ο ελληνικός στρατός όταν υποχωρούσε προς την Ελλάδα, περνώντας από τα ελληνικά χωριά, έβαζε φωτιά για να μη μείνει τίποτα στους Τούρκους.»

Έτσι κάηκε ο μαχαλάς του Αγίου Γεωργίου με την πανέμορφη εκκλησία και πολλά άλλα Πιστικοχώρια γύρω από τα Κουβούκλια. Τις μαρτυρίες αυτές για τις άστοχες αυτές ενέργειες του ελληνικού στρατού μου τις επιβεβαίωσαν πολλοί Έλληνες και Τούρκοι πρόσφυγες.

Επιστρέψαμε με τη συνοδεία μου στο καφενείο. Είχε ήδη αρχίσει να σουρουπώνει και ήταν άδειο. Οι παππούδες είχαν πάει στο τζαμί για να προσευχηθούν. Ο Μουσταφά προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μου δείξει την αγάπη του – όλοι τους μου έδειχναν με τη συμπεριφορά τους σεβασμό και αγάπη. Προσφέρθηκε να με μεταφέρει με το αυτοκίνητό του στην Προύσα, υπό έναν όμως όρο… την επόμενη μέρα να έρθει να με πάρει και να με φιλοξενήσει στο σπίτι του. Δέχτηκα χωρίς δισταγμό. Έτσι αφού τους αποχαιρέτησα και τους ευχαρίστησα όλους για την υπέροχη υποδοχή, κατευθυνθήκαμε για το ξενοδοχείο στην Προύσα.

Το βράδυ έτρεμα από χαρά και συγκίνηση. Ήταν πράγματι φοβερά τα συναισθήματα που με κατέκλυσαν όλη τη μέρα κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μου στο χωριό του παππού Φωτάκη.

«Τι υπέροχοι άνθρωποι», σκεφτόμουν, «με σκλάβωσαν στην κυριολεξία με τη συμπεριφορά τους». Και εγώ που περίμενα ότι θα με «σφάξουν» οι απολίτιστοι…!! Επιβεβαιωνόταν για ακόμη μια φορά αυτό που είχα ακούσει πολλές φορές από τους Έλληνες παππούληδες αλλά και από τους αντίστοιχους Τούρκους, ότι οι λαοί μας δεν έχουν να μοιράσουν τίποτε. 

Την επόμενη μέρα, πρωί-πρωί, με ειδοποίησαν ότι με περιμένουν στη ρεσεψιόν. Ήταν ο Μουσταφά μαζί με τον καθηγητή των Αγγλικών, το Μεχμέτ, που ήρθαν να με πάρουν. Έβαλα τα πράγματά μου στο αυτοκίνητο και φύγαμε για τα Κουβούκλια. Παρακάλεσα το Μουσταφά να πάμε αρχικά να επισκεφθούμε την Απολλωνιάδα, η οποία βρίσκεται κοντά στα Κουβούκλια.

 Έτσι κάναμε μία παράκαμψη και κατευθυνθήκαμε προς την Απολλωνιάδα, που απέχει σαράντα χιλιόμετρα από την Προύσα και είκοσι από τα Κουβούκλια.

Πήραμε το δρόμο που οδηγεί από την Προύσα στη Σμύρνη, περάσαμε δίπλα από την περίφημη πανεπιστημιούπολη του Ολύμπου, που κτίστηκε στην περιοχή Κουρί Κουβουκλίων, από τα Κουβούκλια και άλλα ελληνικά χωριά που αποτελούσαν την Εκκλησιαστική περιφέρεια Απολλωνιάδας.

Το σημερινό όνομα του χωριού είναι Golyazi. Αυτό γράφει η καφέ ταμπέλα - χρώμα που δείχνει ότι το χωριό θεωρείται αρχαιολογικός χώρος - και μέσα σε παρένθεση Αpolyont, το παλιό του όνομα, το οποίο όμως χρησιμοποιούν οι περισσότεροι από τους κατοίκους και σήμερα.  


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής