breaking news Νέο

Μικρασιατικά αφηγήματα

  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα

Η στήλη αυτή έχει ως σκοπό της να διατηρήσει και να επαναφέρει στη μνήμη μας όλα αυτά, που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από τη ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος τη μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε, καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά, η οποία πλέον έχει εκλείψει και εμείς, που αποτελούμε τη συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την τραγική ιστορία της.

Ο πάππος μου ο Ξανθόγιαννες


O προπάππους μου ο Ξανθόγιαννες (Σαρή-γιαννες) από τα Κοτύωρα του Πόντου (Ορντού – Ordu - στα τουρκικά), ήταν ναυτικός και έμπορος- καπετάνιος έλεγε ο παππούς μου, αλλά ήταν πολύ μικρό παιδάκι όταν τον είδε τελευταία φορά.

Ταξίδευε με το καράβι του σε όλη την Μαύρη Θάλασσα, στην Οδησσό, στη Βάρνα, κι ακόμα παραπέρα, φτάνοντας μέχρι και τη Μασσαλία. Εμπορευόταν τα προϊόντα του Πόντου, φουντούκια, κεράσια της Κερασούντας, ασήμι από την Αργυρούπολη, τα ξακουστά ποντιακά καπνά…

Όταν γύριζε στο σπίτι του, ανάμεσα σε δυό ταξίδια, έριχνε λέει πάνω στο τραπέζι ένα σωρό από λίρες κάθε φορά, για να παίξουν τα παιδιά. Η μεγαλύτερη αδερφή του παππού μου γελούσε όταν τ’ άκουγε αυτά, αλλά τέλος πάντων σίγουρα δεν ήτανε φτωχοί.

Στα μεσοδιαστήματα των ταξιδιών ο Ξανθόγιαννες έσπερνε παιδιά στην κυρά του τη Συμέλα, με αποτέλεσμα η οικογένεια να αυξάνεται και να πληθύνεται. Όταν ήρθε η ώρα του χαλασμού, είχαν εφτά παιδιά. Ο πιο μικρός, ήταν ο παππούς μου ο Μιλτιάδης.
Ζούσαν οι πρόγονοί μου ειρηνικά και ευτυχισμένα, σε αρμονική συνύπαρξη με τους υπόλοιπους λαούς του όμορφου Πόντου, με τα άγρια καταπράσινα βουνά, που υψώνονται απόκρημνα κι απότομα δίπλα στη θάλασσα.

Άλλα είχε όμως γραμμένα η Μοίρα. Η φωτιά των Βαλκανικών Πολέμων, του Α’ Παγκοσμίου, και της Μικρασιατικής Εκστρατείας που ακολούθησε, δεν θα άφηνε ανέγγιχτο ούτε τον μακρινό Πόντο.

Η επιτυχημένη πρόβα τζενεράλε είχε γίνει λίγα χρόνια νωρίτερα, με την τρομακτική γενοκτονία των Αρμενίων. Τα θύματα της υπολογίζονται σε ενάμισι εκατομμύριο ψυχές.

Είχε έρθει πιά και η σειρά των Ελλήνων του Πόντου. Ο συνολικός αριθμός τους πριν την καταστροφή εκτιμάται σε ένα περίπου εκατομμύριο, από τους οποίους και εξοντώθηκαν κάπου 350.000, δηλαδή ο ένας στους τρεις ανθρώπους. 

Στην αρχή πήραν τους άντρες, και τους έστειλαν, τους περισσότερους χωρίς επιστροφή, στα βάθη της Μικρασίας, στα περίφημα "Τάγματα Εργασίας", αφού πρώτα «εκκαθάρισαν» τους πιο ατίθασους. Ανάμεσά τους, ο μεγάλος αδερφός του παππού μου, ο Χαράλαμπος, δεκαεφτά χρονών παλικαράκι. Ο Χαράλαμπος ήταν από τα πρώτα θύματα των ανθρωπόμορφων τεράτων του αρχισφαγέα Τοπάλ Οσμάν. Τον έριξαν μέσα σε έναν λάκκο με ασβέστη, όπου κάηκε ζωντανός.

Όταν άρχισαν οι διωγμοί, ο προπάππος μου, έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι. Επιστρέφοντας διέφυγε στα απότομα βουνά του Πόντου, όπου συνάντησε τα υπόλοιπα παλικάρια που είχαν περάσει στην παρανομία, και έδρασε σαν αντάρτης για άγνωστο διάστημα. Από εκεί, τα ίχνη του χάθηκαν για πάντα.

Πολλά χρόνια αργότερα, ο πατέρας μου, ο συνονόματός του ο Γιάννης Σαρηγιαννίδης, άκουσε στην Κωνσταντινούπολη ένα γέρο Τούρκο Πόντιο να τραγουδάει ένα τραγούδι για κάποιον Αντάρτη Σαρούγιαννε, που "έκανε μεγάλο κακό, έστησε ενέδρα στους Τούρκους ένοπλους και σκότωσε πολλούς, αλλά τον παγίδευσαν με δόλο και τον σκότωσαν στο σπίτι του Ιμάμη (μουσουλμάνου Ιερέα). 

 

Η υπόλοιπη οικογένεια πήρε τον δρόμο της εξορίας. Γυναίκες, μικρά παιδιά, ηλικιωμένοι, άρρωστοι, μέσα στο δριμύ ψύχος του ποντιακού χειμώνα του 1916-17, πήραν πεζοί τον δρόμο της "εκτόπισης", ουσιαστικά τον δρόμο του θανάτου, στα απότομα βουνά, με κατεύθυνση την Νεοκαισάρεια (Niksar) στο εσωτερικό της Μικρασίας, κι ακόμα παραπέρα. Λίγοι έφτασαν ως τον προοριοσμό του Θανάτου, κι ακόμα λιγότεροι γύρισαν πίσω. 
Η Σοφία, η μεγάλη αδερφή του παππού μου, ένα πανέμορφο ξανθό κορίτσι δεκαέξι χρονών, άφησε την τελευταία της πνοή κάτω από ένα δέντρο, στην μέση του τίποτα.

Ο παππούς μου ο Μιλτιάδης, που ήταν τότε πέντε χρονών, θυμόταν να την τραβάει από το μανίκι όταν οι Τσέτες (άτακτοι στρατιώτες) έδωσαν το σύνθημα της αναχώρησης. Αλλά αυτή δεν μπορούσε πιά ν' ακολουθήσει.

Το κορίτσι που έκαιγε τις καρδιές όλων των ανδρών της πόλης της, ήταν νεκρό…
Η μητέρα τους η Συμέλα, η Ευρώπη, 4-5 χρονών, και ο Ευριπίδης, μωρό στην κούνια, άφησαν επίσης την τελευταία τους πνοή στον δρόμο, από την πείνα, την εξάντληση, και τις κακουχίες. Από ολόκληρη την οικογένεια επέζησαν μόνο ο παππούς μου ο Μιλτιάδης, και οι δυό του αδερφές, η Περιστέρα, 13 χρονών, και η Ωραία, 12.

Την Περιστέρα και την Ωραία τις περιμάζεψε κάποια στιγμή ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, που τις μετέφερε στην Αθήνα, όπου τις ξανασυνάντησε ο παππούς μου πολύ αργότερα, στο τέλος της δεκαετίας του ’30.

Ο Μιλτιάδης, πέντε χρονών παιδάκι, ρακένδυτος, πετσί και κόκκαλο, με σκουληκιασμένο δέρμα, βρέθηκε μόνος και πεντάρφανος στη Νεοκαισάρεια, μαζί με κάποιους άλλους επιζήσαντες από τους εκτοπισμένους, που ήταν εξίσου εξαθλιωμένοι.
Θα χάνονταν έτσι χωρίς κανένα ίχνος, αλλά η Μοίρα δεν ήθελε να σβήσει η γενιά μου…
Αναγνώρισε κάποια στιγμή έναν θείο του, τον Μωυσή, άντρα της αδερφής του Ξανθόγιαννη. Τον άρπαξε από το μανίκι με το χεράκι του. «Θείε Μωυσή, θείε Μωυσή» τού έλεγε, με την σβησμένη του φωνούλα.

Πού ν' ακούσει ο Μωυσής- χαμένος στα δικά του βάσανα, τον απέδιωχνε, αλλά βλέποντας την επιμονή του παιδιού, έσκυψε ν ’ακούσει καλύτερα τον ξεψυχισμένο ψίθυρο. Κι άκουσε τ' όνομά του, κι αναγνώρισε το αγνώριστο παιδάκι. «Δόξα τω θεώ, είπε κλαίγοντας, ο Μιλτιάδης εν! Σώθηκε η γενιά του Ξανθόγιαννη…»

Ο Μιλτιάδης ήρθε στην Ελλάδα, και ρίζωσε στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Ασχολήθηκε με την γεωργία και με την κτηνοτροφία, στα τέως τούρκικα χωράφια που του παραχωρήθηκαν, και παντρεύτηκε την γιαγιά μου τη Βαρβάρα Μουρατίδου, επίσης πρόσφυγα, από την περιοχή του Ατάπαζαρ.

Ο παππούς μου ήταν πολύ φιλομαθής, από τους ελάχιστους αγρότες που μιλούσαν τότε Γαλλικά, που τα έμαθε μόνος του από μια μέθοδο…

Διάβαζε ό,τι έπεφτε στα χέρια του. Άνθρωπος φιλήσυχος, ειρηνικός, ποτέ δεν άκουσα από το στόμα του να κατηγορεί τους Τούρκους, και πολύ σπάνια διηγούνταν την ιστορία που σας αφηγήθηκα.

Ούτε που φανταζόμουν, παιδάκι εγώ, το τί τράβηξε αυτός και η οικογένειά του.

Την ιστορία του, που την είχα ακούσει πολύ αποσπασματικά από τον ίδιο, την συμπλήρωσα μέσω πληροφοριών που πήρα από τον πατέρα μου, και από κάποιες γραπτές σημειώσεις του ίδιου του Παππού.

Ο Μιλτιάδης απέκτησε πέντε παιδιά, τα σπούδασε σχεδόν όλα, τα είδε να προκόβουν, απέκτησε εγγόνια και δισέγγονα, και πέθανε το 1982.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, αυτόν, και τους αδικοχαμένους του γονείς και αδέρφια, και όλα τα 352.000 θύματα της Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, όπως και όλα τα θύματα της θηριωδίας του ανθρώπου απέναντι στον άνθρωπο.

 

Αφήγηση Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης


Ordu (Κοτύωρα)1930
ΟΡΝΤΟΥ. Ο ΑΓΙΟΣ ΜΗΝΑΣ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής