breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας

  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας

Γάμος στα Κουβούκλια.

 

Θυμήθηκα τη γιαγιά μου, την Τριανταφυλλού. Αυτή μας διηγούνταν συχνά τα έθιμα των γάμων στα Κουβούκλια.

 

«Στο γάμο, Γιώργη μου, υπήρχε σειρά, ανάλογα με την ηλικία, που έπρεπε να τηρούν τα παιδιά μιας οικογένειας. Τελούνταν δε, συνήθως αρχές φθινοπώρου έως τις αρχές της άνοιξης, τότε που δεν είχαμε πολλές δουλειές.

Όταν έφθανε η ώρα του γάμου, ο πατέρας του παιδιού μαζί με τον κουμπάρο, πήγαιναν στο σπίτι της νύφης και συμφωνούσαν για την ημερομηνία του γάμου. Έπαιρναν από τον πατέρα της νύφης δύο ως πέντε χρυσές λίρες, το λεγόμενο «αγηρλήκι», ποσό που θα χρησιμοποιούσαν για τα έξοδα του γάμου. 

Πέντε με δέκα μήνες πριν το γάμο, ο γαμπρός έστελνε στη μέλλουσα γυναίκα του, νήμα από βαμβάκι για να τη βοηθήσει στην προετοιμασία της προίκας της.

Ο πατέρας της νύφης, την προίκιζε με ρούχα, χάλκινα μαγειρικά σκεύη, ποτέ όμως με χρήματα, το θεωρούσαν μεγάλη προσβολή.

Μόνο στην περίπτωση που ένας χήρος άνδρας παντρευόταν μια νέα κοπέλα, γινόταν προγαμιαία δωρεά. Τότε έκαναν ένα «προικοσύμφωνο», το οποίο επικύρωνε ο Μητροπολίτης και μπορούσε να περιλαμβάνει κινητή περιουσία, δηλαδή χρυσά φλουριά και ζώα, ή ακίνητη, όπως χωράφια, αμπέλια και σπίτια.

Μία εβδομάδα πριν το γάμο, ή και περισσότερο, δε θυμάμαι ακριβώς, η μάνα του γαμπρού πήγαινε στη νύφη το «Σον Τσουρεγί». Ήταν το τελευταίο τσουρέκι που φανέρωνε, επίσημα πλέον, την τέλεση του γάμου.

Την ίδια ακριβώς μέρα, ο γαμπρός μαζί με τον πατέρα και δυο συγγενείς του, επισκεπτόταν το μέλλοντα κουμπάρο, έκανε μπροστά του μια μετάνοια και του φιλούσε το χέρι. Στη συνέχεια, συζητούσαν για το πότε θα πήγαιναν στην Προύσα να αγοράσουν το νυφικό και άλλα απαραίτητα για το γάμο, χρησιμοποιώντας τα χρήματα από το αγηρλήκι.

Ο γάμος, άρχιζε από την Πέμπτη. Τη μέρα αυτή, ο γαμπρός πήγαινε με τους φίλους του στο Κουρί και έφερναν ξύλα για το βράσιμο του σιταριού. Στο σπίτι είχαν ήδη σπάσει το σιτάρι μέσα στο μαρμάρινο ντουμπέκι και έπειτα το έβραζαν σε ένα μεγάλο καζάνι, κάνοντας το περίφημο γαμήλιο «κεσκέκι». Όταν ήταν πια έτοιμο, το έβαζαν σε μικρά μπακιράκια και το μοίραζαν στον κόσμο, προσκαλώντας τον στο γάμο.

Την Παρασκευή, ο γαμπρός καλούσε τα συγγενικά του παλικάρια και τους φίλους του, προσφέροντάς τους ένα κερί. Αργότερα, όλοι μαζί, καβάλα στα άλογά τους, πήγαιναν στα λουτρά του Αι Γιάννη, στην Προύσα, για να πλυθούν και να καθαριστούν. Ακολουθούσε επίσκεψη στην αγορά, όπου αγόραζαν φρούτα και περνούσαν από το σπίτι της νύφης για να της τα προσφέρουν.

Οι φίλες της νύφης, με τη σειρά τους, κρεμούσαν στα άλογα μαντήλια και έκαναν βόλτες στο χωριό, μοιράζοντας τα φρούτα σε όποιον συναντούσαν στο δρόμο τους.

Το Σαββάτο, οι γυναίκες έπλαθαν περίπου σαράντα τσουρέκια, τα τοποθετούσαν στα κεφάλια τους και όλες μαζί τα πήγαιναν στο φούρνο για ψήσιμο. Επρόκειτο να τα μοιράσουν σε συγγενείς και φίλους προσκαλώντας τους στο γάμο. Τους υπόλοιπους χωριανούς τους προσκαλούσαν προσφέροντάς τους από ένα κερί.

Το ίδιο βράδυ, στο σπίτι του γαμπρού, το ξημέρωναν, χορεύοντας και τραγουδώντας. Τα αρραβωνιασμένα ζευγάρια χόρευαν τον περίφημο χορό «Αλλατζά».

Τότε ήταν, Γιώργη μου, που γινόταν της τρελής το πανηγύρι… Οι κοπέλες δεν ήθελαν να χορέψουν και οι αρραβωνιαστικοί τις τραβούσαν με το ζόρι. Αυτές υπέκυπταν στις πιέσεις τους και χόρευαν, υπό έναν όρο όμως, να χρησιμοποιήσουν μαντήλι και να μην αγγίξει το χέρι τους το χέρι του αρραβωνιαστικού.

Τόσο τίμιες ήμασταν!!

Πολλές φορές τα παλικάρια προσβάλλονταν και θύμωναν, αλλά αυτό δεν κρατούσε για πολύ. Για τους γονείς τους άλλωστε αυτό ήταν ένδειξη τιμιότητας.

Οι μεγάλες φασαρίες γίνονταν μεταξύ των παλικαριών. Αφού έτρωγαν και έπιναν, τις περισσότερες φορές μεθούσαν και ξεκινούσαν διαξιφισμοί, που κατέληγαν κάποιες φορές και σε φονικό.

Έτσι η χαρά του γάμου κατέληγε σε τραγωδία και πολλές οικογένειες ξεκληρίζονταν. Οι δράστες, μετά το φονικό, εγκατέλειπαν το χωριό και μέσω Μουδανιών, μετανάστευαν στην Ελλάδα ή στην Αμερική.

Το πρωί της Κυριακής, οι γυναίκες ετοίμαζαν μέσα σε ένα πιατάκι την «κινιά», την οποία ζύμωναν με κρασί, της έδιναν μορφή μικρού ψωμιού και τοποθετούσαν πάνω της τρία κεράκια. Έξω οι συγγενείς και οι φίλοι έστηναν χορό και τα όργανα που ήταν συνήθως γκάιντα, ζουρνάς και νταούλι, είχαν πάρει φωτιά.

Ο κουμπάρος έπαιρνε το πιατάκι με την κινιά και έσερνε πρώτος το χορό. Οι κοπέλες του έριχναν στον ώμο ένα κόκκινο μαντήλι και εκεί μέσα τοποθετούσε ένα νόμισμα, το οποίο επεδείκνυε όταν σταματούσε.

Το ίδιο έκαναν και όσοι συγγενείς και φίλοι ήθελαν να σύρουν πρώτοι το χορό.

Έπειτα έβγαινε ο γαμπρός και καθόταν μόνος του σε ένα τραπέζι, ενώ οι οργανοπαίκτες έπαιζαν ένα ξεχωριστό τραγούδι, την «Ωραή».

Μπροστά του τοποθετούσαν το πιατάκι της κινιάς, ανάμεσα σε άλλα δύο με βούτυρο και μέλι.

Το σκέπαζαν με ένα κόκκινο μαντήλι και η κουμπάρα κρατώντας το χέρι του από τον καρπό, κρατούσε ανοιχτή την παλάμη του. Τότε ο πατέρας του  με ένα νόμισμα των πέντε ή δέκα γροσιών, έπαιρνε λίγο από τα τρία πιατάκια, το άλειφε στην παλάμη του γαμπρού και ευχόταν…

 

 «Να ζήστενα, να γεράστενα, ευτυχισμένοι νάστενα. Δυο κορίτσια και τέσσερα παιδιά».

Το ίδιο έκαναν η μητέρα και οι υπόλοιποι συγγενείς. Στο τέλος πια η κουμπάρα έκλεινε την παλάμη για να λερωθεί ο γαμπρός με την κινιά, και για να πιάσουν οι ευχές.

Το ίδιο έθιμο πραγματοποιούνταν και στο σπίτι της νύφης, μόνο που όταν η κουμπάρα προσπαθούσε να ανοίξει την παλάμη της νύφης αυτή αντιστεκόταν, θέλοντας να δείξει ότι είναι σφικτή (οικονόμα).

Αν η κοπέλα ήταν ορφανή, την κινιά, το βούτυρο και το μέλι, τα τοποθετούσαν πρώτα πάνω σε χαρτί, τα έβαζαν στην παλάμη της και αργότερα το πετούσαν. 

Κατά τη διάρκεια του «κινιάσματος» στο σπίτι της νύφης επικρατούσε μεγάλη συγκίνηση. Η νύφη δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της και έκλαιγε συνεχώς.

Όταν πλησίαζε το μεσημέρι, στο σπίτι του γαμπρού κατέφθανε ο κουρέας για να τον ξυρίσει μαζί με τον κουμπάρο και δυο τρεις άλλους συγγενείς του.  Οι οργανοπαίκτες ξανάρχιζαν να παίζουν την «Ωραή»…

 Η Ωραή(τραγούδι του γάμου).

 

«Ήρτε η ώρα η καλή, ώρα ευλογημένη

 να πάρει ο νιός την πέρδικα την ωριοπλουτισμένη.

 Άσπρο σταφύλι ροζακί και κόκκινο κεράσι

 τ’ αντρόγυνο που γίνεται, να ζήσει, να γεράσει.

 Έλα Χριστέ και Παναγιά με το μονογενή σου,

 τ’  αντρόγυνο που γίνεται να δώσεις την ευχή σου.

 Πηγαίνω μάνα μ’,  μη με κλαίς,  μον δως με την ευχή σου

 και πες πως δε με γέννησες, και δεν μ’ έχεις παιδί σου.

 Πηγαίνω φίλοι μ’, κλάψετε και εσείς οχτροί χαρείτε

 και σεις καλογειτόνισσες στα μαύρα φορεθείτε.»

 

 Εν τω μεταξύ, έφτανε και ο παπάς να ευλογήσει τα ρούχα του γαμπρού και καθώς τον έντυναν, έψαλλε το «Εν ταις λαμπρότητι των Αγίων σου, πως εισελεύσομαι ο ανάξιος» όπως και το… «Το νυμφώνα σου βλέπω».

Τα παλικάρια που έντυναν το γαμπρό, τοποθετούσαν στο πίσω μέρος της βρακοζώνας του έναν κόμπο, για να μη μπορέσουν οι εχθροί του να τον … «δέσουν»  και δεν μπορούσε αργότερα να εκτελέσει τα συζυγικά του καθήκοντα. Ακολούθως, τοποθετούσαν στο κεφάλι του γαμπρού ένα δίσκο με τσουρέκι, τον οποίο κρατούσαν τρείς νέοι άνδρες. Το έσπαζαν σταυρωτά και την ώρα που του έδιναν να δοκιμάσει, προσπαθούσαν να τον κλωτσήσουν.

Αφού μοίραζαν το τσουρέκι στους παρευρισκόμενους, ξεκινούσε η πομπή, η οποία με χορό και τραγούδι, περνούσε πρώτα από το σπίτι του κουμπάρου και κατευθυνόταν στο σπίτι της νύφης.

Μπαίνοντας στο σπίτι της ο γαμπρός, ασπαζόταν πρώτα τα χέρια των πεθερικών του, προς ένδειξη απόλυτου σεβασμού. Αντίκριζε τη νύφη, πανέμορφη μέσα στο άσπρο νυφικό της, φορώντας το «τουβάκι» που σκέπαζε το πρόσωπό της.

Βγαίνοντας η νύφη γονάτιζε και προσκυνούσε το σπίτι της τρείς φορές. Η στιγμή αυτή ήταν ίσως και η πιο συγκινητική, με τη νύφη να πρωταγωνιστεί σε ένα δραματικό σκηνικό. Μετά από χρόνια, άφηνε το πατρικό της και έκανε το βήμα που την οδηγούσε σε μια νέα ζωή, σε ένα νέο σπίτι, στη δική της οικογένεια.

Οι γονείς της, με ανάμεικτα συναισθήματα, χαράς και λύπης, για τον αποχωρισμό, πετούσαν στην κόρη τους, που έκλαιγε διαρκώς, ρύζια για να ριζώσει. Παράλληλα, οι οργανοπαίκτες έπαιζαν με μεγαλύτερη ένταση την «Ωραή», κορυφώνοντας έτσι τη συγκίνηση…

 

 «Πηγαίνω μάνα μ’ μη με κλαίς, μον δος μου την ευχή σου

 και πες πως δε με γέννησες και δε μ’ έχεις παιδί σου...»

 

Την ίδια ώρα, τα παιδιά, αντί κάποιου σεβαστού φιλοδωρήματος, μετέφεραν την προίκα της νύφης στο σπίτι του γαμπρού, όπου θα εκτίθονταν για σαράντα περίπου μέρες.

Κάπως έτσι λοιπόν, η γαμήλια τελετή έπαιρνε το δρόμο για την εκκλησία. Τα όργανα μπροστά, ο γαμπρός ακολουθούσε και ξωπίσω, με το τουβάκι να καλύπτει το πρόσωπό τους, η νύφη.

Το «τουβάκι» είχε και αυτό τη χρησιμότητά του. Πολύ παλαιότερα σύμφωνα με τους γηραιότερους, την ώρα που η πομπή πορευόταν προς την εκκλησία, αν κάποιος Τούρκος μπέης έβλεπε το πρόσωπο της νύφης και του άρεσε, απαιτούσε  εκείνο το βράδυ να κοιμηθεί μαζί του. Έτσι οι νύφες, φοβούμενες το κακό συναπάντημα, φορούσαν αυτό το είδος πέπλου για να προστατευτούν.

Με το πέρας του μυστηρίου, έπαιρναν το δρόμο για το σπίτι του γαμπρού, σταματώντας μπροστά από συγγενικά ή φιλικά σπίτια, όπου τους κερνούσαν σερμπέτι, μέλι και πετμέζι. Όταν έφθαναν πια στην είσοδο του σπιτιού του γαμπρού, έσφαζαν πρώτα έναν πετεινό ή κότα και μετά η νύφη πατούσε πάνω σε ένα σίδερο για να γίνει σιδερένια. Η πεθερά έβαζε τα δάχτυλα της νύφης μέσα σε ένα δοχείο με μέλι και σταύρωνε την πόρτα του νυφικού δωματίου τέσσερις φορές. Έπειτα έγλυφε τα δάχτυλα της νύφης λέγοντας …

 « Άχ τι γλυκά δάχτυλα έχει η νύφημ!»

 

Αργότερα, το ζευγαρι έμπαινε στο δωμάτιο και δεν άφηναν να μπει μέσα κανείς από τους παρευρισκομένους. Ο κουμπάρος χτυπούσε την πόρτα με ένα τσεκούρι και απειλούσε ότι τάχα θα την έσπαγε αν δεν του άνοιγαν, ενώ συγχρόνως απαιτούσαν από τον πεθερό ένα τάξιμο. Αυτό ήταν συνήθως ένα τραπέζωμα ή ακόμη και χρήματα σε μετρητά. Έταζε λοιπόν ο πεθερός και άνοιγε την πόρτα.

Η νύφη για να συμμετάσχει και αυτή στο παιχνίδι, έβγαζε το τουβάκι, έπαιρνε ένα μήλο και με αυτό προσπαθούσε να χτυπήσει το γαμπρό, κάτι που τάχα δύσκολα κατόρθωνε  και μόνο με την τρίτη προσπάθεια.

Η μάνα της νύφης έφερνε μαζί της μια κότα γεμιστή και την έδινε στο γαμπρό για να φάει και να καρδαμώσει. Άλλωστε αυτός είχε να φροντίσει αργότερα για τη διαιώνιση του είδους!!!

Τη Δευτέρα, το γλέντι μεταφερόταν στο σπίτι του κουμπάρου και κατά το απόγευμα, επέστρεφαν στο σπίτι του γαμπρού κρατώντας στα κεφάλια τους ταψιά με πλούσια εδέσματα για να συνεχίσουν το γλέντι τους.

Η τελευταία πράξη της γαμήλιας τελετής παιζόταν από την πεθερά της νύφης, η οποία έστελνε κουφέτα και μία μπουκάλα ρακί, τυλιγμένα με μια κόκκινη κορδέλα. Αυτό φανέρωνε ότι η νύφη ήταν καθαρή από πάσης πλευράς. 

Σήμερα βέβαια όλα είναι τελείως διαφορετικά, ο κόσμος έχει αλλάξει συνήθειες και  οι νέοι αδιαφορούν για τις παραδόσεις».

 

        Στο σπίτι του Μουσταφά, η Σαχανιέ είχε στρώσει το σοφρά και μας περίμενε. Γλυκιά και υπομονετική όπως ήτανε, δε χαλούσε ποτέ χατίρι στον Κύρη της, ούτε άκουσα ποτέ παράπονο από το στόμα της. Αφού τακτοποίησα τα πράγματά μου, φάγαμε και αποφασίσαμε να πάμε στο σπίτι του Σεφέρ, όπου είχαν ετοιμασίες για το γάμο.

Στο σπίτι του Σεφέρ, πενήντα μέτρα πιο κάτω, μας υποδέχθηκε η νύφη, η γλυκύτατη Σεντεφέ, που εκτός από όμορφη ήταν και πολύ πρόσχαρο κορίτσι. Εκεί είχαν ήδη μαζευτεί όλοι οι γείτονες και οι συγγενείς.

Εκτός από τη νύφη, τιμώμενο πρόσωπο ήταν και ο παππούς της, ο Μεχμέτ Σαλντίζ, η καταγωγή του οποίου ήταν από την Παλιά Καβάλα. Στην παρέα μας ήταν και συγγενείς του Σεφέρ, που είχαν έρθει για το γάμο από την Αρτάκη ή Erdek. Έτσι γνώρισα το Γιασάρ και το Χασάν, οι οποίοι κατάγονταν από το  Πέραμα ή Karsiyaka της Κυζικικής χερσονήσου, και με τους οποίους αργότερα γίναμε αχώριστοι φίλοι.

Το σόι των Σαλντίζιδων, το αποκαλούσαν και Μπογιατζιλέρ διότι στην Παλιά Καβάλα καταγίνονταν με μπογιές. Το χαρακτηριστικό τους ήταν ότι όλοι τους σε ηλικία πάνω από πενήντα είχαν κάτασπρα μαλλιά.

Μας κέρασαν τσάι με γλυκίσματα και μετά η νύφη, με ένα διαρκές χαμόγελο καρφιτσωμένο στο πρόσωπό της, μας πέρασε στο άλλο δωμάτιο για να μας δείξει την προίκα της. Ήταν από τις πιο πρόσχαρες και συμπαθητικές τουρκάλες που είχα συναντήσει. Όσο για την προίκα, την αποτελούσαν πλούσια κεντήματα, στρώματα, μεταξωτά και χαλιά. 

Στο σαλόνι ο παππούς έλεγε ιστορίες από την Παλιά Καβάλα, το πολυαγαπημένο του χωριό. Τα παιδιά του, κρέμονταν από τα χείλη του και έδειχναν με τον τρόπο τους πόσο τον αγαπούσαν και τον σέβονταν.

Κατά τα μεσάνυχτα σηκωθήκαμε, είχε έρθει η ώρα να φύγουμε. Την επόμενη μέρα θα ξεκινούσε άλλη μια περιοδεία για μένα και ένας καινούργιος μπελάς για τους φίλους μου. Θα επισκεπτόμουν άλλα δεκατρία ελληνικά χωριά, τα οποία μαζί με την Προύσα αποτελούσαν τη Εκκλησιαστική επαρχία Προύσας.


ΓΙΑΓΙΑ ΦΩΤΑΚΙΝΑ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής