breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας, στα Μουδανιά

  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας, στα Μουδανιά
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας, στα Μουδανιά

Αν ανατρέξουμε στο ακόμα πιο μακρινό παρελθόν, τα Μουδανιά υπήρξαν αποικία των Κολοφωνίων. Μάλιστα ο αρχηγός τους, ο Μύρλος, την είχεονομάσει Μύρλεια.

Στη συνέχεια, κατά τον 5ο π.χ αιώνα, κυριεύθηκε από το Λυδό βασιλιά Κροίσο, από τον Πέρση ηγεμόνα Δαρείο του Υδάσπους και τελικά παρέμεινε υπό την κυριαρχία των Περσών μέχρι την εκστρατεία του βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαου, στη Μικρά Ασία.

Μετά ανακηρύχτηκε αυτόνομη πόλη μέχρι την εισβολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Μικρά Ασία, οπότε προσαρτήθηκε στο βασίλειό του.

Το 225 π. Χ καταστράφηκε από το Φίλιππο το Γ΄, έναν από τους διαδόχους του Αντίγονου του Δώσωνος. Ο Φίλιππος συνεργάστηκε με τον Προυσία, στον οποίο παραχώρησε την πόλη ως αντάλλαγμα. Ο Προυσίας, σύμφωνα με το Στράβωνα, την μετονόμασε, προς τιμήν της γυναίκας του, σε Απάμεια. Την προίκισε με περίλαμπρα ανάκτορα, βασιλικές επαύλεις, θέατρα, ναούς και με ένα πολύ σπουδαίο πολεμικό λιμάνι, που την κατέστησαν μία από τις πιο ισχυρές πόλεις της εποχής.

Η Απάμεια ανήκε στους βασιλείς της Βιθυνίας μέχρι το 73 π. Χ. Τότε υποτάχτηκε στους Ρωμαίους, στα χρόνια των οποίων απέκτησε μεγάλη αίγλη που συναγωνιζόταν την Προύσα.

Κατά τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού, η επίσκεψη που έκανε ο Απόστολος Παύλος στην πόλη, στα πλαίσια μιας περιοδείας του στη Βιθυνία, συνετέλεσε στην αποδοχή της νέας θρησκείας.  Η εκκλησία που ιδρύθηκε εκεί  προήχθη σε επισκοπή με πρώτο επίσκοπο το Θεόφιλο, ο οποίος έλαβε αργότερα μέρος και προήδρευσε  στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.

Τα ερείπια της Απάμειας που διακρίνονταν ακόμα στην ανατολική παραλία, φανέρωναν ότι υπήρξε μια μεγάλη πόλη με ένα επιβλητικό αμφιθέατρο.

 Το 1855, κατά την ανέγερση του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γεωργίου, είχε βρεθεί ένας στρατώνας με μεγάλες τετράγωνες πέτρες, τις οποίες χρησιμοποίησαν στο κτίσιμο του ναού.

Η μία πλευρά της παλιάς πόλης ήταν κτισμένη στην τοποθεσία Παλιοχώρια και η άλλη στην Ανάπολη, πάνω στο λόφο όπου ήταν η Ακρόπολη.

Από εκεί μέχρι το λιμάνι υπήρχε μεγάλος υπόγειος δρόμος, ο οποίος χωρούσε δυο όρθιους μεγαλόσωμους άνδρες.

Τα νερά της θάλασσας, είχαν καλύψει κατά μήκος της παραλίας τα παλιά τείχη, τα πλακόστρωτα δάπεδα, και στη θέση Μώλοι, τα ερείπια του τεχνητού λιμένα με τους μεγάλους λιμενοβραχίονες.

Το 1318, η πόλη κυριεύτηκε και καταστράφηκε από τον Οσμάν και αργότερα ξανακτίστηκε στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα. Σταδιακά και κυρίως στις αρχές του ΙΗ΄ αιώνα, εγκαταστάθηκαν στη νέα πόλη πρόσφυγες από άλλα μέρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Υπάρχουν πολλές εκδοχές για τη μετονομασία της πόλης σε Μουδανιά. Μια από αυτές, αναφέρει ότι εσωτερικοί μετανάστες από τη Μόδα της Κασταμονής, την ονόμασαν Μουδανιά για να τους θυμίζει την πατρίδα τους. Σύμφωνα με άλλους, είναι παραφθορά της λέξης Μυγδονία, από τους Μύγδονες μετανάστες, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή.

Άλλοι πάλι αναφέρουν ότι η ονομασία προέκυψε από τη γαλλική λέξη Montagnard, δηλαδή βουνήσιοι, την οποία έδωσαν Γάλλοι εργάτες, που εργάζονταν σε εκτέλεση δημόσιων έργων στην περιοχή Μουδανιών.

Τέλος, υπάρχει και η εκδοχή που αναφέρει πως τα Μουδανιά είχαν κτιστεί από Φαναριώτες πριγκηπες της Βλαχίας ή Μολδοβλαχίας, που είχαν εξοριστεί από το Σουλτάνο στην περιοχή της Προύσας.

Αυτοί, όταν εγκαταστάθηκαν στη νέα τους πατρίδα, επειδή η καταγωγή τους ήταν από τη Μοντάνια της Ρουμανίας, της έδωσαν το όνομα Μουδανιά. Απόγονοι αυτών των ηγεμόνων υπήρξαν οι οικογένειες Φεταλόγλου, Φιλαλήθους, Θεολογάκη και Βεστιάρη.

Ο περιηγητής Richard Pococke, που είχε επισκεφθεί τα Μουδανιά το 1745, ανέφερε ότι κατοικούσαν εφτακόσιες ελληνικές οικογένειες και τριακόσιες τουρκικές.

Η πόλις των Μουδανιών είχε πολύ άσχημους δρόμους και κακή ρυμοτομία. Μετά την πυρκαγιά όμως του 1870, που κατέστρεψε ολοσχερώς την πόλη, ρυμοτομήθηκε σωστά, και κατά μήκος της παραλίας κτίστηκε μια όμορφη παραλιακή οδός που έφθανε μέχρι το Αρβανιτοχώρι.

Η πυρκαγιά που είχε καταστρέψει την πόλη, είχε ξεκινήσει από το αρχοντικό του Φεταλόγλου, και επειδή δεν υπήρχαν αντλίες νερού για την κατάσβεσή της, επεκτάθηκε παντού, καίγοντας το πιο κεντρικό και πλούσιο τμήμα της. Ο απολογισμός της καταστροφής ήταν πολύ μεγάλος. Είχαν καεί πεντακόσια κτίρια και η συνολική ζημία πλησίαζε τις τετρακόσιες χιλιάδες χρυσές λίρες Τουρκίας. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν αναγκαστεί να μένουν στο ύπαιθρο, δίπλα στα τούρκικα νεκροταφεία, ενώ πολλοί άλλοι φιλοξενήθηκαν στα γύρω χωριά.

Τα Μουδανιά υπάγονταν στη νομαρχία Προύσας και υπήρξαν πρωτεύουσα της υποδιοίκησης του Καζά Μουδανιών. Συμπεριελάμβανε είκοσι τρεις κωμοπόλεις και χωριά και συνολικά τρεις δήμους, των Μουδανιών, της Τρίγλιας και της νήσου Καλόλιμνου. Ο συνολικός πληθυσμός της ανήρχετο σε 18.850 κατοίκους από τους οποίους οι 5.400 ήταν Τούρκοι.

Τα Μουδανιά ήταν διαιρεμένα σε δυο χωριστά τμήματα στο χριστιανικό και το μωαμεθανικό. Το χριστιανικό είχε  οκτώ μουχταρλίκια, του Αγίου Γεωργίου, των Αλωνίων, των Αγίων Θεοδώρων, των Αγίων Αποστόλων, της Παναγίας, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Θεοδοσίας.

Εκκλησιαστικά ήταν διηρημένα σε δυο ενορίες,  στην ενορία της Μητρόπολης ή Αγίου Γεωργίου και στην ενορία της Αγίας Θεοδοσίας.

Πριν την πυρκαγιά του 1870, υπήρχαν στα Μουδανιά 14 εκκλησίες και παρεκκλήσια, που ήταν αφιερωμένα στην Αγία Άννα, στον Άγιο Κωνσταντίνο, στην Αγία Θεοδοσία, στον Άγιο Νικόλαο, στον Άγιο Ιωάννη, στην Παναγία, στον Άγιο Γεώργιο, στον Άγιο Θεόδωρο, στον Άγιο Στέφανο, στους Αγίους Αποστόλους, στην Επίσκεψη του Χριστού, στην Αγία Παρασκευή, στην Αγία Αικατερίνη και στη Μεταμόρφωση του Χριστού.

Από όλες αυτές, διέφυγαν από τη μανία της πυρκαγιάς, μονάχα η εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας και τα παρεκκλήσια της Επίσκεψης του Χριστού και της Αγίας Παρασκευής.

Αργότερα βέβαια, ανοικοδομήθηκε και ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γεωργίου. Τον στόλισαν με ένα πανέμορφο τέμπλο που φιλοτέχνησε ο Τήνιος γλύπτης, Θεόδωρος Λυρίτης, αλλά και με πανέμορφες αγιογραφίες που ζωγράφισε ο σπουδαίος αγιογράφος Θ. Κεσανλής.

Η περιοχή των Μουδανιών έβριθε και από Αγιάσματα, τα οποία συνδέονταν με πολλές ιστορίες, εικασίες και θαύματα. Από τις πολλές παραδόσεις που συνδέονταν με αυτά, θυμάμαι μία πιο έντονα.

Πολλά χρόνια πριν τον ξεριζωμό, Μουδανιώτες βοσκοί διέκριναν στα βοσκοτόπια τους να αναβλύζει ξαφνικά νερό από το έδαφος. Έσκαψαν στο σημείο εκείνο και βρήκαν μια παλιά βρεγμένη εικόνα, την οποία πήραν και παρέδωσαν στην Μητρόπολη.

Το μέρος εκείνο που βρέθηκε η ιερή εικόνα, ανήκε στους Κωστή Τσίγκο, Παναγιώτη Ιωαννίδη και Ιωάννη Φιλαλήθους, οι οποίοι το χάρισαν στην ελληνική κοινότητα.

Κάθε χρόνο, στις εννέα του Μάρτη, τιμούσαν τη μνήμη των Αγίων Σαράντα, πραγματοποιώντας μεγάλο πανηγύρι. Όποιες κοπέλες διάλεγαν τη μέρα του πανηγυριού για να παντρευτούν, μοίραζαν το βραχιολάκι του Μάρτη στους χωριανούς, για να μη τους μαυρίσει ο ήλιος.

Την πρώτη του Ιούνη πάλι, γιόρταζε το Αγίασμα που ήταν αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού. Στο δρόμο προς τις Καστανιές, μέσα στο κτήμα του Αναστάση Κικίτση, υπήρχε το Αγίασμα της Αγίας Μαρίνας, που είχε την τιμητική του στις 18 Ιουλίου. Προς το Νεοχώρι, μέσα στο κτήμα του Ανέστη Παπανανία, υπήρχε το Αγίασμα της Παναγίας τα Εννιάμερα, που γιόρταζε στις 24 Αυγούστου.

Στην τοποθεσία Στέρνες, στο κτήμα του Στέφανου Αβραμίδη, υπήρχε το Αγίασμα του Αγίου Ερμόλαου, που γιόρταζε στις 28 Ιουλίου. Στην πλατεία της Αγιας Άννας και κάτω από το τεράστιο πλατάνι, υπήρχαν τρία Αγιάσματα, της Αγίας Άννας, που στις 25 Ιουλίου κατακλυζόταν από πολύ κόσμο, της Αγίας Παραπολινής και του Αγίου Κωνσταντίνου.

Μέσα στο Μετόχι, δίπλα στο παρεκκλήσι του Χριστού, ήταν το βαθύ και σκοτεινό Αγίασμα της Ανάστασης του Χριστού.

Τη μέρα των Χριστουγέννων, πολλοί χριστιανοί πήγαιναν για να προσκυνήσουν το Αγίασμα, με σκοπό να μάθουν αν θα είχαν τη χρονιά εκείνη καλή σοδειά. Αν το νερό του Αγιάσματος ήταν ξεχειλισμένο, τότε η σοδειά θα ήταν καλή και πλούσια. Αν ήταν ξερό, τότε τα αποτελέσματα θα ήταν απογοητευτικά.

Μέσα στο κτήμα του Διαμαντή Ριζούδη, υπήρχε το Αγίασμα του Αγίου Παντελεήμονα. Έλεγαν πως πριν πολλά χρόνια, μια Αρμενοπούλα είδε στο όνειρό της κάποιον άγνωστο να την προστάζει να σκάψει στη ρίζα μιας ξερής καρυδιάς, που βρισκόταν στο κτήμα του Ριζούδη.

Όταν ανέφερε το όνειρό της στους γονείς της, κανείς τους δεν έδωσε σημασία. Μια μέρα όμως, εντελώς ξαφνικά, η ξερή καρυδιά άρχισε να βγάζει πράσινα φύλλα. Μετανιωμένοι όλοι για την αδιαφορία τους, έσκαψαν στις ρίζες της καρυδιάς και βρήκαν μια εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα και άφθονο νερό.

Η κοινότητα Μουδανιών αγόρασε το κτήμα, έκτισε το Αγίασμα στο μέρος όπου βρέθηκε η εικόνα, φύτεψε πολλά δέντρα και κάθε 27 Ιουλίου ξεφάντωναν σε ένα μεγάλο πανηγύρι, στο οποίο έρχονταν και προσκυνούσαν το θαυματουργό Άγιο πληθώρα Ελλήνων από τα γύρω χωριά.

Σύμφωνα με την παράδοση ο Άγιος έκανε πολλά θαύματα.

Ένα από αυτά αφορούσε την ιστορία ενός άπιστου, του Κωστή Ζαφειρίου, που κορόιδευε όσους μιλούσαν για θαύματα.

Αυτός κάποτε αποφάσισε να πάει να πιεί από το θαυματουργό νερό στο Αγίασμα.

Όταν όμως ήπιε, στράβωσε το στόμα του και με δυσκολία μπορούσε να το ανοίξει.

Μέσα στην απόγνωσή του, ζήτησε συγνώμη από τον Άγιο Παντελεήμονα και του έταξε να φτιάξει ένα προστατευτικό κουβούκλιο πάνω από το Αγίασμα. Λέγεται πως μόνο όταν πέρασε και το τελευταίο κεραμίδι, επανήλθε το στόμα του στην κανονική του θέση.

Το πιο παλιό Αγίασμα ήταν αφιερωμένο στο Σωτήρα Χριστό και γιόρταζε στις 6 Αυγούστου. Το συναντούσε κανείς στο δρόμο προς τον Άγιο Παντελεήμονα, μέσα σε καλαμιές και βατσινιές.

Στην ευρύτερη περιοχή των Μουδανιών υπήρχαν και άλλα Αγιάσματα, αφιερωμένα στον Άγιο Γεώργιο και την Αγία Παρασκευή.

Πληροφορίες για το χωριό είχα συγκεντρώσει από τον μπάρμπα Δημήτρη που είχα συναντήσει στα Νέα Μουδανιά της Χαλκιδικής.

«Στα Μουδανιά, κύριε Γιώργο, πριν την Καταστροφή, ζούσαν 3.500 χιλιάδες Έλληνες και περίπου 1.200 Τούρκοι.  Είχαμε ένα πολύ όμορφο σχολείο στο χωριό, το οποίο είχε κτιστεί το 1872 και βρισκόταν στη συνοικία των Αγίων Θεοδώρων.

Είχε δυο τμήματα, το αστικό με έξι δασκάλους και το παρθεναγωγείο με πέντε δασκάλες. Την επιστασία του, είχε αναλάβει η φιλεκπαιδευτική Αδελφότης «Απάμεια», η οποία είχε διαδεχθεί το 1888 την προηγούμενη, με το όνομα «Μύρλεια».

Η «Απάμεια» μεριμνούσε για την καλή λειτουργία των σχολείων, βοηθούσε αριστούχους μαθητές αλλά και απόρους. Είχε ιδρύσει μάλιστα και μια πλούσια βιβλιοθήκη, ένα γυμναστήριο και μια νυχτερινή σχολή.

Από τα σχολεία αυτά βγήκαν μορφωμένοι άνθρωποι, με επί κεφαλής το Γιάννη Φιλαλήθη, ο οποίος αργότερα δίδαξε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.

Εγώ πήγα τρεις μόλις τάξεις στο σχολείο. Δεν πρόφτασα να το τελειώσω διότι ήρθε η Μικρασιατική Καταστροφή».

 

Συλλογίστηκε για λίγο και προφανώς θέλησε ν’ αλλάξει τη συζήτηση αναφέροντας κάτι εύθυμο…

 «Θυμάμαι ένα όμορφο τραγουδάκι που το τραγουδούσε η μάνα μου τις Απόκριες.

 

 *Όλες οι νιές παντρεύονται*.

 «Όλες οι νιές παντρεύονται και παίρνουν παλικάρια

κι εγώ Γιαννούλα ξακουστή πήρα το μαραζιάρη.

Ψωμί του δίνω δεν το τρώει, νερό και δεν το πίνει,

τον δίνω και γλυκό κρασί κι εκείνο δεν το πίνει,

τον στρώνω δύο στρώματα και πέντε μαξιλάρια.

Σήκω μαράζη μ’ πλάγιασε, σήκω μαράζη μ’ πέσε

και βάλε και το χέρι σου στον αργυρό μου κόρφο,

να διής του Μάη τις δροσιές, τ’ Απρίλη τα λουλούδια.

Εγώ σε λέγω δεν μπορώ και συ με λέγεις πέσε,

να βαλω και το χέρι μου στον αργυρό σου κόρφο.

Όλες οι νιές παντρεύτηκαν και πήραν παλικάρια

κι εγώ Γιαννούλα ξακουστή πήρα το μαραζιάρη.

Κόρη μ’ εγώ σε πάντρεψα μ’ αμπέλια, με χωράφια,

με τετρακόσια πρόβατα και χίλια αγελάδια.

Λύκος να φάγει τα πρόβατα, κουνάβι τ’ αγελάδια,

Χάρος το νοικοκύρη.»

 

Συνεχίζοντας έπειτα, η συζήτηση τον έφερε αναπόφευκτα στο ίδιο θλιβερό γεγονός που τον βασάνιζε…

 

«Τα Μουδανιά ήταν πολύ πλούσιο μέρος. Στην ευημερία του αυτή, συνέβαλε σημαντικά το λιμάνι που διευκόλυνε το εμπόριο, καθώς τη συνέδεε με την Κωνσταντινούπολη. Από εκεί εξάγονταν όλα τα προϊόντα της βιομηχανίας και της σηροτροφίας της ευρύτερης περιοχής, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, αλλά και το εξωτερικό.

 

Η ευημερία αυτή Γιώργη μου, τελείωσε όταν ήρθε ο μαύρος Αύγουστος του 1922.

Χιλιάδες πανικόβλητοι και ταλαιπωρημένοι Έλληνες, κατέφθαναν στο λιμάνι για να επιβιβασθούν στα καράβια που θα τους μετέφεραν στη Ραιδεστό και από εκεί στην Ελλάδα.

 

Ανεβήκαμε και εμείς σε ένα καράβι μαζί με την οικογένειά μου, ενώ την ίδια ώρα έβλεπα άλλους να προσπαθούν να ανέβουν δεμένοι με σχοινιά. Δεν τα κατάφερναν, έπεφταν στη θάλασσα και πνίγονταν.

 

Σκηνές φρίκης, βγαλμένες από την Κόλαση. Μάνες που κλαίγανε και αναζητούσανε τα χαμένα παιδιά τους. Ηλικιωμένοι ασθενείς εγκαταλείπονταν από τα σπλάχνα τους στην προκυμαία, ενώ η θάλασσα είχε γεμίσει πτώματα. Παντού επικρατούσε φόβος, υστερία, απόγνωση και πανικός.

 

  «Τρεχάτε, Κεμάλς έρχεται» !!

 

Όσοι δεν πρόλαβαν, σφαγιάστηκαν στους γύρω λόφους από τους στρατιώτες του Κεμάλ.

 

Φθάσαμε στη Θεσσαλονίκη και μείναμε για λίγο διάστημα εκεί. Έπειτα, μας οδήγησαν στη Χαλκιδική και συγκεκριμένα στην περιοχή Καργή Λιμάνι, όπου με ενέργειες του Μητροπολίτη Σισανίου Διόδωρου, κτίσαμε τα Νέα Μουδανιά».

 

Ήδη μπαίναμε στα Μουδανιά. Ο Φερίτ αποδείχθηκε εξαίσιος και ακούραστος οδηγός. Χωρίς κανένα σημάδι δυσαρέσκειας, σταματούσε κάθε τόσο, όταν του το ζητούσα, για να τραβήξω τις πολυπόθητες φωτογραφίες μου.

 

Τρείς είναι οι παράλληλοι δρόμοι που χωρίζουν τα Μουδανιά. Ο παραλιακός και άλλοι δυο που οδηγούν στην πλατεία. Υπάρχουν ακόμη αρκετά παραδοσιακά σπίτια, τα οποία τα έχουν ανακαινίσει και διασώσει από τη λαίλαπα του τσιμέντου που επικρατεί στην περιοχή. Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ανακαινίστηκε και στην αρχή χρησιμοποιήθηκε σαν αίθουσα κινηματογράφου. Σήμερα όμως λειτουργεί σαν πολιτιστικό κέντρο.

 

Σταματήσαμε στην πλατεία και πήγαμε για τσάι σε ένα καφενείο. Με πλησίασαν αρκετοί θαμώνες, οι οποίοι μιλούσαν και αυτοί την κρητική διάλεκτο.

 

«Ίντα κάμεις μωρέ κοπέλι; Από ποιο μέρος της Ελλάδας είσαι; Εμείς εδώ ούλοι είμαστε Κρητικοί. Οι γονείς μας κατάγονται από την Κρήτη, από τα Χανιά, την Κάντια, την Ιεράπετρα. Ούλοι εδώ στα Μουδανιά μιλούνε τα κρητικά.»  Άλλοι πάλι εξέφραζαν την επιθυμία να την επισκεφτούν κάποτε.

 

 «Θα έρθουμε και εμείς στην Κρήτη, να γνωρίσουμε τον τόπο που γεννήθηκαν οι γονείς μας».

 

Πολύ καλοί και ευχάριστοι άνθρωποι. Έψαχναν να βρουν και αυτοί τις ρίζες τους και ζητούσαν πληροφορίες για τον τόπο που γεννήθηκαν οι γονείς τους. Πότε- πότε, θυμόντουσαν και καμία μαντινάδα, την οποία απήγγειλαν με περηφάνια.  Τους ευχαρίστησα για την παρέα, με ασπάστηκαν όλοι τους, και κατόπιν φύγαμε για τη Συγή.

 

Ακολουθήσαμε τον παραλιακό δρόμο που οδηγεί στην Τρίγλια ή Zeytin Bagi, δηλαδή Ελαιόλοφος, που είναι το σημερινό της όνομα.


ΜΟΥΔΑΝΙΑ. ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΑΝΑΚΩΧΗΣ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής