breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας. Στα ερείπια του Τεπετζηκίου.

  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας. Στα ερείπια του Τεπετζηκίου.
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας. Στα ερείπια του Τεπετζηκίου.
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας. Στα ερείπια του Τεπετζηκίου.

       Τις πληροφορίες για το Τεπετζήκι τις έλαβα από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών που εδρεύει στην Αθήνα. Ας είναι καλά οι άνθρωποι! Έκαναν σπουδαία δουλειά τις δεκαετίες του 1960-70 και συνέλεξαν πληροφορίες για όλα τα χωριά της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Χάρη σε αυτούς, μπορεί ο κάθε ερευνητής ή άλλος ενδιαφερόμενος, να βρει πληροφορίες για τις αλησμόνητες πατρίδες μας.

Το Τεπετζήκι ήταν κτισμένο στον απέραντο κάμπο της Προύσας και απείχε δέκα περίπου χιλιόμετρα από την όμορφη αυτή πόλη. Διπλανά ελληνικά χωριά, ήταν το Ντεμιρτέσι και το Καλασάνι, ενώ πολύ κοντά περνούσε ο δρόμος που οδηγούσε στην Κίο.

Στο χωριό κατοικούσαν περίπου επτακόσιοι κάτοικοι και σύμφωνα με τον περιηγητή Hammer, o οποίος το επισκέφθηκε στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, είχε πενήντα οικογένειες. Οι γηραιότεροι του χωριού ανέφεραν ότι πριν πολλά χρόνια κατοικούσαν Τούρκοι στο Τεπετζήκι και το γεγονός αυτό αποδείκνυε η ύπαρξη παλιών τουρκικών νεκροταφείων.

Οι Τεπετζηκιώτες, ασχολούνταν κυρίως με την παραγωγή κουκουλιών, καπνού, κηπευτικών προϊόντων, την αμπελουργία και τα προϊόντα τους τα πουλούσαν σε εμπόρους ή τα διέθεταν οι ίδιοι στις αγορές της Προύσας.

Τα σπίτια του χωριού ήταν διώροφα ή τριώροφα και από την πίσω πλευρά τους είχαν μεγάλες αυλές, όπου το καλοκαίρι άπλωναν στις λιάστρες τα καπνά τους για να ξεραθούν.

Στο χωριό υπήρχαν τρία τέσσερα μπακάλικα και ισάριθμα καφενεία, από τα οποία τα περισσότερα ήταν στην κεντρική πλατεία Τζαμί Ονού. Σε αυτήν την πλατεία, οι επίτροποι της εκκλησίας, διοργάνωναν το Πάσχα μεγάλο πανηγύρι για να γιορτάσουν την Ανάσταση του Χριστού.

Η εκκλησία του Τεπετζηκιού ήταν αφιερωμένη στους Ταξιάρχες και διέθετε ένα υπέροχο τέμπλο σκαλισμένο σε ξύλο καρυδιάς. Το εσωτερικό της στόλιζαν έξι βαμμένες άσπρες κολώνες, που σου έδιναν την εντύπωση ότι ήταν μαρμάρινες. Γιόρταζε δυο φορές, μία στις έξι Σεπτεμβρίου και μια στις οκτώ Νοεμβρίου.

Στο Τεπετζήκι, όπως και σε όλα τα χωριά της Μικράς Ασίας, υπήρχαν πολλά  Αγιάσματα και παρεκκλήσια. Βόρεια του χωριού και σε απόσταση δέκα λεπτών, υπήρχε το Αγίασμα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου που ήταν σκεπασμένο με μια τεράστια πέτρινη πλάκα και γιόρταζε στις 29 Αυγούστου.

Δίπλα στο νεκροταφείο, στο δρόμο προς το Ντεμιρτέσι, υπήρχαν τα Αγιάσματα της Αγίας Κυριακής και του Αγίου Γεωργίου, όπου την ημέρα της γιορτής του, για να τιμήσουν το σπουδαίο αυτόν Άγιο, διοργάνωναν μεγάλο πανηγύρι. Δίπλα στην πλατεία Τζαμί Ονού, υπήρχε το Αγίασμα του Αγίου Δημητρίου, όπου ο παπάς έκανε Αγιασμό την ημέρα της γιορτής του.

Στην αυλή της εκκλησίας και δίπλα στο δημοτικό σχολείο, υπήρχε ένα διώροφο κτίριο όπου κατοικούσαν ο παπάς, ο καντηλανάφτης και οι δάσκαλοι του σχολείου.

Το σχολείο ήταν μεγάλο και είχε εκατό μαθητές. Χωριζόταν σε αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο και το συντηρούσαν το εκκλησιαστικό ταμείο και το Ζαρίφειο ίδρυμα. Ανάμεσα στα άλλα μαθήματα προβλεπόταν βέβαια και η διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας. Οι μαθητές όμως δεν τη χρησιμοποιούσαν έξω από τις αίθουσες διδασκαλίας, καθώς οι γονείς τους μιλούσαν μόνο τουρκικά, όπως συνέβαινε σε όλα τα χωριά που συνόρευαν με την Προύσα. Έτσι πολύ γρήγορα έχαναν την επαφή με αυτήν και την ξεχνούσαν.

 Οι κάτοικοι των χωριών αυτών, όπως ο Πλατύανος, το Ντεμιρτέσι, το Καλασάνι, το Τεπετζήκι και το Σουσουρλούκ, αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα ακόμα και όταν ήρθαν στην Ελλάδα εξαιτίας της αδυναμίας τους να μιλήσουν την ελληνική γλώσσα και να συνεννοηθούν με τους ντόπιους Έλληνες. 

Φθάσαμε γρήγορα στο μέρος όπου ήταν κτισμένο παλαιότερα το Τεπετζήκι. Πολλές πέτρες σπαρμένες δεξιά και αριστερά φανέρωναν την ύπαρξή του. Δυστυχώς, ο νεαρός που με συνόδευε δεν ήξερε να μου απαντήσει στις ερωτήσεις γιατί και πως εξαφανίστηκε από προσώπου γης ένα μεγάλο χωριό σαν το Τεπετζήκι.

Το μόνο που θυμόταν από τις διηγήσεις του παππού του, ήταν πως οι κάτοικοι του ήταν πολύ άγριοι και αν περνούσε κάποιος Τούρκος από εκεί τον ξυλοφόρτωναν και τον λήστευαν.

Αργότερα στο καφενείο, ένας παππούς μου ανέφερε ότι όταν ο ελληνικός στρατός αποχωρούσε από τη Μικρά Ασία, πέρασε από το Τεπετζήκι και το πυρπόλησε για να μη μείνει τίποτε στους Τούρκους. Γι’ αυτόν το λόγο εξαφανίστηκε από προσώπου γης αυτό το ελληνικό χωριό.

Επιστρέψαμε στο Καλασάνι και από εκεί, αφού ευχαριστήσαμε τους ευγενικούς κατοίκους, φύγαμε για το τελευταίο χωριό της αναζήτησής μου, το Σουσουρλούκ.

Πολλές οικογένειες που εγκατέλειψαν το Σουσουρλούκ, είχαν μετέπειτα εγκατασταθεί στη Βέροια. Εκεί λοιπόν, στην πρωτεύουσα της Ημαθίας, συνάντησα τον μπάρμπα Γιώργη, ο οποίος μου διηγήθηκε ό, τι θυμόταν από την ιστορία του χωριού του.

Στο Σουσουρλούκι.

 

          «Το χωριό μου, κύριε Γιώργο, είναι κτισμένο ανατολικά της Προύσας, σε απόσταση δώδεκα χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης. Βρίσκεται βόρεια του δημόσιου δρόμου που συνδέει την Προύσα με το Κεστέλ, το αρχαίο Κεστέλι, το Γενή Σεχήρ και το Μπιλετζήκ.

Την εποχή που ζούσαμε εμείς εκεί, είχε πληθυσμό δυόμισι χιλιάδες κατοίκους και οχτακόσια σπίτια, από τα οποία τα εξακόσια ανήκαν σε Έλληνες και τα υπόλοιπα σε Τούρκους. Γύρω από το Σουσουρλούκ, υπήρχαν τα τούρκικα χωριά Κεστέλ, Ετσεμπέ, Καζικλί και Καζικλάρ.

Από τις διηγήσεις του παππού μου γνώριζα, ότι οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στο χωριό, ήταν Έλληνες από την περιοχή της Κοζάνης, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Ελλάδα και ήρθαν στη Μικρά Ασία αναζητώντας εργασία.

Το μέρος όπου έκτισαν το χωριό ήταν πολύ εύφορο διότι υπήρχαν πολλά νερά, από τα οποία πήρε και την ονομασία του.

Οι γονείς μας ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη σηροτροφία, ενώ παρήγαγαν εκλεκτά κηπευτικά προϊόντα με τα οποία τροφοδοτούσαν την αγορά της Προύσας.

Επίσης, ασχολούνταν με την παραγωγή εξαίρετου βαμβακιού και για το λόγο αυτό υπήρχαν στο χωριό δυο εκκοκκιστήρια.  

Θυμάμαι ακόμη ορισμένες τοποθεσίες του χωριού που πηγαίναμε συχνά και παίζαμε με τους φίλους μου, ο Εσεμπέ Μαχαλάς, το Κεστέλ Ταραφί και το Κιρεμίλ Χανέ.

Δυτικά του χωριού και σε απόσταση μιας ώρας ήταν η περιοχή Αλανλάρ, όπου πολλές φορές βόσκαμε τα κοπάδια μας. Για τον ίδιο λόγο επισκεπτόμασταν και την περιοχή Γκύ Μυλντέκ, στο δρόμο για το χωριό Καστέλι, και το Καρά Πινάρ, το οποίο βρισκόταν στους πρόποδες του Ολύμπου.

Μέσα στο Σουσουρλούκ υπήρχαν τρεις μαχαλάδες, ο Χαμάμ μαχαλεσί με το χαμάμ του χωριού, ο Τουρκικός μαχαλάς Ασαγί και ο Αρμούτ μαχαλάς, όπου μέναμε και εμείς.

Ήταν πολύ όμορφος ο μαχαλάς μας! Με μια μεγάλη πλατεία στην οποία βρίσκονταν και τα καφενεία του χωριού, ενώ οι δρόμοι που οδηγούσαν σε αυτήν, ήταν καλντερίμια και το βράδυ φωτίζονταν με φανάρια.

Κάθε Σαββάτο εκεί γινόταν το παζάρι, και παραγωγοί από όλη την περιοχή της Προύσας, έρχονταν και πουλούσαν τις πραμάτειες τους.

Έπαιρνα και εγώ το μικρότερο αδελφό μου και πηγαίναμε στον πάγκο του πατέρα μου, τάχα για να τον βοηθήσουμε.

Γνωρίζαμε από τις συνομιλίες των γονιών μας τι θα πουλούσαν την επόμενη μέρα στο παζάρι και όταν μαθαίναμε ότι θα έφερναν τα νοστιμότερα σύκα του κόσμου από το χωράφι μας στο Γκύ Μυλντέκ, τότε μας έπιανε η προκοπή και θέλαμε να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας.

 Μόνο που για τις υπηρεσίες μας, ανταμειβόμασταν με γερές δόσεις από τα εξαιρετικά σύκα που είχαμε για πούλημα, με αποτέλεσμα να μας θερίζει το βράδυ ο πονόκοιλος…

Υπομέναμε το μαρτύριό μας και δε βγάζαμε άχνα, διότι τότε έπεφτε ο βούρδουλας από το χέρι του μπαμπά, που κατέφθανε κουρασμένος και ήθελε να επικρατεί ησυχία στο σπίτι.

Ανάμεσα στον τουρκικό και ελληνικό μαχαλά, έρρεε το μικρό ποταμάκι Καρά Πινάρ, το οποίο είχε πάντοτε νερό. Με τα νερά του οι μανάδες μας πότιζαν τους κήπους των σπιτιών μας και δούλευαν οι δυο μύλοι του χωριού οι οποίοι είχαν δυο και τρεις πέτρες αντίστοιχα.

Σε απόσταση δεκαπέντε λεπτών από το χωριό υπήρχε ο μεγάλος ποταμός Καράσου, ο οποίος χυνόταν στη Μαύρη θάλασσα. Το καλοκαίρι στις μεγάλες ζέστες, κρυφά από τους γονείς μου, πήγαινα στο ποτάμι με τους φίλους μου, για κολύμπι. Κάναμε βαρκούλες με τα σάζια που είχε στις όχθες του και έπειτα συναγωνιζόμασταν ποια θα φθάσει πρώτη στην άλλη άκρη. Τα νερά του ποταμού ήταν χαμηλά και έτσι μπορούσαμε να τρέχουμε και να τσαλαβουτάμε χωρίς φόβο.

Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Μεγάλη και όμορφη εκκλησία με πολλές αγιογραφίες. Στον περίβολό της υπήρχε ξενώνας που τον χρησιμοποιούσε η εκκλησία για την φιλοξενία των επισκεπτών.

Στον τουρκομαχαλά υπήρχε και μια άλλη παλιά εκκλησία, αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και κοντά σε αυτήν βρίσκονταν τα νεκροταφεία με το οστεοφυλάκιό τους.

Η εκκλησία λειτουργούσε κάθε Σάββατο και την ημέρα της γιορτής του Αγίου. Στο άνω τμήμα της εισόδου της, θυμάμαι, υπήρχε ένα ωραίο ανάγλυφο του Αγίου που έλεγαν ότι ήταν πάρα πολύ παλιό.

Στην περιοχή Καρά Πινάρ υπήρχε ένα Αγίασμα, το νερό του οποίου είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Ο άρρωστος που ερχόταν στο Αγίασμα πλενόταν με το θαυματουργό νερό και αποχωρούσε, αφού πρώτα έδενε στα κλαδιά του διπλανού δέντρου ένα μαντήλι.

Σύμφωνα με την παράδοση, η οποία υπήρχε σε όλα τα ελληνικά χωριά της Μικράς Ασίας, μέσω του μαντηλιού μεταφερόταν η αρρώστια στο δέντρο με αποτέλεσμα τη ταχεία ίαση του ασθενούς.

Προς το χωριό Τσατάλτσα, υπήρχε και ένα άλλο Αγίασμα, δε θυμάμαι όμως το όνομά του.

Στο Σουσουρλούκ υπήρχε ένα Αρρεναγωγείο και ένα Παρθεναγωγείο με διακόσιους πενήντα μαθητές και μαθήτριες, τα οποία συντηρούνταν από τις εισφορές του εκκλησιαστικού ταμείου και του Ζαρίφειου ιδρύματος.

Ποιος πήγαινε όμως στο σχολείο; Κανείς δεν το τελείωνε… Πηγαίναμε λίγα χρόνια και αργότερα, όταν βρίσκαμε τα ζόρια, προτιμούσαμε να βοηθάμε τους γονείς μας στις σπιτικές δουλειές ή να βόσκουμε τα κοπάδια μας στα λιβάδια.

 Μπαϊλντίζαμε βλέπεις από το ξύλο και τις τιμωρίες των δασκάλων, επειδή δε διαβάζαμε.

Στην αρχή οι γονείς μας έκαναν ότι δε συμφωνούσαν και μας έστελναν πίσω με το ζόρι, αλλά όταν έβλεπαν ότι προσφέραμε σημαντική εργασία, τότε έβρισκαν δικαιολογίες στους δασκάλους και μας κρατούσαν στο σπίτι.

Με τους Τούρκους των διπλανών χωριών περνούσαμε καλά, δεν άκουσα να έχουμε προβλήματα. Όταν έφθασε η καταραμένη ώρα να φύγουμε, πήγαμε με την ψυχή στο στόμα στα Μουδανιά και από εκεί βγήκαμε στη Ραιδεστό. Με τα κάρα ήρθαμε στην Ελλάδα και διασκορπιστήκαμε στους νομούς Σερρών και Ημαθίας».

 

        Μπήκαμε στο Σουσουρλούκι την ώρα που τελείωνε το παζάρι, και νοερά έψαχνα να βρω τον μπάρμπα Γιώργη να βοηθά στον πάγκο του πατέρα του. Πάνω στους πεντακάθαρους πάγκους υπήρχε και του … πουλιού το γάλα.

Παντός είδους ζαρζαβατικά και φρούτα από τεράστια ρόδια μέχρι κατάμαυρα ζουμερά σύκα. Εδώ που τα λέμε είχε δίκιο ο μπάρμπα Γιώργης. Με αυτά τα σύκα λιγουρεύονται μεγάλοι άνθρωποι, όχι μόνο μικρά και πεινασμένα παιδιά. Δοκίμασα ένα σύκο και ήταν σκέτο μέλι!!

«Τα σύκα της Προύσας, μετά τα σύκα του Αϊδινίου, είναι τα καλύτερα στην Τουρκία», συμπλήρωσε ο Μουσταφά.

 

 Το Σουσουρλούκ είναι πολύ κοντά στην Προύσα και αποτελεί ξεχωριστό δήμο. Έχει πολλά νέα σπίτια και όμορφες πλατείες και σε ορισμένες από τις γειτονιές του διατηρούνται ακόμα παλιά ελληνικά σπίτια για να θυμίζουν το εγγύς παρελθόν. Η άλλοτε εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου έχει μετατραπεί σε τζαμί.

 Πλησιάσαμε με κάποια επιφύλαξη και ζητήσαμε από τον ιμάμη να μας επιτρέψει να δούμε το εσωτερικό της. Ευγενικά ο ιμάμης μας άνοιξε την πόρτα.

 

«Ο θεός είναι ένας μου είπε. Μπορείς ελεύθερα και να προσευχηθείς».

Τεράστια χαλιά βρίσκονται στο δάπεδο, ενώ οι τοίχοι που παλιά είχαν αγιογραφίες, είναι τώρα άδειοι.

 

 «Στο Ισλάμ, δεν επιτρέπεται να υπάρχουν φωτογραφίες και εικόνες στο εσωτερικό των ιερών χώρων», μου εξήγησε ο ιμάμης, «γι’ αυτόν το λόγο σε όσες εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά, σκεπάστηκαν με σοβά όλες οι αγιογραφίες που τις κοσμούσαν.

Δεν υπήρχε δόλος εκ μέρους των υγιώς σκεπτόμενων μουσουλμάνων να καταστρέψουν τις εικόνες των Αγίων που τιμούν οι χριστιανοί. Βέβαια υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν πολλοί φανατικοί μπουνταλάδες, οι οποίοι προβαίνουν σε βανδαλισμούς, αλλά αυτοί δεν είναι καλοί μουσουλμάνοι, διότι δε σέβονται τη θρησκεία και το θεό άλλων ανθρώπων, όπως διδάσκει το Κοράνι».

Έκανα το σταυρό μου και βγήκαμε έξω. Εκεί συναντήσαμε δυο-τρεις κατοίκους οι οποίοι μου ανέφεραν ότι πολλοί από τους κατοίκους του χωριού είναι πρόσφυγες από τις περιοχές της Αλμωπίας και του Λαγκαδά.

Χαιρετήσαμε τους φίλους από το Σουσουρλούκ και φύγαμε για τα Κουβούκλια.

Κάπου εδώ τελείωσε και η αποστολή μου, να επισκεφθώ τα είκοσι τέσσερα χωριά της Εκκλησιαστικής Περιφέρειας Απολλωνιάδας και τα δεκατέσσερα που αποτελούσαν την Εκκλησιαστική Επαρχία Προύσας.


ΤΕΠΕΤΖΗΚΙ
Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής