breaking news Νέο

Λιγουτσιάρηδες Αρμάνων/Βλάχων Βέροιας - Του Γιάννη Τσιαμήτρου

  • Λιγουτσιάρηδες Αρμάνων/Βλάχων Βέροιας - Του Γιάννη Τσιαμήτρου
  • Λιγουτσιάρηδες Αρμάνων/Βλάχων Βέροιας - Του Γιάννη Τσιαμήτρου
  • Λιγουτσιάρηδες Αρμάνων/Βλάχων Βέροιας - Του Γιάννη Τσιαμήτρου

     Πρόκειται για μεταμφιέσεις αντρών μέσα στο Δωδεκαήμερο, ιδιαίτερα στην Πρωτοχρονιά, αλλά και παλιότερα στα Φώτα. Το συγκεκριμένο έθιμο στη Βέροια από τους βλαχόφωνους της πόλης έχει ως εξής: Μικρά αγόρια (όχι κορίτσια) μέχρι την ηλικία των 12 περίπου, ντυμένα ‘Λιγουτσιάρηδες’, την πρώτη του χρόνου πριν ξημερώσει, έλεγαν τα κάλαντα στα σπίτια των συγγενών και φίλων τους.

     Τα κάλαντα, που έλεγαν, ήτανε στα ελληνικά ως εξής:

‘Λιγουτσιάρης έρχιτι, Γινάρης ξημερώνει Φραγκίτσα δω, Φραγκίτσα κει, Φραγκίτσα πάει στη βρύση, με το γκιουρντάνι (η γκιουζντάνι) στου λιμό, με το σπαθί στη μέση, σα φέτο παλικάρια μου, σα φέτο και του χρόνου’.

     Αυτό γίνονταν μέχρι και την 10ετία του 60’. Προσωπικά, ο γράφων, ως μικρό αγόρι, ντύθηκα ‘Λιγουτσιάρης’ στην γνήσια ροή του εθίμου και όχι με αναβίωση.

     Τα ξημερώματα, ο πιο ηλικιωμένος του σπιτιού (αφέντι μάρι) ή η πιο ηλικιωμένη (μάνα μάρεα) πήγαινε στη βρύση της αυλής του σπιτιού, την άλειφε με βούτυρο, κάνοντας τρεις φορές το σχήμα του σταυρού. Ο συμβολισμός ήταν προφανής: Όπως τρέχει το νερό, έτσι άφθονα τα αγαθά να τρέχουν όλο τον χρόνο στο σπίτι.

     Όλοι στην οικογένεια ανυπομονούσαν ποιο άτομο (συνήθως παιδί) θα κάνει ‘ποδαρικό’ για την νέα χρονιά. Έτσι, όταν πρωί-πρωί κτύπαγε η πόρτα, η νοικοκυρά έριχνε κάτω στο πάτωμα στραγάλια. Ο πρώτος που θα έμπαινε έπρεπε να βελάσει, να γονατίσει και να πάρει με το στόμα του τα στραγάλια. Μετά του έδιναν αλάτι που το έριχνε στο τζάκι κι, ενώ αυτό έσκαγε και ‘παρπάριζε’ η φωτιά, το παιδί εύχονταν φωναχτά και συμβολικά:

«σι τζουάκ. έζιι, ζμπ.νέτζ. νιέρλι, βιάστιλι σι τζινιράτς = Να χορέψουν τα κατσίκια, να ζήσουν τα αρνιά, οι νύφες και οι γαμπροί».

     Στο τέλος η νοικοκυρά έδινε, ή έριχνε στο πάτωμα ξεραμένα σύκα, ξυλοκέρατα, καρύδια, στραγάλια, καραμέλες κ.ά. και τα παιδιά έτρεχαν συμβολικά, όπως τρέχουν τα πρόβατα και τα γίδια, να τα πάρουν με χαρά.

     Μετά την εκκλησία και το μεσημεριανό φαγοπότι την Πρωτοχρονιάς, το απόγευμα έβγαιναν οι μεγαλύτεροι (έφηβοι/άντρες - όχι γυναίκες - 14-25 χρονών) ντυμένοι ‘Λιγουτσιάρηδες’. Στα πόδια (μηρούς) τους φορούσανε ‘χολέβια’ (τσουάριτς) συνήθως μαύρα και στενά και γουρουνοτσάρουχα ή απλά παπούτσια στο κάτω μέρος των ποδιών. Στο σώμα τους φορούσαν μια φανέλα με κεντημένα τα μανίκια σε όλο το χέρι. Από πάνω φορούσαν την πουκαμίσα (κ.μάσια) και μετά έβαζαν το ταλαγάνι (αμάνικη κάπα), έτσι ώστε να φαίνεται η πουκαμίσα και στα πόδια και στα χέρια. Κατόπιν φορτώνονταν με πολλές σειρές μεγάλα κουδούνια και στο πρόσωπό τους είχαν αυτοσχέδιες μάσκες, για να φαίνονται αγριωποί (με άσπρες συνήθως τρίχες και ουρές από μαλλί γίδας). Επίσης, στα χέρια τους είχαν ξύλινα σπαθιά.

     Ο αρχηγός των Λιγουτσάρηδων ήταν ξεσκέπαστος. Τα κεράσματα-χρήματα τοποθετούνταν από τον οικοδεσπότη επάνω στα γυμνά σπαθιά (πάλες) τους. Οι Λιγουτσάρηδες έλεγαν πολλά τραγούδια, ανάλογα με τα σπίτια που επισκέπτονταν (στους τσέλιγκες εύχονταν πολλά ζώα, στα παιδιά γράμματα, στους νέους να βρουν ταίρι κλπ).

     Οι Λιγουτσάρηδες περιδιάβαιναν τα σοκάκια της Βέροιας και πήγαιναν στα σπίτια λέγοντας τα κάλαντα, χορεύοντας στους δρόμους και προκαλώντας εκκωφαντικούς θορύβους με τα κουδούνια. Εάν συναντιούνταν δύο παρέες, γίνονταν μια υποτυπώδη μάχη και η υποτιθέμενη νικηθείσα παρέα, αναγκάζονταν να περάσει κάτω από τα σπαθιά των νικητών (συχνό φαινόμενο των μπουλουκιών με μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου).
     Γνωρίζοντας ότι στις μεταμφιέσεις αυτές συνήθως υπάρχει ένας θίασος με πολλά μασκαρεμένα διαφορετικά πρόσωπα-ηθοποιοί και με κάποια υποτυπώδη δραματική λειτουργία, αναρωτήθηκα γιατί αυτό δεν συμβαίνει στους Λιγουτσάρηδες της Βέροιας. Η απορία μου λύθηκε όταν διάβασα το βιβλίο των Άγγλων συγγραφέων Wace & Thompson (1914) με τίτλο ‘Οι Νομάδες των Βαλκανίων’, εκδόσεις αδελφών Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 1989.

     Οι εν λόγω συγγραφείς αναλύουν τα λαογραφικά στοιχεία της Σαμαρίνας και άλλων βλαχοχωριών και συγκεκριμένα για την επίσκεψή τους στη Βέροια γράφουν στη σελίδα 138 επί λέξη:

     «…το έθιμο των Λιγουτσάρηδων στη Βέροια είναι πολύ περικομμένο και εμφανίζεται μόνο ένας ηθοποιός, ο ‘Αράπης…».

     Μάλιστα στην περιγραφή που κάνουν του ίδιου εθίμου στη Σαμαρίνα εκείνο τον καιρό (αρχές 20ου αιώνα) το ονομάζουν ‘Λιγουτσάροι’. Κάνουν μια ανάλυση του εθίμου μέσα σε 4 σελίδες, όπου συνοπτικά εκθέτουν τα εξής:

     «…Στο Δωδεκαήμερο δημιουργείται ένας θίασος με ηθοποιούς με σκοπό να διώξει τους καλικάντζαρους. Οι ομάδες αυτές έπαιζαν το ‘έργο’ τους σε όλα τα γειτονικά χωριά από την Πρωτοχρονιά μέχρι τα Θεοφάνεια. Εάν συναντιόταν δυο τέτοιες ομάδες, υπήρχε συναγωνισμός για το ποια ομάδα ήταν καλύτερη, που μπορεί να έφτανε ακόμα και σε πραγματική αιματοχυσία. Οι βασικοί χαρακτήρες της κάθε ομάδας ήταν επτά: η νύφη, ο γαμπρός, η γριά, ο αράπης ή ο γέρος, ο γιατρός και δυο άντρες ντυμένοι με δέρματα, παριστάνοντας αρκούδες. Ο αράπης και οι δυο άντρες έφεραν επίσης κουδούνια. Όλοι ήταν άντρες!

     Η υπόθεση του ’έργου’ είναι πολύ απλή: Ο αράπης ή ο γέρος ενοχλεί την νύφη με τα βλέμματά του. Ο γαμπρός επεμβαίνει, γίνεται καυγάς, που τελειώνει με τον θάνατο του ενός από τους δυο. Γίνεται θρήνος από την νύφη και τη γριά, έρχεται ο γιατρός, με την επέμβασή του ο πεθαμένος ξανάρχεται στη ζωή και το έργο τελειώνει με χορό όλων των ηθοποιών και το πέρασμα του καπέλου να πληρώσουν οι θεατές».

     Επίσης οι συγγραφείς αναφέρουν ότι το έθιμο ποικίλει από μέρος σε μέρος και αναφέρουν μέρη που τελείται όπως, Γρεβενά, Πήλιο, Κρανιά, Βωβούσα, Κλεισούρα, Ελασσόνα, Μογλενά κ.ά. Αυτά μας λένε οι Άγγλοι συγγραφείς!

     Ακόμα στο βιβλίο του Χ. Έξαρχου, ‘Η Φούρκα της Ηπείρου’, Θεσ/νίκη 1987, σελίδα 359 αναφέρεται το έθιμο, συγκεκριμένα η λέξη ‘Λιγουτσάρους’ και γίνεται κι εκεί αναλυτική περιγραφή του θιάσου με περισσότερα μασκαρεμένα πρόσωπα-ηθοποιούς.

     Σύμφωνα με μαρτυρίες ηλικιωμένων, πριν να έρθουν οι βλαχόφωνοι στο Βέρμιο (από τα βλαχοχώρια της Πίνδου) και πριν την καταστροφή του Βερμίου από τους Τουρκαλβανούς, το έθιμο υπήρχε και στα ντόπια ελληνόφωνα ορεινά χωριά, που ήτανε πολυπληθή και οι μάχες ανάμεσα στους Λιγουτσιάρηδες ήτανε αληθινοί και σφοδροί με θύματα. Στην Καστανιά και στο Σέλι υπάρχουν ακόμα τοπωνύμια με την ονομασία ‘Σ’ κομένοι’ (στους σκοτωμένους), σε ανάμνηση των αιματηρών αναμεταξύ των χωριών συγκρούσεων των Λιγουτσιάρηδων.

     Παραλλαγή του εθίμου παρατηρείται και στα Πιέρια με το όνομα ‘Λ(Ρ)αγκατζάρια’, όπου έχουμε περίπου την ίδια μεταμφίεση και πλοκή με αυτή της Σαμαρίνας που περιγράψαμε. Μάλιστα πρέπει να επισημάνω ότι τα κάλαντα που λένε τα Λ(Ρ)αγκατζάρια των Πιερίων (Ριζώματα) ταιριάζουν απόλυτα στον μουσικό σκοπό (τραγούδι) με τα κάλαντα των Λιγουτσάρηδων της Βέροιας.

     Τέλος, θα παραθέσω κάποιες ετυμολογικές ερμηνείες για τη λέξη Λιγουτσάρηδες:

     Σχετικά με την ετυμολογία της λέξης  «Λιγουτσάρης» δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά από πού προέρχεται η λέξη. Πρέπει να σημειωθεί ότι η λέξη υπάρχει και σε άλλους βλαχόφωνους, εκτός των Βεροιωτών. 

     Ενδιαφέρουσα είναι η θεώρηση του Αντώνη Μπουσμπούκη, ομότιμου καθηγητή Γλωσσολογίας στο ΑΠΘ, η οποία μου μεταφέρθηκε προφορικά. Μπορεί, μου είπε, να προέρχεται από τη βλάχικη λέξη «λιγουτάστρου» (βλάχικα Βέροιας) ή «λουγκουτάστρου» (βλάχικα Καλομοίρας Καλαμπάκας), που σημαίνει  «το αλογοτάγιστρο», δηλαδή το σάκο/τορβά με το κριθάρι,  που  περνούσαν στο κεφάλι του αλόγου για να το ταΐσουν.

     Ωστόσο, δεν μπορώ να παραλείψω τις γνωστές συγγενικές λέξεις ρουγκάτσια, ρουγκατσάρια,  [Θεσσαλία, κάμπο Βέροιας Ημαθίας (Ρουμλούκι κλπ), Θράκη κλπ],  λ(ρ)αγκατσάρια (Πιέρια) κ. ά, για τις οποίες πάλι έχουμε πολλές και διάφορες ετυμολογικές εκδοχές προέλευσης.

     Ο Ν. Πολίτης, πατέρας της ελληνικής λαογραφίας, πιστεύει ότι η λέξη ‘ρουγκάτσια’ προέρχεται από τις λατινικές λέξεις /rogatio-ionis/ = ζήτηση, /rogator-oris/= επαίτης, που είναι ουσιαστικά του ρήματος rogo = αιτούμαι, απαιτώ, έχω την αξίωση.

     Υπάρχει και η εκδοχή (Walter Puchner κ. ά.) ότι  η λέξη ίσως να προέρχεται από τη βυζαντινή λέξη /ρόγα/, που σημαίνει  έκτακτη αμοιβή, συμφωνημένο ετήσιο μισθό, που σώζεται ακόμα στο δημοτικό μας τραγούδι.

     Άλλες εκδοχές: από το βουλγάρικο /rogac/ (ελάφι) ή /rog/ (κέρατο), από το ηχοποιητικό /ρουγκου-ρούγκου/ των κουδουνιών (Θεσσαλία, Φυτειά & Τρίλοφος Ημαθίας κλπ), από την εξέλιξη της λέξης /ρόϊδα/ (φιλόλογος Θωμάς Γαβριηλίδης), από το λατινικό erogatio (απονομή, διανομή) κλπ.


Λιγουτσάρης Βέροιας, φωτό Wace & Thompson, αρχές 20ου αιώνα
Αναβίωση του εθίμου στη δεκαετία του 80 απο τον Λαογραφικό Σύλλογο Βλάχων Βέροιας

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής