breaking news Νέο

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

Πέρασαν 200 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί μας επαναστάτησαν ενάντια στους κατακτητές Τούρκους, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να ζούμε και να κυκλοφορούμε σήμερα ελεύθεροι.

Η στήλη αυτή είναι ένας φόρος τιμής  σε όλους αυτούς τους Ήρωες που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα, για να τους θυμόμαστε και να τους έχουμε πάντοτε ζωντανούς στη μνήμη μας.

 

Κοτζαερίδης Γεώργιος

 

ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗΣ ΓΡΙΒΑΣ 

Γεννήθηκε το 1803 και κατάγονταν από την σπουδαία οικογένεια  οπλαρχηγών, τους Γριβαίους. Πατέρας του ήταν ο Δράκος Γρίβας και αδέλφια του ο περίφημος στρατηγός Θοδωρής και ο Φλώρος. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες  καθώς και  στην μάχη της Αράχωβας, όπου διακρίθηκε ιδιαίτερα.

Στα απομνημονεύματά του,  ο Μακρυγιάννης αναφέρει ότι ο Γαρδικιώτης υπηρέτησε και ως υπασπιστής του Όθωνα και ανέλαβε να καταστείλει στην περιοχή του Μεσσολογγίου ανταρσίες από πρώην αγωνιστές της Επανάστασης.

Πέθανε το 1855.

 

ΓΚΟΥΡΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

 

Γεννήθηκε το 1791 στην Δρέμισα Φωκίδας και ήταν ξάδελφος και μετέπειτα πρωτοπαλίκαρο του Πανουργιά, από τον οποίο μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Θεωρήθηκε μια από τις αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της Ελληνικής Επανάστασης.

Πριν ξεσπάσει η Επανάσταση  υπηρετούσε στο αρματολίκι του Οδυσσέα Ανδρούτσου και έγινε το πρωτοπαλίκαρο του.

 Μετά την έναρξη της Επανάστασης στρατολόγησε 700 άτομα και στις 23 Μαρτίου του 1821 συναντήθηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον ξάδελφο του Πανουργιά  και άλλους Γαλαξιδιώτες οπλαρχηγούς  και πολιόρκησαν την Άμφισσα, την  οποία κατέλαβαν.

Στις 8 Μαίου του 1821 πολέμησε με τον Ανδρούτσο στο Χάνι της Γραβιάς, όπου διακρίθηκε για τον ηρωισμό του. Έλαβε μέρος στην μάχη των Βασιλικών  για να ανακόψουν την πορεία του Μπεϋράν Πασά προς την Βοιωτία και την Πελοπόννησο.

«Εις τη μάχη ταύτη, ο Γκούρας ξεσπαθώντας και μεθώντας από τον πόλεμο, το θρήνος όπου έκαμεν τις διηγήσεται», έγραφε ο Ανδρούτσος σε επιστολή του προς τους Μεσολογγίτες.

Στις 15 Νοεμβρίου 1821, πήρε μέρος στη συνέλευση των Σαλώνων, από την οποία προέκυψε η «Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος», που είχε συνταχθεί από το Θεόδωρο Νέγρη. Κατά τη διάρκεια της συνέλευσης, ο Ανδρούτσος συγκρούστηκε με τον Νέγρη και ο  Φαναριώτης πολιτικός δυσαρεστημένος,  ζήτησε από τον Γκούρα να τον αντικαταστήσει  από  την ηγεσία των στρατευμάτων της Λειβαδιάς, αυτός όμως  υποστηρίζοντας τον Ανδρούτσο, αρνήθηκε. Τον Αύγουστο του 1822, ο Ανδρούτσος διόρισε τον Γκούρα σαν  φρούραρχο της Ακρόπολης των Αθηνών, όπου παρέμεινε  μέχρι και το 1824

Η συμπεριφορά του ήταν  αυταρχική και τυραννική  και στην προσπάθεια του να επιβληθεί, συνέλαβε και φυλάκισε όχι μόνο προκρίτους, αλλά και απλούς κατοίκους που τολμούσαν να αντιδράσουν στα σχέδια του.

Στις 23 Ιουνίου, θανάτωσε με δόλιο τον πρόκριτο Νικόλαο Σαρρή  επειδή αντιτάχθηκε στις βιαιότητες των στρατιωτών του. Έστησε επεισόδιο στην αγορά για να προκαλέσει το Σαρρή, τον συνέλαβε και τον έφερε στην Ακρόπολη δίνοντας  εντολή να τον σκοτώσουν. Διαμέλισαν το άψυχο σώμα του και πέταξαν ένα-ένα τα κομμάτια του στους Αθηναίους που παρακολουθούσαν, φωνάζοντας: «Θέλετε πόδι; Πάρτε! Θέλετε πλευρό; Πάρτε!».

Στον εμφύλιο πόλεμο ο Γκούρας εντάχθηκε στην παράταξη των Κουντουριώτη, Κωλέττη και στις  23 Νοεμβρίου του 1824, επικεφαλής ρουμελιώτικων στρατευμάτων, πήγε στην Πελοπόννησο  για να χτυπήσει τους «αντικυβερνητικούς» Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς.

Στο πέρασμα του, λεηλατούσε χωριά και ταπείνωνε τους πολιτικούς του αντιπάλους, που ζητούσαν καταφύγιο στη δυτική Στερεά Ελλάδα.

Μετά την εξουδετέρωση των αντιπάλων της, η νέα κυβέρνηση Κουντουριώτη διόρισε τον Γκούρα, στις 25 Φεβρουαρίου του 1825, «αρχηγό των στρατοπέδων της Ανατολικής Ελλάδος», παραγκωνίζοντας  τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ο οποίος είχε κατηγορηθεί για προδοσία και συνεννόηση με τους Τούρκους και τον Ομέρ πασά.

Ο Γκούρας στράφηκε εναντίον του άλλοτε συναγωνιστή του και τον  ανάγκασε να παραδοθεί. Συνελήφθη και στις 5 Ιουνίου φυλακίστηκε  στον Πύργο Γουλά στην είσοδο των προπυλαίων της Ακρόπολης, όπου και δολοφονήθηκε. Λέγεται ότι ο Ιωάννης Μαμούρης ο τότε φρούραρχος της Ακρόπολης δέχτηκε επιστολή από τον Γιάννη Γκούρα για τη δολοφονία του Ανδρούτσου.

Για να θεωρηθεί μάλιστα ότι σκοτώθηκε στην προσπάθεια του να δραπετεύσει, οι στρατιώτες του Γκούρα τον έριξαν από τα τείχη στο λιθόστρωτο του ναού της Απτέρου Νίκης.

Κατά την διάρκεια της δεύτερης πολιορκίας του το 1826, ο Γκούρας κατόρθωσε να ανακόψει προσωρινά την προέλαση των Τούρκων από την ανατολική Στερεά Ελλάδα στην Πελοπόννησο και κατόπιν, πήγε στην Αθήνα, όπου αν  και ήταν υπεύθυνος για την άμυνα και την προστασία ολόκληρης της Αττικής, προτίμησε να κλειστεί στην Ακρόπολη, πιστεύοντας στην καίρια σημασία της θέσης. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης από τον Κιουταχή, στις 30 Σεπτεμβρίου του 1826,  βρήκε τραγικό θάνατο, σε ηλικία 35 ετών.

Σύμφωνα με μαρτυρίες, λίγες μέρες πριν το θάνατο του είχε πει στη γυναίκα του Ασήμω: «Αν πεθάνω, κοίτα να φυλάξεις την τιμή μου. Τότε ο θεός θα σε σώσει. Σου εύχομαι να απολαύσεις όλα αυτά που σου αφήνω με τη διαθήκη μου. Αν, όμως, φανείς άπιστη και με ξεχάσεις γρήγορα, ο Θεός να σε στείλει αμέσως κοντά μου».

Δεν πέρασαν 13 μέρες από το θάνατο του Γκούρα και η σύζυγός του, Ασήμω Γκούραινα, αρραβωνιάστηκε με το στρατηγό Νίκο Κριεζιώτη, φίλο του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Τον Ιανουάριο του 1827, γκρεμίστηκαν από τα βλήματα κανονιών, δύο κολόνες του Ερεχθείου, και καταπλάκωσαν την Ασήμω μαζί  με άλλες 14 γυναίκες, επαληθεύοντας την προφητεία του συζύγου της.

Ο τάφος του Ιωάννη Γκούρα βρίσκεται μέσα στον χώρο της αυλής της Ιεράς Μονής Φανερωμένης Σαλαμίνος.

Η πλάκα που βρίσκεται επάνω στον τάφο λέει: ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ ΤΑ ΟΣΤΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΚΟΥΡΑ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΥ ΕΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΙ ΠΕΣΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣ

ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΤΗ 30 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1826

ΜΕΤΕΝΕΧΘΕΝΤΑ ΥΠΟ ΤΩΝ ΣΥΜΠΟΛΕΜΙΣΤΩΝ ΤΟΥ.

 

ΣΚΥΛΟΔΗΜΟΣ ΜΗΤΡΟΣ

Γεννήθηκε το 1804 στο Σύντεκνο, σημερινό Πατιόπουλο της επαρχίας Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας και ανήκε σε μεγάλη και δυνατή αρματολική οικογένεια.  Γονείς του ήταν ο Θεόδωρος Σκυλοδήμος και μητέρα του η  Μάρω Μπότσαρη.

Ο πατέρας του Γερο-Σκυλοδήμος, ήταν ενεργό μέλος της Φιλικής Εταιρείας και συμμετείχε στην σύναξη των καπεταναίων στην Λευκάδα το 1807 υπό τον Ιωάννη Καποδίστρια.

Ήταν ανιψιός του Γεωργίου Καραϊσκάκη και  παντρεμένος με την Βασιλική με την οποία  απέκτησε έξι παιδιά, τον Θεόδωρο, τον Νικόλαο, την Ελένη, την Ευφροσύνη, τον Δημοσθένη και τον Σπύρο.  

Πήρε μέρος σε πολλές  μάχες,  των Αγράφων, Σοβουλακίου, Κρεμμυδίου, Βελίτσης, Διστόμου, πολέμησε στο Μεσολόγγι με τον θείο του Σπύρο Σκυλοδήμο, ο οποίος  σκοτώθηκε  κατά την έξοδο, και αργότερα  με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη  στις συγκρούσεις στο Χαϊδάρι  τον Αύγουστο του 1826, στην Δόμβραινα στις 16 Οκτωβρίου 1826, στην Αράχοβα στις 18 με 24 Νοεμβρίου 1826 και στην Αττική το 1827.

 Ήταν ένας από τους ανδρειότερους και πιο έμπιστους αξιωματικούς του Γ.Καραϊσκάκη, ο οποίος  αργότερα, στη διαθήκη του τον όρισε προστάτη της οικογενείας του, και του εμπιστεύτηκε τα ανήλικα παιδιά του. Για την συντήρηση της οικογένειας του Καραϊσκάκη, τον οποίο εκτιμούσε και σέβονταν πάρα πολύ, ο Σκυλοδήμος πούλησε όλη του την περιουσία, μέχρι και τα άρματά του.

 Κατά την συγκρότηση των χιλιαρχιών για την απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδος, την περίοδο της πρωθυπουργίας Καποδίστρια,  έγινε εκατόνταρχος στην Γ΄ Χιλιαρχία του Γιαννάκη Στράτου, δίπλα στον στρατάρχη Δημήτριο Υψηλάντη παίρνοντας  μέρος στις μάχες της Τέρνοβας και της Πέτρας.

Με την οργάνωση των Ελαφρών Ταγμάτων τον επόμενο χρόνο πήρε  τον βαθμό του Λοχαγού και τέθηκε  επικεφαλής του 1ου Λόχου του 4ου Τάγματος και στα γεγονότα του 1832 υπηρέτησε  στην χιλιαρχία του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου ως υποταγματάρχης. Μετά την απελευθέρωση, πήρε  στον βαθμό του Ταγματάρχη της Φάλαγγας.

Στην κηδεία του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη το 1843  κρατούσε  μαζί με τον Ιωάννη Γιουρούκο και τον Δημήτριο Πετροπουλάκη τα παράσημα του Γέρου του Μωριά επάνω σε μεταξωτά μαξιλάρια. Το 1843 έλαβε ενεργό μέρος στα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου, τα οποία κατέληξαν στην παραχώρηση συντάγματος από τον Όθωνα και για τον λόγο αυτό  τιμήθηκε  από τη βουλή των Ελλήνων.

Κατόπιν υπόδειξης   του Υπουργείου των Στρατιωτικών, ανέλαβε Διοικητής ελαφράς Διλοχίαςς του 9ου Ελαφρού Τάγματος Οροφυλακής των συνόρων.  Με τα μέτρα που έλαβε  αναλαμβάνοντας την διαφύλαξη  των τότε Ελληνοτουρκικών συνόρων, καταδίωξε τους ληστές  που λυμαίνονταν την περιοχή, επιφέροντας ειρήνη και ασφάλεια στους κατοίκους της, Μαζί του είχε πάντα τον γιό του Γεωργίου Καραϊσκάκη Σπύρο, απόφοιτο της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Όταν διαλύθηκαν τα Τάγματα Οροφυλακής μετατέθηκε στο πεζικό και διορίστηκε Στρατιωτικός Νομοεπιθεωρητής σε Αχαϊα και Ηλεία όπου παρέμεινε για τέσσερα χρόνια.

Αργότερα  διορίστηκε μέλος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου και μετατέθηκε σαν  ανώτερος προγυμναστής της Εθνοφυλακής στη αρχή στο Μεσολόγγι και στην συνέχεια στον Βάλτο όπου προήχθη σε συνταγματάρχη, με τον βαθμό τον οποίο αποστρατεύθηκε. Διετέλεσε βουλευτής και πληρεξούσιος Βάλτου από το 1850 ως το 1853 και επανεξελέγη το 1862.

Για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα του  απονεμήθηκαν  το Αργυρούν Αριστείον το 1836, ο Αργυρός Σταυρός των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος και ο Ανώτερος Ταξιάρχης του Τάγματος του Σωτήρος όσο υπηρετούσε ως Ταγματάρχης της Φάλαγγας και τέλος ο Χρυσός Σταυρός των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος. Πέθανε στα τέλη Οκτωβρίου του 1871 και σε εφημερίδα της εποχής  δημοσιεύθηκε η κατωτέρω νεκρολογία.

"Απεβίωσε τη παρελθούση εβδομάδα εν Καρβασαρά,τη ιδιαιτέρα αυτού πατρίδι, ο Συνταγματάρχης Δημήτριος Σκυλοδήμος. Ο μακαρίτης διεκρίθη κατά μεν τον Ιερό Αγώνα ως εν των ανδρειωτέρων της Πατρίδος τέκνων, εφ' ω και ηγαπάτο υπό του αοιδίμου Καραϊσκάκη, μετά δε την αποκατάστασιν των πραγμάτων επέδειξε πάντοτε φρόνησιν εις τας πλέον δυσχερείς περιστάσεσι περί την εκπλήρωσιν των καθηκόντων του, πίστην και αληθινήν αφοσίωσιν εις τα καθεστώτα. Υπηρέτησε την Πατρίδα και πολιτικώς, διατελέσας Βουλευτής και πληρεξούσιος.Κύριος αναπαύσαι την ψυχήν του εν σκηναίς δικαίων"[

Η χήρα του Βασιλική και τα ανήλικα  παιδιά του συνταξιοδοτήθηκαν με το ποσό των 150 δραχμών  μηνιαίως, που αναλογούσε σε σύνταξη χήρας Υποστρατήγου. Για τον Σκυλοδήμο και τον Καραϊσκάκη αναφέρεται το παρακάτω  περιστατικό: Όταν ήταν άρρωστος ο Καραϊσκάκης  είχε έναν φραγκογιατρό που του έφτιαχνε διάφορα γιατρικά, με τα οποία όμως δεν εύρισκε γιατρειά.

Κάλεσε τον Σκυλοδήμο και του είπε να μπει αυτός κάτω από τα σκεπάσματα και όταν έρθει ο γιατρός να του δώσει αυτός το χέρι του για να του εξετάσει τον σφυγμό.

Αυτό έγινε και ο γιατρός είπε " καλά πάς καπετάνιε αλλά είσαι ακόμη αδύναμος και χρειάζεσαι ανάπαυση". Πετάχτηκε τότε ο Καραϊσκάκης και του αποκρίθηκε "τίνος είναι ορέ αδύνατος ο σφυγμός, του Σκυλοδήμου που καβαλικεύει φοράδα καλπάζοντας". Φώναξε τότε δύο παλικάρια και του έριξαν του "γιατρού" 40 ξυλιές στα πισινά και τον έδιωξε.

Η λαϊκή μούσα τραγούδησε τον Σκυλοδήμο με το παρακάτω τραγούδι.

 

Ο Σκυλλοδήμος έτρωγε στα έλατα αποκάτω,

και την Ειρήνην στο πλευρό είχε να τον κεράσει.

-Κέρνα μ' Ειρήνη μ' εύμορφη, κέρνα μ' όσον να φέξει

όσον να εβγ' αυγερινός,να πάγ' η πούλια γεύμα,

και απαί σε στέλνω σπίτι σου με δέκα παληκάρια.

-Δήμο, δεν είμαι δούλα σου κρασί να σε κεράσω,

εγώ είμαι νύμφη προεστών και αρχόντων θυγατέρα.

Κι αυτού προς τα χαράγματα περνούσαν δυο διαβάτες,

είχαν τα γένεια μακρυά, το πρόσωπό τους μαύρον

κι οι δυο κοντά του στάθηκαν, και τον εχαιρετούσαν.

-Καλή ημέρα Δήμο μου. -Καλώς τους διαβάταις.

-Διαβάτες, που ηξεύρετε πως ειμ' ο Σκυλλοδήμος;

-Φέρομεν χαιρετήματα από τον αδερφό σου.

-Διαβάτες που τον είδεταν εσείς τον αδερφό μου;

-Στα Γιάννινα στην φυλακήν, τον είδαμαν κλεισμένον,

είχε στα χέρια σίδερα, και κλάπαις στα ποδάρια.

Κι ο Σκυλοδήμος δάκρυσε και εκίνησε να φύγει.

-Που πάγεις Δήμο μ' αδερφέ; που πάγεις καπετάνιε;

ο αδερφός σου είν' εδώ, έλα να σε φιλήσει.

Κι εκείνος τον εγνώρισε στα χέρια του τον πήρε,

γλυκά κι οι δυο φιλήθηκαν, στα μάτια και στα χείλη.

Και τότε τον ερώτησεν ο Δήμος και τον λέγει:

-Κάθου γλυκέ μου αδερφέ, κ' έλα μολόγησέ μας

πως από των Αρβανιτών εγλύτωσες τα χέρια;

-Νύχτα τα χέρια μ' έλυσα και έσπασα ταις κλάπαις,

κι εσύντριψα την σιδεριάν κι επήδησα στον βάλτον,

κ' ηύρα ένα μονόξυλον κι επέρασα την λίμνη.

Προψές τα Γιάνιν' άφησα και τα βουνά επήρα.

Και μια παραλλαγή από τον Άγιο Ηλία Αιτωλοακαρνανίας

Ξύπνα πουλάκι μ' την αυγή κι ανέβα στο κλαράκι
' και τίναξ' τις φτερούγες σου να πέσουν οι δροσούλες,
λάλει, πουλάκι μ' την αυγή, καθώς λαλούν και τάλλα,
τ' είναι σημάδι των κλεφτών, κακό και για τους κλέφτες.
Δουλειά δεν έχ' η κλεφτουριά κι αυτός ο Σκυλοδήμος
εδείπνα κι ετραγούδαγε στα έλατ' από κάτω
με την Ειρήνη στο πλευρό, με την παπαδοπούλα.
-Κέρνα μ' Ειρήνη μ', κέρνα με , κέρνα μ' όσο να φέξει
και το πουρνό σε προβοδώ με δέκα παλικάρια.
-Δήμο, δεν είμαι δούλα σου κρασί να σε κερνάω,
εγώ είμαι κόρη προεστού κι από τους Παπαδαίους.
Αυτού προς τα χαράματα φάνηκαν δυο διαβάτες.
-Δήμο μου, καλημέρα σου.
-Καλώς τους τους διαβάτες.
-Διαβάτες που το ξέρετε πως ειμ' ο Σκυλοδήμος;
-Φέρνουμε χαιρετίσματα από τον αδερφό σου,
στα Γιάννινα τον είδαμε, στη φυλακή κλεισμένο,
κ' είχε στα χέρια σίδερα, και κλάπες στα ποδάρια,
Κι ο Δήμος μόλις τάκουσε άρπαξε το τουφέκι
και κλαίγοντας ξεκίνησε στα Γιάννινα να πάγει,
-Πού πας, πού τρέχεις , μπρ' αδερφέ, που τρέχεις καπετάνιε;
Ο αδερφός σου είμ' εγώ κι έλα να φιληθoύμε
τα σίδερα πριόνισα και ρίχτηκα στη λίμνη
δυο μερovύχτια στάθηκα κρυμμένος στα καλάμια
κι αντιπροψές με πέρασαν νησιώτες στην Καστρίτσα.


Γιάννης_Γκούρας
ΣΚΥΛΟΔΗΜΟΣ_ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής