breaking news Νέο

Νοσταλγική αναδρομή ενός Ξηρολιβαδιώτη στην παλιά «επικαιρότητα» (Μάης -Ιούνης): ΤΟ ΚΟΥΡΕΜΑ ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΩΝ ΣΤΟ ΞΗΡΟΛΙΒΑΔΟ. -Έρευνα Αντώνη Μπουσμπούκη, ομ. καθηγητή γλωσσολογίας στο Α.Π.Θ.

Νοσταλγική αναδρομή ενός Ξηρολιβαδιώτη στην παλιά «επικαιρότητα» (Μάης -Ιούνης): ΤΟ ΚΟΥΡΕΜΑ ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΩΝ ΣΤΟ ΞΗΡΟΛΙΒΑΔΟ. -Έρευνα Αντώνη Μπουσμπούκη, ομ. καθηγητή γλωσσολογίας στο Α.Π.Θ.

Είκοσι χρόνια μετά τον χαλασμό του Ξηρολίβαδου το 1822, το χωριό εποικίστηκε από Βλάχους της γρεβενιώτικης Πίνδου (Αμδέλλα και Σαμαρίνα), καθώς και Κοπατσάρους (Πολυνέρι  και Αητιά). Στην πατρίδα του καρτερόψυχου Τάσου Καρατάσου, που το μοναδικό οροπέδιό του διέσχιζε η βασιλική οδός του Φιλίππου καλλιεργούνταν το λινάρι. Για την εξαγωγή της ίνας του κοπανιζόταν σε πλακόπετρες δίπλα στα πηγάδια, που, πυκνά και διάσπαρτα, απλώνονταν στον μακρόστενο γούπατο, το Βαρκό. Εδώ αφθονούσαν τα νερά, τα υδροχαρή χόρτα και οι βάτραχοι. Τώρα τα πηγάδια καταχώθηκαν στη γης και οι βάτραχοι σιώπησαν.

Οι νέοι κάτοικοι του Ξηρολίβαδου υποκατέστησαν το λινάρι με το εξίσου κερδοφόρο, όσο και πιο χρήσιμο πρόβειο μαλλί, που κάποτε ταυτιζόταν με το χρήμα. Έτσι ακουγόταν παλιά το παροιμιώδες: «θα σε πληρώσει στο αγελαδοκούρεμα», αφήνοντας την εννοηθεί ότι, καθώς οι αγελάδες δεν κουρεύονται για να μας δώσουν μαλλί, δηλ. χρήματα, «δεν πρόκειται να πληρωθείς ποτέ σου».

Το Ξηρολίβαδο του κτηνοτροφικού κάποτε πλούτου μας θυμίζει τώρα η τοποθεσία Κασιρίστι, που σημαίνει «στανοτόπι, όπου τυροκομούσαν».

Και ενώ ο συντοπίτης μας γιατρός Τάσος Βασιάδης, στο ημερολόγιο για το 2024, που κατάρτησε ο ΠΟΞ (Πολιτιστικός Όμιλος Ξηρολιβάδου), επιμελήθηκε την έρευνα σχετικά με την διαδικασία που ανέπτυσαν παλιά η γυναίκες του χωριού μας για την παραγωγή μάλλινων υφαντικών προϊόντων, προσωπικά θα περιγράψω τον κούρο/κούρεμα, που συμπληρώνει την έρευνα του αγαπητού Τάσου. Το προϊόν από το κούρεμα περνούσε στα χρυσά χέρια των γυναικών (tu manili atseali hrisusiti) και γινόταν όλα εκείνα που έντυναν και προστάτευαν τον κόσμο την εποχή που έλειπαν τα σημερινά στεγανά σπίτια και τα καλοριφέρ. Τα μαλλιά και τα προϊόντα τους συνιστούσαν τη βασικότερη εμπορεύσιμη ύλη, που με κιρατζήδες / αγωγιάτες κι εμπόρους έφτανε μέχρι τη Β. Φιλανδία και τον Κάδικα της Ισπανίας στον Ατλαντικό, όχι –βέβαια- από Ξηρολιβαδιώτες. Είναι τότε που ξένοι περιηγητές αξιολογούσανε τα Βλάχοχώρια ώς τα πιο προκομμένα χωριά και κωμοπόλεις των περιγήσεών τους.

Το κούρεμα των προβάτων γινόταν στο Ξηρολίβαδο τον Μάη. Αλλά, πριν από το καθεαυτό κούρεμα, οι προβατοτρόφοι κατά Μάρτη με Απρίλη -πάντα στον κάμπο- έκαναν το λεγόμενο κωλοκούρι (Suiljarea). Κούρευαν την ουρά και τα πίσω σκέλια των προβάτων. Το ενοχλητικό και άχρηστο ετούτο μαλλί το έλεγαν suelju. Απαλλαγμένα από το suelju, τα πρόβατα ήταν έτοιμα να πάρουν τον ανήφορο για τα ορεινά βοσκοτόπια, που η γαλλική τα ονομάζει alpages «αλπικές βοσκές».

Στο κούρεμα οι κτηνοτρόφοι αλληλοβοηθούνταν. Με τον τρόπο αυτό τελείωναν γρήγορα και τα κοπάδια επανέρχονταν σύντομα στον κανονικό τους ρυθμό, πριν πιάσουν οι καλοκαιρινές ζέστες. Εάν οι μέρες ήταν θερμές, σημειωνόταν έκκριση λιπώδους ρύπου (usucu), ο πίνος στα σαρακατσάνικα. Το μαλλί γινόταν τότε πιο μαλακό και έτσι τα ψαλίδια δούλευαν ασταμάτητα και το ποκάρι (basca), η περούκα του πρόβατου, απλωνόταν καταγής. Τα ποκάρια τα μάζευαν σε χαράλια (σε μεγάλου σάκους, τ’ αλλιώς μπούρδες). Το μαλλί ήταν δυο ειδών: το ρούντο (lana aruda), κοντό, σγουρό και μαλακό, κατάλληλο για φλοκάτες και για σκεπάσματα. Το άλλο είδος λεγόταν πρασόμαλλο. Είναι μαλλί μακρύ, σκληρό και ανθεκτικό. Με αυτό γίνονταν ταλαγάνια. Οι πρασόμαλλες προβατίνες άντεχαν στο κρύο περισσότερο από τις ρούντες: Hii arudu «είσαι κρυουλιάρης» ακουγόταν ως μεταφορική εικόνα από την ρούντα προβατίνα. Το μαλλί είχε τόσην αξία, που οι γυναίκες μάζωναν από κάτω και τις πιο μικρές ακόμα τσιούμες (τούφες).

Τα γίδια τα κούρευαν το πρώτο δεκαήμερο από τον Ιούνη. Παλιά τα ακινητοποιούσαν δεμένα σε πάσσαλους από κέδρο, που η διχάλα τους κούμπωνε γύρω από το λαιμό της γίδας. Τους πάσσαλους αυτούς σ’ ελληνικά ιδιώματα τους λένε γκαρλάπες. Τελευταία, όμως, μιμούνταν τους Μπλατσιώτες κι έστηναν  αντικριστά δύο παλούκια, που τα συνέδεαν με τεντωμένο σκοινί, όπου προσδένανε σχοινιά - βρόγχους (θηλιές). Με δεμένο λαιμό, τα κούρευαν γρηγορότερα απ’ ό,τι πρωτύτερα. Το κοντό και αραιό μαλλί λέγεται prujutu ή prijitu. Η γίδα με πυκνό και μακρύ μαλλί χαρακτηρίζεται caprinoasa, δηλ. «γιδομαλούσα». Με γιδόμαλο γινόταν: σαΐσματα που στρώνονταν καταγής, αδιάβροχες κάπες (tambari), τέντες για πρόχειρους καταυλισμούς καθώς και ό,τι μπορούσε να προστατεύει από τη βροχή, όπως π.χ. σκεπάσματα πάνω στα φορτωμένα με εμπορεύματα αλογομούλαρα. Με γιδόμαλλο παρασκευάζονταν, επίσης, και μπαρούτι. Το γιδόμαλλο στα ιταλικά απαξιώνεται με το questione di lana caprina «ζήτημα από γιδόμαλλο», δηλαδή άνευ αξίας.

Να θυμίσω ότι το φρεσκοκουρεμένο γίδι παρουσίαζε «σκάλες» που το γελοιοποιούσαν εμφανισιακά και ότι από την εικόνα τούτη προέκυψε η λέξη κορόιδο, δηλαδή κουρόγιδο, «κουρεμένο γίδι». Στις μέρες μας πρόβειο και γίδινο μαλλί έχουν απομείνει στα αζήτητα.

 Κάποτε που το μαλλί εξισωνόταν με το χρήμα, στο τέλος από το κούρεμα, γιδάρηδες και προβατάρηδες (caprari shi uiari) είχαν έτοιμο στη σούβλα κατσίκι ή αρνί, αντίστοιχα, που το συνόδευαν με μπόλικο κρασί και εύθυμο χορό.

Σήμερα τα γίδια, κόρμπα, φλόρα, κανούτα, γκέσα, μπάρτσα και μούσκρα, δε λιάζονται πια το καταμεσήμερο στην πεδιάδα με τα πηγάδια και τις κοπάνες με νερό, όπου ξάπλωναν. Αλλά, μήτε τα πρόβατα στρώνονται και αυτά στον στάλο (tu amiridzu), για να προστατευτούν στη σκιά του. Άδειασε η πεδιάδα (padea), ενώ μας εγκατέλειψε και η ελπίδα για κάποια διατροφική επάρκεια, εάν – ο μη γένοιτο- επέστρεφε ένα νέο είδους ’41.

Νοσταλγούμε εικόνες και γεύσεις που κάποτε αξιωθήκαμε να γνωρίσουμε λίγο πριν ο λαϊκός πολιτισμός εκπνεύσει, χτυπημένος από την ισοπεδωτική τεχνολογία των καιρών μας.


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής