breaking news Νέο

"Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ", του Γεωργίου Κοτζαερίδη

Ε…αυτό το ταξίδι στην Τουρκία το χρωστούσα στον συχωρεμένο τον πάππο μ’ τον Αρναούτη τον Κοτσαγερίδη, ο οποίος κατάγονταν από το χωριό Κουρούντερε του Ατάπαζαρ.

Θυμάμαι, όταν μαθητές ακόμη στο δημοτικό, ακούγαμε ο δίδυμος αδελφός μου ο Τάσος και εγώ με ιερή κατάνυξη τον παππού μας, να μας διηγείται  ιστορίες από το όμορφο χωριό του.

Με την φαντασία μας τρέχαμε και εμείς μαζί του στα γεμάτα με φουντουκιές  βουνά του Ατάπαζαρ, και στις κοιλάδες του Καράσου ποταμού μέσα στον οποίο βρήκε φρικτό θάνατο ο πατέρας του ο Γιάννες προσπαθώντας να σώσει τον αδελφό του  τον Σάββα που πνίγονταν.

Έκοβαν δέντρα ο Γιάννες και ο Σάββας, τα σημάδευαν και τα έριχναν στον Καράσου ποταμό ο οποίος  με το ρεύμα του τα μετέφερε  στην Μαύρη θάλασσα. Από εκεί τα έπαιρναν και τα πουλούσαν σε εμπόρους του Ατάπαζαρ.

Δεν πρόσεξε ο  Σάββας και την ώρα που πετούσε έναν κορμό στον πλημμυρισμένο ποταμό, γλίστρησε και έπεσε μέσα.

Μόλις το αντιλήφθηκε ο Γιάννες έπεσε και αυτός μέσα στο αφρισμένο ποτάμι για να σώσει τον αδελφό του.

Μάταια. Στο τέλος  πνίγηκαν και οι δυο  αφήνοντας ορφανό τον παππού μου και τα αδέλφια του.

Έλεγε ο παππούς ότι οι γονείς του είχαν έλθει το 1870 στα χωριά του Ατάπαζαρ από  την περιοχή της Ορντού και συγκεκριμένα  από την Χαψάμανα του Γκιόλκιοι.

Από τις διηγήσεις της μάνας του της συγχωρεμέντσας της Ουρανής  οι λόγοι που  τους οδήγησαν στην εσωτερική αυτή μετανάστευση ήταν οικονομικοί.

Άκουγαν από διηγήσεις συγχωριανών τους ότι υπάρχει μία παρθένα περιοχή, όχι πολύ μακριά από την Κωνσταντινούπολη, όπου θα μπορούσαν να ασκήσουν πιο εύκολα τις δουλειές τους που ήταν η γεωργία, η κτηνοτροφία και η κατασκευή  ξύλινων  εργαλείων οικιακής χρήσης, π.χ σκάφες ζυμώματος, πινακωτές, τσανάκες, ζούματρα και γαβάνες.

Άλλοι πάλι  κατέφυγαν σε αυτή την περιοχή   διότι τους καταδίωκαν οι Τούρκοι από τα χωριά τους, ή λόγω της ανεργίας επειδή  είχαν κλείσει τα μεταλλεία της Αργυρούπολης και δεν μπορούσαν να συντηρήσουν τις οικογένειές τους. Έτσι ήρθαν να εργαστούν στα μεταλλεία της Καράσου αλλά και στα εγγειοβελτιωτικά έργα που γίνονταν στην περιοχή  μεταξύ του 1860-1870.

Ο παππούς  Θόδωρος Τσανακτσίδης στο βιβλίο του  ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΛΥΤΡΩΣΗ  1853 –1923  αναφέρει  ότι στα δικά τους χωριά στην περιφέρεια Τζαβισλίκ της Τραπεζούντας ζούσαν αρμονικά με τους χωριανούς τους Τούρκους, αλλά δέχονταν φοβερές καταπιέσεις  από τους Τούρκους αγάδες στα χωράφια των οποίων εργάζονταν για να εξασφαλίσουν  τα απαραίτητα προς το ζην.

Οι ίδιοι κατείχαν λίγα χωράφια, τα πιο άγονα, για τα οποία μάλιστα αναγκάζονταν να πληρώνουν στους αγάδες κεφαλικό χώρο 10-40% .

Αναγκάζονταν όμως να υπομένουν  όλες τις ταπεινώσεις ελπίζοντας πάντα  για κάτι καλύτερο.

Ο παππούς Θόδωρος, ο οποίος ήταν παντρεμένος με  την Ειρήνη Κοτσαγερίδου πρώτη εξαδέλφη του παππού Αρναούτη, αναφέρει και μια άλλη αιτία της μετανάστευσής τους από το Τσαβισλίκ στα χωριά του Ατάπαζαρ. Ήταν η ανάρμοστη συμπεριφορά του  Αγά της περιοχής  προς την παπαδιά την γυναίκα του Παπά –Συμεών.

Ο  Παπά Συμεών ήταν ιερεύς σε τρία χωριά και τον περισσότερο καιρό έλειπε από το σπίτι του.

Το γεγονός αυτό  εκμεταλλεύτηκε ο Τούρκος Αγάς  ο οποίος επισκέφθηκε την παπαδιά και την έκανε με το ζόρι δική του.

Όταν μαθεύτηκε στο χωριό η μεγάλη προσβολή του Αγά προς την παπαδιά  τα αδέλφια του  Χατζηβαρύτιμου Λαζαρίδη  σκότωσαν τον Αγά και τον  εξαφάνισαν, θάβοντάς τον σε κάποιο απόμερο μέρος.

Για να γλιτώσουν όμως από την μανία των Τούρκων έφυγαν μαζί με  τον παπά και την παπαδιά  και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Αργυρούπολης όπου άλλαξαν το επίθετό τους  από Λαζαρίδης σε Τσανακτσόγλου.

Επειδή όμως η περιοχή που εγκαταστάθηκαν ήταν τελείως άγονη αναγκάσθηκαν  να ξαναφύγουν, και μετά από διάφορες περιπλανήσεις έφθασαν  στην περιοχή του Ατάπαζαρ.

Όταν διαπίστωσαν ότι εκεί υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης ειδοποίησαν και τους άλλους συγγενείς τους από το Τσαβισλίκ, και το 1853 δέκα μεγάλες οικογένειες  έκτισαν το  νέο ποντιακό χωριό  το Γιασί Γκετσίτ.

Οι οικογένειες αυτές ήταν..

1.      Τσανακτσόγλου  Χαράλαμπου ή Χαρελάντ 

2.      Τσανακτσόγλου Θεόδωρου

3.      Τσανακτσόγλου Χαράλαμπο ή Μαρουλάντ

4.      Τσανακτσόγλου Ιωάννη

5.      Τανακτσόγλου Γεωργίου

6.      Κυρικλόγλου Θεόδωρου

7.      Κυρικλόγου Σάββα

8.      Παπάζογλου Χαράλαμπου

9.      Τοσούνογλου Χατζηκωνσταντή

10.  Χιρόγλου Χατζηβαρύτιμου.

 

Ίσως με την εγκατάστασή τους στο Γιασί Γκετσίτ  ήθελαν να είναι πιο κοντά στην Ελλάδα. Ποιος ξέρει? Πολλές φορές το ένστικτο μας  οδηγεί από μόνο του  και εμείς δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να το ακολουθούμε.

Έχτισαν λοιπόν 14 καινούργια χωριά  τα οποία βρίσκονταν περίπου 50 χιλιόμετρα μακριά από το Ατάπαζαρ και πάνω –κάτω 100 από την Νικομήδεια. Εκκλησιαστικά υπάγονταν στην Μητρόπολη Νικομήδειας.Για άλλες συναλλαγές τους πήγαιναν στην παραθαλάσσια κωμόπολη Καράσου που ήταν 30 χιλιόμετρα μακριά ή στο Ατάπαζαρ όπου πουλούσαν τα προϊόντα τους και έκαναν τις αγορές τους.

Τα χωριά αυτά ήταν..

1.    Το Γιασί Γκετσίτ            ( Υγρό Πέρασμα )

2.    Η  Κουρούντερε           ( Ξηροπόταμος )

3.    Το Κεστανέ Πινάρ    (Καστανόβρυση )

4.    Το Κίραζλι                   ( Κερασοχώρι )

5.    Η Πάραλη                   (Τόπος πλούσιος )

6.   Το Καράπελιτ              (Μαύρη Βελανιδιά )

7.   Το Σούμπατακ            ( Βούρκος )

8.   Το Γενήνταγ               (Νέο βουνό )

9         Το Κάτω Γενήνταγ ή Ορτάκιοι

10    .Το Αρντίτσπελιτ         (Μεσόκερδος )

11    .Το Τσομπάν Γιατάκ  ( Βοσκοκαλύβα )

12    .Το Τσατάλβαζ                ( Δικράνι )

13    .Το Άκτας                        ( Ασπρόπετρα )

14    .Η Κουρούμεσε              (Ξερή βελανιδιά )

 

Ήταν  το ένα κοντά στο άλλο και μάλιστα κάποιοι μαχαλάδες τους αποτελούσαν  ξεχωριστά χωριά  με αποτέλεσμα ο αριθμός τους να ανέρχεται σε 17.

Οι μαχαλάδες αυτοί ήταν το Κάσμπαση (ψηλό χωριό)  δίπλα στο Κίραζλι το Κάτω Τσομπάν Γιατάκ   και το Κιοπλούγητζουν (Πάνω στην γέφυρα).

Τα χωριά αυτά είχαν συνολικό πληθυσμό περίπου 11.000 κατοίκους.

Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκαν  στο Μεσημέρι Χαλκιδικής, στο Πολυδέντρι, Φιλαδέλφια, Ξηροπόταμο Λαγκαδά, στην Νέα Νικομήδεια, Σταυρό, Νέα Λυκογιάννη, Διαβατό, Μακροχώρι Ημαθίας στην Ακρινή, Άγιο Δημήτριο, Κοιλάδα, Δρέπανο, Κίσσα, Καπνοχώρι, Ποντοκώμη  Κοζάνης, Λακκιά Αμυνταίου, Καστανά Κιλκίς και Κωσταντία, Άψαλο Αριδαίας.

Στο δικό μου χωριό την Λακκιά εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Κουρούντερε, το Πάραλι, το Γενήνταγ, το Κεστανέ Πινάρ και το Τσομπάν Γιατάκ.

Τους θυμάμαι τους Ατάπαζαρλήδες να κάθονται στο καφενείο  του Κοτανίδη, ενός έξυπνου έμπορου από την Κουρούντερε, ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας, να λένε ιστορίες αναπολώντας  τα περασμένα και να μαλώνουν συχνά  συγκρίνοντας τα χωριά τους ή τις περιουσίες τους.

Στο τέλος συμφιλιώνονταν  και τότε άρχιζε ο θείος ο Κέλναστας να παίζει την τούλουμπα  οι ήχοι της οποίας ακούγονταν σε όλο το χωριό.

Τον θείο Κέλναστας Τσανακτσίδη τον αποκαλούσαν  έτσι, διότι ήταν φαλακρός και φορούσε πάντα στο  κεφάλι του ένα πανί σαν τουρμπάνι.

Ήταν ένας αξιαγάπητος  άνθρωπος και διασκέδαζε  το χωριό με την περίφημη  γκάϊντα του.             

Θυμάμαι  με νοσταλγία όλους αυτούς τους  παππούδες, τους Κοτανίδηδες Βάσσο και  Αντώνη, τον Γαγιάτεπλη, τον Αμπατζή τον Γιώργο, τον Αντώνογλου τον Θεοχάρη και Αντώνη, τον Παπαδόπουλο τον Σάββα, τα αδέλφια του παππού τον Κοτσαγερίδη Σάββα, Χρήστο και Γιώργο από την Κουρούντερε, τον Γεωργιάδη τον Ηλία και Παναγιώτη ή Πανάτα  από το Γενή Ντάγ, τον Τριανταφυλλίδη τον Χρήστο και τον Σαρριανίδη Δαμιανό από την Πάραλι και πολλούς άλλους.

Αξέχαστες μορφές!!

Ο αδελφός του παππού ο Σάββας ο Κοτζαγερίδης ήταν ο πρακτικός οδοντίατρος του χωριού. Tην τέχνη του, την είχε φέρει από την Κουρούντερε. Έτυχε κάποτε να παρακολουθήσω την εξάσκηση της τέχνης του πάνω στον Στράτο τον αδελφό της μάνας μου.

Δύο άτομα κρατούσαν σφικτά τον Στράτο και ο θείος Σάββας, αφού πρώτα απολύμανε την κελπετή (μια σκουριασμένη τανάλια), έπιασε σφικτά το  δόντι και το έβγαλε τραβώντας το με δύναμη.

Ούρλιαξε   ο Στράτος από τον πόνο και  ο θείος  Σάββας    τον κορόιδεψε ικανοποιημένος από την επιτυχή έκβαση της επέμβασης.

«αμόν κάργα επήκε»

Έδωσε ένα ποτηράκι τσίπουρο τον Στράτο, που σφάδαζε στους πόνους, να το κρατήσει πάνω στην πληγή για να ξεθυμάνει, κέρασε άλλο ένα τον πατέρα του και ..να περάσει ο επόμενος.

Ήταν όλοι τους αγνοί, έντιμοι και πολύ καλοί άνθρωποι. Είχαν   όλοι   τους κάτι κοινό, αγαπούσαν  υπερβολικά  τα μικρά παιδιά. Πρώτος και καλύτερος ο πάππος μου ο Αρναούτης. Όποιο παιδάκι περνούσε    μπροστά από το μαγαζάκι του παππού Αρναούτη απολάμβανε την τρυφερότητα  και τα στοργικά του φιλιά.

Όλο το χωριό τον άκουγε να απευθύνεται σ’  εμένα και τον αδελφό μου τον Τάσο χρησιμοποιώντας τις πιο γλυκές εκφράσεις.

«Γιόργοντουλίτς, Τάστουλιτς πουλόπαμ ελάτε σουμάμ θα τρώω τα τουρτούρτεσούνε, γιαβρόπαμ. Να λελέβατα τα γότσεμ».

Ακόμη και σήμερα στην Λακκιά μας φωνάζουν με τα τρυφερά υποκοριστικά με τα οποία μας χαρακτήριζε ο πάππος.

Τον χειμώνα καθόμασταν δίπλα του και μας μάθαινε διάφορα παιχνίδια που τα έπαιζε με τα αδέλφια του στην μακρινή Κουρούντερε.

Τσιμπούσε τα χέρια  και μας μιλούσε στα Τούρκικα, λόγια που δεν τα καταλαβαίναμε..

 

            «Γιαβρούμ, γιαβρουσούμ  του παιδιού μου το παιδί

            Ντέλα, ντέλασούμ τρέλα μου τρελίτσα μου

            Σέκερ σεκερίμ  ζάχαρη ζαχαρίτσα μου»

 

Και ξαφνικά  μας γαργαλούσε λέγοντας .. «μιλιόνε ,μιλιόνε».

Τοποθετούσαμε  ο καθένας το χέρι του  πάνω στο χέρι του άλλου και λέγαμε     «τσίμ –τσίμ μάκαρα του Κοτάν  η ζάχαρα.

                     Χάλα –χάλα».

Και αφήναμε τα χέρια μας γαργαλώντας ο ένας τον άλλο.

Των Βαίων  μας έμαθε να τραγουδάμε   στα σπίτια το παρακάτω τραγουδάκι.

                    «Τσίμ –τσίμ τον αϊτό  ,τον αϊτό το σταυραετό

                     Κρούω πέρω το κοντάρι και χτυπώ το παλαμάρι.

                     Παλαμάρι τι θέλεις?

                     Θέλω κόκκινο αυγό

                     Τα πουλιά μου τα πουλιά σου εις την πόλη θα τα βρεις».

       

Οι Ατάπαζαρλούδες  γυναίκες μας έδιναν τσιγκούρια δηλαδή βρασμένο καλαμπόκι, το οποίο  τρώγαμε αμέσως αν πεινούσαμε,  ή  τα πηγαίναμε στο σπίτι και τα τρώγαμε όλοι μαζί.

Το πιο αγαπημένο παιχνίδι που μας έμαθαν ήταν τα Αλντέρια. Σε μία αλάνα μαζευόμασταν 5-6 παιδιά κρατώντας μεγάλα ξύλινα κοντάρια.

Σχηματίζαμε κυκλικά  6 λακκούβες  και μια μεγάλη στην μέση όπου τοποθετούσαμε έναν τενεκέ.

Πιάναμε όλοι από μια λακκούβα  και στην μέση έμενε ένας, η μάνα, ο οποίος φύλαγε τον τενεκέ. Αρχίζαμε το παιχνίδι χτυπώντας τον τενεκέ  και προσπαθώντας  να τον απομακρύνουμε όσο πιο μακριά γίνονταν από την κεντρική λακκούβα .

Ο μεσαίος παίκτης προσπαθούσε να κάνει το αντίθετο, να βάλει δηλαδή τον τενεκέ στην μεσαία τρύπα. Όταν το πετύχαινε τότε όλοι αφήναμε τις τρύπες μας και προσπαθούσαμε να πιάσουμε κάποια άλλη. Αυτός που δεν είχε τρύπα έμενε στο κέντρο και έτσι συνεχίζονταν το παιχνίδι από την αρχή.

Τα είχα ξεχάσει αυτά τα παιχνιδάκια   και ευτυχώς μου τα θύμισε η εγγονή του Κοτάνου και πολύ καλή μου φίλη, η Όνι με την οποία  πολύ συχνά αναπολούμε τις καλές παλιές εποχές.

Το καλοκαίρι που είχε ξηρασία, τα παιδιά έπαιρναν  μια κουσκουτούρα(σκιάχτρο) και γύρισαν όλα τα σπίτια του χωριού.

Τις περισσότερες φορές σαν κουσκουτούρα χρησιμοποιούσαν το κοντάρι που με μια πετσέτα στην άκρη του καθάριζαν οι νοικοκυρές τον φούρνο, πριν βάλουν μέσα τα ψωμιά για ψήσιμο.

Τραγουδούσαν και φώναζαν..

 

     «κουσκουτούρα νε ιστέρ?Αλλαχτάν γιαμούρ ιστέ».

      Τι θέλει η κουσκουτούρα. Από τον θεό θέλει βροχή.

 

Οι νοικοκυρές έβγαιναν από τα σπίτια τους και κατάβρεχαν την κουσκουτούρα, δίνονταν στα παιδιά φρούτα και καραμέλες.

Όταν πάλι έβρεχε πολύ, σχημάτιζαν με αλάτι έναν σταυρό μπροστά από την πόρτα του σπιτιού.

Απέναντι από το καφενείο του Κοτανίδη όπου  μαζεύονταν οι Πόντιοι Ατάπαζαρλήδες  βρίσκονταν το καφενείο του Κουβουκλιώτη Τολούδη  Παναγιώτη όπου πήγαιναν οι Πουρσαλήδες πρόσφυγες οι οποίοι  κορόιδευαν τους Ποντίους  χαρακτηρίζοντάς τους μουσαβέζδες  δηλαδή χαζούς.

Ήταν και τα πολιτικά στην μέση, οι Πόντιοι ήταν με την Ένωση Κέντρου και οι Πουρσαλήδες με  την ΕΡΕ και .. άστα να πάνε.

Ακολουθούσαν μικροφασαρίες και διαπληκτισμοί  που πολλές φορές κατέληγαν σε φιλονικίες.

Και έτσι περνούσε η μέρα ακούγοντας  ιστορίες της πατρίδας  αλλά και παρακολουθώντας φιλονικίες από Πόντιους και Μικρασιάτες πρόσφυγες. 

Ιστορίες πόνου και θλίψης  για   αυτούς που χάθηκαν  και για τις προγονικές εστίες που εγκαταλείφθηκαν.

Ίσως οι φιλονικίες να ήταν κάποιο ξέσπασμα  από την τεράστια συναισθηματική φόρτιση της στιγμής και όχι επειδή είχαν κάτι να μοιράσουν.

Τον πόνο αυτόν τον ένοιωθα κάθε βράδυ ακούγοντας τις ιστορίες του παππού του Αρναούτη ο οποίος  μας καθήλωνε με τις αφηγήσεις του.

Μόνο που ορισμένες φορές το παράκανε, ιδίως όταν του περνούσε ο συναισθηματισμός και άρχιζαν οι ιστορίες με τα ξωτικά, τις νεράιδες τους χοτλάχηδες και τις ταβάρες οι οποίες παραφύλαγαν στα ορμάνια ή έρχονταν τα βράδια στα σπίτια  και αλίμονο σε αυτόν που κοιμόνταν ανάσκελα, και μάλιστα ασκέπαστος.

Χοροπηδούσαν πάνω στο στήθος του μέχρι να σκάσει και έφευγαν με το πρώτο φώς του ήλιου για να ξανάρθουν το άλλο βράδυ.

Άμ οι χοτλάχηδες? Πού την μέρα κρύβονταν μέσα στα παχνιά  και το βράδυ εμφανίζονταν  στους δρόμους και αλίμονο σε αυτούς που συναντούσαν διότι τους ρουφούσαν το αίμα.

 Έτσι τα περισσότερα βράδια  κουκουλωμένοι κάτω από το χοντρό πάπλωμα ιδρώναμε και τρέμαμε από τον φόβο  μήπως έρθουν οι ταβάρες και οι χοτλάχηδες να μας βασανίσουν.

Ανέφεραν συχνά την περιπέτεια του Αμπατζή και της Αμπατσιορίνας με τους χοτλάχηδες. Πήγε ο παππούς Αμπατζής στον φούρνο να αλέσει αλεύρι και επειδή δεν τελείωσε είπε τον μυλωνά να κοιμηθεί εκεί το βράδυ.

Ο μυλωνάς  του είπε ότι το βράδυ συγκεντρώνονταν στον μύλο οι χοτλάχηδες, οι ταβάρες, οι νεράιδες και όλα τα ξωτικά και χόρευαν.

Αλίμονο δε, αν συναντούσαν κάποιον άνθρωπο, του ρουφούσαν το αίμα. Δεν τον πίστεψε ο Αμπατζής τον κορόιδεψε και παρέμεινε το βράδυ στον μύλο. Γύρω στα μεσάνυχτα   άρχισαν να εμφανίζονται οι χοτλάχηδες και οι ταβάρες χορεύοντας και τραγουδώντας. Έντρομος ο Αμπατζής στριμώχθηκε σε μια γωνία και παρακολουθούσε το θέαμα.

Ξαφνικά είδε  στο πάτωμα το  μεσοφόρι της Αμπατζιορίνας.

Τι γύρευε εκεί? Ρίχνει πάνω του λίγο αλεύρι και το σταυρώνει.

Την άλλη μέρα τρομαγμένος πάει στο σπίτι και εξηγεί τα καθέκαστα στην γυναίκα του. Δεν τον πίστεψε. Ζήτησε να του φέρει το μεσοφόρι της και τότε είδαν πάνω του το σχήμα του σταυρού.

 Θάμαξε όλο το χωριό και έκτοτε δεν κυκλοφορούσε κανείς μετά τα μεσάνυχτα.

Θυμάμαι που  όταν  αρρωσταίναμε και είχαμε πυρετό  μας έστελνε στην  βρύση της Τασίας ή στο Αγίασμα της Αγίας Παρασκευής  που ήταν έξω από το χωριό, μέσα   σε μία χαράδρα.

Εκεί κόβαμε μία κλωστή από τα ρούχα μας  και την δέναμε πάνω στους θάμνους που ήταν  γύρω από την βρύση.

Με την ενέργειά μας αυτή  διώχναμε  την αρρώστια   από πάνω μας και την μεταφέραμε στον θάμνο.

Καλός άνθρωπος ο παππούς, λίγο πεισματάρης, γεγονός που του χάρισε το παρατσούκλι Αρναούτης δηλαδή Αλβανός.

Πέθανε σε μεγάλη ηλικία 93 ετών διατηρώντας μέχρι αυτήν την ηλικία  τα χαρίσματά του δηλαδή το Αρναουτίσιο πείσμα του αλλά και την αγάπη του για την αξέχαστη πατρίδα του την Κουρούντερε.

Εγώ δεν στάθηκε δυνατό να τον πάω στο χωριό, πραγματοποιώντας  την διακαή επιθυμία του. Δεν το έβαλε όμως κάτω και λίγα χρόνια πριν πεθάνει κατάφερε να πάει στην Τουρκία με τον γιο του, τον γιατρό τον Παύλο,  για να επισκεφθεί τον τόπο που γεννήθηκε .

 Ύστερα ηρέμησε και  πέθανε ήσυχος, αφού μπόρεσε, να προσκυνήσει τα Άγια χώματα της γενέτειράς του της Κουρούντερε. Ο θείος Παύλος περιγράφει μια στιγμή κατά την οποία ο παππούς στάθηκε  στον χώρο που βρίσκονταν η εκκλησία, απέναντι από το σχολείο, μέτρησε 3 βήματα πάνω, τρία βήματα κάτω  και φώναξε.

        «Αδακά έν θαμένος ο πατέραμ».

Θυμόταν επακριβώς τον τόπο  που είχαν θάψει τον πατέρα του και τον θείο του. Σχεδόν όλοι οι Πόντιοι παππούδες του χωριού όταν τους συναντούσα στο καφενείο και τους ζητούσα να μου διηγηθούν ιστορίες από την πατρίδα τους, μου εξέφραζαν την επιθυμία τους να επισκεφθούν τα Άγια χώματα που είχαν εγκαταλείψει.

Αυτό το καλοκαίρι ήρθε επιτέλους η σειρά να εκπληρώσω την υπόσχεση που έδωσα στον πάππο μου και  να επισκεφθώ  το χωριό του. Γεμάτος περίεργα συναισθήματα χαράς και ανυπομονησίας  ξεκίνησα το ταξίδι για την προγονική γη.


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής