breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ

  • Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ
  • Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ

Ένα ταξίδι στα ιερά χώματα του Ατάπαζαρ.

Οι προετοιμασίες για το μεγάλο ταξίδι είχαν αρχίσει προ πολλού.

Ξεπέρασα και την γκρίνια της μάνας μου, της κυρά –Γραμμάτας  η οποία  μόλις  έμαθε ότι θα πάω στην Τουρκία με στόλισε με τα καλύτερα Τούρκικα κοσμητικά επίθετα, τα οποία βέβαια ταίριαζαν και στην περίπτωση «μπουνταλά, σερσερή, αβανάκη. Θα σε σφάξουν οι Τούρκοι, δεν πρέπει να τους έχεις εμπιστοσύνη» ήταν οι επισημάνσεις της.

Το καλό ήταν ότι έμαθα όλες τις Τούρκικες βρισιές, που τις χρησιμοποιούσαν και οι παππούδες και έτσι αν με έβριζαν οι Τούρκοι  θα μπορούσα να τους καταλάβω.

Όταν έφθασε η πολυπόθητη μέρα του ταξιδιού  αποχαιρέτησα γυναίκα και παιδιά  και ξεκίνησα  μαύρα χαράματα, για να προλάβω να φθάσω  γρήγορα στα σύνορα.

Μέχρι  τα σύνορα  το ταξίδι μου ήταν καλό. Η Νέα Εγνατία  οδός που συνδέει  την Βέροια με την Αλεξανδρούπολη  σου προσφέρει άνεση οδήγησης. Μόνο   μη σου έρθει κάποια σωματική ανάγκη ..διότι κάηκες.

Πουθενά δεν υπάρχει  ένας χώρος στάθμευσης για να σταματήσεις  και να ξεκουραστείς. Αναγκάζεσαι να  βάλεις τα φώτα συναγερμού, να σταματήσεις στην άκρη του δρόμου και να εύχεσαι να αποφύγεις  την μοιραία στιγμή που θα έρθει  κάποιος απρόσεκτος οδηγός   να πέσει πάνω σου.

Άσε που μέχρι τα σύνορα δεν υπάρχει  κανένα βενζινάδικο  και αναγκάζεσαι να φύγεις από την Εγνατία οδό  για να βάλεις βενζίνη  σε κάποιο διπλανό χωριό.

Τις συγκρίσεις με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες καλύτερα να τις αποφεύγουμε.

Στην Γερμανία, κάθε 50 χιλιόμετρα υπάρχουν χώροι στάθμευσης  με παγκάκια  για να ξεκουράζεσαι, και τουαλέτες εξυπηρέτησης για τις διάφορες ανάγκες.

Ευτυχώς όμως που είχα γεμίσει το ντεπόζιτο του αυτοκινήτου με καύσιμα από την προηγούμενη μέρα και δεν συνάντησα  τέτοιο πρόβλημα.

Πλησιάζοντας προς την Ξάνθη άρχισα να  κουράζομαι  και μέσα στην μαύρη νύχτα σταμάτησα σε μια άκρη του δρόμου, κατέβασα τις ασφάλειες του αυτοκινήτου, άναψα τα φώτα συναγερμού  και αποκοιμήθηκα.

Με ξύπνησαν χτυπήματα στο παράθυρο. Πετάχτηκα τρομαγμένος  και είδα στο παράθυρο μια άγρια φάτσα να θέλει κάτι να μου πει.

Ήρθε το τέλος μου σκέφθηκα και αναρωτήθηκα πως πρέπει να αμυνθώ.

« Ιστάνμπουλ ? Ιστάνμπουλ   γιόλ νέρντε».

Ήρθε η καρδιά στην θέση της. Ο άνθρωπος ήταν Τούρκος μετανάστης  και πήγαινε στην πατρίδα του. Ρωτούσε για τον δρόμο.

Του είπα  «ντογρού» και έφυγε αφού με ευχαρίστησε «Τεσεκιούρ εντερίμ».

Μετά αυτό το περιστατικό δεν είχα διάθεση να κοιμηθώ και συνέχισα το ταξίδι μου.  Έφθασα στα σύνορα  σε 4-5 ώρες και μετά από τις τυπικές διαδικασίες ελέγχων πέρασα  στο έδαφος της Τουρκίας.

Από την στιγμή που περνάς  τα  σύνορα και βρίσκεσαι στο έδαφος της Τουρκίας,  σε πιάνει  ένα ρίγος  συγκίνησης και  ένας φόβος  σε διακατέχει καθ’ όλη την διάρκεια του υπόλοιπου ταξιδιού.

Συγκίνηση, διότι πατάς τα ιερά χώματα όπου εδώ και χιλιάδες χρόνια  κατοικούσαν Έλληνες, αλλά και φόβος  διότι έρχεσαι σε επαφή με τους ανθρώπους  οι οποίοι   εξεδίωξαν τους Έλληνες αυτούς  από τις προγονικές τους εστίες.

Και μη ξεχνάμε βέβαια τις αφηγήσεις των παππούδων μας για την βαρβαρότητα των Τούρκων κατά την Μικρασιατική Καταστροφή, ούτε και τα παλιά  σχολικά βιβλία  που τους παρουσιάζουν  βάρβαρους αδίστακτους και απολίτιστους.

Διασχίζοντας την Ανατολική Θράκη, πέρασα έξω από την Κεσάνη με  κατεύθυνση την Κωνσταντινούπολη .

Πέρασα επίσης από τα Μάλγαρα ή Μάλκαρα, όπως τα αποκαλούν οι Τούρκοι, όπου  πριν το 1922  κατοικούσαν 2.600 Έλληνες.

Τα Μάλγαρα  ήταν  η έδρα του Αρχιερατικού  Επιτρόπου και των δύο Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, του Πνευματικού και του Μητροπολιτικού και διατηρούσε δυο εκκλησίες  τον Άγιο Χαράλαμπο που κτίστηκε το 1849 και τον Άη Γιώργη που κτίστηκε το 1833.

Οι δυο αυτές εκκλησίες συντηρούσαν από τα έσοδά τους την Αστική Σχολή το Παρθεναγωγείο, το Γραμματοδιδασκαλείο και το Νηπιαγωγείο. Στα Μάλγαρα υπήρχαν και τρία Αγιάσματα, του Αγίου Νικολάου, του Προφήτη Ηλία και της Ζωοδόχου Πηγής.

Συνεχίζοντας έφθασα στην Ραιδεστό το σημερινό Τekirdag ή το Tekfurdag των Οθωμανών, που αποτελεί το  εμπορικότερο θρακικό λιμάνι  στην Προποντίδα.

Στην Ραιδεστό υπήρχε ο ναός της Παναγίας της Ρευματοκρατόρισσας με την θαυματουργή του εικόνα την  οποία πρόλαβαν να σώσουν οι κάτοικοι και την μετέφεραν στον ναό της Αχειροποιήτου στην Θεσσαλονίκη. Η Ελληνική κοινότητα της πόλης  διατηρούσε  εκτός από τις εκκλησίες, νοσοκομείο με ξενώνα και Σχολή Ελληνική που είχε ιδρύσει το 1799 ο ιερομόναχος Νεκτάριος ο Ραιδεστινός.

Στην Ραιδεστό υπήρχαν ακόμη οι περίφημες  σχολές, το Θεοδωρίδειο Αρρεναγωγείο και το Γεωργιάδειο Παρθεναγωγείο τα οποία λειτουργούν και σήμερα σαν  Τουρκικά σχολεία.

Σε αυτήν την πόλη  το 1922  μετέφερε  το πλοίο από τα Μουδανιά  τον Κουβουκλιώτη παππού μου μαζί με άλλους  συγχωριανούς του και γλύτωσαν την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή την σφαγή από τους Τούρκους του Κεμάλ.              

 Θυμάμαι τις διηγήσεις του συγχωρεμένου  θείου  Αλέκου Βαλσαμίδη  από τον Άγιο Γεώργιο Ημαθίας..

«Χαμός γινόταν στην αποβάθρα των Μουδανιών  όπου είχε συσσωρευτεί  χιλιάδες κόσμος από την περιοχή της Προύσας.

Καταφέραμε μαζί με την μάνα μου να ανεβούμε στο πλοίο που θα μας οδηγούσε στην Ελλάδα. Πολλοί έπεφταν στην θάλασσα  προσπαθώντας να ανεβούν στο πλοίο και πνίγονταν διότι δεν ήξεραν κολύμπι.

Στριμωγμένος σε μία γωνία μαζί με τα αδέλφια  αποχαιρετούσαμε  την πατρίδα  μας οδηγούμενοι στο άγνωστο.

Μετά αρκετές ώρες φθάσαμε  στην Ραιδεστό   και από εκεί  πήραμε τον δρόμο της προσφυγιάς ,με κατεύθυνση την Ελλάδα.

Περνώντας από ένα ερημωμένο χωριό  δίπλα στην Ραιδεστό βρήκα σε μία αυλή ένα καζάνι  το οποίο πήρα και το έφερα στον Άγιο Γεώργιο».

Το καζάνι αυτό μου το χάρισε ο θείος Αλέκος  και στολίζει σήμερα το μικρό μου μουσείο.

Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου, δίπλα στο λιμάνι. Ο δρόμος που οδηγεί στην Κωνσταντινούπολη περνά μέσα από την πόλη και είναι φυσικά πολυσύχναστος.

Στην αριστερή πλευρά υπάρχουν πολλές  όμορφες ταβέρνες  που σερβίρουν  γρήγορα τα περίφημα σουτζουκάκια της Ραιδεστού. Πήγα στο πιο καλό εστιατόριο το LIMAN LOKANTASI  του FUAT Βey και   τίμησα τα σουτζουκάκια δεόντως.

 Στην Ραιδεστό όπως πληροφορήθηκα, εκτός από καλούς ψαράδες υπάρχουν και καλοί οινοποιοί οι οποίοι παράγουν εκτός από καλό κρασί το περίφημο Tekirdag Raki που είναι το καλύτερο  της Τουρκίας.

Μετά  δύο ώρες  έφθασα στην Κωνσταντινούπολη, πέρασα την γέφυρα του Βοσπόρου και ακολούθησα   τον δρόμο  για  το ISMIT (Νικομήδεια ) και ΑDAPAZARI (Ατάπαζαρ ).

Πάνω από την γέφυρα του Βοσπόρου  στάθηκα έκθαμβος. Βλέποντας  την υπέροχη αυτή Πόλη, την ομορφότερη του κόσμου, και αναρωτήθηκα με μεγάλη πίκρα πως είναι δυνατόν να   ήταν θέλημα θεού να τουρκέψει και να  χαθεί για  μας τους Έλληνες παντοτινά.

Η απόσταση  μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Νικομήδειας είναι περίπου  200 χιλιόμετρα. Την Νικομήδεια την γνώριζα από τα ιστορικά μου βιβλία,  σαν μία από τις πιο σπουδαίες  πόλεις του Βυζαντίου και περίμενα να δω κάτι το ανάλογο.

Δυστυχώς όμως  είναι μία κακάσχημη βιομηχανική μεγαλούπολη  ,με  άναρχη δόμηση  που δεν θυμίζει τίποτε από τις παλιές της δόξες.

Στο λιμάνι της έχει εγκατασταθεί ο Τουρκικός  Ναύσταθμος με αποτέλεσμα  να μολυνθεί η θάλασσα από τα απόβλητα,  και να βρωμάει όλη  η περιοχή η οποία είναι μία από τις πιο σεισμογενείς  της Τουρκίας.

Μετά την Νικομήδεια  έστριψα αριστερά και ακολούθησα τον δρόμο για το Ατάπαζαρ και τον Εύξεινο Πόντο.

Πολλές φορές   συνάντησα τον Σαγγάριο ποταμό ο οποίος  ήταν φουσκωμένος διότι  είχαν προηγηθεί καταρρακτώδεις  βροχές  και τα νερά του είχαν βαφτεί κατακόκκινα.

Ο δρόμος  ήταν πολύ καλός, δεν μπορούσα  όμως να αναπτύξω  μεγάλη ταχύτητα διότι  σε κάθε γωνιά διέκρινα τους Ζανταρμάδες οι οποίοι έκαναν αυστηρούς ελέγχους.

Πέρασα  το Ατάπαζαρ, μία βιομηχανική πόλη με 200.000 περίπου κατοίκους   και κατευθύνθηκα  για  την Καράσου, την  κωμόπολη  που βρίσκεται στα παράλια του   Ευξείνου Πόντου.

Στο χωριό Λιμάντερε συνάντησα ξανά τον Σαγγάριο ποταμό.

Στο βιβλίο του  «Πορεία προς την λύτρωση» ο παππούς Θεόδωρος Τσανακτσίδης από το χωριό Γιασί –Γκετσίτ  του Ατάπαζαρ αναφέρει..

«Μετά από δυο ώρες πορεία φθάσαμε και εμείς στο σημείο συνάντησης  στο Λιμάντερε. Οι πιο ειδικοί κατασκεύασαν μια ξύλινη πλωτή γέφυρα (σάλι ) με διαστάσεις περίπου 6χ4 μέτρα.

Επάνω τοποθετούσαν γυναίκες, παιδιά, γέρους, ανάπηρους, αποσκευές και τρόφιμα και τα περνούσαν στην απέναντι όχθη του Σαγγάριου  ποταμού, ο οποίος στο σημείο εκείνο είχε περίπου 150 μέτρα φάρδος και βάθος λιγότερο από  ενάμισι μέτρο.

Η διέλευση του ποταμού άρχιζε νωρίς το πρωί, σταματούσε το απόγευμα και ξανάρχιζε την επόμενη το πρωί. Η διακοπή της διέλευσης ήταν αναγκαία διότι, όπως ο κόσμος περνούσε τον ποταμό σέρνοντας τα πόδια του στον πυθμένα, αυτός  βάθαινε και γίνονταν επικίνδυνος.

Μέχρι τα ξημερώματα οι προσχώσεις αποκαθιστούσαν το βάθος και έτσι ήταν δυνατή και ασφαλής η διέλευση.

Με συμπαραστάτιδα την Μεγαλόχαρη 15 και 16 Αυγούστου πέρασε τον ποταμό ο μισός πληθυσμός».

Ο Τσαμασλίδης ο Αρίσταρχος  στο πόνημά του αναφέρει ότι την πρωτοβουλία της εξόδου την είχε ο καπετάν Βαγγέλης Φωτιάδης ο οποίος κατάγονταν από το χωριό Σατουρβάν του Ατάπαζαρ, μιας κωμόπολης   στις όχθες της λίμνης Σαπάντζας.

Είχε συγκροτήσει αντάρτικο με 500 ενόπλους  και πολεμούσε τους Τούρκους. Καβάλα στο άλογό του επέβαλε την τάξη και την υπακοή.

Χάρη στον καπετάν –Βαγγέλη σώθηκαν περίπου 10.000 Ατάπαζαρλήδες. Στην Ελλάδα ο καπετάν Βαγγέλης εγκαταστάθηκε στην Νέα Νικομήδεια όπου και πέθανε. Προς τιμή του, οι νεώτεροι Ατάπαζαρλήδες  έκτισαν μνημεία στην Νέα Νικομήδεια Ημαθίας και στο Μεσημέρι Χαλκιδικής.

Περνώντας το Λιμάντερε  διέκρινα μία πινακίδα που αναγράφονταν το όνομα  KURUMESE.

Η Κουρούμεσε (Ξερή Μεσιά) ήταν το πρώτο από τα 14 Ελληνικά  χωριά της περιοχής.      

Έστριψα δεξιά  και κατευθύνθηκα στην πλατεία του χωριού.


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής