breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ

  • Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ
  • Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ

Η ΚΟΥΡΟΥΜΕΣΕ

Η Κουρούμεσε ήταν από τα πιο μικρά χωριά της περιοχής.

Κουρούμεσε σημαίνει στα Τουρκικά ξερή βελανιδιά. Ίσως να υπήρχαν πολλές ξερές βελανιδιές στην περιοχή, από τις οποίες το χωριό πήρε το όνομά του.

Ο δρόμος, που οδηγούσε μέσα στο χωριό, ήταν γεμάτος λακκούβες και χαλίκια και αυτό προμήνυε το τι θα συναντούσα, ανεβαίνοντας πάνω στα βουνά.

Η Κουρούμεσε βρίσκεται κοντά στην ανατολική όχθη του Σαγγάριου ποταμού, 16 χιλιόμετρα από την Καράσου.

Είχε 40-45 οικογένειες, οι οποίοι ήρθαν εκεί το 1880, προερχόμενοι από την περιοχή του Πόντου, αναζητώντας εργασία στα μεταλλεία της Καράσου. Μιλούσαν την ποντιακή γλώσσα.

Η Κουρούμεσε υπάγονταν στο καιμακαμλήκι του Ατάπαζαρ του μουτεσαριφλικιού της Νικομήδειας. Στο χωριό εκλέγονταν ένας μουχτάρης και 3-4 αζάδες. Oι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την υλοτομία, και τις εμπορικές τους συναλλαγές τις έκαναν στην Καράσου, το Ατάπαζαρ και στα διπλανά χωριά Σινάνογλου, Σούμπατακ και Γιασίγκετσιτ.

Υπάγονταν εκκλησιαστικά στην εκκλησιαστική επαρχία Νικομήδειας και είχε μια εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο. Δίπλα στον Άη Γιώργη  υπήρχαν ερείπια μιας παλιάς βυζαντινής εκκλησίας. Οι κάτοικοι του χωριού μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκαν στη Δραγομάνιτσα Εδέσσης και σε άλλα χωριά του νομού Κοζάνης και Ημαθίας.

Θυμάμαι το μπάρμπα Σταύρο Παυλίδη, από το Σταυρό Ημαθίας, που μου διηγήθηκε όσα θυμόταν από το χωριό του.

«Εγώ έμνε πολλά μικρός, έξ χρονών και πολλά πράγματα κι θυμούμε.

    Το χωρίομ η Κουρούμεσε   έτονε μικρό και κτισμένο απάν σε λόφους.

Πενήντα  οικογένειας απάν-αφκά και σην εκκλησία μουνε  είχαμε το Άγιο  Γεώργιο.

Δουλείας πολλά κίχαμε. Έβοσκάμε  χαιβάνε και έσπερνάμε λαζούδε και κοκία. Οι πιο πλούσιοι σο χωρίο καλλιεργούσαν λευκουτάρε. Οι δρόμοι τη χωρί έτονε  γομάτοι λάσπες  και χαλίκια. Έτρεχάμε  σα ορμάνε   ξυπόλητοι  πάνω στα χαλίκια  και όταν εκλόσκουμες σο σπίτ τα ποδάρε μουνε  ήταν γομάτα λάσπες και αίματα.

Έκιτι πατρίδα Κουρούμεσε?

Πολλά φοράς το βράδυ  θυμούμε το χωρίομ και κλαίω. Την μέρα που θα έφεβάμε έρθε σο σπίτ ένας Τσερκέζος φίλος τη πατέρασημ ασό Λιμάντερέ.

  Σάββα εσείς θα φέβετε, αβούτο έτονε το κισμέτι σουνε. Θα δής με τα δύο τα χαιβάνες και όταν θα κλώσκεσε  θα δίγοσάτα οπίς.

Καλός Τούρκος έτονε. Πήρε τα χαιβάνε φίλησέμασε και έφυε.

Γιόρικα πούλιμ, μου είπε με δάκρυα στα μάτια,όταν θα πάς σο χορίομ να φέρτσμε έναν πέτρα ασά θεμέλια τη εκκλησίας».

Μοναδικός ο Μπάρμπα Σταύρος στο χωριό, έρχεται πολλές φορές κοντά μου, μου λέει τις ιστορίες  του, αισθανόμενος την ανάγκη να βγάλει κάτι από μέσα του, που τον βαραίνει από τότε που αναγκάσθηκε, έξι χρονών, να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς.

Οι δρόμοι της Κουρούμεσε δεν άλλαξαν και πολύ. Οι ίδιες λακκούβες, τα ίδια χαλίκια. Μόνο που στους γύρω λόφους τα λευκουτάρε (οι φουντουκιές) αντικατέστησαν τους ξερούς μεσέδες.

Το χωριό παρέμεινε μικρό. Τα λιγοστά σπίτια του είναι σχεδόν όλα καινούργια, όπως και το τζαμί που δεσπόζει στη γύρω περιοχή.

Σταμάτησα στο πρώτο καφενείο που συνάντησα και ζήτησα πληροφορίες για το χωριό. Πρόχειρο ασοβάτιστο καφενείο, είχε στους τοίχους σαν μοναδικό στολίδι φωτογραφίες του Κεμάλ Ατατούρκ.

Αμέσως με πλησίασαν αρκετοί Τούρκοι, οι οποίοι μόλις έμαθαν ότι ήμουν Έλληνας άρχισαν να με ρωτούν διάφορα πράγματα.

Προσπάθησα να τους δώσω να καταλάβουν ότι οι πρόγονοί μου κατάγονταν από την Κουρούντερε, και ανάθεμά με αν κατάλαβαν τίποτε, διότι τα Τουρκικά μου περιορίζονται στο..σενή σεβίορουμ –σε αγαπώ –νασιλ σι νίζ -τι κάνεις. Κάπου –κάπου πετούσα και καμιά Γερμανική ή Αγγλική λέξη, όχι πως έλπιζα να την καταλάβουν, αλλά για να μη στέκομαι με ανοιχτό το στόμα.

Με κέρασαν τσάι. Ένα, δύο, τρία τσάγια μόλις άδειαζε το ποτηράκι μου το γέμιζαν ξανά. Εγώ νόμιζα ότι οι Τούρκοι πίνουν μόνο Τούρκικο καφέ, ο οποίος όμως από ό,τι κατάλαβα είναι είδος πολυτελείας.

Ήταν πολύ φιλικοί απέναντί μου και έτσι ξεπέρασα πολύ εύκολα το φόβο που αισθανόμουν, όταν πέρασα τα σύνορα.

Στην Κουρούμεσε δεν υπάρχει τίποτε που να θυμίζει ότι κάποτε ζούσαν εκεί Έλληνες. Τα παλιά σπίτια έχουν γκρεμιστεί, ενώ στη θέση που βρίσκονταν η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, δεν υπάρχει ούτε  μία πέτρα.

Τους ζήτησα πληροφορίες για τα υπόλοιπα χωριά και μου έδειξαν το δρόμο που οδηγούσε προς τα εκεί. Φεύγοντας, πήρα μία πέτρα από ένα φράκτη έγραψα πάνω Κουρούμεσε και την πέταξα μέσα στο αυτοκίνητο.

Ήταν η υπόσχεσή μου για το μπάρμπα –Σταύρο. Μία πέτρα από το χωριό του. Δεν ήταν από τα θεμέλια της εκκλησίας, αλλά δεν πειράζει. Κάθε τόπος, κάθε πέτρα από τις αλησμόνητες παρτίδες θεωρείται ιερός.

Μία παλιά ταμπέλα έδειχνε ότι το επόμενο χωριό ήταν το Σούμπατακ σε απόσταση περίπου 5-6 χιλιομέτρων, δεν θυμάμαι και πολύ καλά.

Ο δρόμος όσο πήγαινε, γινόταν χειρότερος και ο κρότος που ακούγονταν κάτω από το αυτοκίνητό μου,  φανέρωνε όχι μόνο χαλίκια, αλλά και κοτρόνες. Τα νερά της βροχής που προηγήθηκε,  παρέσυραν πέτρες  και τις  άφησαν πάνω στο δρόμο, δυσχεραίνοντας το διάβα μου.

Ήταν Μάης και  οι λόφοι γύρω μου ήταν καταπράσινοι, γεμάτοι  φουντουκιές. Δεν έβλεπες κανένα άλλο δέντρο, μόνο φουντουκιές, που έφθαναν μέχρι τις αυλές των σπιτιών.

Μετά από δέκα λεπτά έφθασα στο  Σούμπατακ, που ήταν κτισμένο αντικριστά  σε δύο πλαγιές.

 

ΣΟΥΜΠΑΤΑΚ

Σούμπατακ στην Τουρκική γλώσσα σημαίνει βάλτος. Πάντως εγώ δεν είδα κανέναν βάλτο, παρά ένα πανέμορφο χωριό, πνιγμένο κι αυτό στις φουντουκιές.

Στο αρχείο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών στην Αθήνα είχα βρει τα παρακάτω στοιχεία για το όμορφο αυτό χωριό.

Το Σούμπατακ βρίσκεται σε υψόμετρο 150 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας και απέχει  ενάμισι χιλιόμετρα ΒΔ του Γιασί-Γκετσίτ και 28 ΒΔ του Ατάπαζαρ.

Στο χωριό κατοικούσαν 70 οικογένειες, που κατάγονταν από τα χωριά της Ορντούς, της Νικόπολης και του Καρά- Σαρή.

Ανάμεσα στους κατοίκους υπήρχαν πολλές γλωσσικές διαφορές, που φανέρωναν και τον τόπο καταγωγής τους. Το κλίμα του χωριού ήταν πολύ καλό, ξερό χωρίς υγρασία, με πολύ κρύο και χιόνι το χειμώνα.

Το χωριό, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, χωρίζονταν σε δυο μαχαλάδες, που βρίσκονταν ο καθένας στις δυο πλαγιές.

Οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι και ακατάστατοι. Το χειμώνα υπήρχε πολύ λάσπη, που τους μετέτρεπε σε απροσπέλαστους.

Η πλατεία του χωριού βρίσκονταν μπροστά από την εκκλησία και εκεί υπήρχε ένα καφενεδάκι, όπου το καλοκαίρι διασκέδαζαν οι άντρες.

Πανηγύρια και χοροί γίνονταν επίσης  στην τοποθεσία, όπου έκαναν τα αλώνια. Τα σπίτια του χωριού ήταν ξύλινα, διόροφα και είχαν σκεπή με χάρτωμα. Ήταν αραιοκτισμένα, με μεγάλες χωρίς φράκτες αυλές.

Για την ύδρευσή τους είχαν κατασκευάσει ένα ντεπόζιτο, όπου με ξύλινα κιούγκια (σωλήνες) μετέφεραν το νερό, που είχε η ρεματιά.

Τα χωράφια τους έφθαναν μέχρι το Σαγγάριο ποταμό, που απείχε  3-5 χιλιόμετρα από το χωριό.

Στην περιοχή εκείνη δεν υπήρχε γέφυρα και για να περάσουν το ποτάμι, χρησιμοποιούσαν το σαντάλ, μια μεγάλη ξύλινη σχεδία που την έσπρωχναν με μεγάλα κοντάρια.

Κύριες παραγωγές των κατοίκων ήταν τα δημητριακά, καλαμπόκια πατάτες και φουντούκια. Κάθε σπίτι είχε 2-3 αγελάδες και 50-100 αιγοπρόβατα, από τα οποία έπαιρναν τα γαλακτοκομικά προϊόντα.

Έλεγαν οι παλιότεροι, ότι ένας Κωνσταντινουπολίτης, ονόματι Τσιρά, πάντρεψε την κόρη του με ένα νέο του χωριού.

Ο Τσιρά είχε ένα μεγάλο ξενοδοχείο στην Πόλη, το «Λόντρα» και εκεί δούλευε ο γαμπρός του σαν μάγειρας. Σιγά –σιγά οι  νέοι του χωριού πήγαιναν στο ξενοδοχείο να δουλέψουν και απέκτησαν τη φήμη σπουδαίων μαγείρων.

Εκτός από μάγειρες, πολλοί νέοι του Σούμπατακ δούλευαν στο Γαλατά σαν φύλακες σχολείων.

Στο χωριό προήδρευε ο μουχτάρης με 3-4 αζάδες.

Η εκκλησία ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Παύλο και ήταν η ομορφότερη της περιοχής, στολισμένη με γαλλικά κόκκινα κεραμίδια.

Στην αρχή κτίστηκε μία μικρή εκκλησία, αλλά αργότερα, με τη βοήθεια των συμπατριωτών τους από την Κωνσταντινούπολη, επεκτάθηκε και έγινε το στολίδι της περιοχής. Στο κέντρο της υπήρχε ένας επιβλητικός θόλος. Η καμπάνα παραγγέλθηκε από τη Ρωσία και όταν κτυπούσε, την άκουγαν και τα γύρω χωριά.

Τα οικονομικά της εκκλησίας διαχειρίζονταν οι εκκλησιαστικοί επίτροποι.

Έξω από το χωριό και σε απόσταση μιας ώρας από αυτό υπήρχαν τα παρεκκλήσια του Αγίου Δημητρίου και της Παναγίας.

Τα νεκροταφεία απείχαν 200 μέτρα από την εκκλησία.

Το δημοτικό σχολείο είχε 6 τάξεις, αλλά λόγω έλλειψης μαθητών λειτουργούσαν μόνο οι τρεις. Διδάσκονταν Ανάγνωση, Γραμματική, Ιερά Ιστορία και Ψαλτική.

 

ΤΟΠΟΝΥΜΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

 

ΤΑΒΓΑΛΟΥ. Βρίσκονταν μέσα στο δάσος και απείχε μισή ώρα έξω από το χωριό. Στα Ελληνικά μεταφράζεται σφραγισμένο μέρος. Σε αυτήν την περιοχή είχαν βρει οι παλιότεροι εικονίσματα, σταυρούς, καντήλια, χωρίς όμως να υπάρχουν ερείπια. Ποιος τα άφησε εκεί, ήταν άγνωστο.

Οι κάτοικοι του χωριού, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, εγκαταστάθηκαν στους νομούς Κοζάνης και Ημαθίας.

Έκανα μία βόλτα στο χωριό, το οποίο σήμερα διαθέτει μόνο καινούργια σπίτια με μεγάλες αυλές και μεγάλους φράκτες.

Δεν υπάρχει τίποτε το Ελληνικό. Αναγκάσθηκα να φύγω νωρίς, διότι έπρεπε να φθάσω πριν βραδιάσει στην Κουρούντερε.


Σούμπατακ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής