breaking news Νέο

Μικρασιατικά αφηγήματα του Γιώργου Κοτζαερίδη : Ιστορίες από το Πάμπουτζακ Ντεβρέντ Νίκαιας

  • Μικρασιατικά αφηγήματα του Γιώργου Κοτζαερίδη : Ιστορίες από το Πάμπουτζακ Ντεβρέντ  Νίκαιας
  • Μικρασιατικά αφηγήματα του Γιώργου Κοτζαερίδη : Ιστορίες από το Πάμπουτζακ Ντεβρέντ  Νίκαιας
  • Μικρασιατικά αφηγήματα του Γιώργου Κοτζαερίδη : Ιστορίες από το Πάμπουτζακ Ντεβρέντ  Νίκαιας
  • Μικρασιατικά αφηγήματα του Γιώργου Κοτζαερίδη : Ιστορίες από το Πάμπουτζακ Ντεβρέντ  Νίκαιας

Μικρασιατικά αφηγήματα

Η στήλη αυτή έχει ως σκοπό της να διατηρήσει και να επαναφέρει στη μνήμη μας όλα αυτά, που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από τη ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος τη μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε, καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά, η οποία πλέον έχει εκλείψει και εμείς, που αποτελούμε τη συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την τραγική ιστορία της.

Κοτζαερίδης Γιώργος

 Ιστορίες από το Πάμπουτζακ Ντεβρέντ  Νίκαιας

… Το χωριό των παππούδων μου  είναι το Πάμπουτζακ Ντεβρέντ, το οποίο βρίσκεται πάνω από τη Νίκαια, στο δρόμο για το Γενή Σεχίρ. Η παράδοση αναφέρει ότι γύρω στο  1600, ο Τούρκος δήμαρχος της ιστορικής πόλης της Νίκαιας, σημερινό  Iznik, επισκέφθηκε τα Χανιά της Κρήτης, προσκεκλημένος του Τούρκου  δημάρχου  της πόλης.

Κατά τη διάρκεια ενός πανηγυριού  θαύμασε τη λεβεντιά και την παλικαριά των νεαρών  κρητικών και παρακάλεσε το δήμαρχο, όταν θα έφευγε, να έπαιρνε μαζί του μια ομάδα από αυτά τα παλικάρια, για να τον βοηθήσουν να εξοντώσει  ένα λήσταρχο, ο οποίος λυμαίνονταν την ευρύτερη περιοχή της Νίκαιας.

Αυτός σαν αντάλλαγμα θα έδινε στον καθένα από αυτά τα παλικάρια από ένα σπίτι και πολλές άλλες παροχές. Πράγματι τα παλικάρια από την Κρήτη ακολούθησαν το δήμαρχο της Νίκαιας στη Μικρά Ασία, για να εξοντώσουν το φοβερό λήσταρχο.

Μετά από ψάξιμο  πολλών ημερών, εντόπισαν το κρησφύγετο του λήσταρχου, το οποίο ήταν μια σπηλιά μέσα σε έναν απόκρημνο βράχο, που για να ανέβη και  να κατέβη κανείς, έπρεπε να χρησιμοποιήσει ένα μακρύ σχοινί.

Τη στιγμή εκείνη ο φοβερός λήσταρχος βγήκε από τη σπηλιά και έβαλε ένα καθρεπτάκι πάνω στα βράχια, για να μπορέσει να ξυριστεί. Το καθρεπτάκι έκανε όμως αντανάκλαση στον ήλιο και φανέρωσε τη θέση του. Τότε οι Κρητικοί, που ήταν πολύ ικανοί στο σημάδι, τον σημάδευσαν με ένα τόξο και τον σκότωσαν.

Η παράδοση λέει ότι ο λήσταρχος, που είχε φοβερή δύναμη, ξεψυχώντας, κατάφερε να βγάλει το σπαθί του και προτάσσοντάς το, έκοψε ένα κοντινό δέντρο. Τόση δύναμη είχε.

Το λήσταρχο τον έλεγαν Πάμπουτζακ, η περιοχή εκείνη που βρίσκονταν το λημέρι του ονομάζονταν Πέρασμα του Πάμπουτζακ, στα τουρκικά Πάμπουτζακ Ντεβρέντ.

Οι γενναίοι Κρητικοί πήραν αρκετή περιουσία, όπως τους υποσχέθηκε ο δήμαρχος και επειδή τους άρεσε η περιοχή, αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί.

Η παράδοση αναφέρει ότι μια μέρα πήγαν καβάλα με τα άλογά τους στο Γενή Σεχίρ, όπου ζούσαν πολλοί Έλληνες και κατά τη διάρκεια ενός πανηγυριού, άρπαξε ο καθένας τους από ένα κορίτσι, τις έβαλαν πάνω στο άλογο και έφυγαν. Αργότερα τις παντρεύτηκαν, έκτισαν  σπίτια, δημιούργησαν οικογένειες και  στο νέο χωριό που έχτισαν, έδωσαν το όνομα Πάμπουτζακ Ντεβρέντ.

Πολλά χρόνια μετά, πολλές οικογένειες από την Ήπειρο, που έψαχναν καλύτερες συνθήκες εργασίας, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο Πάμπουτζακ, το οποίο το 1922 αριθμούσε 2000 κατοίκους.

Οι Παμπουτσακλήδες σαν γνήσιοι απόγονοι των Κρητικών, που είχαν  χτίσει το χωριό, ήταν πολύ γενναίοι και ατρόμητοι άντρες και αποτελούσαν το φόβητρο των Τούρκων, οι οποίοι δεν πατούσαν το πόδι τους στο χωριό. Είχαν σχηματίσει κάποιες ομάδες, που κάθε μια είχε έναν καπετάνιο και έκαναν επιδρομές και λήστευαν τα τούρκικα χωριά. Είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων.

Δυο από αυτούς τους καπεταναίους ήταν δυο αδέλφια, ο Καπετάν Ανδρέας και ο Καπετάν Αναστάς, οι οποίοι μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκαν στη Βέροια, στο Γιολά Γκελντί.

Ο παππούς, κύριε Γιώργο, συχνά αναφέρονταν στους πρώτους Κρητικούς, που είχαν δημιουργήσει το χωριό και συχνά περηφανεύονταν, λέγοντας ότι εμείς είμαστε γενιά Κρητικών. Τον Ιούνιο του 1920 οι Τούρκοι έκαψαν το χωριό, εκδικούμενοι για όσα τράβηξαν από τους κατοίκους του, οι οποίοι κατέφυγαν στο Σουσουρλούκι και στα άλλα ελληνικά χωριά. Από εκεί, το 1922, μέσω Κίου και Μουδανιών, κατέφυγαν στη Ραιδεστό.

Εκεί συνάντησαν ένα έμπορο Τούρκο, ο οποίος τους συνέστησε να πάνε να εγκατασταθούν στην Καράφεριε, που ήταν πλούσιο μέρος και είχε βουνό και μεγάλο κάμπο.

Στην αρχή για δύο χρόνια έμειναν στην Κομοτηνή, απ΄ όπου έστειλαν στην Καράφεριε άτομα, για να  δουν την περιοχή και μετά ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη Βέροια, στο Τσερμένι, στο Γιολά Γκελντί και στα χωριά Λυκογιάννη και Ταραμόνι.

Άλλοι πατριώτες εγκαταστάθηκαν στο νομό Σερρών.

Αφήγηση Φιλιππίδη Γεωργίου, Βέροια

(Δύο μέρες μετά τη συνέντευξη, ο κύριος Γιώργος πέταξε στους ουρανούς, για να συναντήσει τους αγαπημένους του Παμπουτσακλήδες. Η στήλη εύχεται Καλό Παράδεισο και ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή του)

Πάμπουτζακ Ντεβρέντ συνέχεια…

……Oι πρώτοι κάτοικοι του χωριού κατάγονταν από την Κρήτη. Τους έφεραν οι Οθωμανοί αιχμάλωτους από το όμορφο αυτό νησί και τους έριξαν στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης.

Εκεί τους είδε και τους λυπήθηκε η χριστιανή Βαλιντέ Σουλτάν, που, όσο μπορούσε, βοηθούσε τους χριστιανούς και ζήτησε από το Σουλτάνο να τους βοηθήσει.

Αυτός δέχθηκε, με έναν όρο, οι λεβέντες  αυτοί Κρητικοί να εξολοθρεύσουν τους λήσταρχους, που λυμαίνονταν την περιοχή της Νίκαιας. Πράγματι, οι Κρητικοί πήγαν στα υψώματα της Νίκαιας και  σε μία σπηλιά, που ήταν μέσα σε ένα απότομο βράχο, βρήκαν το λήσταρχο Τράνσαλη και τον σκότωσαν με ένα τόξο, την ώρα που βγήκε από τη σπηλιά να ξυριστεί.

Ο Σουλτάνος τήρησε την υπόσχεσή του και τους άφησε ελεύθερους, δίνοντάς τους πολλά προνόμια. Έχτισαν ένα καινούργιο χωριό, παντρεύτηκαν κορίτσια από την περιοχή της Προύσας και ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.

Λόγω των πολλών προνομίων που είχαν οι κάτοικοι του χωριού, σε λίγο χρονικό διάστημα γέμισε με κάθε λογής ανθρώπους, που έρχονταν από την Ελλάδα.

Τα τελευταία χρόνια, αυτός που βάστηξε το χωριό, ήταν ο θείος μου ο Χρήστος Γκαζγκάζης.

Ήταν πολύ έξυπνος και γενναίος. Όταν τον επιστράτευσαν στον τουρκικό στρατό, πηγαίνοντας με το τρένο στην Αραβία, σκότωσε έναν Τούρκο, του έβαλε στις τσέπες τα δικά του έγγραφα, πήρε του Τούρκου και έστειλε μήνυμα στο χωριό ότι ο Χρήστος Γκαζκάζης σκοτώθηκε.

Αργότερα επέστρεψε στο χωριό, έγινε αντάρτης και σχημάτισε μια ομάδα από ντόπια παλικάρια, με την οποία μάχονταν τις τουρκικές συμμορίες. Πρώτα σκότωσε ένα διαβόητο Τούρκο ληστή, το Μποσνάκ, ο οποίος ήταν επικεφαλής 32 τουρκικών ομάδων, που λεηλατούσαν τα ελληνικά χωριά

Έστηναν ενέδρες στους Τούρκους, τους σκότωναν  και τους έπαιρναν τα όπλα, έτσι μετά από λίγο καιρό είχαν πλούσιο εξοπλισμό. Εν τω μεταξύ άρχισαν να δημιουργούνται  και άλλες ομάδες στο χωριό, με επικεφαλής άλλα παλικάρια, όπως τον Καπετάν Σκεντέρη, τους Καπεταναίους Χρήστο και Νίκο Γκαζγκάζη, τον Καπετάν Αναστάς.

Ένα βράδυ, όταν ο Καπετάν Χρήστος είχε στήσει ενέδρα σε κάποιους Τούρκους, συνάντησε ένα τζιπ με Γάλλους στρατιώτες. Τους ρώτησε τι γυρεύουν  σε εκείνην την περιοχή και του απάντησαν ότι είχαν έρθει να εκπαιδεύσουν τον τουρκικό στρατό.

Το ίδιο συνέβη και ένα άλλο βράδυ, αλλά αυτήν τη φορά με Ιταλούς στρατιώτες. Στεναχωρημένος ο Καπετάν Χρήστος και οργισμένος για την προδοσία των δήθεν συμμάχων μας, τους οδήγησε σε μια απόμερη τοποθεσία και τους σκότωσε.

Ανέφερε το γεγονός στο διοικητή του και αυτός του είπε. ..Τον χάσαμε τον πόλεμο Χρήστο, δεν βλέπεις ότι οι δήθεν σύμμαχοί μας παράτησαν και βοηθούν τους Τούρκους.

Μετά από αυτό το γεγονός, ο Καπετάν Χρήστος πήρε την ομάδα του και κατευθύνθηκε για τη Σμύρνη. Μια μέρα συνάντησαν στο δρόμο τους τον Έλληνα αρμοστή Στεργιάδη, ο οποίος του έπιασε το μουστάκι και του είπε προσβλητικά .. και οι γάτες έχουν μουστάκια.

Ως γνωστόν, ο Στεργιάδης δεν φημίζονταν για το σεβασμό του στις ελληνικές αντάρτικες ομάδες.  Ο αδελφός του Χρήστου, ο Νικόλας, είπε στον αδελφό του να σκοτώσουν το Στεργιάδη για την προσβολή που τους έκανε, αλλά αυτός αρνήθηκε.

Έτσι ανέβηκαν σε  ένα πλοίο και έφυγαν για την Ελλάδα. Πήγαν πρώτα στην Κομοτηνή, μετά στο νομό Σερρών και από εκεί στο Ταγαροχώρι Βέροιας.

Αφήγηση Γκαζγκάζη Χρήστου

Ταγαροχώρι Ημαθίας

 

 


Αντόν αγάς
Πάμπουτζακ Ντεβρέντ Νίκαιας 1
Πάμπουτζακ Ντεβρέντ Νίκαιας 2

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής