breaking news Νέο

«Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ, στην Κουρούντερε»-Του Γιώργου Κοτζαερίδη

  • «Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ, στην Κουρούντερε»-Του Γιώργου Κοτζαερίδη
  • «Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ, στην Κουρούντερε»-Του Γιώργου Κοτζαερίδη
  • «Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ, στην Κουρούντερε»-Του Γιώργου Κοτζαερίδη
  • «Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ, στην Κουρούντερε»-Του Γιώργου Κοτζαερίδη

Η Κουρούντερε, η αγαπημένη πατρίδα του παππού  μου του Αρναούτη. Απέχει 18 χιλιόμετρα από την Καράσου, 38 από το Ατάπαζαρ. Μπροστά  μου σκορπισμένη σε λόφους και πνιγμένη μέσα στις φουντουκιές απλώνονταν η Κουρούντερε. 

Οι δρόμοι ήταν σε άθλιο χάλι και έπρεπε να προσέξω πολύ, για να μην πέσω σε κάποιο χαντάκι. Ζήτησα πληροφορίες από κάποια παιδάκια που έπαιζαν πάνω στο δρόμο και μου έδειξαν τον τόπο,  όπου βρίσκονταν η πλατεία του χωριού.

Βλέποντας μάλιστα τα ξένα νούμερα του αυτοκινήτου, με ακολούθησαν με χαρούμενες κραυγές, κάνοντας έτσι την είσοδό μου στην πλατεία περισσότερο πανηγυρική.

Πάρκαρα το αμάξι μου σε μία γωνιά και κατευθύνθηκα σε κάποιο από τα καφενεία, που βρίσκονταν εκεί. Ήταν απόγευμα και η πλατεία με τα καφενεία ήταν γεμάτη από Τούρκους, που έπιναν το τσάι τους.

Μόλις έγινε αντιληπτή η παρουσία μου, ήρθαν οι περισσότεροι κοντά μου και  μου πρόσφεραν τσάι.

Με τα λίγα Τουρκικά που γνώριζα, κατάφερα να τους εξηγήσω ότι αυτό εδώ ήταν το χωριό του παππού μου και ήρθα να το επισκεφθώ.

Οι γέροντες Τούρκοι άρχισαν να μου διηγούνται ιστορίες από τα παλιά, μίλησαν για τις πολύ καλές σχέσεις τους με τους Έλληνες και τη δυσαρέσκειά τους για το μεγάλο κακό, τη Μικρασιατική καταστροφή.

Μου εξήγησαν ότι οι περισσότεροι από αυτούς, προερχόμενοι από τα ορεινά χωριά της Φάτσας και της Ορντούς, εγκαταστάθηκαν εδώ μετά το διωγμό των Ελλήνων. Καλοσυνάτες μορφές, που με  τις άσπρες γενειάδες τους θύμιζαν περισσότερο ασκητικές μορφές του Αγίου Όρους παρά Τούρκους Χατζήδες. Μετά από λίγο ήρθε ο πρόεδρος του χωριού, ο Κεμάλ, ο οποίος με καλωσόρισε. Βλέποντας ότι ήμουν ταλαιπωρημένος από το μεγάλο ταξίδι, μου πρότεινε να πάμε στο διπλανό εστιατόριο, για να φάμε.

Φάγαμε την συνηθισμένη τούρκικη σπεσιαλιτέ, κιοφτέδες με πράσινες πιπεριές και γιαούρτι.

Ρώτησα τον Κεμάλ αν υπήρχε ξενοδοχείο στο χωριό, αλλά πριν προλάβω να συνεχίσω, μου απάντησε ότι  θα με φιλοξενήσει στο σπίτι του. Και δεν σήκωνε κουβέντα.

Τώρα βέβαια και εγώ ο κουτοπόνηρος ο Γιουνάνης ρωτάω τον πρόεδρο ενός χωριού πάνω στα βουνά αν υπάρχει ξενοδοχείο, λες και δεν ήξερα την απάντηση.

Άλλωστε από τη στιγμή που έφυγα από τη Βέροια, είχα προγραμματίσει σαν φθάσω στην Κουρούντερε να μείνω εκεί και όχι σε κάποιο ξενοδοχείο της Καράσου, που ήταν άλλωστε πολύ μακριά.

Ήθελα να ζήσω έστω και για λίγο στον τόπο των προγόνων μου, να γεμίσω τα πνευμόνια μου με τον αέρα του και να γυρίσω σπιθαμή προς σπιθαμή τα σοκάκια του.

Δέχθηκα.. μετά δυσκολίας την ευγενή προσφορά του μουχτάρη και έτσι, αφού αποχαιρέτησα τους παππούδες και τους άλλους χωρικούς,  φύγαμε για το σπίτι  του.

Μας περίμεναν η μουχταρίνα και  οι τρεις κόρες του Κεμάλ. Η μία πιο όμορφη από την άλλη.

Με υποδέχθηκαν με μεγάλη ευγένεια και χαρά, γεγονός που με παραξένεψε, διότι άλλα είχα ακούσει για φερετζέδες κ.α και μου έδωσαν το καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού, όπου άφησα τα πράγματά μου και στη συνέχεια με ξενάγησαν στην κατοικία τους.

Το σπίτι τους ήταν ένα μικρό  σύγχρονο λαογραφικό μουσείο, με σοφράδες με παλιά έπιπλα, παλιά σκεύη και παραδοσιακό φαγητό.

Παρά το γεγονός ότι είχαμε φάει, μας πρόσφεραν αριάνι και γιουφκάδες με γιαούρτι.

Αργότερα ακολούθησε το απαραίτητο τσάι και κάποια παραδοσιακά Τουρκικά γλυκίσματα. Έφερα και εγώ ορισμένα από τα δώρα που είχα στο πόρτ-μπαγκάζ  του αυτοκινήτου και τα μοίρασα στα κορίτσια και στη μουχταρίνα.

Ο Κεμάλ μου εξήγησε ότι στο χωριό είχαν έρθει κατά καιρούς και άλλοι Έλληνες και έψαχναν να βρουν χρυσές λίρες, τις οποίες φεύγοντας είχαν κρύψει σε κάποια σημεία, με σκοπό να επανέλθουν και να τις πάρουν.

Μου ανέφερε και τα ονόματα κάποιων συγχωριανών μου, που είχαν έρθει εδώ, ψάχνοντας θησαυρούς που είχαν αφήσει οι πρόγονοί τους.

Του εξήγησα ότι εγώ δεν έχω σχέση με αυτά (δεν ξέρω βέβαια αν τον έπεισα) και μετά από λίγο τους καληνύχτισα και πήγα για ύπνο.

Πριν πέσω ψόφιος στο κρεβάτι, πήγα στην τουαλέτα, η οποία  μου θύμισε τα νιάτα μου, τότε που δεν υπήρχαν πολυτελείς λεκάνες, πλακάκια και μπιντέδες. Χαρτί τουαλέτας πουθενά. Ο παλιός.. χαλές και δίπλα στον απόπατο μία μικρή βρυσούλα με ένα κουβαδάκι, για τα περαιτέρω. Μετά την παραδοσιακή τουαλέτα, έπεσα στο κρεβάτι.

Ήμουν τόσο κουρασμένος, ώστε δεν μου έμενε χρόνος να σκεφθώ ότι βρισκόμουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα μου, στο χωριό του αγαπημένου μου παππού Αρναούτη και κοιμόμουν σε ένα Τούρκικο σπίτι, μακριά από την αγαπημένη μου γυναίκα, την Παρθένα και τα παιδιά μου, τη Μαρία και το Βασίλη.

Ήταν σαν να είχα πάρει τη μηχανή του χρόνου, γυρνώντας πίσω 40 χρόνια, σε μία εποχή που με μετέφερε στην παιδική μου ηλικία,  όταν κουρνιασμένος στην αγκαλιά του παππού, μαζί με το δίδυμο αδελφό μου, τον Ταστουλίτς, ακούγαμε με ιερή κατάνυξη τις ιστορίες του.

Την άλλη μέρα οι ιστορίες αυτές θα έπαιρναν σάρκα και οστά και ένας πόθος, ένα όνειρο γίνονταν πραγματικότητα.

Βρισκόμουν στην Κουρούντερε.

Κουρούντερε σημαίνει στην Τουρκική γλώσσα ξηροπόταμος και ονομάστηκε έτσι από  την ξερή ρεματιά, που χωρίζει το χωριό σε δυο μέρη. Βρίσκεται περίπου 38 χιλιόμετρα ΒΑ του Ατάπαζαρ, 5 χιλιόμετρα δυτικά του Κεστανέ Μπουνάρ, 6,5 χιλιόμετρα ΝΔ του Κίρεζλι, 18 χιλιόμετρα ΒΔ της Καράσου και σε υψόμετρο 250 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας.

Συνορεύει με τα χωριά Τσομπάν Γιατάκ, Κεστανέ Πινάρ, Άκτας, Πάραλι και Γενήνταγ, με τους κατοίκους των οποίων είχαν αγαθές σχέσεις.

Στην Κουρούντερε κατοικούσαν 120 Ελληνικές οικογένειες  οι οποίες εγκαταστάθηκαν εδώ περίπου το 1870, προερχόμενοι από τα χωριά Αρντούχ, Φώσντερε, Χαψάμανα της περιφέρειας Σερμπίρ Καραχισάρ του τμήματος Μελέτ της Ορντού.

Σκεύη που βρέθηκαν στην Κουρούντερε 

Όπως όλα τα χωριά της περιοχής, η Κουρούντερε υπάγονταν στο καϊμακαμλήκι του Ατάπαζαρ και στο μουτεσαριφλίκι της Νικομήδειας.

Διοικούνταν από έναν πρόεδρο και 3-4 αζάδες.

Οι κάτοικοι του χωριού ήταν ξακουστοί για την παλικαριά τους και γι’ αυτόν το λόγο κλέφτες, ληστές και άλλα ύποπτα στοιχεία απέφευγαν να το πλησιάσουν.

Κύρια γλώσσα των κατοίκων ήταν η Ποντιακή, η οποία ήταν και η μοναδική γλώσσα που μιλούσαν οι γυναίκες, ενώ οι άνδρες, λόγω των συναλλαγών τους με τους Τούρκους, γνώριζαν και λίγα Τουρκικά.

Όσοι πήγαιναν στο σχολείο, μάθαιναν και Ελληνικά. Αυτοί που πρωτοεγκαταστάθηκαν στην περιοχή, το 1870, αγόρασαν την περιοχή από έναν Τούρκο Αγά. Στην αρχή ήταν 5-6 οικογένειες, ενώ αργότερα προστέθηκαν και άλλες.

Μετά την εγκατάστασή τους και αφού αποψίλωσαν δασικές εκτάσεις, ασχολήθηκαν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία  και την υλοτομία.

Παρήγαγαν σιτηρά, φουντούκια και κτηνοτροφικά προϊόντα, τα οποία πουλούσαν στις αγορές της Καράσου και του Ατάπαζαρ.

Οι υλοτόμοι έκοβαν στο δάσος τους κορμούς των δέντρων, τους έριχναν στον ποταμό Καράσου, τα ρεύματα του οποίου τους μετέφεραν στη Μαύρη θάλασσα, απ’ όπου τους περισυνέλεγαν και τους πουλούσαν.

Η εργασία αυτή ήταν πολύ ριψοκίνδυνη και δύσκολη, με αποτέλεσμα να συμβαίνουν πολλά ατυχήματα.

Κάθε οικογένεια είχε πολλά κατοικίδια ζώα για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων.

Στο χωριό υπήρχαν πολλοί τεχνίτες, όπως αραμπατζήδες, μαρμαράδες τενεκετζήδες, υλοτόμοι  και σιδεράδες, με πιο γνωστό σε όλη την περιοχή τον Χάμπο του Ψαρά.

Γύρω από το χωριό υπάρχουν πολλά δάση, με πιο σπουδαίο το Καβλάρ Ντερέ, όπου το 1917 κατέφυγαν πολλοί κάτοικοι των Ελληνικών χωριών, για να αποφύγουν τη μανία των Τσετών.

Την περίοδο του χειμώνα έπεφτε πολύ χιόνι, ενώ οι βροχές ήταν στην καθημερινή διάταξη, με αποτέλεσμα οι δρόμοι, που ήταν χωμάτινοι, να μετατρέπονται σε λασπότοπους.

Ο ποταμός Καράσου το καλοκαίρι είχε λίγα νερά, όπου οι γυναίκες έπλυναν τα ρούχα τους. Το χειμώνα όμως, που κατέβαζε πολύ νερό, ήταν απροσπέλαστος.

Το χωριό χωρίζονταν σε πέντε μαχαλάδες, οι οποίοι είχαν πάρει τα ονόματα των οικογενειών που ζούσαν εκεί.

 Τσιφτσόγλου μαχαλάς.

Γαβζάντων μαχαλάς.

Κοτανίκ μαχαλάς.

Τεκέντων μαχαλάς.

Τεπέ μαχαλάς.

 Τα σπίτια ήταν διόροφα, ξύλινα, χτισμένα με το σύστημα μπάγνταντι με οροφή χάρτωμα. Κάθε σπίτι είχε πολύ μεγάλη αυλή, την οποία πολλές φορές χρησιμοποιούσαν για το αλώνισμα. Εκεί  άπλωναν τα δημητριακά ή τα φουντούκια, για να ξεραθούν.

Εκκλησιαστικά η Κουρούντερε υπάγονταν στην εκκλησιαστική επαρχία της Νικομήδειας. Η εκκλησία ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και βρίσκονταν στο κέντρο του χωριού, στον Τεπέ μαχαλά. Δίπλα στην κεντρική είσοδο ήταν ένα δέντρο, όπου κρέμονταν η καμπάνα

Είχε γυναικωνίτη με ξεχωριστή είσοδο για την προσέλευση των γυναικών και ήταν το μοναδικό κτίσμα στο χωριό, που είχε σκεπή με κεραμίδια.

Τη Θεία Λειτουργία δεν την πολυκαταλάβαιναν. Αν ο ιερέας ήταν μορφωμένος και γνώριζε τα Ελληνικά, την επεξηγούσε στα Ποντιακά.

Έλεγαν πολλές προσευχές στην Ελληνική γλώσσα, αλλά πολύ λίγοι καταλάβαιναν τη σημασία τους.

Την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, στις 23 Απριλίου, γίνονταν πανηγύρι, με αθρόα προσέλευση των κατοίκων από τα γύρω Ελληνικά και Τουρκικά χωριά.

Τη μέρα αυτή διοργανώνονταν αγώνες πάλης, στους οποίους έπαιρναν μέρος Τούρκοι και Έλληνες παλαιστές από τα γύρω χωριά.

Τη συνήθεια αυτή την έφεραν αργότερα και στα χωριά της Μακεδονίας, όπου εγκαταστάθηκαν οι Κουρουντερελήδες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Μισή ώρα έξω από το χωριό  υπήρχε ένα πέτρινο εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο.

Το νεκροταφείο βρίσκονταν δίπλα στην εκκλησία, απέναντι από το δημοτικό σχολείο, το οποίο είχε δύο ορόφους.

Τον κάτω όροφο τον χρησιμοποιούσαν σαν χώρο αποθήκευσης ξύλων, ενώ ο πάνω όροφος χρησίμευε σαν αίθουσα διδασκαλίας.

Το σχολείο είχε 6 τάξεις, πολύ σπάνια όμως υπήρχαν μαθητές που ολοκλήρωναν τη φοίτησή τους. Συνήθως πήγαιναν 3-4 χρόνια και αργότερα παρέμεναν στο σπίτι, για να βοηθήσουν τους γονείς τους στις γεωργικές εργασίες.

Οι δάσκαλοι έρχονταν από άλλες περιοχές και πληρώνονταν από τις εισφορές των κατοίκων. Ο τελευταίος δάσκαλος, ο Ηρακλής, ήταν από το Ατάπαζαρ, ενώ  ο Γιάγκος του Κουπούζ από το Γενήνταγ. 

Στο κέντρο του χωριού, κοντά στην εκκλησία, υπήρχε μία πέτρινη βρύση, όπου κάθε πρωί έρχονταν οι γυναίκες με τις στάμνες και τους τενεκέδες τους, για να πάρουν νερό.

Στη βρύση αυτή, που την έλεγαν Πεγάδ, υπήρχε μία γούρνα, όπου πότιζαν τα ζώα. Δίπλα στη βρύση υψωνόταν ένα μεγάλο δέντρο, το οποίο κάηκε πριν λίγα χρόνια. Φήμες έλεγαν ότι, όταν έφυγαν οι Έλληνες, έκρυψαν στις ρίζες του πολλές χρυσές λίρες.

Στο χωριό υπήρχε ένα μικρό μπακάλικο, ιδιοκτήτης του οποίου ήταν τη  Γαβζάντονος ο Δημητρός.

Οι διάφοροι χοροί και πανηγύρια γίνονταν στα αλώνια ή σε άλλους ανοικτούς χώρους, που βρίσκονταν έξω από το χωριό.

Στην τοποθεσία Τσιρά, δίπλα στο δάσος, είχαν βρει ένα τεράστιο πιθάρι με πολλά χρυσά νομίσματα, άγνωστο όμως παραμένει ποιος τα οικειοποιήθηκε.

Οι κάτοικοι της Κουρούντερε μετά τον ξεριζωμό εγκαταστάθηκαν στα χωριά Ξηροπόταμο Λαγκαδά και Λακκιά Φλωρίνης.

Tην άλλη μέρα ξύπνησα πρωί –πρωί. Όλη η οικογένεια με περίμενε  στο σαλόνι, για να πάρουμε το πρωινό μας.

Στη μέση του δωματίου είχε στρωθεί ο σοφράς και καθίσαμε όλοι οκλαδόν, για να φάμε.

Και τι δεν είχαν? Αυγά, βούτυρο, το απαραίτητο γιαούρτι και πολλά άλλα καλούδια.

Μόνο καφέ δεν είχαν. Πρόσφεραν όμως τσάι και ένα άλλο ζεστό ρόφημα που το έλεγαν Ορελέτ και ήταν κόκκοι ζάχαρης και πορτοκαλιού. Μετά το πέρας του πρωινού μοίρασα τα δώρα που είχα φέρει μαζί μου και αργότερα ξεκίνησα με τον Πρόεδρο Κεμάλ την ξενάγησή μου στην Κουρούντερε.

Στην πλατεία του χωριού υπήρχαν τα απομεινάρια του παλιού μεγάλου τσιναριού ή καστανιάς (δεν θυμάμαι ακριβώς), στη ρίζα του οποίου, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, οι Έλληνες, φεύγοντας,  έκρυψαν πολλές χρυσές λίρες.

Το δέντρο έλεγαν ότι το έκαψε κεραυνός, αλλά ποιος τους πιστεύει.

Σίγουρα ψάχνοντας τις πολυθρύλητες λίρες, έκοψαν τις ρίζες και το ξέραναν. Η εκκλησία του χωριού, αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, δεν υπήρχε πια.

Υπήρχε όμως το σχολείο, το οποίο άντεχε στο χρόνο και το χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη. Φίλοι που το επισκέφθηκαν πρόσφατα, μου είπαν ότι το χάλασαν και στη θέση του έκτισαν ένα σπίτι.

Επισκεφθήκαμε τους μαχαλάδες του χωριού και τα λίγα εναπομείναντα Ελληνικά σπίτια του Γαγιάτεπλη και του Κοτανίδη, τους οποίους πρόλαβα εν ζωή στη Λακκιά.

Μου έδειξαν τα μέρη, όπου ήταν κτισμένα τα σπίτια των Γαβζάντων, των Αντωνιαδαίων, των Αμπατσιδαίων, των Κοτσαγεριδαίων,  τα οποία γνώριζαν από τις διηγήσεις  των παλιών κατοίκων, που επισκέπτονταν το χωριό.

Πήγαμε στα ορμάνια, όπου την εποχή του παππού οργίαζαν οι ταβάρες, οι χοτλάχηδες και όλα τα ξωτικά και που τώρα ήταν γεμάτα με φουντουκιές, οι οποίες αποτελούν την κύρια  πηγή εισοδήματος των κατοίκων του χωριού. Ταβάρες και χοτλάχηδες δόξα τω θεώ δεν είδα, όμως δίπλα σε έναν παραπόταμο του Καράσου έφαγα τις καλύτερες πέστροφες στην ζωή μου, σε ένα φανταστικό περιβάλλον γεμάτο φουντουκιές και οργιώδη βλάστηση.

Επισκεφθήκαμε  το χώρο όπου ήταν ο παλιός  μύλος του χωριού και εδώ ο Κεμάλ δεν παρέλειψε να μου αναφέρει τις φήμες  ότι σε αυτό το μέρος οι Έλληνες είχαν κρύψει τις λίρες τους, που μάταια οι Τούρκοι ψάχνουν ακόμη να βρουν.

Επιστρέφοντας στο χωριό, μου εξήγησε ότι τα Ελληνικά σπίτια δεν άντεξαν στο χρόνο, διότι ήταν χτισμένα με λάσπη, άχυρα και ξύλα.

Στην πλατεία του χωριού μας καλωσόρισε  ο Χότζας. Μέσω του βίντεο έστειλε χαιρετίσματα στους παπάδες του χωριού μου, τον Παπά Βαγγέλη και τον Παπά Παναγιώτη και τους πρότεινε να έλθουν να επισκεφθούν την Κουρούντερε.

Ο Χότζας κατάγονταν από το Μεσοχώρι, που ήταν δυο ώρες μακριά από την Επτάκωμη Σάντα. Μαθαίνοντας τις προθέσεις μου να επισκεφθώ τη Σάντα, μου πρότεινε να πάω στο Μεσοχώρι, να συναντήσω τον αδελφό του, το Μεχμέτ, που ζούσε εκεί, για να με βοηθήσει στις περιοδείες μου.

Το απόγευμα, οι νέοι του χωριού διοργάνωσαν προς τιμή μου ποδοσφαιρικό αγώνα,  με έπαθλο ένα κύπελλο, που είχα φέρει μαζί μου από την Ελλάδα.

Η απόδοσή μου ήταν ομολογουμένως πολύ καλή, άσχετα αν χάσαμε το παιχνίδι. Λίγο πριν πάθω έμφραγμα, τους παράτησα και λόγω έλλειψης ντουζιέρας, δροσίστηκα στο διπλανό ποτάμι, τον Καράσου, εκεί που πριν  100 χρόνια είχε πνιγεί ο προπάππος μου, προσπαθώντας να σώσει τον αδελφό του.

Επιστρέφοντας στο χωριό, ήμουν αντικείμενο θαυμασμού. Ζούσα φοβερές στιγμές, αφού ένα ολόκληρο χωριό  βρίσκονταν δίπλα μου, για να με εξυπηρετήσει.

Το αμάξι μου, που το είχα γεμίσει με πολλά μικρά δωράκια, είχε αδειάσει. Το απόγευμα επισκεφθήκαμε με τον Κεμάλ το διπλανό χωριό, το Πάραλι, από το οποίο κατάγονταν το σόι των Σαρριανιδαίων.

Οι δρόμοι  ήταν σε τρισάθλιο χάλι, αλλά ευτυχώς χρησιμοποιούσαμε το αμάξι του Κεμάλ, το οποίο ήταν συνηθισμένο σε αυτές τις κακουχίες.

 Συνεχίζεται

 


δημοτικό σχολείο στην Κουρούντερε
μύλος στην Κουρούντερε
Αρναούτης

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής