breaking news Νέο

Μικρασιατικά αφηγήματα - του Κοτζαερίδη Γιώργου

  • Μικρασιατικά αφηγήματα - του Κοτζαερίδη Γιώργου
  • Μικρασιατικά αφηγήματα - του Κοτζαερίδη Γιώργου
  • Μικρασιατικά αφηγήματα - του Κοτζαερίδη Γιώργου
  • Μικρασιατικά αφηγήματα - του Κοτζαερίδη Γιώργου

Η στήλη αυτή έχει ως σκοπό της να διατηρήσει και να επαναφέρει στη μνήμη μας, όλα αυτά που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από τη ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος τη μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε,καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά, η οποία πλέον έχει εκλείψει και εμείς, που αποτελούμε τη συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την τραγική ιστορία της.

Κοτζαερίδης Γιώργος

Ο παππούς μου ο Μιχάλης

 

Τον παππού μου το Μιχάλη, που πήρα και το επίθετό του, δεν τον γνώρισα, παρά μόνο από τις διηγήσεις της γιαγιάς μου της Στρατίας και του πατέρα μου.

Ήταν ψηλός, όμορφος, πολύ μορφωμένος και με πολλά χαρίσματα. Είχε σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη βυζαντινή μουσική και δούλευε σαν δάσκαλος στα χωριά της περιοχής Προύσας.  Ήταν πολύ καλός άνθρωπος και τον αγαπούσαν όλοι οι κάτοικοι και οι μαθητές των χωριών, όπου δίδασκε. Πατέρας του ήταν ο  ιερέας των Κουβουκλίων Παπαθόδωρος Θωμίδης. Ο Παπαθόδωρος βλέποντας ότι, το Μιχάλη, επειδή ήταν πολύ όμορφος, τον πολιορκούσαν πολλές Τουρκάλες, φοβούμενος μην τον ξελογιάσουν, φρόντισε να τον αρραβωνιάσει σε μικρή ηλικία.

Εκτός από δάσκαλος, ο παππούς ήταν  ψάλτης  και εκτός από τα Κουβούκλια, όπου έψαλλε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, τον προσκαλούσαν και στις τοπικές εορτές των διπλανών Ελληνικών χωριών.

«Κάθε χρόνο Μιχάλη, τον παππού τον καλούσαν  στο πανηγίρ που γίνονταν στην Σιγή στην βυζαντινή,  πανέμορφη εκκλησία των Ταξιαρχών  για να ψάλλει την Θεία Λειτουργία, έλεγε περήφανη η γιαγιά Στρατία. Τόσο καλός ήντανα.

Μ΄΄εβαζενα  απάν στο άλογο και πήγαιναμε στη Σιγή, όπου μας περίμεναν με τιμές οι Σιγιανοί. Όταν έψαλλε ο παππούς Μιχάλης, όλοι έμεναν με ανοιχτό το στόμα και στο τέλος μας έδιναν συγχαρητήρια.

Περνούσε ο καιρός, κάναμε και τον πατέρα σου  τον Νικόλα και ζούσαμε ευτυχισμένοι μαζί με τον πεθερόμ τον Παπαθόδωρο και την πεθεράμ την Ελισάβετ Θραμπούλογλου.

Πολύ γρήγορα όμως παλικάριμ άρχισαν να έρχονται τα κακά μαντάτα. Μετά το Σεφέρ Μπειλίκ  του 1914, άρχισαν  άτακτοι Τουρκαλάδες, που ήρθαν στις περιοχές μας από τα βάθη της Τουρκίας, να ορμάνε στα Ελληνικά χωριά και να τα ληστέβνε. Στις 30 Μαίου του 1914 ήρτανα και στο δικό μας το χωριό αλλά δεν μπόρσανε  να πετύχουν τίποτε.

Ξεσηκόθκε ούλο το χωριό γυναίκες και παιδιά, έφτιαξανε χαρακώματα και το φύλαξανε. Θάμαξε ο κόσμος με το θάρρος των Κουβουκλιωτών και έδωσαμε ελπίδες και στα άλλα ελληνικά χωριά.

Μετά άρχισαν να καλούν τα παλικάρια για να πάνε στο στρατό, Όσοι πήγαιναν, τους έστελναν στα Αμελέ Ταμπουρού, όπου οι περισσότεροι πέθαιναν και δεν ξαναγύριζαν πίσω στο χωριό.

Έτσι χάθκανε πολλά Κουβουκλιώτκα παλικάρια.

Πολλοί από αυτούς που κατάφεραν να το σκάσουν από τον  Τουρκικό στρατό, έρχονταν στο χωριό και κρύβονταν στα σπίτια τους. Έρχονταν οι Τούρκοι στο χωριό μας και ζητούσαν τα κατσάκια, έτσι τους αποκαλούσαν.

Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούσαν πολλούς χωριανούς, που τους έταζαν  διευκολύνσεις και προνόμια, για να καταγγέλλουν τους λιποτάκτες που έρχονταν στο χωριό. Έμπαιναν στα σπίτια και βασάνιζαν, μάνες, πατεράδες, παιδιά, για να προδώσουν τους λιποτάκτες, μέχρι να φανερωθούν.

Τους έπιαναν, τους βασάνιζαν και τους έστελναν πίσω στα Αμελέ Ταμπουρού, όπου και πέθαιναν από τις κακουχίες.

Ήταν σειρά του παππού Μιχάλη να πάει στον τούρκικό στρατό, αλλά δεν πήγε και κηρύχτηκε λιποτάκτης. Πήγε και κρύφτηκε  σε ένα Τούρκο φίλο του στο διπλανό τούρκικο χωριό, τον Καγιαπά.

Ήρθαν οι ζανταρμάδες στα Κουβούκλια στο σπίτι μας και άρχιζαν να μας φοβερίζνε, για να μαρτυρήσμε που ήταν κρυμμένος ο παππούς ο Μιχάλης. Άρπαξαν το μπαμπά του τον Παπαθόδωρο, γέρο άνθρωπο, τον κρέμασαν ανάποδα και τον έκαναν φάλαγγα, για να προδώσει το γιο του.

Δεν μαρτύρησε τίποτε.

Έφυγαν οι ζανταρμάδες και  φοβέρσανε τον Παπαθόδωρο ότι θα ξαναέρχονταν. Η καημένη η γιαγιά Στρατία ειδοποίησε τον άντρα της το Μιχάλη και του ανέφερε το βασανισμό του πατέρα του.

Τότε ο Μιχάλης, φοβούμενος για τη ζωή του πατέρα του, παραδόθηκε στις τουρκικές αρχές. Μετά λίγες μέρες ειδοποίησε τη Στρατία ότι την τάδε μέρα θα περάσουν από τα Κουβούκλια κατευθυνόμενοι για τα Αμελέ Ταμπουρού, για να έφερνε το γιο του το Νίκο, για να τον φιλήσει για τελευταία φορά.

Με δάκρια στα μάτια η Στρατία πήρε το μικρό Νικόλα και τον πήγε στο μέρος, απ΄ όπου θα περνούσε η πορεία των μελλοθάνατων.

Όταν έφθασε η φάλαγγα κοντά στα Κουβούκλια, τα δάκρια έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια της Στρατίας, όταν διέκρινε τον άνδρα της αλυσοδεμένο και κακοποιημένο από τους Τούρκους.

Ο Μιχάλης  έσφιξε  στην αγκαλιά το μικρό  Νικόλα, τον  φίλησε, φίλησε τον πατέρα του, τη γυναίκα του και τους άλλους συγγενείς που ήρθαν να τον αποχαιρετήσουν και χάθηκε στα βάθη της Τουρκίας.

Έκτοτε δεν μάθανε νέα του.

Ράκος πραγματικό ο Παπαδόθωρος θρηνούσε για το χαμό του μοναχογιού του, μη μπορώντας να ξεπεράσει την απώλειά του. Πριν λίγα χρόνια είχε χάσει και τον άλλον το γιο, τον Αποστόλη, από ανίατη αρρώστια. O φίλος του Παπά Γιάννης Καραμανλής του δώρισε ένα μαστραπά (από τότε τον ονόμαζε Καραμανλή),  για να πίνει κρασί και να πνίγει τους καημούς του.

Μαζί με τη νύφη του και το μικρό  Νικόλα, μετά την Έξοδο από τη Μικρά Ασία εγκαταστάθηκαν στην Έδεσσα και κατόπιν πήγαν στη Μεσιανή Κοζάνης, όπου μαζί με άλλους Κουβουκλιώτες έφτιαξαν το συνοικισμό Κουβούκλια, για να τους θυμίζει τη γλυκιά πατρίδα τους.

Δεν ξεπέρασε ποτέ το χαμό του Μιχάλη και κάθε βράδυ φώναζε στη Στρατία…

«Νύφ φέρε σε παρακαλώ έναν Καραμανλή μαστραπά κρασί». Πέθανε το 1924 στη Λακκιά Φλωρίνης.

….κατ΄αφήγηση Μιχάλη Θωμίδη

   Κουβούκλια Κοζάνης


Παπαθόδωρος Θωμίδης
Στρατια Θωμίδου
το σπίτι του Βασίλη Δεληγιάννη κατά την επίσκεψη το 1955

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής