breaking news Νέο

Μικρασιατικά αφηγήματα - του Κοτζαερίδη Γιώργου

  • Μικρασιατικά αφηγήματα - του Κοτζαερίδη Γιώργου
  • Μικρασιατικά αφηγήματα - του Κοτζαερίδη Γιώργου
  • Μικρασιατικά αφηγήματα - του Κοτζαερίδη Γιώργου

Η στήλη αυτή έχει ως σκοπό της να διατηρήσει και να επαναφέρει στη μνήμη μας όλα αυτά, που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από τη ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος τη μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε, καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά, η οποία πλέον έχει εκλείψει και εμείς, που αποτελούμε τη συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την  τραγική ιστορία της.

 

Ο Ρωμιός και η Τουρκοπούλα

(μια ιστορία αγάπης από τη Μικρά Ασία)

 

Την ιστορία αυτή μου τη διηγήθηκε η γιαγιά μου Αλεξάνδρα Παπάζογλου, θυγατέρα του Νικολάου και Ελένης Αργυράκη.

….Βαγγέλη μου, στα τέλη της δεκαετίας του 1890 (γύρω στα 1897) γεννήθηκε στο Σεβντίκιοϊ  ο πατέρας μου ο Νίκος, το μικρότερο τέκνο της πολυπληθούς οικογένειας του Γεωργίου και της Παναγιώτας Αργυράκη (παππούς Γιώργης και νενέ Παντώ).

Αδέλφια του ήταν η Πολυξένη, η Μαρία, η Κατίνα, η Ιωάννα, ο Παναγιώτης, ο Μανώλης και ο Σταμάτης. Ο πατέρας του Νίκου, ο Γιώργης, μαζί με τα αδέρφια του και τον πατέρα του Νικολή ήταν κτηνοτρόφοι και διατηρούσαν μεγάλες γεωργικές εκτάσεις στο Σεβντίκιοϊ και το γειτονικό Μάλκατζι, ένα χωριό  με 870 Έλληνες. Στην εκκλησία του Μάλκατζι ο παππούς Γιώργης Αργυράκης είχε δωρίσει την κολυμπήθρα (έως τότε δανείζονταν από αλλού) και έκανε την πρώτη βάπτιση σε αυτή.

Το Σεβντίκιοϊ ήταν κωμόπολη 12 χλμ. νοτίως της Σμύρνης, με πληθυσμό περίπου 8000 Έλληνες κατά το 1921. Ανήκε στον καζά Σμύρνης του βιλαετίου Αϊδινίου και αποτελούσε έδρα δήμου (ναχιγιέ), που περιελάμβανε 40 χωριά. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη Μητρόπολη Σμύρνης.

Ο  πατέρας μου, Βαγγέλη μου, από μικρός ήταν ατίθασος, έξυπνος και πολύ όμορφος, με ωραίο ανάστημα, πραγματικό παλληκάρι. Ένα πρωί και ενώ ο Νίκος ήταν 15 ετών, ήρθε να τον επισκεφθεί στο Σεβντίκιοϊ η Σμυρνιά νονά του.

Ο νονός είχε μείνει πίσω στη Σμύρνη λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων και η νονά πρότεινε στο  Νίκο να πάει στη Σμύρνη και να μείνει με το  νονό του, για να του κάνει παρέα.

Άλλο που δεν ήθελε ο Νίκος, πήρε το τραίνο πρωί-πρωί  και πήγε στη Σμύρνη, να δει το νονό του. Αργά το απόγευμα και παρά τις συνεχείς παρακλήσεις του νονού, ο Νίκος πήρε πάλι το τραίνο να γυρίσει πίσω στο Σεβντίκιοϊ.

Ήταν πολύ τυχερός, διότι  το ίδιο βράδυ οι Τσέτες μπήκαν στο σπίτι του νονού, τον λήστεψαν και τον σκότωσαν με ένα φτιάρι. Όταν επέστρεψε η δύσμοιρη νονά την άλλη μέρα, αντίκρισε το ανατριχιαστικό θέαμα.

Σε νεαρή ηλικία, 17-18 ετών, ο παππούς ο Νίκος κατατάχθηκε ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό, στον οποίο υπηρέτησε πολλά χρόνια.

Κάποια μέρα έφτασε στο σπίτι μας ένα γράμμα, που ανέφερε ότι  ο Νικόλαος Αργυράκης σκοτώθηκε σε κάποια μάχη. Συντετριμμένοι οι γονείς του από το φοβερό νέο θρηνούσαν για το Βενιαμίν και λεβέντη της οικογένειας, δίχως όμως να έχουν παραλάβει το άψυχο κορμί του.

Ύστερα από λίγες μέρες, ο Νίκος εμφανίστηκε ξαφνικά στο Σεβντίκιοϊ. Έκπληκτοι και σαστισμένοι όλοι οι κάτοικοι  στο χωριό, νόμιζαν ότι έβλεπαν φάντασμα. Πολύ γρήγορα λύθηκε η παρεξήγηση.

Το γράμμα δεν έγραφε πατρώνυμο. Είχε σκοτωθεί ο ξάδελφός του, ο Νικόλαος Αργυράκης του Κωνσταντίνου.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1910, ο  πατέρας μου υπηρετούσε σαν στρατιώτης στην περιοχή της Προύσης. Στο χωριό Παζάρκιοϊ, σε ένα καφενείο, γνώρισε έναν Τούρκο (ο Νίκος ήξερε τα τούρκικα), με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά. Μια μέρα, ο Τούρκος τον πήρε στο σπίτι του, όπου βρισκόταν η γυναίκα του και η μικρή αδελφή της, η Kade. Ο Νίκος είδε τη μικρή Τουρκοπούλα και την ερωτεύτηκε..

Η νεαρή Τουρκάλα ήταν γεννημένη γύρω στα 1902, πολύ όμορφη, καστανή και γαλανομάτα. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Ο Τούρκος πατέρας της είχε μύλο και μεταξοσκώληκες. Είχε παντρευτεί δύο φορές  και με την πρώτη του γυναίκα είχε αποκτήσει ένα γιο και δύο κόρες και με τη δεύτερη σύζυγο τη μικρή Kade. Πιθανολογείται ότι η μητέρα της Kade (έπειτα Ελένης) ήταν Ελληνίδα, διότι την αποκαλούσαν «γκιαούρισσα».

Ο μεγάλος αδελφός της ήταν αξιωματικός του τουρκικού στρατού και είχε σκοτωθεί το 1914 στο «Σεφερμπελίκι»..

Οι γονείς της πέθαναν από τον καημό τους, ενώ η ίδια βρισκόταν σε μικρή ηλικία και έτσι ζούσε με την οικογένεια μιας από τις αδερφές της. Στο τουρκικό σπίτι εργαζόταν ως υπηρέτρια και μια Ελληνίδα, Δεσποινάκι την έλεγαν.

Φαίνεται πως και το Δεσποινάκι συνέβαλε με τον τρόπο του, ώστε ο Νίκος και η Kade  να έρθουν πιο κοντά. Μια μέρα, ο Νίκος ανέβασε την Kade στο άλογό του  και την έκλεψε από το πατρικό της σπίτι. Οι συγγενείς της κατήγγειλαν το γεγονός στις τοπικές αρχές, οι οποίες τους αναζήτησαν και όταν τους βρήκαν, παρέδωσαν την κοπέλα στους οικείους της.

Ο Νίκος, επειδή ήταν στρατιώτης, πέρασε από στρατοδικείο, όπου, αν κρινόταν ένοχος, η ποινή ήταν εκτέλεση δια τυφεκισμού. Η μικρή Τουρκάλα τον υπερασπίστηκε στο δικαστήριο, λέγοντας ότι τον ακολούθησε με τη θέλησή της και έτσι ο Νίκος αθωώθηκε.

Το γεγονός αυτό σηματοδότησε το τέλος των σχέσεων μεταξύ της νεαρής Τουρκάλας και της οικογένειάς της.

Ο Νίκος την πήρε  και την πήγε στο Σεβντίκιοϊ, για να τη γνωρίσει στην οικογένειά του. Η Kade βαπτίστηκε χριστιανή ορθόδοξη, πήρε το όνομα Ελένη και τον παντρεύτηκε μέσα στο στρατόπεδο, με κουμπάρο το διοικητή του στρατοπέδου.

Έτσι, η Ελένη εγκατέλειψε για πάντα την οθωμανική της καταγωγή, τη θρησκεία τα ήθη και έθιμα της παλαιάς της ζωής (μεγάλη απόφαση για εκείνη την εποχή) και πλέον ζούσε μαζί με την πεθερά και τους συγγενείς του άνδρα της στο Σεβντίκιοϊ.

Δυστυχώς όμως έπρεπε πολύ σύντομα να αποχωριστούν, διότι ο Νίκος έπρεπε να επιστρέψει στο στρατό, όπου πλέον υπηρετούσε σαν Εύζωνας. Ο ελληνικός στρατός έχει ήδη προελάσει στην περιοχή της Ιωνίας και η Μικρασιατική Εκστρατεία βρίσκονταν υπό εξέλιξη. Δυο χρόνια η Ελένη ζούσε στο Σεβντίκιοϊ, ενώ ο Νίκος αγωνίζονταν στο μικρασιατικό μέτωπο.

Λίγες μέρες πριν τα θλιβερά γεγονότα της περιόδου Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 1922, η οικογένεια Αργυράκη, έχοντας ενημερωθεί ότι πλησιάζει το γιαγκίνι της Σμύρνης, εγκατέλειψε την πατρογονική της εστία και με τη βοήθεια κάποιων κουμπάρων μετέβη στα Χανιά της Κρήτης.

Ο Νίκος πήγε αργότερα στην Ελλάδα, ρακένδυτος και ταλαιπωρημένος και ύστερα από μεγάλη αναζήτηση επανασυνδέθηκε με την Ελένη και κάποια μέλη από την οικογένειά του (μητέρα, αδέλφια κλπ.).

Ο Νίκος και η Ελένη έμειναν στα Χανιά έως το 1936, διατηρώντας καφενείο και παντοπωλείο συνάμα, αλλά αποφάσισαν να μετεγκατασταθούν στο Βαθύλακκο Θεσσαλονίκης, όπου υπήρχε πλήθος Σεβντικιαλήδων συμπατριωτών.

Απέκτησαν συνολικά δεκατρία παιδιά, από τα οποία έζησαν μόνο τα έξι, η Πολυξένη, η Ελπινίκη, η Αλεξάνδρα, ο Νίκος, ο Δημητράκης και ο Γιώργος (τα υπόλοιπα απεβίωναν λόγω των κακουχιών και ασθενειών της εποχής εκείνης).

Το 1970, ο Νίκος μαζί με άλλους συγχωριανούς πρόσφυγες πραγματοποίησαν ταξίδι στις Αλησμόνητες Πατρίδες και ένα χρόνο μετά μαζί με την Ελένη επισκέφτηκαν το χωριό της στην Προύσα, όπου η Ελένη συνάντησε την αδερφή της σε προχωρημένη ηλικία. Είχε να τη δει πενήντα ολόκληρα χρόνια.

Η Ελένη ποτέ δεν αναφερόταν στο παρελθόν της, ακόμη κι όταν τα παιδιά της έμαθαν την ιστορία της μητέρας τους. Πάντοτε, άλλαζε θέμα. Ήταν λες και είχε πάρει όρκο. Ο Νίκος και η Ελένη απεβίωσαν στο Βαθύλακκο το 1983 και 1989 αντίστοιχα, έχοντας έξι παιδιά, δεκατρία εγγόνια και πολλά δισέγγονα.

 

Αφήγηση  Παπάζογλου-Ευάγγελου

Βαθύλακκος Θεσσαλονίκης


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής