breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ

  • Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ
  • Ένα ταξίδι στην προγονική γη του Ατάπαζαρ

ΚΕΣΤΑΝΕ ΠΙΝΑΡ

Επόμενος λοιπόν σταθμός μου ήταν το Κεστανέ Πινάρ, στα Ελληνικά Καστανόβρυση. Βρίσκεται σε απόσταση 43 χιλιομέτρων βορειοανατολικά του Ατάπαζαρ και η ονομασία του προφανώς προέρχεται από το γεγονός ότι η περιοχή είναι γεμάτη με καστανιές.        

Στις αρχές του 20ού αιώνα (1905), σύμφωνα με την επίσημη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο Κεστενέ Πουνάρ κατοικούσαν 88 ελληνορθόδοξες οικογένειες· βλ. Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1907 (Κωνσταντινούπολη 1906), σελ. 134. Παρόμοια στοιχεία (90 οικογένειες) δίνει και ο Θ. Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν, σελ. 141-2. 311 ελληνορθόδοξους κατοίκους δίνει η Σία Αναγνωστοπούλου. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919.

Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες.

Το χωριό υπάγονταν στο καϊμακαμλήκι του Ατάπαζαρ και στο μουτεσαριφλίκι της Νικομήδειας. Διοικούνταν από έναν μουχτάρη μαζί με 3-4 αζάδες.

Είχε 150 Ελληνικές οικογένειες, που μιλούσαν  την Ποντιακά και Τουρκικά. Οι πρώτες οικογένειες  που εγκαταστάθηκαν στο χωριό, είχαν έρθει το Μουσουλμανικό έτος Εγίρας 1299, αντίστοιχο  του χριστιανικού 1881, προερχόμενοι οι περισσότεροι από την περιοχή Χαψάμανα της Ορντού, με σκοπό να εργαστούν στα μεταλλεία της περιοχής.            

Άλλος λόγος της μετανάστευσης ήταν οι πιέσεις των Τούρκων αγάδων – τσιφλικάδων, οι οποίοι τους ζητούσαν «μεσιακά» και τους υπέβαλλαν σε συχνές αγγαρείες.

Ο νέος τόπος που εγκαταστάθηκαν, τους ήταν γνωστός από παλαιότερα, διότι περνούσαν συχνά από εδώ  σαν γυρολόγοι, πουλώντας σκάφες.

Τότε οι φίλοι Τούρκοι που κατοικούσαν εκεί, τους υπέδειξαν τον τόπο αυτό σαν τον πιο κατάλληλο για εποικισμό.

Όταν εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, επειδή το έδαφος ήταν δασώδες και ακαλλιέργητο, έκοψαν τα δάση και ξεχέρσωσαν την γη.

Τα σπίτια τους ήταν όλα ξυλόκτιστα με πέτρινα θεμέλια και αμφικλινή στέγη. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και πολλοί από αυτούς εργάζονταν στα μεταλλεία,  που βρίσκονταν σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από το χωριό. Στο χωριό υπήρχαν πολλοί τεχνίτες, όπως μαραγκοί, ξυλοκόποι, γανωτές.

Κύρια προϊόντα του τόπου ήταν τα, μήλα, απίδια, φουντούκια, κάστανα καρύδια, κεράσια, δαμάσκηνα και κυρίως μούσμουλα ή τεγγέλια.

Από τα γειτονικά δάση έκοβαν και εξήγαγαν σε μεγάλες ποσότητες καύσιμη και οικοδομήσιμη ξυλεία.

Όπως και οι κάτοικοι των άλλων χωριών, έκοβαν τα δέντρα που προορίζονταν για οικοδομήσιμη ξυλεία, τα σφράγιζαν και  αργότερα  έριχναν τους κορμούς στον Καράσου ποταμό.

Αυτός με τη δύναμη του ρεύματος, τους μετέφερε  σε λίγες ώρες στην παραλία της Μαύρης θάλασσας,  όπου τους παρελάμβαναν ξένα καϊκια και τους μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη για επεξεργασία.

Η εργασία αυτή γίνονταν κυρίως την περίοδο του χειμώνα, όταν τα νερά του Καράσου ήταν πολύ ορμητικά  εξαιτίας της ανόδου της στάθμης του νερού από το λιώσιμο του χιονιού και τις πολλές βροχές.

Την υπόλοιπη ξυλεία του δάσους, που την ονόμαζαν πριστή ή πελεκητή (κερεστέδες), καθώς και τα καυσόξυλα, αφού την επεξεργάζονταν επί τόπου τη μετέφεραν στο χωριό με τα κάρα τους.

Η εξαγωγή των δασικών και γεωργικών προϊόντων γίνονταν μέσω το Τούρκικου χωριού Κοτσάαλι, που ήταν και το επίνειο του Κεστανέ Πινάρ. Πολύ ανεπτυγμένη ήταν και η κτηνοτροφία. Ο αριθμός των προβάτων που εκτρέφονταν, ανέρχονταν σε 2000, των κατσικιών σε 1000, των βοοειδών σε 1000, των αλόγων σε 100 και των βουβαλιών σε 50. Οι κάτοικοι του χωριού είχαν τη δυνατότητα να θρέψουν όσα ζώα ήθελαν, διότι είχαν στη διάθεσή τους μεγάλες εκτάσεις βοσκότοπων.

Σε απόσταση μιας ώρας προς τη θάλασσα και κοντά στο χωριό Κάσμπαση, στη θέση Μουχταρέ, υπήρχε μεταλλείο μολύβδου και ψευδάργυρου.

Στο Κεστανέ Πινάρ λειτουργούσε τριώροφο  εξατάξιο δημοτικό σχολείο  με ένα δάσκαλο και 120 περίπου μαθητές και μαθήτριες, για το οποίο υπεύθυνη ήταν μια σχολική επιτροπή. Βρίσκονταν κοντά στην εκκλησία και ήταν ξύλινο, όπως άλλωστε και όλα τα σπίτια του χωριού. Το 1909 είχε πενήντα μαθητές και για τη λειτουργία του η σχολική εφορεία κατέβαλλε 12 χρυσές λίρες.

Το Κεστανέ Πινάρ, όπως όλα τα χωριά της περιοχής, υπάγονταν στην εκκλησιαστική επαρχία Νικομήδειας.

Το χωριό είχε δύο εκκλησίες. Η μία ήταν μέσα στο χωριό και ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, ενώ η άλλη που βρίσκονταν έξω από το χωριό, ήταν αφιερωμένη στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη.

Στα μέσα Ιουνίου του 1919 ένα δυσάρεστο γεγονός τάραξε  το Κεστανέ Πινάρ και τα άλλα χωριά.

Οι Τούρκοι μάζεψαν περίπου 120 παιδιά και άνδρες, και τα οδήγησαν στο Κοτσάαλι, δήθεν να κατασκευάσουν ένα δρόμο.

Εκεί τα σκότωσαν όλα, εκτός από  10-15, τα οποία πάνω στον πανικό κατάφεραν να ξεφύγουν.

Ένα από αυτά, ο Κωνσταντίνος, που κατάγονταν από το Κίραζλι, κατάφερε να ξεφύγει και να φθάσει σε ένα ύψωμα του Κεστανέ Πινάρ και από εκεί  φώναξε στους κατοίκους «….Κεστανέπιναρλήδες όσα παιδία πήγανε σο Κοτσάαλι  εσκοτώθανε ασι Τούρκς και τώρα έρτανε να κάφνε το χωρίο σουνε».

Έντρομοι οι κάτοικοι του χωριού  κατέφυγαν στο όρος Τσάμ Ντάγ, όπου έμειναν κρυμμένοι για τρεις μήνες.

Κατόπιν Τσερκέζοι αντάρτες τους έδωσαν όπλα και με επικεφαλή τον ξακουστό Καπετάν Βαγγέλη –Φωτιάδη πέρασαν το Σαγγάριο ποταμό και κατέφυγαν στη Νικομήδεια.

Από εκεί   μετέβησαν στη Ραιδεστό  και αργότερα διασκορπίστηκαν  σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας.

9 οικογένειες εγκαταστάθηκαν στο Μελισσοκομειό Παγγαίου, 10 στο Παλαιοχώρι Πραβίου, 11 στον Καστανά επί της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης –Αξιούπολης και 69 στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου ανεχώρησαν και εγκαταστάθηκαν στο Μεσημέρι Χαλκιδικής.

Στη μνήμη των αδικοχαμένων παλικαριών, που σκοτώθηκαν με ύπουλο τρόπο από τους Τσέτες του Κεμάλ στο Κοτσάαλι, καθώς και στη μνήμη του Καπετάν Βαγγέλη, που. όπως λένε. έσωσε 10.000 ψυχές από βέβαιο θάνατο. στήθηκαν μνημεία στο Μεσημέρι Χαλκιδικής και στη  Νέα Νικομήδεια Ημαθίας.

Ας ελπίσουμε ότι το παράδειγμά τους θα το ακολουθήσουν και τα άλλα χωριά, όπου έχουν εγκατασταθεί οι Ατάπαζαρλήδες.

Έκανα μία βόλτα στο χωριό και θαύμασα την πανέμορφη τοποθεσία του. Ήπια ένα τσάι, που μου πρόσφεραν στο καφενείο και προσπάθησα να βρω κάποιο Ελληνικό σπίτι. Δυστυχώς όμως δεν υπήρχε σε ολόκληρο το χωριό κάτι που να θυμίζει Ελλάδα .

Επόμενο χωριό μετά το Κεστανέ Πινάρ  ήταν το Άκτας.

 

ΑΚΤΑΣ

 Άκτας στην  Τουρκική γλώσσα σημαίνει ασπρόπετρα. Από το χωριό αυτό κατάγονταν η γιαγιά της συζύγου μου,  η Παρθένα Τσομπανίδου, μια γλυκύτατη γριούλα, η οποία ήρθε στην Ελλάδα το 1914 και εγκαταστάθηκε με τους γονείς της στο Πολυδέντρι Λαγκαδά.

Το χωριό ήταν κτισμένο σε μια πλαγιά, όπου δέσποζε ένας μεγάλος άσπρος βράχος,  ο οποίος του έδωσε το όνομά του. Βρίσκεται στην κοιλάδα του ποταμού Μελέν Ντερέ και σε υψόμετρο 450 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας.

Απέχει 43 χιλιόμετρα ΒΑ του Ατάπαζαρ, 81 χιλιόμετρα ΒΑ της Νικομήδειας, 6 χιλιόμετρα  νότια του Κίραζλι και 3 χιλιόμετρα ΝΑ του Κεστανέ Πινάρ. Το χωριό κτίσθηκε  περίπου ,μεταξύ 1840 –1870. Πριν εγκατασταθούν εδώ οι νέοι κάτοικοι, υπήρχαν  δασικές εκτάσεις, που αποψιλώθηκαν, για να κτιστεί το χωριό.

Ο πληθυσμός του έφθανε τους 500- 600 κατοίκους, οι οποίοι κατάγονταν από τα χωριά της Ορντού  και μιλούσαν μόνο Ποντιακά.

Το Άκτας ήταν μουχταρλήκι και υπάγονταν στο Μουδουρλήκι του Ίντζιρλι (Καράσου).

Ο μουχτάρης με βοηθούς δυο αζάδες φρόντιζε για την τάξη στο χωριό και ήταν υπεύθυνος απέναντι στην Τουρκική διοίκηση, αν συνέβαινε κάποιο δυσάρεστο γεγονός. 

   Ένα από τα  καθήκοντά του ήταν να εισπράττει, μαζί με τον Τούρκο εισπράκτορα, τους φόρους  και να καλεί τους στρατεύσιμους στη στρατολογία.

Ο τελευταίος μουχτάρης του χωριού ήταν ο Ξυλογιώργης. Κύριες ασχολίες των κατοίκων ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Παρήγαγαν καλαμπόκι, σίκαλη, φασόλια, δημητριακά, ενώ στα απέραντα λιβάδια της περιοχής οι κάτοικοι έβοσκαν τα ζώα  τους και παρήγαγαν βούτυρα και τυριά.

Δυτικά του χωριού και σε απόσταση 5 χιλιομέτρων έρεε ο ποταμός Καράσου, στην όχθη του οποίου  υπήρχε ένα μεταλλείο ασημιού και μολύβδου. Το μεταλλείο αυτό το εκμεταλλεύονταν μία Γαλλική εταιρεία. 

Στο χωριό υπήρχαν λίγα και μικρά  εμπορικά μαγαζιά  και ένα σιδεράδικο, που ανήκε στον Τσορακλίδη.

Τις εμπορικές συναλλαγές τους τις έκαναν οι κάτοικοι στην κωμόπολη Χεντέκ, που απείχε  20 χιλιόμετρα ΝΔ του χωριού.

               

  

Η εκκλησία ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Κωνσταντίνο  και την ημέρα της γιορτής του Αγίου γινόταν  μεγάλο πανηγύρι με τη συμμετοχή κατοίκων και των υπόλοιπων χωριών.

Τελευταίος παπάς ήταν ο Παύλος Παπαδόπουλος,  ο οποίος ήταν και ο αρχιερατικός επίτροπος της περιοχής. Χρημάτισε  ακόμη και μέλος του δικαστηρίου του Μουδουρληκίου.

Δίπλα στην εκκλησία  ήταν τα νεκροταφεία και το σχολείο.

Το σχολείο  ήταν ξυλόκτιστο, είχε δυο δωμάτια, όπου στο ένα έμενε ο δάσκαλος, ενώ στο άλλο γίνονταν η διδασκαλία.

Λειτουργούσαν 4 σχολικές τάξεις  με πολύ λίγους μαθητές,  οι οποίοι προτιμούσαν να βόσκουν τα ζώα της οικογένειας, παρά να πηγαίνουν στο σχολείο. Οι κάτοικοι του Άκτας  προαισθάνθηκαν ίσως το τι θα επακολουθούσε και έφυγαν στην Ελλάδα  το 1914, μαζί με τους κατοίκους του Κεπλήγητζουν και εγκαταστάθηκαν στο Πολυδέντρι  του Λαγκαδά.

Πλησίαζα πλέον  στον Εύξεινο Πόντο  και τελευταίο χωριό  που μου απόμεινε, ήταν το Κίραζλι. Εγκατέλειψα  το δρόμο που περνούσε μέσα από  τα προαναφερθέντα χωριά και μπήκα στον  κεντρικό δρόμο, που οδηγούσε  στην παραθαλάσσια κωμόπολη  το Ίντζιρλη ή Καράσου.

Ο δρόμος ήταν ασφαλτοστρωμένος, πλατύς και  λίγο ανηφορικός. Από μακριά διακρίνει κανείς μία πανέμορφη βίλα, που δεσπόζει στην περιοχή, η οποία από ότι μου είπαν ανήκε σε κάποιον ζάμπλουτο μαφιόζο Τούρκο.    

 

Στην αριστερή πλευρά του δρόμου και κάτω σε μία κοιλάδα διακρίνει  κανείς το Κίραζλι με τα αραιοκατοικημένα του σπίτια, που είναι σαν φυτεμένα δεξιά και αριστερά.

 

ΚΙΡAΖΛΙ

Το Κίραζλι είναι χτισμένο σε μία πλαγιά, στην κοιλάδα ενός παραποτάμου του Μελέν Ντερέ. Στα Ελληνικά ονομάζονταν Κερασοχώρι από τις πολλές κερασιές που υπήρχαν στην περιοχή.

Βρίσκεται σε υψόμετρο 400 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας  και απέχει 45 χιλιόμετρα από το Ατάπαζαρ, 3 χιλιόμετρα από το Κεστανέ Μπουνάρ και 7χιλιόμετρα από την Κουρούντερε.

Στο χωριό πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή κατοικούσαν περίπου 950 άτομα σε σύνολο 140 οικογενειών.

Στις αρχές του 20ού αιώνα (1905), σύμφωνα με την επίσημη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο Κιρεζλί κατοικούσαν 100 ελληνορθόδοξες οικογένειες, βλ. Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1907 (Κωνσταντινούπολις 1906), σελ. 134. Παρόμοια στοιχεία (105 οικογένειες) δίνει και ο Θ. Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, βλ. Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, Θ., Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν. Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων(Κωνσταντινούπολις 1909), σελ. 142. 712 ελληνορθόδοξους κατοίκους δίνει η Σία Αναγνωστοπούλου. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες.

Ήταν όλοι τους Πόντιοι, οι οποίοι προέρχονταν από τα χωριά της Ορντού.               

Ένα μέρος από αυτούς ήταν πρόσφυγες από την Αργυρούπολη, που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ το 1856, ενώ υπήρχαν και άλλες οικογένειες  που ήρθαν  το 1878.

Στο Κίραζλι εγκαταστάθηκαν πολλές οικογένειες από το Ντερένταμον της περιοχής Σερμπίρ Καραχισάρ του τμήματος Εμπές της Ορντού, ενώ  κάποιες οικογένειες  προέρχονταν από το Μελέτ της περιοχής Γαρά Σαρή. Η νέα περιοχή όπου εγκαταστάθηκαν, ήταν ιδιοκτησία ενός Τούρκου μπέη, από τον οποίο την αγόρασαν και έκτισαν το νέο χωριό.

Το Κίραζλι ανήκε διοικητικά στο καϊμακαμλήκι του Ατάπαζαρ και ευρύτερα στο μουτεσαφιρλίκι της Νικομήδειας.

Οι κάτοικοι μιλούσαν και τραγουδούσαν στην Ποντιακή διάλεκτο, γνώριζαν και τα Τουρκικά σε αντίθεση με τα Ελληνικά, τα οποία δεν μιλούσαν καθόλου. Το Κίρεζλι είχε τρεις μαχαλάδες. Ο πρώτος μαχαλάς ονομάζονταν Καρά Ντερέ, ήταν κτισμένος σε χαμηλό σημείο και στη θέση αυτή υπήρχε ένα ξερό ρέμα.

Στο μαχαλά αυτόν υπήρχε ένα πηγάδι, το οποίο μόνο τις πρωινές ώρες είχε νερό.

Το Αλαπλή Κιόϊ ήταν ο δεύτερος μαχαλάς και ο τρίτος ήταν ο Κάσμπαση, που από μόνος του αποτελούσε ξεχωριστή κοινότητα.

Οι τρεις μαχαλάδες δεν απείχαν πολύ ο ένας από τον άλλο.

Οι δρόμοι τους ήταν χωμάτινοι και στενοί, και το χειμώνα με τις πολλές βροχές και τα χιόνια γίνονταν εξαιρετικά δύσβατοι.

Υπήρχαν επίσης και  άλλοι τρεις μικροί μαχαλάδες  ο Ρακάν, Κοτσόι Αλή, Σαλήγκατ και Κοτσιλού.

Ανάμεσα στους μαχαλάδες υπήρχαν ανοικτοί χώροι, όπου έκαναν «αλώνια»   και γιόρταζαν στα πανηγύρια.

Οι κάτοικοι παρήγαγαν  καλαμπόκια, φασόλια, κάστανα, κεράσια και φουντούκια. Κάθε οικογένεια είχε 30-50 αιγοπρόβατα. Στο Τουρκικό κράτος παρέδιδαν τη Δεκάτη και ο φοροεισπράκτοράς τους, τον οποίο ονόμαζαν Τσαχλιντάρη, μαζί  με το μουχτάρη γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού, για να την παραλάβουν. Ο κάθε νοικοκύρης του χωριού είχε ιδιόκτητη περιουσία 4-5 στρεμμάτων γης.

Στο χωριό εργάζονταν πολλοί τεχνίτες, οικοδόμοι, μαραγκοί, και καλαϊτζήδες. Υπήρχαν πολλά καταστήματα, μπακάλικα, καφενεία, ραφεία, τα οποία εξυπηρετούσαν και τους κατοίκους των άλλων διπλανών χωριών, αλλά και τους ξένους υπαλλήλους των μεταλλείων (Γάλλοι και Αυστριακοί), που βρίσκονταν κοντά στο χωριό.

Για την εκλογή του  μουχτάρη συγκεντρώνονταν σε ένα μέρος όλοι οι άνδρες του χωριού και  υποδείκνυαν ένα άτομο, σηκώνοντας το χέρι τους. Μαζί με το μουχτάρη εκλέγονταν 3 αζάδες –σύμβουλοι – οι οποίοι αποτελούσαν την επιτροπή του χωριού και προσπαθούσαν να δώσουν λύσεις στα διάφορα  προβλήματα που παρουσιάζονταν.

Ο μουχτάρης αναγνωρίζονταν από τους Τούρκους. Σε αυτόν έστελναν τις διαταγές τους και αυτόν προσκαλούσαν, όταν έπρεπε να ανακοινώσουν κάτι στους κατοίκους του χωριού.

Η εκκλησία και το σχολείο είχαν δικές τους επιτροπές,  οι οποίες πρόσφεραν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες τους.

Δίπλα στο  σχολείο υπήρχε ένας οντάς για τη φιλοξενία των Τούρκων, αλλά και διαφόρων άλλων επισκεπτών. Στη μέση  των τριών συνοικισμών του χωριού βρίσκονταν η εκκλησία και το σχολείο.

Στην όμορφη πλατεία του χωριού υπήρχε ένα μεγάλο και εντυπωσιακό έλατο, όπου  κάθονταν τα καλοκαίρια οι άνδρες του χωριού και ξεκουράζονταν. Την αυλή της εκκλησίας στόλιζαν από πανέμορφα πεύκα. Το καμπαναριό  ήταν ξύλινο.

Είχε μία μεγάλη καμπάνα και όταν τραβούσες το σχοινί, χάρις στη μεσολάβηση μιας ρόδας, ο ήχος ακούγονταν τρεις φορές και έφθανε πολύ μακριά.

Ο ήχος της έφθανε πολύ μακριά. Η εκκλησία ήταν αφιερωμένη στην  Κοίμηση της Θεοτόκου, ήταν πετρόκτιστη, μακρόστενη και η οροφή της αποτελείτο από χάρτωμα σαμαρωτό.

Εσωτερικά είχε γυναικωνίτη, ωραίο τέμπλο και  όμορφες εικόνες. Το Δεκαπενταύγουστο στη διάρκεια της γιορτής της γίνονταν μεγάλο πανηγύρι, που κρατούσε τρεις μέρες. Έρχονταν από το Ατάπαζαρ έμποροι και πουλούσαν τα εμπορεύματά τους.

Στην περιουσία της  εκκλησίας ανήκαν δυο διαμερίσματα και ένα ξενοδοχείο με καφενείο και ισόγειο, όλα γύρω από την πλατεία, καθώς επίσης και ένας νερόμυλος στην περιοχή Άκ Μπουνάρ, κοντά στο ποτάμι.

Στην περιοχή του Καρά Ντερέ  υπήρχε μία μικρή εκκλησία, αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο.

Ήταν ξύλινη και λειτουργούσε μόνο την ημέρα της γιορτής του ή όταν κάποιος χριστιανός ήθελε να κάνει παράκληση.

Μισή ώρα έξω από το χωριό υπήρχε το παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπους, που και αυτό λειτουργούσε μόνο την ημέρα της γιορτής του. Πίσω από την εκκλησία της Παναγίας  βρίσκονταν τα νεκροταφεία, όπου στους τάφους των νεκρών  τοποθετούσαν μικρούς ξύλινους σταυρούς.

Εκκλησιαστικά υπάγονταν στη Νικομήδεια, όπου ήταν η έδρα της Μητρόπολης. Όταν ο Δεσπότης επισκέπτονταν τα χωριά, η υποδοχή που του επιφύλασσαν ήταν ανεπανάληπτη.

Το σχολείο ήταν εξατάξιο με λίγους μαθητές  και βρίσκονταν δίπλα  στην εκκλησία. Στο κάτω μέρος του ήταν αποθήκη ξύλων και στο πάνω υπήρχε  μία μεγάλη αίθουσα διδασκαλίας.

Οι τελευταίοι δάσκαλοι που δίδαξαν, ήταν ο Καραμανλής από την Καισάρεια και ο Κυρ Περικλής. Έτσι τουλάχιστον τους θυμούνται οι παππούδες μας.

Οι δάσκαλοι πληρώνονταν από τις εισφορές των κατοίκων και δίδασκαν Ανάγνωση, Γραφή, Αριθμητική, και Ιερά Ιστορία

Το κλίμα ήταν εύκρατο και υγιεινό. Έβρεχε και χιόνιζε πολύ και για τον λόγο αυτό οι κάτοικοι στις μετακινήσεις τους χρησιμοποιούσαν τσόκαρα, που δεν γλιστρούσαν. Τα σπίτια του χωριού ήταν  διώροφα, κτισμένα με το σύστημα «μπάγκνταντή», δηλαδή μετά τα θεμέλια τοποθετούσαν χοντρά ξύλα, τα οποία γέμιζαν με πέτρες και λάσπη.

Στη σκεπή έβαζαν  «χάρτωμα», δηλαδή λεπτές σανίδες τη μία δίπλα στην άλλη. Μόνο ο παπάς είχε τοποθετήσει κεραμίδια στη σκεπή του σπιτιού του, που τα είχε φέρει από το Ατάπαζαρ.

Στο κάτω μέρος των  σπιτιών  βρίσκονταν ο στάβλος  και οι αποθήκες, ενώ στο πάνω υπήρχαν  2-3 δωμάτια.

 

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Σε σχετικά κοντινή απόσταση  ανατολικά και σε απόσταση 15 λεπτών από το χωριό, έρεε  ο ποταμός  Άκ Μπουνάρ, με τα νερά του οποίου δούλευε ο νερόμυλος του χωριού.              

Πιο μακριά ήταν το ποταμάκι Αλί Τσαούς  που πήγαζε από το πιο ψηλό βουνό της περιοχής, το Τσάμ Ντάγ και σε απόσταση μιας ώρας από το χωριό βρίσκονταν ένα άλλο βουνό, το Τσατάλ Ντάγ.

Στην τοποθεσία Καράσογιού που απείχε μία ώρα από το χωριό, υπήρχε ένα εργοστάσιο παραγωγής ασβέστη.

Στην περιοχή αυτή παλαιότερα είχαν ανακαλύψει πολλά εικονίσματα, που τα μετέφεραν στην εκκλησία του χωριού.

Άλλη τοποθεσία ήταν το Πελιτλί, σε απόσταση μισής ώρας από το χωριό, που  πήρε το όνομά της  από το δάσος που υπήρχε εκεί.

Στο χωριό υπήρχαν πολλές βρύσες. Μία από αυτές ονομάζονταν Τεήλ Μπουνάρ,  από το όνομα ενός Τούρκου αγά, που την έκτισε, για να μνημονεύεται το όνομά του.

Λίγο πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι Τούρκοι μπήκαν στο Κίραζλι,  εκτέλεσαν γύρω στους 80 άνδρες και στη συνέχεια το έκαψαν.

Όσοι κάτοικοι κατάφεραν να κρυφθούν στα γύρω δάση, γλίτωσαν, ενώ τους  άλλους τους έκαψαν ζωντανούς στα σπίτια τους.

Οι κρυμμένοι στα δάση  σώθηκαν από τον Καπετάν Φωτιάδη, που τους οδήγησε έπειτα από πολυήμερη πορεία στην περιοχή Καράβονι, στη Νικομήδεια, όπου στάθμευαν μονάδες του Ελληνικού στρατού. Από εκεί ήρθαν  στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με αφηγήσεις των κατοίκων της Νέας Νικομήδειας, δυο αδέλφια από το γένος Πασχαλίδη παρέμειναν στο χωριό μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Επισκεπτόμενος το Κίραζλι τα τελευταία χρόνια μαζί με μια ομάδα Αταπαζαρλήδων, στήσαμε ένα γλέντι στην πλατεία του χωριού. Μετά από λίγο ήρθε αλαφιασμένος ένας γεροντάκος που μας φιλούσε, χόρευε μαζί μας και μας αποκαλούσε αδέλφια μου.

Όταν φύγαμε, κάποιος από την ομάδα μας είπε ότι ήταν απόγονος των αδελφών, που παρέμειναν στο χωριό.

 

ΚΑΣΜΠΑΣΗ

Συνεχίζοντας το δρόμο μου, έφθασα στο  Κάσμπαση. Από το πιο ψηλό σημείο του χωριού διακρίνει κανείς μπροστά του τη Μαύρη θάλασσα.

Τα σπίτια του είναι καινούργια, όχι όμως πάρα πολύ περιποιημένα. Δεν διέκρινα τίποτε το Ελληνικό και το θεώρησα φυσικό, διότι το Κάσμπαση θεωρείται τουριστικός τόπος  και τα παλιά σπίτια έχουν όλα γκρεμισθεί.

Το Κάσπαση αποτελούσε τον τρίτο μακρινό μαχαλά του Κίραζλι και είχε  33 σπίτια. Στο κέντρο του χωριού βρίσκονταν κατά σειρά τα σπίτια των Μουρατιδαίων και των Πασχαλιδαίων.

Ξεκινούσε πρώτα το σπίτι του Τσαούς Γιώργου Μουρατίδη και μετά του Κυριάκου Μουρατίδη. Ακολουθούσαν  του Χάμπου και Παναγιώτη Μουρατίδη  και της Δημητάβας, χήρας του Χαράλαμπου Μουρατίδη.

Έπειτα ξεκινούσαν τα σπίτια των Πασχαλιδαίων του Σάββα του Κωτίκ και τέλος του Χατζή Κυριάκου. Από το  Κάσμπαση κατάγονταν επίσης και το  σόι των Ιωσηφιδαίων, που  εγκαταστάθηκαν στο Σταυρό  Ημαθίας.

            Οι σχέσεις με τους Τούρκους μέχρι το 1914, που ήρθαν οι Τσέτες, ήταν πολύ καλές.

Οι κάτοικοι του χωριού  μετά την Καταστροφή εγκαταστάθηκαν στο Σταυρό Ημαθίας και στη Δάφνη Γιανιτσών.

Συνέχισα το δρόμο μου και αφού πέρασα  ένα –δύο Τουρκικά χωριά, έφθασα στην Καράσου ή Ίντζιρλι,  μια κωμόπολη που βρίσκεται  στη Μαύρη Θάλασσα.

 

ΚΑΡΑΣΟΥ

Τελευταίος σταθμός αυτού του ταξιδιού μου ήταν  η Καράσου ή Ίντζιρλι, όπως την ονόμαζαν παλαιότερα  Έλληνες και Τούρκοι κάτοικοι της περιοχής. Όπως έλεγε ο παππούς μου ο Αρναούτης, το Ίντζιρλι ήταν Μουδουρλήκι και  εδώ έρχονταν, όταν χρειάζονταν κάποια έγγραφα. Σήμερα η Καράσου μεγάλωσε και έγινε μια όμορφη παραθαλάσσια πόλη,  που το καλοκαίρι  την επισκέπτονται  πολλοί  τουρίστες.

Πήγα στην πλατεία της πόλης  και νοίκιασα ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο  ALTINTAS.

Δεν ήταν ό,τι καλύτερο υπήρχε  από πλευράς υπηρεσιών, αλλά πάντως ήταν φθηνό.

Πήγα αμέσως στο δωμάτιό  μου  και  κοιμήθηκα  αμέσως. Το απόγευμα  στην ρεσεψιόν γνώρισα και τους ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου,  τους κυρίους Γιουσούφ και  Αλή Αλτίντας.

Ο Γιουσούφ  με προσκάλεσε στο γραφείο του και με κέρασε  το συνηθισμένο  πια τσάι. Από τη συζήτηση που είχαμε  και τις ερωτήσεις  που μου έκανε  για το σκοπό του ταξιδιού μου, κατάλαβα ότι  έψαχνε και αυτός.. λίρες  και προσπαθούσε  τώρα να με ψαρέψει, για να πάμε να τις βρούμε μαζί.

Επέμενε μάλιστα  να παραμείνω στο ξενοδοχείο  για λίγες μέρες ακόμη, χωρίς να πληρώσω τίποτε.

Δυστυχώς οι περισσότεροι Τούρκοι έχουν την εντύπωση ότι  οι Έλληνες, που επισκέπτονται τα χωριά των προγόνων τους,  έχουν σαν μοναδικό σκοπό να πάρουν στην επιστροφή τις λίρες, που είχαν αφήσει το 1922 οι πρόγονοί τους.

Το βράδυ με κάλεσε για φαγητό ο Αλή, ο οποίος ήταν Χατζής και φανατικός Μουσουλμάνος.

Εντύπωση μου προκάλεσε το γεγονός  ότι  δεν μου σύστησε καθόλου τη γυναίκα του. Όταν ήταν έτοιμο το φαγητό,  η γυναίκα του το άφησε έξω από την πόρτα και με σερβίρισε ο  ίδιος ο Αλή.

Για να μην πολυλογώ, η συζήτησή μας κατέληξε πάλι στις.. χαμένες λίρες  και έτσι αναγκάσθηκα  μετά το φαγητό, επικαλούμενος κόπωση, να  καταφύγω στο ξενοδοχείο.

Την άλλη μέρα τους αποχαιρέτησα, τους ευχαρίστησα για τη φιλοξενία  και πήρα το δρόμο της επιστροφής.

Μετά δυο ώρες  έφθασα στην Κωνσταντινούπολη, θαύμασα για μια ακόμη φορά τη Βασιλεύουσα πάνω από τη γέφυρα του Βοσπόρου και κατευθύνθηκα για τα Ελληνικά σύνορα.

Το Ονειρεμένο ταξίδι στην Ιερή Προγονική γη του Ατάπαζαρ είχε φθάσει στο τέλος του.

Επισκέφθηκα  τα χωριά,  όπου έζησαν οι πρόγονοί μου, γνώρισα καλούς και κακούς ανθρώπους, κοιμήθηκα και έφαγα στα σπίτια τους  και φεύγοντας άφησα πίσω μου καλούς φίλους, τη φιλοξενία των οποίων ελπίζω κάποτε να ανταποδώσω.

Έφυγα στεναχωρημένος από την Κουρούντερε, το Γενή Ντάγ, την Πάραλι το Κίραζλι, αλλά με παρηγορούσε η σκέψη ότι πολύ σύντομα θα ξανάρθω.

Και μέσα σου κυριαρχεί η βεβαιότητα ότι οι πατρίδες αυτές που σαν εθνικός χώρος έχουν χαθεί για πάντα, στη συνείδησή μας πρέπει να παραμείνουν ζωντανές και αναλλοίωτες.

Και έχουμε καθήκον να μεταφέρουμε την ιστορία τους και την ύπαρξή τους στις επερχόμενες γενεές,  γιατί έτσι  διατηρούμε αναλλοίωτες την ιστορία και τον πολιτισμό των προγόνων μας.


ΚΙΡΑΖΛΙ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής