breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας

  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας

Πέρασε πολύς καιρός από το προσκύνημά μου στην Ιερή προγονική γη του Ατάπαζαρ, τον τόπο καταγωγής του παππού μου, του Αρναούτη. 

Ένα ταξίδι, κατά τη διάρκεια του οποίου, επισκέφθηκα τα χωριά των Ποντίων προγόνων μου, προσκύνησα τα Ιερά τους και δέχθηκα, με μεγάλη έκπληξη, την καταπληκτική φιλοξενία των νέων κατοίκων τους.  Κάπως έτσι απέκτησα πολλούς καλούς φίλους, με τους οποίους η φιλία μας διαρκεί μέχρι και σήμερα.

Με αφορμή τη φιλοξενία αυτή, δράττομαι της ευκαιρίας να κάνω μία παρένθεση, για να εκθέσω κάποιες απόψεις μου. Θεωρώ πως οι θεωρίες κάποιων φανατικών «Ελληναράδων» αποτελούν κατάφορη αδικία…

Πρόκειται για αυτούς, που αφ’ ενός διαλαλούν ότι δεν πάνε στην Τουρκία, για να μην αφήσουν ούτε δεκάρα τσακιστή στους … «Τουρκαλάδες», ωστόσο είναι οι ίδιοι που με περισσή ευκολία αγοράζουν τα φθηνά εισαγόμενα τουρκικά προϊόντα, που κατακλύζουν την Ελληνική αγορά. Αφ’ ετέρου απορρίπτουν όλους τους Τούρκους ως υπανάπτυκτους και βάρβαρους και προτάσσουν αυτό ως σοβαρό λόγο να μην επισκεφθούν τους τόπους καταγωγής των γονιών τους.

Οι Τούρκοι, που συνάντησα εγώ στο Ατάπαζαρ, ήταν ευγενέστατοι, φοβερά φιλόξενοι και άνοιγαν εγκάρδια τις πόρτες των σπιτιών τους, για να με φιλοξενήσουν και να με ξεναγήσουν στα μέρη τους, τα οποία γνωρίζουν ότι κάποτε ήταν ελληνικά. Το ίδιο κάνουν και με όλους τους Έλληνες, που επισκέπτονται τα εδάφη τους. Τους σέβονται, διότι αντιλαμβάνονται το σκοπό της επίσκεψής τους και τους ανοίγουν διάπλατα την πόρτα του σπιτιού τους, που κάποτε ανήκε στους προγόνους τους.

Στα μέρη αυτά οι ερημωμένες και μισογκρεμισμένες εκκλησιές περιμένουν ένα χριστιανικό πόδι να περπατήσει το εσωτερικό τους και ένα χριστιανικό χέρι να χαϊδέψει τις σχεδόν κατεστραμμένες μορφές Αγίων, που βρίσκονται στους τοίχους και έχασαν για πολλά χρόνια τη φροντίδα μας.

Η παρουσία μας εκεί, στις προγονικές μας εστίες, είναι απαραίτητη, διότι διατηρεί ζωντανές τις μνήμες μας και υπενθυμίζει στις επερχόμενες γενεές ότι σε αυτά τα ιερά μέρη κατοικούσαν και ευημερούσαν οι δικοί μας άνθρωποι. Επιπλέον, η όποια φωτογραφία ή βίντεο φιλμ, με το οποίο θα απαθανατίσουν οι επισκέπτες τις εκκλησίες και τα ελληνικά σπίτια, θα αποτελέσουν αργότερα ένα σημαντικό ντοκουμέντο για τους ερευνητές του μέλλοντος.

Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι η παρουσία μας εκεί, έστω και για τουριστικούς σκοπούς, κάνει τους  πανέξυπνους -και όχι όπως οι περισσότεροι Έλληνες πιστεύουν, μπουνταλάδες Τούρκους - να αναστηλώνουν πολλά χριστιανικά μνημεία, για να μπορούμε να προσκυνάμε και να αφήνουμε τον …..οβολό μας.

Γι’ αυτόν το λόγο και μόνο αξίζει τον κόπο να επισκεπτόμαστε τις χαμένες μας πατρίδες, για να τις αναστήσουμε!

Ας μη στεκόμαστε μόνο στην παθητική στάση της κατάκρισης των αλλοεθνών γειτόνων. Ας ατενίσουμε και από μια διαφορετική σκοπιά το θέμα και θα διαπιστώσουμε ότι και στις δικές μας ελληνικές πόλεις, όσα από τα τούρκικα μνημεία έχουν απομείνει, είναι και αυτά σε κακή κατάσταση ή έχουν καταστραφεί πλήρως.

Και αυτό, διότι η πολιτική και των δυο κυβερνήσεων αποσκοπεί, όχι φυσικά στην επισκευή και ανακαίνιση των ιστορικών μνημείων, αλλά στην εγκατάλειψή τους και την καταστροφή από τη φθορά που επιφέρει ο χρόνος.   Όταν, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, ο Ανδρούτσος πολιορκούσε την Ακρόπολη των Αθηνών, οι πολιορκημένοι Τούρκοι αποκολλούσαν τα μάρμαρα και έπαιρναν το μολύβι που υπήρχε μέσα, για να το χρησιμοποιήσουν εναντίον των πολιορκητών. Τότε ο Ανδρούτσος έδωσε στους Τούρκους το μολύβι που τους έλειπε, για να μην καταστρέφουν τα μάρμαρα. Αυτός είναι πραγματικός πατριωτισμός και σεβασμός προς την πατρίδα και την ιστορία της…

Το επόμενο προγραμματισμένο ταξίδι μου είχε προορισμό το χωριό καταγωγής των γονιών της μητέρας μου, τα Κουβούκλια Προύσας.  Για να μην αδικήσω τον παππού Φωτάκη, του οποίου είχα και το όνομα και τη γιαγιά μου, τη  Φωτακίνα, που για πέντε ολόκληρα χρόνια έζησα κοντά τους.

Σε αντίθεση με τους Πόντιους παππούδες μου, αυτοί ήταν πολύ αυστηρών αρχών, γεγονός που διαγραφόταν σε όλη τη συμπεριφορά τους. Δεν ήταν τυχαίο άλλωστε που ο παππούς ο Γιώργης μέχρι που πέθανε, διετέλεσε επί σειρά ετών εκκλησιαστικός επίτροπος στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη Λεβαία.

Κάθε Κυριακή ήθελα δεν ήθελα, πήγαινα στην εκκλησία και μάλιστα έδινα μάχη με τους άλλους συμμαθητές μου για το ποιος θα έλεγε το «Πάτερ ημών» ή το «Πιστεύω». Τετάρτες και Παρασκευές απαγορευόταν το κρέας. Αυτό ήταν το μόνο εύκολο… διότι με την καταραμένη φτώχεια που μας έδερνε, που να εύρισκαν λεφτά για κρέας. Το ίδιο ίσχυε και για τις μεγάλες νηστείες. Πήζαμε, στην κυριολεξία, στις πατάτες φούρνου και στα όσπρια. Πριν το φαγητό κάναμε το σταυρό μας και κατά τη διάρκειά του, επικρατούσε άκρα ησυχία.

«Έτσι κάναμε στην πατρίδα μας», έλεγε πάντα ο παππούς.

Όλες αυτές τις συνήθειες τις είχαν μεταφέρει με ευλάβεια από την πατρίδα. Συνήθειες που τους είχαν διδάξει οι γονείς τους και αυτοί με τη σειρά τους μετέδωσαν στα παιδιά και στα εγγόνια τους. Τα βράδια κοντά τους, με τις ατέλειωτες συζητήσεις και τις ιστορίες για τη γενέτειρά τους, πλημμύριζαν το παιδικό μου μυαλό με μια μαγεία ανεξήγητη. Έτσι μαγικά μεταφερόμουν και εγώ στα Κουβούκλια, που βρίσκονταν είκοσι χιλιόμετρα μακριά από την Προύσα. Ζούσα και εγώ τη δική τους ζωή στο χωριό, βίωνα τα ήθη και έθιμά τους, μάθαινα τα τραγούδια, τα παραμύθια τους και πολλές άλλες ιστορίες, που στο τέλος μου προκαλούσαν πόνο και θλίψη.

Δίπλα στον παππού πάντα καθισμένη η γιαγιά «Φωτακίνα», αναπολούσε και αυτή τα περασμένα και τον συμπλήρωνε, αν του διέφευγε κάτι.  Τη θυμάμαι επίσης τη Μεγάλη Εβδομάδα, που μας τραγουδούσε με τη γλυκύτατη φωνή της το «Μοιρολόι της Παναγίας» και μας έκανε όλους να δακρύζουμε από συγκίνηση. Αν και είναι αρκετά μεγάλο, το παραθέτω όπως το τραγουδούσε η γιαγιά, για να μείνει και στη μνήμη των νεώτερων.

 

Το Μοιρολόι της Παναγίας

 

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,

 

σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι

 

για να σταυρώσουν το Χριστό των Πάντων Βασιλέα.

 

Και η Παναγιά η Δέσποινα, καθόταν μοναχή της,

 

τις προσευχές της έκανε για το μονογενή της.

 

Φωνή της ήρθε απ’ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:

 

-«Φθάνουν Κυρά μου οι προσευχές, φθάνουν και οι μετάνοιες,

 

το γιό σου τον επιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε,

 

σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε,

 

και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραννάνε.»

 

Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη,

 

σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο

 

και δύο με ροδόσταμο για να ‘ρθει ο λογισμός της.

 

«Λάβε Κυρά μου υπομονή, λάβε και ανέση,

 

εσύ αν πάς να κρεμαστείς, ο κόσμος θε να το μάθει.»

 

Η Μαρία η Μαγδαληνή, του Λάζαρου η μάνα και του Γιακώβου αδελφή,

 

οι τέσσερις αντάμα επήραν το δρομί – δρομί, το μονοπάτι,

 

και το δρομί τους έβγαλε εις του ληστή την πόρτα.

 

-  «Άνοιξε πόρτα του ληστή! Άνοιξε πόρτα του Πιλάτου!»

 

Κι η πόρτα απ’ το φόβο της, ανοίγει μοναχή της.

 

Βλέπει δεξιά, βλέπει αριστερά, κανένα δε γνωρίζει,

 

βλέπει και δεξιότερα, βλέπει τον Αϊ Γιάννη.

 

-«Αχ ! Αϊ Γιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστή του γιού μου,

 

δεν είδες τον γιόκα μου και σε τον δάσκαλό σου;»

 

-«Τι να σε πω και πώς να σε τον δείξω.

 

Βλέπεις εκείνον το γυμνό, τον παραπεταμένο,

 

που το πουκάμισο φορεί στο γέμα βουτημένο;

 

Εκείνος είν’ ο γιόκας σου, κ’ εμέ διδάσκαλός μου.»

 

-«Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;»

 

-«Τι να σου πω Μανούλα μου και τι να σου μιλήσω,

 

το Μέγα Σάββατο το βράδυ, κοντά στο μεσονύχτιο,

 

όταν λαλούν οι πετεινοί να ‘χεις χαρές μεγάλες,

 

τότε θα σηκωθεί ο γιόκας σου και στα ουράνια θα πάει.»

 

Μεγαλειώδεις στίχοι, που απεικονίζουν εξαιρετικά το Θείο δράμα! Ακόμα και αυτή τη στιγμή που γράφω, αισθάνομαι να με διαπερνά το ίδιο ρίγος συγκίνησης.

Φέρνω στο μυαλό μου την όμορφη εικόνα που έβλεπα, όταν επέστρεφα από το σχολείο… ο παππούς να κάθεται πάνω σε ένα κιλίμι, κοντά στην πόρτα του σπιτιού και δίπλα του η γιαγιά Φωτακίνα, η τσακίρα, με τα πανέμορφα γαλάζια μάτια. Γύρω τους σχεδόν πάντα συγκεντρωμένη η ίδια όμορφη παρέα.

Η παραμυθατζού της γειτονιάς, η γιαγιά η Μεταξού, που καταγόταν και αυτή από τα Κουβούκλια. Η θεία η Γραμμάτα από το Ταχταλή, πιο εκεί η γιαγιά η Ευρυδίκη η Κακλάβα, που πέθανε 100 χρονών και η θεία η Μανουσαρίνα, από την Κουρούντερε του Ατάπαζαρ, η μοναδική Ποντία. Αγαπημένη συνήθεια του παππού να διηγείται στις «κοτούλες» του -όπως τις αποκαλούσε - τις ιστορίες για το χωριό του, τα Κουβούκλια, για τα ανδραγαθήματά του στο Μικρασιατικό πόλεμο, αλλά και αργότερα ενάντια των Γερμανών και στον εμφύλιο, ενάντια στους κομμουνιστές.

Ήταν ήρωας ο παππούς μου και όταν, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, τραυματίσθηκε σοβαρά και έχασε το ένα του μάτι, η «στοργική», όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις πατρίδα, πέταξε στα σκουπίδια τις αιτήσεις του για μια μικρή σύνταξη πολέμου. Αντί αυτού, του έδωσε παράσημα ανδρείας, τα οποία στολίζουν τώρα τη συλλογή μου. Κάτι είναι και αυτό… μια αναγνώριση ότι οι αγώνες του δεν πήγαν χαμένοι.

Τα βράδια του χειμώνα παρέμενε πάντα ίδιο το σκηνικό ….

Κάθε βράδυ κάναμε νυχτέρια. Κάποιες νύχτες πηγαίναμε στο σπίτι της γιαγιάς της Μεταξούς, η οποία με τη θυγατέρα της, την Κυρά Παναγιώτα, μας διηγούνταν ατέλειωτα παραμύθια με τον Κέλογλαν, τον Καμπέρ και την Αρζού.

Νυχτέρια βέβαια χωρίς διάφορα μικρασιάτικα εδέσματα και γλυκίσματα δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε. Έτσι η γιαγιά έκανε μουστουκούληκα, χουσμερί, η θεία Μεταξού την περίφημη μπουρμαλού και προς μεγάλη μας ευτυχία, όλο το βράδυ τρώγαμε και τραγουδούσαμε τα Κουβουκλιώτικα τραγούδια:

 

  «Η Σοφιά»

 

Ήτανε ένας γέρος και μια γριά, που είχαν ένα κοριτσάκι,

 

που το έλεγαν Σοφιά.

 

Η μάνα της τη στέλνει στο σχολειό,

 

μα η κακιά δασκάλα στο πηγάδι για νερό.

 

Κοντό σχοινί της δίνει, βαρύ σταμνί, για

 

ν΄ αργήσει στο πηγάδι, να της εύρη αφορμή.

 

Μα η κόρη εξυπνούλα και πονηρή,

 

κόβει τις δυο πλεξούδες κι αβλαντάει το σχοινί.

 

Και η μάνα της τη βλέπει απ’ τα αργαλειό:

 

- Σοφία μ’ πούναι τα μαλλιά σου

 

και οι πλεξούδες σου οι δυό.

 

- Μάνα μου, συ με στέλνεις στο σχολειό

 

και η κακιά δασκάλα στο πηγάδι για νερό.

 

Κοντό σχοινί μου δίνει, βαρύ σταμνί, για να αργήσω

 

 στο πηγάδι για να μου βρει αφορμή.

 

Μα η κόρη σου εξυπνούλα και πονηρή.

 

κόβει τις δυό πλεξούδες και αβλαντάει το σχοινί .

 

 Ή πάλι το άλλο, που το τραγουδούσαν μόνο στα Κουβούκλια και το είχαν σαν εθνικό ύμνο - το δημοσίευσε λένε και η εφημερίδα «Εθνικός Κήρυξ» της Νέας Υόρκης. Τι εθνικό ύμνο δηλαδή… που όταν πήγα κάποτε σε μία γιαγιά, την  Καραγκιαουρίνα τη Γραμματού από το Μικρόκαμπο Κιλκίς και σε έναν παππού, το Μπαλαμπανίδη το Δημήτρη από τη Γαλάτεια Πτολεμαίδας, με το τραγούδησαν πολύ διαφορετικά… με λέξεις που με έκαναν όχι απλά να ντραπώ, αλλά και να κοκκινίσω από συστολή.

 

«Τηρώ βλέπω στον ουρανό»

 

Τηρώ βλέπω στον ουρανό, τα σπίτια της μές το γιαλό,

 

τα παραθύρια της γυαλιά, θεέ μου βγάλ’  ένα βοριά,

 

να ραγιστούνα τα γυαλιά, να ξέβη πάλι η αγάπη μου.

 

Έχω δυο λόγια να της πω, σαράντα να της διηγηθώ.

 

Ν’ ανέβω σε ψηλό βουνό, να βγάλω μια γλυκιά φωνή

 

για να βγούνε οι λεύτερες.

 

Να πελεκήσω μάρμαρα, να κάνω μαρμαρόλουτρο.

 

Να στήσω γούρνες δεκαοκτώ, σαντριβάνια τριάνταδυό.

 

Όπ’ έχει κόρη λεύτερη για να τη φέρει να λουσθεί,

 

πέντε τσατάλια να μπλαχή και δεκοχτώ να στολισθεί,

 

να δώσει και το λουτρικό, ένα σγουρό βασιλικό.

 

Κρίμα που δεν ποτίζεσαι και δεν κορφολογίζεσαι.

 

Εγώ το κορφολόγησα, στο μαντηλάκι μ’ το ‘δεσα

 

και στην αγάπη μ’ το στειλα, με γειές, με χαιρετίσματα,

 

με του βοριά τα κύματα.

 

Σταφύλια με τ’ απούρια τνα, ροδάκινα με τα κλωνιά,

 

ελιές με τα κουκούτσια τνα, δαμάσκηνα με τα τσουνιά.

 

Η εύθυμη παρέα σοβάρευε, όταν άρχιζε ο παππούς και πάλι τις δικές του ιστορίες για το σεφέρ μπεϊλίκι, την επιστράτευση, τις κακουχίες που υπέστη αυτός και ο αδελφός του ο Στρατής στον τούρκικο στρατό και τέλος με τον ερχομό του Ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, τον πόλεμο, την καταστροφή και το ξερίζωμα από τις εστίες τους.

Ακόμη και σήμερα, όταν μιλώ για τη Μικρασιατική Καταστροφή, ανασύρω από τη μνήμη μου όλες εκείνες τις διηγήσεις του παππού για τα διαδραματιζόμενα στην αποβάθρα των Μουδανιών, όπου είχαν καταφύγει όλοι οι Έλληνες της περιοχής Προύσας, για να αποφύγουν την οργή των Τούρκων.

 

«Κεμάλς έρχεται ….Να φύγμε να γλυτώσμε.»

 

Αυτή η κραυγή αντηχούσε σε όλα τα χωριά της Προύσας και οι ελαιώνες της περιοχής Μουδανιών, γέμισαν από κατατρεγμένους Έλληνες. Μάνες έψαχναν τα παιδιά τους, άνδρες τις γυναίκες τους, μέσα σε στιγμές απέραντου πανικού και απόγνωσης.

 

«…Έτς  χάθκε και ο αδελφόσιμ ο Στρατής, που ήτανε στρατιώτης. Από τότε που πήγε στρατιώτς δεν τον ξανάδαμε…»

 

Όταν μιλούσε γι’ αυτές τις στιγμές ο παππούς, δάκρυζε από τη συγκίνηση, λες και τις ξαναζούσε.  Όταν πλησίαζαν τα μεσάνυχτα, σταματούσε τις ιστορίες του, αποχαιρετούσαμε τη θεία Μεταξού και κλείναμε ραντεβού για την επόμενη μέρα στο δικό μας σπίτι.  Αυτό επαναλαμβανόταν σχεδόν όλο το χειμώνα και εγώ με τα αδέλφια μου μεταφερόμασταν νοερώς στα Κουβούκλια, ζώντας μαζί τους όλες τις δυσάρεστες και ευχάριστες στιγμές τους.

Μεγαλώνοντας και αφού πέθαναν πλέον ο παππούς και η γιαγιά και εγώ απέκτησα το πρώτο μου αυτοκίνητο, γύρισα όλα τα χωριά στην Ελλάδα, όπου κατέφυγαν οι Κουβουκλιώτες πρόσφυγες. Επισκέφθηκα όλους τους παππούδες και γιαγιάδες, που μου διηγήθηκαν την ιστορία του όμορφου χωριού τους και διάβασα σχεδόν όλα τα βιβλία που γράφτηκαν γι’ αυτά. Μαζί τους γνώρισα και άλλους πρόσφυγες από τα άλλα, γειτονικά στα Κουβούκλια, χωριά της Προύσας. Έτσι όταν έφθασε η ώρα να τα επισκεφθώ, γνώριζα σχεδόν τα πάντα γι’ αυτά.


η γιαγιά Τριανταφύλλου

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής