breaking news Νέο

Μικρασιατικά αφηγήματα - του Κοτζαερίδη Γιώργου

  • Μικρασιατικά αφηγήματα - του Κοτζαερίδη Γιώργου
  • Μικρασιατικά αφηγήματα - του Κοτζαερίδη Γιώργου
  • Μικρασιατικά αφηγήματα - του Κοτζαερίδη Γιώργου
  • Μικρασιατικά αφηγήματα - του Κοτζαερίδη Γιώργου
  • Μικρασιατικά αφηγήματα - του Κοτζαερίδη Γιώργου

Η στήλη αυτή έχει ως σκοπό της να διατηρήσει και να επαναφέρει στη μνήμη μας όλα αυτά, που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από τη ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος τη μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε, καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά, η οποία πλέον έχει εκλείψει και εμείς, που αποτελούμε τη συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την  τραγική ιστορία της.

 

Mικρές ιστορίες  από την … άλλη πλευρά.

 

…….Πριν από εκατό χρόνια, μια διαφορετική μέρα στη χαμένη πατρίδα μας. Πριν εκατό χρόνια, δηλαδή στις είκοσι Ιουνίου του 1911, η μικρή Αντιλέ, όπως κάθε φορά, ξύπνησε νωρίς και αφού πρώτα πλύθηκε, πήγε να ξυπνήσει την αδελφή της τη Νετσμιγιέ, η οποία κοιμόταν ακόμη.

Η μητέρα τους, Εμινέ, είχε ξυπνήσει προ πολλού και είχε κιόλας ετοιμάσει το πρωινό τους. Η Αντιλέ ήταν πολύ ανυπόμονη, διότι η σημερινή μέρα ήταν πολύ σημαντική για όλους τους Καραφεριώτες.

Ο Οθωμανός Σουλτάνος Μεχμέτ Ρεσάτ θα επισκέπτονταν για πρώτη φορά την Καράφεριε.

Η μητέρα τους η Εμινέ τους χτένισε πρώτα τα μαλλιά και αργότερα τους φόρεσε τα γιορτινά τους ρούχα. Όλοι μαζί προχώρησαν προς το σιδηροδρομικό σταθμό της Καράφεριε, για να υποδεχθούν το Σουλτάνο. Καθ΄ οδόν συνάντησαν τους Εβραίους γειτόνους τους, οι οποίοι πήγαιναν και αυτοί στο σταθμό, να προϋπαντήσουν το Σουλτάνο.

Όλοι οι κάτοικοι της πόλης  έσπευσαν στο σιδηροδρομικό σταθμό και πρώτες και καλύτερες η μικρή Αντιλέ με την αδελφή της και τη μάνα της. Ο σταθμός ήταν στολισμένος με σημαίες και λουλούδια, ενώ μαθητές από όλα τα σχολεία των Τούρκων, Ρωμιών, Βουλγάρων, Σέρβων είχαν παραταχθεί κατά μήκος του σταθμού μαζί με τους δασκάλους τους και περίμεναν με ανυπομονησία την έλευση του Σουλτάνου. Η μπάντα του δήμου με τις παράτες της αύξανε την αγωνία του κόσμου.

Ανάμεσα στο πλήθος διέκρινε κανείς τον καϊμακάμη Καζά Ναϊμπί, το μουφτή, πολλούς ιμάμηδες και παπάδες. Σε μία άκρη ήταν αραδιασμένα πρόβατα, τα οποία θα  γίνονταν κουρμπάνι και θα μοιράζονταν στο πλήθος. Η Αντιλέ και η αδελφή της Νετσμιγιέ διέκριναν ανάμεσα σε όλον αυτόν τον κόσμο το θείο τους, το Μουντερίς Σεφίκ Εφέντη και έτρεξαν να φιλήσουν το χέρι του.

Ο πατέρας τους, ο καδής Αλή Φεβζή Εφέντη, πέθανε σε μικρή ηλικία και ο θείος Σεφίκ  εκτός από  θείος έγινε και πατέρας τους.

Ξαφνικά ακούστηκαν κραυγές από το  ανυπόμονο πλήθος, στο βάθος  είδαν τον καπνό και μετά σιγά-σιγά το τρένο άρχισε να μπαίνει στο σταθμό.

Η μπάντα άρχισε να παίζει τον Οθωμανικό ύμνο τη στιγμή που άνοιξε η πόρτα του τρένου στο σημείο όπου είχαν στρωθεί πολύχρωμα χαλιά. Πρώτα κατέβηκαν οι υπάλληλοι και οι βοηθοί. Το πλήθος περίμενε με αγωνία το Σουλτάνο να φθάνει στην πόρτα του βαγονιού.

Επιτέλους  ο εξηνταεπτάχρονος Σουλτάνος, φορώντας τη στολή τελετής και το κόκκινο φέσι του  εμφανίστηκε στην πόρτα και χαιρέτησε το πλήθος που τον αποθέωνε. Ήταν μάλλον χοντρούλης και κοντούλης ο Σουλτάνος Ρεσάτ.

Η μικρή Αντιλέ περιμένοντας να δει έναν ψηλό, γεροδεμένο και νέο άνδρα, απογοητεύθηκε όταν είδε ένα κοντό, χοντρό και γέρο Σουλτάνο με στραβά πόδια. Παροτρυνόμενη και αυτή από τον κόσμο άρχισε να φωνάζει, όσο πιο δυνατά μπορούσε «ΖΗΤΩ Ο ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ» και κουνούσε με όλη τη δύναμή της τις σημαίες που κρατούσε στα χέρια της.

Μόλις ο Σουλτάνος κάθισε στο θρόνο που του είχαν ετοιμάσει, άρχισαν τα κεράσματα, οι απαγγελίες ποιημάτων και οι προσευχές. Έτσι τελείωσε αυτή η τελετή, την οποία τόσες μέρες περίμεναν με ανυπομονησία. Ποιος θα το πίστευε ότι  θα κατέρρεε η Οθωμανική αυτοκρατορία σαν ένα παλιό κτίριο μετά από ιστορία πεντακοσίων χρόνων και θα εγκατέλειπε για πάντα την κυριαρχία της στη Ρούμελη? Την τελετή υποδοχής που σας περιέγραψα, μου την περιέγραψε η συγχωρεμένη γιαγιά μου, μητέρα της μάνας μου, η οποία τον άλλο χρόνο, σε νεαρή όντως ηλικία, παντρεύτηκε τον παππού μου Χασάν και εγκαταστάθηκε στα Βοδενά, τη σημερινή Έδεσσα.

 

 Τι απέγινε άραγε ο Σουσούτ Μεχμέτ και οι απόγονοί του?

 

Η συγχωρεμένη μάνα μου, Σενιχά Φατμά, γεννήθηκε στην Έδεσσα μετά το Βαλκανικό πόλεμο.

Πριν αρχίσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, ο παππούς Χασάν και η γιαγιά, μαζί με τη μικρή Σενιχά, τα αδέλφια τους και τους γονείς τους μετανάστευσαν στην Κωνσταντινούπολη.

Η μεγαλύτερη θεία μου Νετσμιγιέ και η μητέρα της, προγιαγιά μου Εμινέ, παρέμειναν στην Καραφέριε. Η Αντιλέ, η Νετσμιγιέ και η μητέρα τους Εμινέ  ξανασυναντήθηκαν μετά την ανταλλαγή και αφού πέρασαν δέκα χρόνια. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής τους τα πέρασαν σαν πρόσφυγες στο Κίρκαγάτς (Σαράντα δέντρα) της Μαγνησίας, μέχρι που πέθαναν και κηδεύτηκαν μακριά από την πατρίδα τους την Καράφεριε.

Ποτέ δεν ξέχασαν την πατρίδα τους την Καράφεριε και πάντοτε μιλούσαν γι΄ αυτήν με μεγάλη νοσταλγία. Άλλωστε τους ένωνε και ένα μεγάλο και βαρύ μυστικό. Ένας ξάδελφος της μητέρας μου, ο Σουσούτ Μεχμέτ, αγάπησε μια Ελληνίδα και θέλησε να την παντρευτεί.

Αυτό θα γίνονταν όμως υπό ένα βασικό όρο, να βαπτίζονταν χριστιανός. Έτσι, ο Σουσούτ Μεχμέτ, λίγα χρόνια πριν την αναχώρηση των Τούρκων για τη Μικρά Ασία, βαπτίστηκε χριστιανός, παντρεύτηκε την αγαπημένη του και παρέμεινε στη Βέροια.

Μέχρι το 1935 είχε επαφές με τους συγγενείς του στην Τουρκία. Όταν το 1935 τον επισκέφθηκαν στη Βέροια οι συγγενείς τους, τους έδωσε εντολή να μην τον ξαναεπισκεφθούν, για να μη μάθουν οι Έλληνες την πραγματική του ταυτότητα.

Τι να απέγινε άραγε ο θείος μου, οπωσδήποτε δεν θα ζει τώρα, αλλά θα υπάρχουν σίγουρα κάποιοι απόγονοί του, οι οποίοι είναι κοντινοί συγγενείς εξ αίματος. Όποιος διαβάσει αυτήν τη σελίδα και θα μπορούσε να με βοηθήσει να βρω τους συγγενείς μου, τον παρακαλώ ας το κάνει.

Πέρασαν εκατό χρόνια, φαίνονται ότι είναι πολλά. Έτσι δεν είναι? Κατά τη γνώμη μου όμως όχι. Από τη στιγμή που εγκαταλείψαμε αυτά τα χώματα, έχουν περάσει τρεις γενιές και οι αναμνήσεις είναι ακόμη ζωντανές. Λίγοι από αυτούς που έχουν ζήσει εκεί, είναι ζωντανοί, όπως και αυτοί που είχαν ακούσει από αυτούς να τους διηγούνται τις ιστορίες τους.

 

H Ρουκιέ χανούμ

 

….όταν ο Ελληνικός στρατός ήρθε στη Βέροια, πανικός έπιασε όλους τους Τούρκους κατοίκους της. Ο Τουρκικός στρατός είχε προ καιρού αποχωρήσει και αισθάνονταν ανυπεράσπιστοι και ανήσυχοι.

Η Ρουκιέ Χανούμ κλείστηκε στο σπίτι της μαζί με την οικογένειά της, κλείνοντας όλες τις πόρτες και παράθυρα. Αν και οι σχέσεις των Τούρκων με τους Έλληνες Βεροιώτες ήταν πολύ καλές,  ο φόβος κυριαρχούσε στις ψυχές τους και το μέλλον τους στην Καράφερια φάνταζε αβέβαιο.

Περίμεναν μέσα στα σπίτια τους, ελπίζοντας να τους φτάσουν τα τρόφιμα.

Mια μέρα χτύπησε η κεντρική πόρτα τρεις φορές.

Πάγωσαν όλοι από το φόβο τους.

Τα χτυπήματα συνεχίστηκαν και η Ρουκιέ χανούμ αποφάσισε να ανοίξει την πόρτα.

Kim bu?

Μια άγνωστη φωνή απάντησε. Θέλω ψωμί, πεινάω.

Αx efendim. Imes muhasara, Εμείς είμαστε περικυκλωμένοι. Nice bulalim sana ψωμί!!

Μετά λίγες μέρες ήρθε ο Ελληνικός στρατός στο σπίτι και το επιστράτευαν. Η οικογένεια της Ρουκιέ έμενε πάνω και ο λοχαγός του Ελληνικού στρατού κάτω στο ισόγειο. Ήταν ένας ευγενικός άνδρας, που τους φέρονταν ευγενικά. Την αποκαλούσε πάντα Ρουκία.

Όταν επέστρεφε στο σπίτι, χτυπούσε την πόρτα, για να την ειδοποιήσει να βάλει το φερετζέ της.

Έμεινε μαζί τους μέχρι τη μέρα που οι Τούρκοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη.    

 

Ο Έρολ Ούσοϊ είναι δικηγόρος και ασκεί το επάγγελμά του  στην Κωνσταντινούπολη. Αγαπά τη Βέροια και την επισκέπτεται συχνά.


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής