breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας

Το μεγάλο ταξίδι

Ήταν άνοιξη, όταν αποφάσισα να πραγματοποιήσω το πολυπόθητο ταξίδι μου στην Προύσα, το οποίο υπολόγιζα ότι θα διαρκούσε τρεις εβδομάδες. Σκοπός μου ήταν να επισκεφθώ, όπως προανέφερα, όλα τα χωριά που βρίσκονταν γύρω από την Προύσα και την Απολλωνιάδα, να καταγράψω και να φωτογραφίσω όλα τα ελληνικά μνημεία που υπήρχαν ακόμη σε αυτά. Ακολούθησα την ίδια διαδρομή που είχα κάνει στο προηγούμενο ταξίδι μου για το Ατάπαζαρ μέχρι τα σύνορα και μετά είκοσι χιλιόμετρα έστριψα δεξιά και έφθασα στην πρώτη μεγάλη πόλη, την Κεσσάνη ή Kesan, με κατεύθυνση την Καλλίπολη, η οποία στα Τουρκικά ονομάζεται  Gelibolu.

Πέρασα έξω από την Κεσσάνη, η οποία πριν το 1922 είχε περίπου 3.176 χριστιανούς κατοίκους. Στις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν έδρα του Επισκόπου Χαριουπόλεως Φιλόθεου και έδρα Μητροπολιτικού και Πνευματικού Δικαστηρίου. Είχε δύο εκκλησίες, τον Άγιο Αθανάσιο, που κτίσθηκε το 1837 και τους Τρεις Ιεράρχες, που κτίσθηκε το 1860. Στην Κεσσάνη λειτουργούσαν μία Αστική Σχολή με πέντε δασκάλους και διακόσιους είκοσι μαθητές και ένα Παρθεναγωγείο, ενώ τα σχολεία της συντηρούνταν από τα ταμεία των εκκλησιών. Σήμερα πλησιάζει τις 40.000 και είναι μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Θράκης.

Αυτό που διέκρινα από το αυτοκίνητο, ήταν μεγάλες και άχαρες πολυκατοικίες, η μία μετά την άλλη, δίχως μπαλκόνια, λες και αποτελούσαν ένα τοίχος, που προστάτευε την πόλη. Αυτό βέβαια, που πραγματικά προστατεύει την πόλη, είναι το μεγάλο στρατόπεδο που βρίσκεται εκεί, καθώς και η παρουσία πολλών στρατιωτών αλλά και στρατιωτικών φορτηγών, που συναντά κανείς πολύ συχνά στο δρόμο.

Η απόσταση Κεσσάνη – Καλλίπολη είναι περίπου μία ώρα και ο δρόμος είναι ευθύς, χωρίς στροφές και όπως παρατήρησα, σε πολύ καλή κατάσταση.

Η Καλλίπολις πήρε το όνομά της από τον Αθηναίο στρατηγό Καλλία, «Καλλίου πόλις», ενώ οι Βυζαντινοί την αποκαλούσαν Κριθωτή. Αργότερα μετονομάστηκε από τους Τούρκους σε Gelibolu, όνομα που διατηρεί μέχρι σήμερα. Την Καλλίπολη την κατέλαβαν οι Οθωμανοί το 1357. Ήταν η πρώτη Ευρωπαϊκή πόλη, που έπεφτε στα χέρια τους και την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, λόγω της σπουδαιότητας της θέσης της, υπήρξε το επίνειο ολόκληρης της Θρακικής χερσονήσου και έδρα του τουρκικού στόλου.

Η Μητρόπολη της Καλλίπολης ήταν 16η στη σειρά των ιερών μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αριθμούσε 30 εκκλησίες. Σήμερα… άσχημοι δρόμοι, πολλά καλντερίμια και καταθλιπτικές πολυκατοικίες. Ωστόσο, είναι ένα αξιόλογο εμπορικό λιμάνι.

Από την Καλλίπολη ξεκινά κάθε μισή ώρα το φέρυ –μπότ, που περνά τα στενά των Δαρδανελίων και σε οδηγεί στην Ασιατική Τουρκία, με πρώτο σταθμό μία άλλη πρώην Ελληνική αποικία, τη Λάμψακο ή Lapseki.  Το Ταξίδι Καλλίπολη –Λάμψακος διαρκεί περίπου μισή ώρα.

Ανεβαίνεις στο κατάστρωμα και μπροστά σου απλώνεται σαν αστραφτερό φίδι ο Ελλήσποντος και πιο πέρα η θάλασσα του Μαρμαρά. Κλείνεις τα μάτια σου και ένα δροσερό αγέρι σου δροσίζει το κορμί… και χάνεσαι... συγκλονίζεσαι, μεταφέροντας τη μνήμη σου πολλά χρόνια πίσω……….

Και ξάφνου… την απόλυτη σιωπή, τη διαταράσσουν οι κραυγές της κόρης του άρχοντα του Ορχομενού Αθάμαντα, της τραγικής Έλλης, η οποία, για να γλυτώσει από την κακιά μητριά της, Ινώ, μαζί με τον αδελφό της Φρίξο καβάλησαν το χρυσόμαλλο φτερωτό κριάρι, δώρο του Απόλλωνα στη μητέρα τους Νεφέλη και κατευθύνθηκαν για την Κολχίδα.  Περνώντας πάνω από την Τρωάδα, θαμπώθηκε η Έλλη από την ομορφιά του πανέμορφου τοπίου, έσκυψε κάτω, ζαλίστηκε και πνίγηκε, πέφτοντας στη θάλασσα, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες του Φρίξου να τη σώσει. Η θάλασσα, που μέχρι τότε βρυχιόνταν σαν άγριο θηρίο, ηρέμησε, καταπίνοντας την όμορφη κόρη, που προς τιμή της την ονόμασαν Ελλήσποντο.

Συνέχισε ο Φρίξος το ταξίδι του στην Κολχίδα και χρόνια πολλά αργότερα η πενηντάκωπη Αργώ, με επικεφαλή τον Ιάσονα, το γιο του Αίσονα και πλήρωμα όλους τους μεγάλους ήρωες της εποχής εκείνης, διέσχισε τα περήφανα αυτά νερά με κατεύθυνση την Κολχίδα, για να πάρουν το χρυσόμαλλο δέρας και να το φέρουν πίσω στην πατρίδα.

Η φανταστική αυτή περιήγηση διακόπτεται ξαφνικά από τη βάρβαρη φωνή του Τούρκου σαλεπτσή…….    σαλέπ, τσάι, ορελέτ, αιράν, μπούγιουρουν…»

Πλησιάζουμε στην απέναντι όχθη και οι επιβάτες αρχίζουν να οδηγούνται προς την έξοδο. Συναντάς κάθε λογής τύπους, άλλοι μελαχρινοί με μουστάκι, άλλοι ξανθοί, γυναίκες με φερετζέ αλλά και χωρίς φερετζέ, με σαλβάρι αλλά και με μοντέρνα ευρωπαϊκά ρούχα.

         Φθάνουμε στη Λάμψακο, που είναι χτισμένη απέναντι ακριβώς από την Καλλίπολη. Την απόσταση αυτή των τριών μιλίων που χωρίζει τις δύο πόλεις, πριν τη Μικρασιατική καταστροφή, τη διέσχιζαν καθημερινά οι Ρωμιοί ψαράδες, που τροφοδοτούσαν με ψάρια τις αγορές των δυο πόλεων.

Στη Λάμψακο, πριν την καταστροφή, ζούσαν πέντε χιλιάδες κάτοικοι, εκ των οποίων οι χίλιοι ήταν Έλληνες. H εκκλησία της ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Τρύφωνα. Διέθετε επίσης Δημοτική Σχολή και Παρθεναγωγείο με 120 μαθητές και μαθήτριες. Το παλιό της όνομα ήταν Πιτυούσα (Πίτυς σημαίνει πεύκο) από τα πολλά πεύκα που βρίσκονται στα γύρω βουνά.

Η αρχαία Λάμψακος ήταν πολύ σπουδαία και πλούσια πόλη. Το 405 π.Χ. την κατέλαβε ο Σπαρτιάτης Λύσανδρος και ξεκινώντας από εκεί, νίκησε τους Αθηναίους στους Αιγός Ποταμούς. Λένε μάλιστα, ότι ο Αρταξέρξης τη χάρισε στο Θεμιστοκλή, το 460 π. Χ, για να προμηθεύεται τα σπουδαία κρασιά της προς ..ιδίαν χρήσιν.  Πρέπει να παραδεχθούμε τη μεγαλοψυχία του Πέρση βασιλιά και να ζηλέψουμε το συμπατριώτη μας για το πλούσιο αυτό δώρο. Χαλάλι  του … καλός στρατηγός αλλά και σπουδαίος οινοπότης…                                         

Σήμερα, η Λάμψακος είναι σπουδαίο λιμάνι και εξυπηρετεί αυτούς που θέλουν να επισκεφθούν τα παράλια της Μικράς Ασίας με προορισμό το εσωτερικό της. Σαν πόλη δεν παρουσιάζει τίποτε το ξεχωριστό πια. Μάλλον ένα μικρό χωριό θυμίζει, στο οποίο έρχονται ακόμα οι ψαράδες, για να πουλήσουν την πραμάτειά τους.

Συνέχισα την πορεία μου με κατεύθυνση την Προύσα, η οποία απέχει από τη Λάμψακο τρεις ώρες. Ο δρόμος δεν είχε πολύ κίνηση και το ταξίδι ήταν ευχάριστο.

 

Στην αθάνατη γη της Μικράς Ασίας

 

Η επόμενη πόλη που συνάντησα, ήταν η Biga ή Karabiga, «αι Πηγαί των Βυζαντινών», όνομα με το οποίο τη μνημόνευσε η Άννα η Κομνηνή.            

Είναι κτισμένη στους πρόποδες του Τσατάλ –Τεπέ, κοντά στην αρχαία Ελληνική πόλη Πρίαπο. Πριν το 1922 κατοικούσαν στην πόλη δύο χιλιάδες Έλληνες μαζί με Πομάκους και άλλους πρόσφυγες, που τους είχε εγκαταστήσει η τότε τουρκική κυβέρνηση. Διατηρούσαν δυο εκκλησίες, της Παναγίας και του Αγίου Αθανασίου, Δημοτική Σχολή με 110 μαθητές και Παρθεναγωγείο με 50 μαθήτριες.  Την εύφορη πεδιάδα της Μπίγας διαρρέει ο ποταμός Γρανικός, που σήμερα ονομάζεται  Μπίγα –τσάι. Στις όχθες του Γρανικού, το 334 π.Χ., ο Αλέξανδρος πέτυχε την πρώτη λαμπρή νίκη του ενάντια στους Πέρσες και αργότερα ο ρωμαϊκός στρατός με το Λούκουλο κατατρόπωσε το Μιθριδάτη, το βασιλιά του Πόντου.  Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, διέκρινα πολλές καφετιές ταμπέλες, που φανέρωναν ότι κάπου κοντά βρίσκονταν πολλές αρχαίες Ελληνικές πόλεις, όπως η Πάριος, η Κύζικος κ.α.

Μετά τη Μπίγα, πέρασα από το Γκιόνεν, την Παλιά Θερμαία Αρτέμιδα. Ένα αξιόλογο γεωργικό κέντρο, κτισμένο στο μέσον μιας τεράστιας και εύφορης πεδιάδας, την οποία διαρρέει ο αρχαίος ποταμός Αίσηπος, που σήμερα ονομάζεται Γκιόνεν τσάι. Δίπλα στην πόλη, υπάρχουν τα θερμά λουτρά της Θερμαίας Αρτέμιδας, τα οποία επισκέπτονται κάτοικοι της γύρω περιοχής.

Πριν τη Μικρασιατική καταστροφή είχε 4.500 κατοίκους, ενώ σήμερα ο πληθυσμός της ανέρχεται σε 20.000.

Δύο ώρες με χώριζαν τώρα από την Προύσα. Η κίνηση στο δρόμο άρχισε να αυξάνεται όσο πλησίαζα προς την Κυζικική χερσόνησο, όπου βρίσκονται τα ερείπια της Κυζίκου, μιας άλλης σπουδαίας ελληνικής πόλης της αρχαιότητας. 

Η αρχαία Κύζικος υπήρξε κατά το Στράβωνα «εφάμιλλος ταις πρώταις των κατά την Ασίαν μεγέθει τε και κάλλει και ευνομία προς τε ειρήνην και προς πόλεμον». Κτίσθηκε το 756 π.Χ. από Μιλησίους και τη Ρωμαϊκή περίοδο, επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού, υπήρξε πρωτεύουσα της επαρχίας Ελλησπόντου.                      

Το 1063 καταστράφηκε ολοσχερώς από σεισμό.

Την ακμή της η Κύζικος την όφειλε στη στρατηγική της θέση, καθώς αποτελούσε σταθμό επικοινωνίας μεταξύ του Αιγαίου, των λιμανιών της Προποντίδας και του Ευξείνου Πόντου.    

Την περίοδο του Βυζαντίου, υπήρχαν στη γύρω περιοχή της πολλά μοναστήρια, με σπουδαιότερο της Παναγίας Φανερωμένης, τα ερείπια της οποίας υπάρχουν ακόμα ξεχασμένα και εγκαταλελειμμένα στην κορυφή του βουνού.  Σήμερα, την Κύζικο κοσμούν, ως ανάμνηση του παλαιότερου μεγαλείου της, τα ερείπια ενός ναού του Δία, τα αρχαία τείχη και το αρχαίο θέατρο.

Επτά χιλιόμετρα πιο μακριά βρίσκεται η γνωστή Αρτάκη. Τη θυμάμαι από τις αφηγήσεις κάποιων παππούδων Αρτακιανών, που έμεναν στο χωριό μου, οι οποίοι κορόιδευαν τους Ποντίους ότι είχαν έρθει από τα κατσάβραχα, ενώ οι ίδιοι κατοικούσαν δίπλα στη θάλασσα.  Η Αρτάκη, σημερινό Erdek, πριν την καταστροφή είχε 12.500 κατοίκους, εκ των οποίων οι 8.000 ήταν Έλληνες. Φημισμένα ήταν τα κρασιά, η ρακί, το κονιάκ, οι ελιές της και τα απίδια της. Οι περισσότεροι κάτοικοί της ήταν ναυτικοί και εκεί είχε την έδρα του ο μητροπολίτης Κυζίκου. Σήμερα, είναι ένα μικρό λιμάνι και το καλοκαίρι την επισκέπτονται αρκετοί ντόπιοι τουρίστες.

Η επόμενη γνωστή πολιτεία που συνάντησα στο δρόμο μου, ήταν η Πάνορμος ή Πάντερμος, όπως την έλεγε ο παππούς, ή Bandirma στα Τουρκικά. Ένα σημαντικό λιμάνι για την περιοχή, με μικρό κατά τα άλλα ενδιαφέρον και αυτή. Είναι άναρχα δομημένη με πολλές άχαρες πολυκατοικίες και με πληθυσμό 80.000 κατοίκους. Πριν το 1922 κατοικούσαν σε αυτήν 20.000 κάτοικοι, εκ των οποίων οι 12.000 ήταν Τούρκοι, 4.000 Έλληνες και 4.000 Αρμένιοι. Σύμφωνα με την παράδοση, πήρε το όνομά της από τους βοσκούς, που παλαιότερα είχαν εγκατασταθεί εκεί μαζί με τα κοπάδια τους. Αυτοί ονόμασαν την περιοχή Όρμο του Πανός, εξ’ ου και το «Πάνορμος». Η παλιά πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς το 1874 από πυρκαγιά.                                           

Η συγκοινωνία στους δρόμους άρχισε ήδη από την Πάνορμο να γίνεται θορυβώδης και άκρως ενοχλητική. Υπήρχαν πάρα πολλά παλιά φορτηγά, που γέμιζαν με καπνούς και ρύπους την ατμόσφαιρα.

Χαρακτηριστική και η παρουσία συχνών μπλόκων της αστυνομίας, που ήταν πολύ αυστηρή στους παραβάτες οδηγούς. Αδιάλλακτοι και ανυποχώρητοι οι Τούρκοι τροχονόμοι, δε σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους…                                                                                                                                      

Με σταμάτησαν μια φορά, λίγο πριν μπω στην Πάνορμο. Είχα προσπαθήσει παράνομα να προσπεράσω ένα φορτηγό, που με είχε πνίξει με τους ρύπους του. Το πρόστιμο τσουχτερό... προσπάθησα να δικαιολογηθώ, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να πληρώσω μικρότερο ποσό και μάλιστα χωρίς να μου δώσουν απόδειξη… οπωσδήποτε τα χρήματα αυτά κατέληξαν στην τσέπη τους… Χαλάλι τους...

Μεταξύ της Πανόρμου και της Προύσας βρίσκεται το Μιχαλίτσι. Το Μιχαλίτσι ή Karacabey στα τουρκικά, δε διαφέρει πολύ από την Πάνορμο. Είναι μία  βιομηχανική πόλη, που οφείλει την ανάπτυξή της στο γεγονός ότι είναι συγκοινωνιακός κόμβος, που συνδέει την Προύσα με την Κυζικική χερσόνησο, τη Σμύρνη και τα παράλια και στην οποία κάποτε κατοικούσαν 7000 Έλληνες.  Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφέρω εδώ, πως διασχίζοντας την τεράστια αυτή πεδιάδα από τη Μπίγα μέχρι την Προύσα, βλέπει κανείς κατάφυτες εκτάσεις με κάθε είδους ζαρζαβατικά, όπως πράσα, λάχανα, κρεμμύδια, καρότα, πατάτες, τα οποία κατακλύζουν αργότερα την Ελληνική αγορά.

Μετά το Μιχαλίτσι, στη δεξιά πλευρά του δρόμου άρχισε να φαίνεται η λίμνη της Απολλωνιάδας ή Apolyont gοl. Σε ένα από τα νησάκια της λίμνης, είναι κτισμένη η γνωστή από τα χρόνια του Στράβωνα πόλη της Απολλωνιάδας. Από την Απολλωνιάδα καταγόταν η οικογένεια του χωριανού μου, μπάρμπα Κωστή Τολούδη, ο οποίος μου έδωσε αρκετά στοιχεία σχετικά με την ιστορία του χωριού και τα ήθη και έθιμα των κατοίκων της.

Πλησίαζα στον προορισμό μου… Στις διάφορες πινακίδες δεξιά και αριστερά του δρόμου διέκρινα τα ονόματα των χωριών, τα οποία είχα σκοπό να επισκεφθώ … Apolyont, Tsatal Agil, Dansari, Gorukle.

To τελευταίο, είναι το χωριό του παππού μου, τα Κουβούκλια… Ρίγος ένιωσα να διαπερνά όλο μου το κορμί, καθώς περνούσα δίπλα του. Διέκρινα τα σπίτια του και το λόφο Λαγαρούδες, που ήταν γεμάτος με λιόδεντρα.

Ακολούθησαν είκοσι χιλιόμετρα, που συνοδεύονταν από την ταλαιπωρία της κυκλοφοριακής συμφόρησης και έφτασα επιτέλους στην πρωτεύουσα της Βιθυνίας, την Προύσα. Ένα ταξίδι εννέα ωρών, κατά το οποίο διέσχισα όλη τη Μακεδονία, τη δυτική Θράκη, ένα κομμάτι της ανατολικής Θράκης, πέρασα τα Δαρδανέλια και τη Μυσία, είχε φτάσει στο τέλος του… και όμως αυτή ήταν μόνο η αρχή!


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής