breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας

Στην πανέμορφη Προύσα

Στο κέντρο της πανέμορφης Προύσας, είχα φροντίσει να κάνω κράτηση σε ένα ξενοδοχείο μικρό, αλλά καθαρό, που ευτυχώς οι ευγενικοί του υπάλληλοι γνώριζαν την Αγγλική και έτσι μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί τους. Απέναντι ήταν η κλειστή αγορά της πόλης, το παραδοσιακό κτίριο του δημαρχείου και το ιστορικό τζαμί της, το «Ούλου Τζαμί». Κοιμήθηκα σαν πουλάκι, αγνοώντας το θόρυβο των αυτοκινήτων, που δε σώπαιναν στιγμή κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Πλησίαζαν ξημερώματα, όταν γύρω στις πέντε το πρωί, με ξύπνησε η μελωδική φωνή του μουεζίνη, ο οποίος καλούσε τους πιστούς μουσουλμάνους να προσέλθουν στο τζαμί για την πρωινή προσευχή.  Άρχισε να χαράζει και βγήκα στο μπαλκόνι, απ’ όπου διέκρινα τους πιστούς Μουσουλμάνους να προσέρχονται στο ιστορικό τζαμί. Έξω στον αυλόγυρο, όπως και σε όλα τα τζαμιά, υπάρχουν βρύσες, στις οποίες οι πιστοί πλένουν τα πόδια τους και έπειτα αφήνουν τα παπούτσια τους έξω στον πρόναο, πριν εισέλθουν στο εσωτερικό τους.   

Η πόλη έδειχνε να έχει ξυπνήσει… Η πανέμορφη και πράσινη Προύσα, η ιερή πόλη των Οσμανλήδων Τούρκων. Πάνω αριστερά το Τόπ Χανέ, η παλιά πόλη, όπου βρίσκονται τα μαυσωλεία του Οσμάν και του Ορχάν, των κατακτητών της πόλης, αλλά και άλλων επιφανών μουσουλμάνων. 

Ρίχνει τη σκιά του πάνω στο κέντρο της πόλης, όπου βρίσκονται η κλειστή αγορά και πολλά άλλα μαγαζιά. Πιο ψηλά, σκαρφαλωμένα πάνω της πλαγιές του ιστορικού Ολύμπου, πολλά μικρά σπίτια, δίπλα το ένα στο άλλο, φαντάζουν σαν πυγολαμπίδες έτοιμες να υποδεχθούν το φως της ημέρας και να γίνουν αόρατες.

Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, στην ευρύτερη περιοχή της Βιθυνίας υπήρχαν τρεις πόλεις, που έφεραν το ίδιο όνομα. Μια από αυτές ήταν η Κίος στον Κυανό κόλπο, η οποία αναφέρεται σαν ένα αρχαίο κτίσμα των Αργοναυτών.  Κυριεύθηκε και καταστράφηκε εκ θεμελίων από το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Ε΄, ο οποίος δώρισε  την πόλη  στο γαμπρό του, βασιλιά της Βιθυνίας Προυσία, που την ξανάκτισε και της έδωσε το όνομα Προυσιάς επί Θαλάσση (Prusias ad mare).

Δεύτερη ήταν η αρχαία Κίερος, που ήταν κτισμένη στις όχθες του ποταμού Υπίου και μετά την άλωσή της ανοικοδομήθηκε από τον Προυσία και ονομάστηκε Προυσιάς προς Υπίω (Prusias  ad Hypium), η σημερινή Ουργκιούπ. Τρίτη και πιο σπουδαία πόλη,  στις πλαγιές του Βιθυνικού Ολύμπου, η Προύσα επί τω Ολύμπω (Prusa ad Olympum ).

Από τις τρεις αυτές πόλεις, η μόνη που διατήρησε το όνομά της αμετάβλητο ήταν η Προύσα και το διατήρησε μέχρι σήμερα.

H Προύσα ήταν η σπουδαιότερη πόλη των Βιθυνών, ενός βάρβαρου φύλου, που εξελληνίστηκε από τον 2ο π.Χ. αιώνα. Είχε κτιστεί από τον Προυσία τον Α΄, ο οποίος της έδωσε το όνομά του και την κατέστησε ισχυρή πόλη. Σαν πιθανή ημερομηνία ίδρυσής της είναι το 183 ή 185 π.Χ.

Εκεί κατέφυγε ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αννίβας, όταν ηττήθηκε από τους Ρωμαίους και βοήθησε τον Προυσία να οχυρώσει την πόλη και αργότερα στην εκστρατεία εναντίον του βασιλιά της Περγάμου Ευμένη.

Τελευταίος βασιλιάς της Προύσας ήταν ο απόγονος του Προυσία, Νικομήδης  Γ΄, ο Φιλοπάτωρ, ο τελευταίος της δυναστείας των Προυσιών των κτητόρων της πόλης. Ο τελευταίος, αν και νικήθηκε το 88 π.Χ. από το Μυθριδάτη, την επανέκτησε με τη βοήθεια των Ρωμαίων, στους οποίους την κληροδότησε το 74 π.Χ. Ο Μυθριδάτης κατάφερε να επανακατακτήσει την πόλη, αλλά το 73 π.Χ. οριστικά πλέον η Προύσα περιήλθε στα χέρια των Ρωμαίων, μετά την εκστρατεία εναντίον της του Γάϊου Τριάριου και έκτοτε την κυβερνούσε  Ανθύπατος.

Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κατοχής της, ιδίως επί αυτοκρατορίας Τραϊανού, η Προύσα ευεργετήθηκε, διότι διέθετε δική της βουλή και όπως έλεγε ο Στράβων, ήταν πόλη «ευνομουμένη». Αυτό το χρωστούσε σε ένα δικό της παιδί, το Δίωνα το Χρυσόστομο ή Κοκκειανό, ο οποίος συνδεόταν φιλικά με τον αυτοκράτορα και με την εύνοια του, ευεργετούσε την πόλη, κτίζοντας πολλά μεγαλοπρεπή κτίρια και  σπουδαία δημόσια έργα.

Στην πόλη υπήρχαν επίσης ανδριάντες  του ιδρυτή της Προυσία, του Τραϊανού, της μητέρας του Δίωνα, εξάστυλος ναός του Τιβέριου Κλαύδιου και πολλά άλλα μνημεία. Αναφέρεται μάλιστα, ότι στην κορυφή του Ολύμπου υπήρχε ναός προς τιμήν του Δία και δίπλα του βρίσκονταν ο τάφος του Γανυμήδη… 

 «Μνασίας δε φησιν υπό Ταντάλου ηρπάσθαι Γανυμήδην και εν κυνηγεσίω αναιρεθήναι. Πεσόντα ταφήναι έν τω Μυσίω Ολύμπω κατά το ιερόν του Ολυμπίου Διός».

Την εποχή του Δίωνα του Χρυσοστόμου, η Προύσα ήταν καθαρά ελληνική πόλη, διότι οι Έλληνες που είχαν έλθει από τα παράλια, εξελλήνισαν τελείως τις βαρβαρικές φυλές, που κατοικούσαν στη Βιθυνία, από την εποχή του Ξενοφώντα. Στην πόλη κατοικούσαν πολλοί σπουδαίοι άνδρες, όπως ο παππούς του Δίωνα, ο γιατρός Ασκληπιάδης, ο φιλόσοφος Άρχιππος, ο ρήτωρ Εύμολπος και πολλοί άλλοι, που έδιναν την εντύπωση ότι η Προύσα ήταν πόλη σοφών.

Ο χριστιανισμός εξαπλώθηκε στη Βιθυνία από την πρώτη κιόλας εκατονταετηρίδα, επί αυτοκράτορα Τραϊανού, στον οποίο ο ανθύπατος της Βιθυνίας Πλίνιος ο Νεώτερος εξέφραζε την έκπληξή του για την ταχεία διάδοση της νέας αυτής θρησκείας.  

Η Προύσα ήδη από τον 3ο μ.Χ. αιώνα ήταν έδρα επισκοπής, υπαγόμενη στη Μητρόπολη Νικομήδειας. Μετά την εξάπλωση του χριστιανισμού, η Προύσα έγινε, το 1087, έδρα επισκοπικού θρόνου, με το όνομα μητρόπολη Θεουπόλεως και αργότερα Προύσας, στην οποία περιήλθε και η Μητρόπολη Απαμείας. Οι δυο πρώτοι επίσκοποί της, Αλέξανδρος και Πατρίκιος, υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο, διότι με τα κηρύγματά τους συντελούσαν στην ευρεία διάδοση του χριστιανισμού στην περιοχή.

Ο ιερομάρτυρας Πατρίκιος μαρτύρησε επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού, την εποχή που Ανθύπατος ήταν στην Βιθυνία ο Ιουλιανός. Η παράδοση αναφέρει ότι στον τόπο του μαρτυρίου του αναβλύζει η θερμότερη θειούχα πηγή της πόλης, στην περιοχή Κιουκιουρτλή. Στον τόπο αυτό κάθε χρόνο στις 19 Μαίου τελούνταν πανηγυρική λειτουργία με την παρουσία χιλιάδων πιστών από την Προύσα και τα γύρω χωριά της.

Την εποχή του Βυζαντίου, η Προύσα με τα σπουδαία λουτρά της, που την καθιστούσαν λαμπρή λουτρόπολη, αποτελούσε τόπο αναψυχής και θέρετρο των αυτοκρατόρων και των μεγιστάνων της αυλής. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός επισκεπτόμενος τα λουτρά της, έκτισε μεγαλοπρεπή κτίρια γύρω από αυτά, ενώ η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία έκτισε πάνω στην ακρόπολη της πόλης σπουδαία εκκλησιαστικά οικοδομήματα, όπως ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. 

«Ης (Ειρήνης) έργον αμήχανον εις κάλλους λόγον, ευτεχνείας τε μαρμάρων ποικιλίας ο Προδρόμου κάλλιστος εν Προύση δόμος ον εις σεμνείον καθίδρυσεν ενθέως μονοτρόπων ευ και λατρευτών κυρίου».

 O Όλυμπος είχε γεμίσει με μοναστήρια, απ’ όπου πέρασαν πολλοί Άγιοι της θρησκείας μας, αφήνοντας την ευλογία τους. Γνωστές ήταν οι μονές των Συμβόλων, των Καθαρών και των Λιβανιών, των Ευνούχων, των Πισσανιδών, του Σακκουδίωνος, των Αγαύρων. Επίσης, οι μονές της Ατρώας, απ’ όπου πέρασαν Άγιοι όπως ο Άγιος Ιωαννίκιος, ο Άγιος Ευστράτιος, η Αγία Άννα, ο Άγιος Λουκάς ο Νέος Στυλίτης, ο Άγιος Πέτρος ο έν Ατρώα, ο Άγιος Τρύφων Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, ο Άγιος Τιμόθεος των Συμβόλων και πολλοί άλλοι. Αργότερα, όταν οι συχνές επιδρομές των Αράβων και άλλων επιδρομέων έκαναν τα περίχωρα της Προύσας ακατοίκητα, η μονή των Αγαύρων μεταφέρθηκε στην εντός των τειχών πόλη  και ονομάστηκε μονή του Αγίου Ευστρατίου.

Την αποκαλούσαν όμως και το Μεγάλο Μοναστήρι ή Μεγίστη, γιατί είχε γίνει κατοικία του γενικού ηγούμενου των μονών του Ολύμπου.

Στην Προύσα υπήρχε η εκκλησία της Παναγίας με την περίφημη εικόνα της Παναγίας της Προυσιώτισσας, την οποία είχε ζωγραφίσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Το έτος 829 μ.Χ, την περίοδο των εικονομαχιών, ένας χριστιανός άρχοντας πήρε την εικόνα από το ναό και έφυγε με προορισμό την Ελλάδα, για να τη σώσει από τα βέβηλα χέρια των εικονομάχων. Όταν έφθασε όμως στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης, έχασε την εικόνα και άρχισε απεγνωσμένα να την ψάχνει. Τελικά αυτή βρέθηκε αργότερα στην Ευρυτανία.

Εκεί, κάποιοι βοσκοί έβλεπαν κάθε βράδυ να βγαίνει φως από μία μεγάλη σπηλιά, πάνω σε ένα βουνό. Πλησίασαν προσεχτικά και διέκριναν σε μία γωνιά την εικόνα της Παναγίας μέσα από την οποία έβγαινε μια δέσμη φωτός. Με δάκρυα στα μάτια ευχαρίστησαν την Παναγιά για το θαύμα και αργότερα έκτισαν μια μικρή εκκλησία, όπου και την τοποθέτησαν. Ο άρχοντας από την Προύσα έμαθε το γεγονός και κατέφθασε στην περιοχή, όπου έκτισε ένα μοναστήρι στην Προυσιώτισσα Παναγία και έγινε μοναχός, για να την υπηρετεί.

Ωραίες ιστοριούλες, που δείχνουν το μεγαλείο της ορθοδοξίας μας…

Επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου το έτος 336 Εγείρας ήτοι 947 μ.Χ, δέχτηκε πολλές επιδρομές από τον ηγεμόνα του οίκου Χαμαδάν ή Βένι Χαμδάν, Σέϊφ –εδδεβλέτ (ξίφος του κράτους) που κυριαρχούσε στην Συρία και Μεσοποταμία,  από τον οποίο κατακτήθηκε και λεηλατήθηκε. Περιήλθε ξανά στην εξουσία του Βυζαντίου, αλλά συνέχισε να δέχεται επιδρομές  από τα διάφορα τουρκικά φύλα, που εμφανίστηκαν στη Μικρά Ασία.          

Το 1204 κατακτήθηκε και αυτή από τις ορδές των Σταυροφόρων και απελευθερώθηκε, με τη βοήθεια του σουλτάνου του Ικονίου, από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας, Θεόδωρο Λάσκαρη, ο οποίος ξανάκτισε τα τείχη της, που είχαν καταστραφεί και την προσάρτησε στο βασίλειο της Νίκαιας.

Όπως όλες οι πόλεις της Μικράς Ασίας, έτσι ήρθε και η σειρά της Προύσας να δεχθεί τις επιθέσεις των Οσμανλήδων Τούρκων. Τα φρούρια, όπως της Κατοικίας (Κίτας), των Κουβουκλίων, το Λοπάδι, το Αγγελόκωμα (Ινέ Γκιόλ), το Βηλόκωμα (Μπιλατζήκ),  που ήταν κτισμένα  γύρω στην περιοχή, για να προστατεύουν την Προύσα και να την ανεφοδιάζουν με τρόφιμα, άρχισαν σιγά-σιγά να πέφτουν στα χέρια των Τούρκων.

Ο Γερμανός περιηγητής Theo Wiegand, στο βιβλίο του «Reise in Mysien», αναφέρει ότι, λόγω των συχνών επιθέσεων των Τούρκων, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες, έκτιζαν οχυρωματικά τείχη, για να προστατέψουν τις μεγάλες πόλεις. Μία κατηγορία αυτών των οχυρωματικών έργων ασφάλιζε τους σπουδαίους δρόμους και διαβάσεις, που ένωναν τις μεγάλες πόλεις.

Στο πιο ξακουστό από αυτά, του Λοπαδίου, το οποίο έκτισε ο Αλέξιος, εκεί όπου χώριζε ο Ρυνδάκος ποταμός από την Αρτυνία λίμνη, τον Οκτώβριο του 1211 μ.Χ., έδωσε σκληρή αλλά άνιση μάχη ο Θεόδωρος Λάσκαρης ενάντια στις ορδές του Ερρίκου, του αδελφού του Βελαρδουίνου, ο οποίος είχε υποτάξει την Κωνσταντινούπολη.

Το φρούριο του Λοπαδίου, σημερινό Uluabat, μετά από καταστροφές που είχε υποστεί, ξανακτίστηκε από τον Ιωάννη Κομνηνό.


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής