breaking news Νέο

Μικρασιατικά αφηγήματα

Μικρασιατικά αφηγήματα

Η στήλη αυτή έχει ως σκοπό της να διατηρήσει και να επαναφέρει στη μνήμη μας όλα αυτά, που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από τη ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος τη μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε, καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά, η οποία πλέον έχει εκλείψει και εμείς, που αποτελούμε τη συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την τραγική ιστορία της.

 Μνήμες που δεν ξεθώριασαν

Ήταν καλοκαίρι στα μέσα της δεκαετίας του 1960, σ’ ένα ορεινό χωριό της Δράμας. Λίγα χρόνια μετά τον εμφύλιο σπαραγμό σ’ έναν τόπο, που δεν είχε συνέλθει ακόμη από τις πληγές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και τις ταλαιπωρίες των προσφύγων από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία, ενέσκηψε η μετανάστευση. Αυτή η αιμορραγία του ανθρώπινου δυναμικού δεν είχε αφήσει ανέγγιχτη σχεδόν καμία οικογένεια του χωριού.  Απέμειναν οι γέροντες πρόσφυγες της πρώτης γενιάς, να ανατρέφουν τα απορφανισμένα εγγόνια.  Κι εμείς, μικρά παιδιά των πρώτων τάξεων του Δημοτικού, να βιώνουμε τα χρόνια της αθωότητάς μας μέσα στην αυστηρή αγάπη των παππούδων, σε μια κοινωνία, που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της και να αναστηλωθεί μέσα στα ερείπια.

Την περίοδο εκείνη απολαμβάναμε τις καλοκαιρινές διακοπές, χωρίς τo βασανιστήριο της καθημερινής μελέτης και την απειλή της βέργας του δάσκαλου, που ήταν το σύνηθες μέσον σωφρονισμού. Κάθε απόγευμα μαζευόμασταν ένα μελισσομάνι στην πλατεία της γειτονιάς, μπροστά από το σπίτι του Πράλακα,  απέναντι από την εκκλησία του Άη Νικόλα και δεν χορταίναμε τα ατέλειωτα παιχνίδια, που δεν είχαν σχέση με τα σημερινά. Οι γιαγιάδες μας συγκεντρωνόταν έξω από την αυλή της Κρωμετίνας, όπου «εποίναν ντερνέκ», έκαναν δηλαδή μάζωξη. Κάθονταν σ’ ένα ξύλινο κορμό και από εκεί μας επιτηρούσαν, συζητώντας παράλληλα μεταξύ τους.

Οι γερόντισσες – όπως φαίνονταν στα παιδικά μας μάτια, ενώ οι περισσότερες δεν είχαν υπερβεί το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους – ήταν πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Μικρασία, πάντα μαυροφορεμένες και οι ταλαιπωρίες τους είχαν αφήσει έντονα τα σημάδια στο πρόσωπό τους. Σ’ εκείνες τις συναθροίσεις είχαν ως θέμα συζήτησης, πέρα από τα προβλήματα της μετανάστευσης και τη δύσκολη επικοινωνία με τα απόδημα παιδιά τους, τις ατέλειωτες ιστορίες από τις πατρογονικές εστίες, τα χρόνια της νεότητας «σην πατρίδαν», τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες πριν τον ξεριζωμό και κυρίως την οδύνη και την απώλεια των οικείων στο χαλασμό της ανταλλαγής. Λιγότερες φορές αναφέρονταν στα χρόνια του πολέμου, στη δεύτερη προσφυγιά λόγω της Βουλγάρικης κατοχής και στον εμφύλιο που ακολούθησε, αν και τα γεγονότα αυτά ήταν σχετικά πρόσφατα και οι πληγές νωπές.

Όταν εμείς αποκαμωμένοι πια, μετά το βασίλεμα του ήλιου, τρέχαμε στην αγκαλιά των γιαγιάδων μας, εκείνες μας σκέπαζαν με την ποδιά τους, προστατεύοντάς μας από το βραδινό αγιάζι. Και ενώ η κουβέντα τους αφορούσε το θανατικό των διωγμών τους στις χαμένες πατρίδες, η γιαγιά Παρθένα, απευθυνόμενη στις παρακαθήμενές της, ζητούσε να σταματήσουν τη συζήτησή τους, λέγοντας «σωπάτεν, εμπροστά σα μωρά αοίκα μη λέτεν, αγρίντανε», δηλαδή «σωπάστε, μπροστά στα παιδιά μη λέτε τέτοιες ιστορίες, αγριεύονται,  τρομάζουν». Μεμιάς άλλαζαν θέμα συζήτησης, αλλά αυτή η παραίνεσή της, αντί να με καθησυχάζει, εξήπτε περισσότερο την περιέργειά μου.

Έτσι σιγά σιγά άρχισα να τη ρωτώ για τη ζωή της στον τόπο, που πρωτόδε το φως του ήλιου, πως περνούσαν εκεί, γιατί τους εξόρισαν και τελικά πως ήρθαν στην Ελλάδα. Τότε πια η γιαγιά Παρθένα, ευπροσήγορη, άρχιζε να ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής της με νοσταλγία. Γεννήθηκε στο χωριό Τατ-ντερέ της περιοχής Ακ Νταγ Ματέν, στο νοτιοδυτικό μέρος του Πόντου. Ήταν η κόρη του Γεωργίου ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ. Το χωριό είχε μικτό πληθυσμό, δηλαδή Έλληνες και λίγους Τούρκους και η οικογένειά της ασχολούνταν με την αγροτική οικονομία. Οι σχέσεις με τους Τούρκους του χωριού τους ήταν καλές και δεν υπήρχαν αντιπαραθέσεις. Την περίοδο της σφαγής των Αρμενίων έλεγε η γιαγιά Παρθένα, που ήταν σχεδόν δεκάχρονο κορίτσι τότε «έρθεν διαταγή σον Μουχτάρ τη χωρί, που έτον σιδεράς, να παραδί τ’ Αρμενάντας τη χωρί ση Τούρκς. Ο Μουχτάρς εσέγκεν το φιρμάν σο ζωνάριν ατ’ και κι επαρέδωσεν τ’ Αρμενάντας. Για τ’ ατό οι Τούρκ εξόρτσαν όλιον το χωρίον πριν την Ανταλλαγήν. Εφόρτωσαμε σην αραπάν ολίγα πράματα και εχπάσταμε για την εξορίαν. Έστειλαν εμάς μακρά, σ’ έναν χωρίον σιμά σ’ έναν ποτάμ που έλεαν ατό Κιζίλ Ιρμάκ. Οι ανθρώπ ντο εζήναν εκεί είχαν κόκκινα δόντια α σο νερόν τη ποταμί ντο έπιναν».

Σε ελεύθερη απόδοση στα νεοελληνικά, «ήρθε διαταγή στον Πρόεδρο του χωριού που ήταν σιδεράς, να παραδώσει τους Αρμένιους του χωριού στους Τούρκους. Εκείνος έβαλε τη διαταγή στη ζώνη του και δεν τους παρέδωσε. Για το λόγο αυτό οι Τούρκοι εξόρισαν όλο το χωριό πριν την Ανταλλαγή. Φορτώσαμε λίγα πράγματα από το νοικοκυριό μας στο κάρο και ξεκινήσαμε για την εξορία. Μας έστειλαν μακριά σ’ ένα χωριό δίπλα στο ποτάμι, που το έλεγαν Κιζίλ Ιρμάκ (σ.σ. κόκκινος ποταμός). Οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί, είχαν κόκκινα δόντια από το νερό του ποταμού που χρησιμοποιούσαν».

Τέτοιες και πολλές άλλες ιστορίες μου έλεγε η γιαγιά μου, που έφυγε από τη ζωή το Σεπτέμβρη του 1979. Έζησε την εξορία στην αλησμόνητη πατρίδα, τα ιερά και αιματοβαμμένα χώματα του Πόντου και της Καππαδοκίας, τον ξεριζωμό από τις πατρογονικές εστίες, τη μετοικεσία από το λιμάνι της Μερσίνας στην ηπειρωτική Ελλάδα, την απώλεια της μάνας και του μονάκριβου αδελφού της, του Στυλίκα, τον πόλεμο του 1940, τη Βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία, τη δεύτερη εξορία στη Γερμανοκρατούμενη Κεντρική και Δυτική Μακεδονία και τον Εμφύλιο σπαραγμό. Ένιωσε τον πόνο του ξενιτεμού, στερήθηκε τα παιδιά της, που μετανάστευσαν για ένα καλύτερο αύριο και παρά την πολύπαθη και πολυτάραχη ζωή της, δεν βαρυγκομούσε.

Πριν πεθάνει, έλεγε στα παιδιά και στα εγγόνια της, αφήνοντας εντολές και παρακαταθήκες, δείχνοντας σ’ εμάς τους καλοζωισμένους το δικό της κώδικα αξιών : «Θέλω ν’ αποθάνω με τ’ αχούλ και σα ποδάρια. Όταν θα φεύω κι θα κλαίτε με. Με τα γέλτα θα θάφτετ’ εμέν. Φεύω ευχαριστημέντσα α σην ζωή μ’. Έζησα εξορίας και πολέμους, τον ξεριζωμόν και την χαλαμονήν αλλά παιδίν κ’ έθαψα. Τα παιδία μ’ έχω σιμά μ’, είδα τα χαρεμένα και εγγόνια πα εχάρα». Δηλαδή «Θέλω να πεθάνω, έχοντας το μυαλό μου, τα λογικά μου και όρθια. Όταν θα φύγω, να μη με κλάψετε, αλλά να με θάψετε με γέλια. Φεύγω ευχαριστημένη από τη ζωή μου. Έζησα εξορίες και πολέμους, τον ξεριζωμό και την καταστροφή, αλλά παιδί δεν έθαψα. Έχω δίπλα μου τα παιδιά μου, τα είδα χαρούμενα και χάρηκα εγγόνια».

Πολλά χρόνια πέρασαν και οι διηγήσεις της δεν ξεθώριασαν. Μια Κυριακή, δύο χρόνια περίπου πριν από σήμερα, περιμένοντας μέσα στο αυτοκίνητο τη συνήθως αργοπορούσα σύζυγο, άρχισα να φυλλομετρώ τον ταξιδιωτικό οδηγό του Σάββα Καλεντερίδη ΔΥΤΙΚΟΣ ΠΟΝΤΟΣ ΒΙΘΥΝΙΑ – ΠΑΦΛΑΓΟΝΙΑ. Στις τελευταίες σελίδες του βρήκα το λήμμα, που αναφερόταν στο χωριό της γιαγιάς Παρθένας. Άρχισα με συγκίνηση να διαβάζω :

«Τατ-ντερεσί. Βρίσκεται Ν σε απόσταση 7 χλμ. από την πόλη του Ακνταγ Ματέν … Χτισμένο σε ειδυλλιακή τοποθεσία κατάφυτη με πεύκα και έλατα, ήταν ένας από τους πιο ωραίους οικισμούς του Ακνταγ Ματέν.  Είχε 400 κατοίκους που συντηρούσαν την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος και δημοτικό σχολείο.  Σε ύψωμα που ονομαζόταν της Αικατερίνης το μπουρούν,  υπήρχαν ερείπια  βυζαντινής εκκλησίας και οικισμού. Οι κάτοικοι του χωριού το 1917 εξορίσθηκαν στο Άβανος της Καππαδοκίας, σε αντίποινα για την πράξη τους να προσφέρουν καταφύγιο σε έναν Αρμένιο, που τελικά συνελήφθη και τουφεκίσθηκε …».

            Σιωπηλός και μαγεμένος ένιωσα δάκρυα να αναβλύζουν από τα μάτια μου. Πέντε δεκαετίες μετά τη διήγηση της γιαγιάς Παρθένας, ήρθε η επιβεβαίωση της τραγικής ιστορίας που μου διηγήθηκε, όταν ήμουν παιδάκι. Ήρθε στο μυαλό μου η εικόνα της, σαν να ήταν εκείνη η στιγμή που άκουγα από τα χείλη της να ξεχειλίζει ο πόνος και η νοσταλγία.

            Ανέσυρα από τη μνήμη μου τις λίγες γνώσεις για τη Μικρασία και θυμήθηκα ότι η Άβανος βρίσκεται κοντά στο Γκιόρεμε της Καισάρειας και έχει μακραίωνη παράδοση στην κεραμική τέχνη. Η πόλη, λαξευμένη στα βράχια, όπως τόσες άλλες αρχαίες πόλεις της Καππαδοκίας, βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Kizilirmak, που δεν είναι άλλος από τον Άλυ των αρχαίων. Αυτό το ποτάμι έπαιζε και συνεχίζει να παίζει καθοριστικό ρόλο στην καθημερινή  ζωή των κατοίκων. Ο βαθυκόκκινος πηλός που κατακάθεται στην κοίτη του, είναι ένα θείο δώρο για τους κατοίκους. Το χρώμα του οφείλεται στην υψηλή συγκέντρωση μεταλλευμάτων. Το γεγονός αυτό τον καθιστά το καταλληλότερο υλικό για την κατασκευή υψηλής ποιότητος κεραμικών και πήλινων αγγείων. 

            Πρέπει να ήταν η πρώτη φορά που ευχαρίστησα τη σύζυγό μου την αργοπορία της. Καλή σου ώρα γιαγιά Παρθένα. Και ένα μεγάλο ευχαριστώ στο Σάββα ΚΑΛΕΝΤΕΡΙΔΗ, για τη χαρά και τη συγκίνηση που μου χάρισε.

 

  Χριστόφορος  Κοτίδης

  Βέροια


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής