breaking news Νέο

Μικρασιατικά αφηγήματα

  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα

Η στήλη αυτή έχει ως σκοπό της να διατηρήσει και να επαναφέρει στη μνήμη μας όλα αυτά, που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από τη ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος τη μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε, καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά, η οποία πλέον έχει εκλείψει και εμείς, που αποτελούμε τη συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την τραγική ιστορία της.

… Από τον Αξό τη Καππαδοκίας

 

Οι γονείς μου, κύριε Γιώργο, κατάγονται από τον Αξό του Ικονίου, ένα κεφαλοχώρι με 400 χιλιάδες περίπου κατοίκους, οι οποίοι μιλούσαν ελληνικά, με αρκετούς ιδιωματισμούς.

Η παράδοση αναφέρει ότι τα παλιά χρόνια, στην περιοχή ήταν Επίσκοπος ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ότι εδώ βρίσκονταν ο τάφος της Αγίας Μακρίνας, αδελφής του Αγίου Βασιλείου.

Σήμερα το χωριό λέγεται Hasakoy.

Στο χωριό μας υπήρχαν τρεις εκκλησίες, η πιο παλιά της Αγίας Μακρίνας, που χτίστηκε το 1843 και κατ΄ άλλους το 1700, του Αγίου Γεωργίου και της Κοίμησης της Θεοτόκου.

Η εκκλησία της Αγίας Μακρίνας βρίσκονταν στο δικό μας μαχαλά και είχε πάρα πολλές παλιές εικόνες. Όταν πλησίασε η ώρα της Ανταλλαγής των Ελλήνων και Τούρκων, οι κάτοικοι του χωριού, φοβούμενοι ότι οι Τούρκοι θα  καταστρέψουν τις εικόνες, τις τοποθέτησαν μέσα στον τάφο της θείας του πατέρα μου, της Μακρίνας.

Δυστυχώς δεν μάθαμε τι απέγιναν !!

Ο παππούς μου ο Αγάπης Μισαηλίδης ήταν ένας από τους πιο πλούσιους και πιο εργατικούς κατοίκους του χωριού. Διέθετε ένα εργοστάσιο παραγωγής σησαμέλαιου, ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε πήλινα αγγεία, κερχίνια όπως τα έλεγαν και ένα ράντζο, όπου εμπορεύονταν άλογα. Δούλευε σαν το λύκο και γι΄ αυτό τον αποκαλούσαν Λύκ Μισαήλ.

Είχε ένα γιο, το Λουκά, τον οποίο πάντρεψε με την κόρη ενός Τούρκου συναδέλφου του και ο οποίος διέθετε επίσης ένα κεραμοποιείο. Έτσι ο Λουκάς παντρεύτηκε την Τουρκάλα και μαζί της απέκτησε  μια κόρη, τη Θεοδώρα.

Εν τω μεταξύ, τα ωραία χρόνια τα διαδέχθηκαν η Μικρασιατική Καταστροφή και η Ανταλλαγή των προσφύγων.  Ο Λουκάς υποχρεώθηκε να αφήσει τη γυναίκα του και παίρνοντας τη μικρή Θεοδώρα, έφυγε με κατεύθυνση την Ελλάδα.

Η οικογένεια του παππού μου Αγάπιου μαζεύτηκε, για να φύγει με το Εγγλέζικο καράβι, αλλά μέσα στην αναμπουμπούλα έγινε μπέρδεμα και ο Λουκάς μαζί με τη μικρή Θεοδώρα επιβιβάστηκαν σε ένα Γαλλικό πλοίο με κατεύθυνση τον Πειραιά.

Εκεί στον τόπο υποδοχής προσφύγων, του έδωσαν μια κουρευτική μηχανή, με την οποία κούρευε τους πρόσφυγες. Μια μέρα που κούρευε τους πρόσφυγες, είδε να στέκεται μπροστά του, έντρομη, η μάνα του με τα μακριά μαύρα μαλλιά της, απλωμένα στον ώμο της.

---Αχ κουζούμ Λουκά μη μου κόβεις τα μαλλιά μου σε παρακαλώ.

Ο Λουκάς χάρηκε  που συνάντησε τους δικούς του, καθησύχασε τη μάνα του και μετά την κούρεψε γουλί…

----Αν βρε μάνα με συγχωρείς αλλά αυτές τις διαταγές έχω πάρει. Δεν μπορούσα να κάνω αλλοιώς.

Αργότερα η οικογένεια Μισαηλίδη κατευθύνθηκε για τη Μακεδονία.

Ένας αδελφός του παππού μου, ο Σπύρος, χάθηκε και δεν βρίσκαμε τα ίχνη του. Το 1988, ασχολούμενοι με το εμπόριο, πήγαμε στην Κρήτη. Εκεί στη μεγαλόνησο, σε ένα χωριό του Ηρακλείου, τη Λιγόρτυνο, όπου πήγαμε να αγοράσουμε ντομάτες, συναντήσαμε μια γυναίκα, που έμοιαζε την αδελφή του πατέρα μου, την Ελπίδα.

Την πλησιάσαμε και μετά κάποιες συνομιλίες διαπιστώσαμε ότι ήταν η κόρη του χαμένου θείου μου Σπύρου. Επακολούθησε μεγάλη συγκίνηση, κλάματα και χαρές για τη χαμένη ξαδέλφη μας, με την οποία από τότε διατηρούσαμε καλές σχέσεις.

Το 1974 ο πατέρας μου Κώστας Μισαηλίδης πήγε στην Τουρκία, με σκοπό να επισκεφθεί το χωριό του, από το οποίο είχε φύγει 13 ετών. Όταν έφθασαν στο Ικόνιο, διαπίστωσαν με μεγάλη τους λύπη ότι δεν τους επέτρεπαν να επισκεφθούν τον Αξό, επειδή υπήρχε φόβος μήπως δεν τους φερθούν καλά οι κάτοικοι του χωριού.

Ο μπαμπάς μου πήγε στην τράπεζα, για να αγοράσει λίρες και έδειξε το διαβατήριό του στο διευθυντή. Εκείνος, αφού εξέτασε το διαβατήριό του, φάνηκε να ξαφνιάζεται και μετά από λίγο τηλεφώνησε  κάπου και ζήτησε από κάποιον να έρθει στην τράπεζα.

Μετά από λίγο ήρθε ένας σεβάσμιος γέροντας, στον οποίο ο διευθυντής έδειξε όλους τους Έλληνες ταξιδιώτες και τον ρώτησε…

---Πατέρα,  αν μπορείς να μου πεις ποιος από όλους αυτούς είναι ο γιος του Αγάπη.

Ο γέροντας μας πλησίασε όλους, μας κοίταξε προσεκτικά και τέλος έδειξε τον πατέρα μου, λέγοντας ότι αυτός ήταν ο γιος του παλιού του φίλου Αγάπη ή Αγάπιου από τον Αξό, με τον οποίο είχαν περάσει αξέχαστες στιγμές, κατά την παιδική τους ηλικία.

Μας αγκάλιασε όλους και μετά, αναλαμβάνοντας την ευθύνη, μας πήγε στο χωριό, όπου μας ξενάγησε και μας φιλοξένησε, χωρίς να συμβεί κανένα παρατράγουδο.

Παπαδόπουλος ή Μισαηλίδης Παναγιώτης

Πολυπλάτανος Ναούσης


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής