breaking news Νέο

Μικρασιατικά αφηγήματα

  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα

Η στήλη αυτή έχει ως σκοπό της να διατηρήσει και να επαναφέρει στην μνήμη μας, όλα αυτά που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από την ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος την μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά η οποία πλέον έχει εκλείψει, και εμείς, που αποτελούμε την συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την  τραγική ιστορία της.

 

Νέα από το Μέτωπο της Μικράς Ασίας

Αφήγηση Καγιογλίδη Ηρακλή, από τα Κουβούκλια Προύσας

Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ

Ήταν καλοκαίρι και όλοι βρισκόμασταν στα χωράφια και δουλεύαμε. Ο Ελληνικός στρατός βρίσκονταν στην Μικρά Ασία και πολλοί χωριανοί, μεταξύ των οποίων και τα αδέλφια μου, ήταν στρατιώτες.

Μια μέρα ήρθε στα αλώνια ο πρόεδρος, μαζί με χωροφύλακες και μας ανακοίνωσαν ότι έψαχναν να βρούν στρατιώτες για το μέτωπο.

Πρόεδρος ήταν ο Στρατής ο Τατιτζίκης, που ο γιός του ήταν αρραβωνιασμένος με την κουμπάρα μου, του Τόσκα την γυναίκα.

Με είδαν εμένα γεροδεμένο και θέλησαν να με πάρουν μαζί τους, αλλά ο μπαμπάς μου  δεν το επέτρεψε και τους είπε..

-----Τα άλλα δυο παιδιά μου υπηρετούν την πατρίδα και εσείς θέλετε να μου πάρετε και τον μικρό. Εγώ τι θα κάνω?

Εκείνη την χρονιά  υπήρξε μεγάλη παραγωγή, και επειδή πολλοί νέοι  πήγαν φαντάροι δεν υπήρχαν χέρια να δουλέψουν.

Τελικά πήγα μαζί τους, μαζευτήκαμε όλοι στην Πλατεία της Στέρνας και από  εκεί μας πήγαν στα Έμπεδα στην Προύσα. Ο καθένας περνούσε μπροστά από ένα αξιωματικό ο οποίος χωρίς να εξετάσει τίποτε τον κατέτασσε στον στρατό.

Παρουσιάστηκα και εγώ μπροστά του και αφού με χαιρέτησε μου είπε.

---Παιδί μου εσύ είσαι μικρός ακόμη, ήμουν 17 χρονών, μπορείς να φύγεις.

Εγώ διαμαρτυρήθηκα και τότε μου είπε…

…..εφ΄όσον θέλεις να έρθεις σαν εθελοντής τότε μείνε.

Και έμεινα, πράγμα που αργότερα το μετάνιωσα, διότι  δέκα  μέρες εκεί στα Έμπεδα δεν κάναμε τίποτε, μόνο καθόμασταν χωρίς να γυμναζόμαστε.

Έγραψα ένα γράμμα στον πατέρα μου να έρθει να με πάρει. Ήρθε  μαζί με τον δεσπότη,  και είπαν στον διοικητή να με αφήσει να γυρίσω στο χωριό. Τότε με φώναξε ο διοικητής και  είπε  στον πατέρα μου, ότι  μου είχε προτείνει  να φύγω και δεν δέχτηκα, τώρα που κατατάχτηκα σαν εθελοντής και φόρεσα το χακί, δεν μπορώ να φύγω.

Έτσι συμφώνησε και ο πατέρας μου και παρέμεινα στον στρατό. Μετά λίγο καιρό αρχίσαμε να γυμναζόμαστε. Εγώ ήμουν μαζί με δυο Κελεσενιώτες που δεν ήξεραν που ήταν το δεξί και το αριστερό. Τους έβαλα ένα κρεμμύδι στο δεξί αυτί και ένα σκόρδο στο αριστερό, τους πήγαινα πάνω κάτω και τους έλεγα δεξιά σαρμισάκ-κρεμμύδι και έστριβαν δεξιά, σκόρδο αριστερά και έστριβαν αριστερά.

Ξεκαρδιζόμασταν όλος ο λόχος στα γέλια. Ένα μέρα ήρθε διαταγή να φύγουμε για τα Μουδανιά    και από εκεί για την Θράκη. Ήταν 20-21 Ιουλίου.

Έστειλα μήνυμα στην μάνα μου  για να έρθει να  με δεί και να με φέρει λεφτά. Μας πρόλαβε στην Μυσόπολη όπου σταματήσαμε να ξεκουραστούμε. Ήρθε η μάνα μου με συγγενείς και άλλες γυναίκες από άλλα Ελληνικά χωριά και μας έφεραν λεφτά, τρόφιμα, γλυκίσματα, μηλίνες, μουστοκούληκα.

Μας αποχαιρέτησαν με δάκρια στα μάτια και έφυγαν.

Το βράδυ φθάσαμε στα Μουδανιά, αποθέσαμε τα πράγματά μας στο λιμάνι και περιμέναμε το πλοίο. Τότε μου μπήκε η ιδέα να τα παρατήσω και να φύγω.

Ήμασταν ψηλά στα λιοτρόπια μαζί με τον Γκράντα τον Απόστολο.

Λέω στον λοχία….δός μου λοχία το παγούρι σου να το γεμίσω με νερό από μια πηγή που ήταν εκεί κοντά.

Παίρνω τον Γκράντα και το σκάσαμε. Από ψηλά βλέπαμε το πλοίο που θα μας πήγαινε στην Θράκη να έρχεται.

Εμείς όμως φύγαμε.

Εκείνη την χρονιά είχε βρέξει πάρα πολύ στην περιοχή των Μουδανιών και είχαν πλημμυρίσει τα χωράφια από το πολύ νερό.

Στον δρόμο για τα Κουβούκλια περνούσαμε μέσα από χωράφια γεμάτα λάσπες και νερά, που μας δυσκόλευαν πολύ. Φθάσαμε κοντά  στο Τούρκικο χωριό Μπαλαμπαντζίκ.

Είπα στον Γκράντα… εδώ θα μείνουμε. Χωθήκαμε μέσα σε κάτι θημωνιές και αποκοιμηθήκαμε. Το πρωί μας ήρθαν οι Τουρκάλες να πάρουν τις θυμωνιές, μας είδαν και έφυγαν τρέχοντας και φωνάζοντας.

---Μη φεύγετε τους φώναζα μάταια, διότι είχαν τρομοκρατηθεί  και εξαφανίστηκαν.

Πλησιάζαμε στο χωριό πλέον. Φθάσαμε  στο ποτάμι, τον Νιλουφέρ,που το  νερό του έφθανε μέχρι το λαιμό, σε ένα μέρος όπου απλώναμε πληγούρι, και οι κοπέλες συνήθιζαν να πλύνουν τα ρούχα τους.

Περάσαμε το ποτάμι και εκεί, για κακή μας τύχη, πέσαμε πάνω στον Χατζήπαπα και στον Θραμπούλ νταή. Ο Γκράντας έφυγε προς το Ντεμιρτέσι και εγώ πήγα στο σπίτι μας στα Κουβούκλια.

Ο μπαμπάς μου έλειπε στα χωράφια και δεν έμαθε ότι λιποτάκτησα, μόνο η μάνα μου και η θεία μου ήταν  στο σπίτι.

Έκατσα στο χωριό δυο μέρες. Μετά ήρθαν ο πρόεδρος με τους χωροφύλακες.

---Πού είναι ο Ηρακλής ρώτησαν?

--Απάν κοιμάται.

---Φωναξέ τον

Κατέβηκα κάτω και με πήραν μαζί τους για το χωριό Καγιαπά όπου ήταν ένα φυλάκιο. Με το ζόρ η μάναμ πρόλαβε να με δώσει 2 λίρες.

Στον Καγιαπά μείναμε ένα βράδυ και την άλλη μέρα μας πήγαν στην Προύσα  σε ένα τζαμί, το οποίο ήταν γεμάτο με λιποτάκτες.

Στην είσοδο ήταν ένας τσολιάς με μια βούρδουλα και όποιος περνούσε έτρωγε μια βουρδουλιά. Εγώ έσκυψα και την απέφυγα.

Μετά από λίγο ήρθε ο τσολιάς μέσα στο τζαμί και μου έδωσε έναν ντενεκέ γεμάτο σκατά να πάω έξω να τον πετάξω. Αυτή ήταν η τιμωρία μου.

Την άλλη μέρα ακούστηκε το τρενάκι το οποίο θα μας πήγαινε στην Θράκη, στις Σαράντα Εκκλησιές όπου βρίσκονταν το τάγμα μου. Μας πήγαν στα Μουδανιά  και με έβαλαν σε ένα κρατητήριο, γεμάτο νερά,  μαζί με έναν χότζα.

Με ρωτούσε γιατί με είχαν εκεί και επειδή ντρεπόμουν του έλεγα ότι πήγα να πάρω λεφτά από το σπίτιμ και με έπιασαν.

Tέλος πάντων πήγαμε με το παπόρ στην Ραιδεστό και μετά 2-3 μέρες φύγαμε για τις Σαράντα Εκκλησιές όπου ήταν το Σύνταγμα. Το 602 τάγμα είχε διαλυθεί, και εκεί ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι, με συνταγματάρχη τον Φεσόπουλο Γεώργιο.

Εγώ εξακολουθούσα να είμαι στο κρατητήριο μαζί με άλλους υπόδικους που είχαν διαπράξει κάθε είδους εγκλήματα. Ένα βράδυ σηκώθηκε ένας από αυτούς και μου έδωσε το κρεβάτι του να ξαπλώσω.

Απόρεσα,  ύστερα όμως κατάλαβα ότι ήθελε να μας κλέψει τα λεφτά μας. Όταν πλαγιάσαμε να κοιμηθούμε πήγαν σε έναν στρατιώτη, του έκοψαν την τσέπη με ένα ξυραφάκι και του πήραν τα λεφτά. Σε μένα δεν πρόλαβαν να το κάνουν διότι, τους πήρε χαμπάρι ο δεσμοφύλακας, άνοιξε την πόρτα και τους απομάκρυναν.

Το πρωί μας μάζεψαν, μας έβαλαν στην σειρά  για να παρουσιαστούμε στον διοικητή.  Ήρθε ο διοικητής και μας ρωτούσε έναν μετά τον άλλον…..

… πως ονομάζεσαι, από πού είσαι  γιατί λιποτάκτησες?

Μετά έλεγε στον καθένα την ποινή του.

Ήρθε και σε μένα.

--Από πού είσαι λεβέντημ με ρώτησε?

Από τα Κουβούκλια Προύσας  του απάντησα.

--Φτού ρε γαμώτο. Εγώ στο τάγμα μου είχα  2-3 Κουβουκλιώτες, λεβέντες και παλικάρια. Και εσύ να λιποτακτήσεις?  Μου έδωσε δυο χαστούκια και 20 μέρες  αυστηρά, δίχως παπούτσια και χλένες.

Όλη την ημέρα σκουπίζαμε το τεράστιο προαύλιο, σαν ένα μέρος της τιμωρίας μας. Αργότερα  έμαθα  ότι  ένας από τους Κουβουκλιώτες που τον είχαν διοικητή  ήταν  ο αδελφός μου ο Γιώργος.΄

3-4 μέρες μετά, ήρθε η διαταγή για να φύγουμε στην Σμύρνη, σε ένα τάγμα στο οποίο είχαν πάει πολλοί Κουβουκλιώτες, μεταξύ των οποίων ο αδελφός του Αλτινίδη ο Στρατής, και χαθήκανε, σκοτώθηκαν όλοι τους.

Πάμε στην Σμύρνη με το παπόρ, πάντα μέσα στο κρατητήριο, όπου έπαιζε συνέχεια πατριωτικά εμβατήρια.

Φτάσαμε στην Μπάντιρμα  και μετά συνεχίσαμε για την Σμύρνη.

Εν τω μεταξύ είχε ήδη αρχίσει η υποχώρηση του Ελληνικού στρατού και εμάς μας έλεγαν ότι πήγαινε προς την Άγκυρα.

Φθάσαμε στο Αλά Σεχίρ την Φιλαδέλφεια. Στρατοπεδεύσαμε σε μια αλάνα  όπου υπήρχε ιππικό και πολλά κάρα.

Μαζί μου είχα τον Κελεσενλή τον Σταύρο.

Με φωνάζ ο φρούραρχος και μου λέει, ίσως επειδή ήμουν ο μικρότερος σε ηλικία.

---Έλα εδώ παιδί μου, θα σε κρατήσω εδώ. Το τάγμα το δικό σου μάχεται ήδη στην περιοχή του Αϊδινίου. Πού να σε στείλω εκεί, έτσι αγύμναστος που είσαι? Θα είσαι υπεύθυνος για να προσέχεις τα κάρα και τα άλογα.

Έτσι έμεινα εκεί με άλλους στρατιώτες. Πότε πότε μας έρχονταν διαταγές και πηγαίναμε και καίγαμε κανένα τουρκικό χωριό.

Εγώ καθόμουν στον σιδηροδρομικό σταθμό, μέσα σε ένα τρένο  και δούλευα όλη την νύχτα με τους ασυρμάτους.

Τα νέα από το μέτωπο ήταν πολύ άσχημα. Πότε –πότε στήναμε ενέδρα για λιποτάχτες  που περνούσαν από εκεί, και κάθε βράδυ γέμιζε το κρατητήριο από αυτούς.

Έρχονταν τα τρένα  και έφερναν τραυματισμένους στρατιώτες, με κομμένα χέρια, πόδια, και ανοιγμένα κεφάλια γεμάτα αίματα.

Παντού θρήνος. Έφευγε ο στρατός. Μετά 2-3 μέρες ρώτησα τον ασυρματιστή..

---Εμείς πότε θα φύγουμ?

--- Μη στεναχωριέσαι, εγώ θα σε ειδοποιήσω, πρώτα θα φύγει ο στρατός και μετά εμείς.

---Ωχ το γάμσανε την μάνα του είπα. Πότε θα γίνει αυτό.?

 

........συνεχίζεται


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής