breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας

  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας

Στην Απολλωνιάδα.

 Πλησιάζοντας στο χωριό διακρίνουμε τη λίμνη της, η οποία ήταν επίσης γνωστή σαν Αρτυνία, και στα νερά της καθρεπτίζονταν οι βουνοκορφές του Βιθυνικού Ολύμπου. Γύρω από τη λίμνη υπάρχουν πολλές καλαμιές, που ανάμεσά τους φωλιάζουν πολλά είδη αποδημητικών πτηνών.

Στα χωράφια, δίπλα στο δρόμο υπάρχουν πολλές ελιές και συκιές. Μπαίνοντας στο χωριό αριστερά, στο δρόμο που οδηγεί στην πλατεία, μας υποδέχεται η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, η μοναδική που σώζεται από τις χριστιανικές εκκλησίες. Έχει ανακαινιστεί πλήρως και αποτελεί το στολίδι της περιοχής.

Η πιο παλιά εκκλησία του χωριού ήταν του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, κτισμένη πάνω σε βυζαντινά θεμέλια. Άλλες εκκλησίες ήταν του Τιμίου Προδρόμου, των Ταξιαρχών και του Αγίου Παντελεήμονα που είναι και η μοναδική που σώζεται μέχρι σήμερα και είχε κτιστεί το 1918.

Ο Κουβουκλιώτης δάσκαλος Βασίλης Δεληγιάννης, ο οποίος έμεινε για αρκετό καιρό στην Απολλωνιάδα ως φιλοξενούμενος της οικογένειας Χριστόδουλου Καράνταη και σπούδασε στα φημισμένα σχολεία της, αναφέρει ότι υπήρχε και μια τέταρτη εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή.

Η μητέρα του Καράνταη του αφηγήθηκε ότι οι Τούρκοι της Απολλωνιάδας ήταν  χριστιανοί εξωμότες και η τότε τουρκική εξουσία τους επέβαλλε να κατοικούν γύρω από την περιοχή «Παλιόπορτα», από την οποία περνούσαν κάθε μέρα οι Απολλωνιαδίτες, για να μπορούν να τους ελέγχουν. Για τις θρησκευτικές τους ανάγκες χρησιμοποιούσαν σαν τζαμί την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, που βρισκόταν πιο κοντά στο συνοικισμό τους. Αργότερα όμως, για να μη τους θυμίζει τίποτα τη βδελυρή τους πράξη, γκρέμισαν την εκκλησία και έκτισαν καινούργιο τζαμί που σωζόταν μέχρι το 1922.

Σε ότι αφορά το μιναρέ του, σύμφωνα με την παράδοση, μόλις τελείωναν το χτίσιμό του, αυτός γκρεμιζόταν και οι χριστιανοί απέδιδαν το φαινόμενο αυτό στο γεγονός ότι οι Τούρκοι γκρέμισαν την εκκλησία και πάνω στα θεμέλιά της έκτισαν το τζαμί. Αυτό θεώρησαν και οι Τούρκοι ότι ήταν η αιτία, και για να σταματήσει το κακό, τοποθέτησαν ένα σταυρό πάνω στην κορυφή του μιναρέ, ο οποίος υπήρχε μέχρι που γκρεμίστηκε το τζαμί για να χτιστεί καινούργιο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Πλησιάζουμε στη γέφυρα που συνδέει τη στεριά με το νησί όπου είναι κτισμένη η καστροπολιτεία. Καστρινούς τους ονόμαζαν τους Απολλωνιαδίτες οι κάτοικοι των γύρω χωριών και τους ζήλευαν διότι ζούσαν σε ένα τέτοιο πανέμορφο μέρος.

 Η παλιά ξύλινη γέφυρα που όταν πλημμύριζε η λίμνη σκεπαζόταν με νερά, καταστράφηκε το 1960, και κτίστηκε η σημερινή, πιο σύγχρονη και εξυπηρετική. Πριν περάσουμε την γέφυρα, διακρίνουμε ένα τεράστιο αιωνόβιο πλατάνι. Πρέπει να έχει ζήσει πολλές καταστάσεις, καλές και κακές. Θα αναρωτιέται ίσως που βρίσκονται τώρα οι παλιοί του κάτοικοι οι οποίοι του χάρισαν τη ζωή, φυτεύοντάς το δίπλα στην λίμνη. Αν μπορούσε να μας μιλήσει θα είχε προφανώς να μας πει πολλά… Προς το παρόν σιωπά και δροσίζει τους περαστικούς με τη δροσερή σκιά του. Δίπλα στο πλατάνι λειτουργεί ένα εστιατόριο που διαφημίζει σαν σπεσιαλιτέ του τα ψάρια της λίμνης, σαζάνια, γριβάδια, τούρνες και γουλιανούς.

Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν, η Απολλωνιάδα ήταν αποικία των Μιλησίων και πρώτος ο Στράβων (66-24 π.Χ) την αναφέρει σαν Απολλωνία επί Ρυνδάκω. Ρυνδάκος ήταν ο ποταμός ο οποίος συνέδεε την Απολλωνιάδα με το λιμάνι της Πανόρμου και κατ’ επέκταση με την Κωνσταντινούπολη. Μέσω αυτού με τα περίφημα καΐκια τους, τα επονομαζόμενα τομπάζια, μετέφεραν τις πραμάτειες τους στην Κωνσταντινούπολη. Η πόλη ανήκε στη δικαιοδοσία του βασιλιά της Περγάμου Άτταλου Α’, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος έδωσε στην πόλη το όνομα της γυναίκας του Απολλωνιάδας.     

H Aπολλωνιάδα έζησε ημέρες δόξας και μεγάλης ακμής, και ήταν σύγχρονη  με τη Νικομήδεια, τη Νίκαια και την Κύζικο. Αργότερα, στα Ρωμαϊκά χρόνια και κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά του Μιθριδάτη, χρησιμοποιήθηκε από τον Τραϊανό σαν χώρος ανεφοδιασμού των στρατευμάτων του. Για το λόγο αυτό έκτισε τοίχος από την πλευρά του παλιού λουτρού όπου υπάρχει μαρμάρινη πλάκα με τα κάτωθι :

 

«ΚΑΙΣΑΡ ΤΡΑΙΑΝΟΣ ΘΕΩΝ ΘΕΟΥ ΥΙΟΣ ΣΩΤΗΡ».

 

Ο χριστιανισμός κηρύχθηκε στην Απολλωνιάδα από τον Απόστολο Ανδρέα και ένεκα του ένδοξου παρελθόντος της ανακηρύχθηκε σε ξεχωριστή επισκοπή ονόματι Θεοτοκιανή που ανήκε στη δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Νικομήδειας. Η επισκοπή είχε την τιμή να αναδείξει σπουδαίους Αγίους, όπως ο Νικήτας επίσκοπος Απολλωνιάδας, η μνήμη του οποίου τιμάται στις 20 Μαρτίου, ο Άγιος Ακάκιος, ο Άγιος Θύρσος, που μαρτύρησε επί αυτοκράτορα Δεκίου 250 μ.χ στις 14 Δεκεμβρίου, και πολλοί άλλοι. Διατηρήθηκε δε μέχρι την άλωση της πόλης από τους Τούρκους το 1330.

Στις μεγαλύτερες νήσους της λίμνης, του Ταχήρ Αγά ή Αγίου Θεοδώρου του Καναρίτη, του Αγίου Κωνσταντίνου και του Τερζόγλου, ιδρύθηκαν μονές και μετόχια, όπου ακόμη και σήμερα σώζονται πολλά ερείπια ναών, κελιών και αποθηκών.

Στη νήσο Μανακούδα είχε βρεθεί και ένα μαντείο αφιερωμένο στο θεό Απόλλωνα. Στη νήσο του Αγίου Κωνσταντίνου υπήρχε περίλαμπρος ναός επ’  ονόματι των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου την ημέρα της γιορτής τους γίνονταν μεγάλο πανηγύρι. Ερείπια του παλιού ναού σώζονται μέχρι σήμερα.

Οι Τούρκοι μόλις κυρίευσαν τη Βιθυνία, κατέσφαξαν ή εξισλάμισαν τους κατοίκους των γύρω χωριών. Στους Απολλωνιαδίτες φέρθηκαν καλύτερα διότι τους υπολόγιζαν σαν έμπειρους ναυτικούς, οι οποίοι με τα πλοιάριά τους ήταν πολύ χρήσιμοι. Τα χωριά αυτά τα εποίκισαν με Έλληνες από την Πελοπόννησο, τα Άγραφα, τον Γιδά, που εργάζονταν σαν υποτακτικοί του σουλτάνου. Οι Τούρκοι κάτοικοι του χωριού είχαν μεταφερθεί από την περιοχή του Ικονίου.

Την εκκλησιαστική περιφέρεια Απολλωνιάδας αποτελούσαν τα κάτωθι χωριά: Απολλωνιάδα, Κουβούκλια, Γούλιος,  Ντάνσαρι, Ταχταλή, Αϊνασή, Γιαϊλατζήκι, Ντερέκιοϊ, Αναχώρι, Βελετλέρ, Γιαλί Τσιφλίκι, Τσάμλυτζα, Τσεσνεήρι, Τσαμπάζοι, Ακτσέ Πουνάρ και τα Πιστικοχώρια. Πριμικίρι, Συριάνοι, Αγινάτοι ή Ικίζτσε, Κωνσταντινάτοι ή Τσατάλ Αγήλ, Απελλαδάτοι ή Σούμπαση, Βουρλάτοι ή Μπάσκιοϊ, Χωρούδα ή Βουλγαράτοι, Κήδεια ή Καράκοτζα.

       Περάσαμε τη γέφυρα και φθάσαμε στην πλατεία. Μια από τις πιο όμορφες πλατείες που συνάντησα στη ζωή μου. Πλακόστρωτη, γεμάτη με τραπέζια και καρέκλες, δίπλα στη λίμνη που βρίσκεται σε απόσταση πέντε μέτρων και με μεγάλα πλατάνια τα οποία ρίχνουν τη σκιά τους όλη την ημέρα στην πλατεία, προστατεύοντας τους κατοίκους αλλά και τους τουρίστες που την επισκέπτονται από τον ήλιο. Αριστερά βρίσκεται το τζαμί του χωριού και μπροστά μας η κοινότητα και η είσοδος του κάστρου, τεράστια και επιβλητική.

«Hosgeldiniz», μας υποδέχθηκαν εγκάρδια οι κάτοικοι του χωριού. Στα γρήγορα έφεραν ένα μεγάλο τραπέζι, μαζεύτηκαν τριγύρω μας και μας πρόσφεραν… τσάι. Μόλις έμαθαν  ότι ήμουν Έλληνας έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον.

«Ο κύριος Γιώργος είναι Κουβουκλιώτης», τους πρόλαβε ο Μουσταφά, «οι παππούδες του γεννήθηκαν στα Κουβούκλια».

Ένας παππούλης με πλησίασε και μου είπε με δυνατή φωνή.

«Εγώ είμαι ο Κεμάλ Ντεμιρέλ από το  χωριό Πέτριτσκο, δίπλα στο Σόροβιτς- Αμύνταιο και στο Πάτελι, στο βιλαέτι της Φλώρινας. Το χωριό μου ήταν δίπλα σε λίμνη και κάθε μέρα πήγαινα με τον πατέρα μου για ψάρεμα».

Θυμήθηκα το θείο τον Κωστή τον Τολούδη, Απολλωνιαδίτη στην καταγωγή, που είχαν καφενείο στη Λακκιά, ο οποίος μου είχε πει ότι οι σημερινοί κάτοικοι της Απολλωνιάδας κατάγονται από το χωριό Πέτρες του Αμυνταίου, δίπλα στην ομώνυμη λίμνη. Είχε έρθει πριν χρόνια στην Απολλωνιάδα και οι κάτοικοι του φέρθηκαν πολύ καλά. Τους προσκάλεσαν στα σπίτια τους, μαζί με την κυρά Φωτεινή τη γυναίκα του, τους πρόσφεραν φαγητό και δώρα για να τους θυμούνται. Είχε δακρύσει όταν μου τα έλεγε ο μπάρμπα Κωστής και ανυπομονούσε να ξαναπάει στην πατρίδα του. Δεν πρόλαβε όμως διότι αρρώστησε βαριά και πέθανε. Έξυπνος άνθρωπος…όπως και όλοι οι Απολλωνιαδίτες. Μικρό παιδί πήγαινα στο σπίτι τους και αρμαθιάζαμε καπνά. Μία βελόνα μία δραχμή. Έτσι βγάζαμε τον επιούσιο. Παραδίδαμε τις γεμάτες βελόνες και μας πλήρωνε η κόρη του, η Μαίρη η πολυλογού, όπως την αποκαλούσαμε. Δέκα βελόνες την έδινα για εννιά με πλήρωνε. Διαμαρτυρόμουν, όμως ήταν ανένδοτη.

 

«Όχι Γιώργο έκανες λάθος στο μέτρημα, εννιά ήταν οι βελόνες».

Από μικρή λοιπόν ηλικία γνώρισα τη σκληρή και άδικη μεταχείριση του κεφαλαίου, από την πολυλογού τη Μαίρη, η οποία σήμερα έχει γίνει πια η καλύτερή μου φίλη.

Όταν αρμαθιάζαμε τα καπνά, η μάνα της η Κυρά Φωτεινή, μας έλεγε ιστορίες για την Απολλωνιάδα.

 « Ένα από τα καλύτερα έθιμά μας ήταν το Ζιαφέτι. Μαζευόμασταν πολλά κορίτσια σε ένα σπίτι και κάναμε γλυκά. Η καθεμία έφερνε ζάχαρη, βούτυρο, αλεύρι και ότι άλλα υλικά χρειάζονταν. Φτιάχναμε παραδοσιακά γλυκά, όπως τα μουστοκούληκα, μπουρεκόπιτες (πίτες με ψημένα φύλλα), λαλαγγίτες, ζερτέ (ένα είδος ρυζόγαλου χωρίς γάλα, μόνο με σιτόρυζο με πετμέζι και λίγη κανέλλα). Ήμασταν όλες ντυμένες όμορφα και αφού τελειώναμε πια με τα γλυκά, κάποια από εμάς έπαιζε το τουμπεκί, μια στάμνα που στο στόμιό της ήταν τεντωμένο ένα δέρμα ζώου. Παίζοντάς το κατάλληλα με τα χέρια έβγαζε ήχους και εμείς τραγουδούσαμε και χορεύαμε καρσιλαμά. Τραγουδούσαμε τις ξακουστές βαρκαρόλες και η καθεμία έβγαζε από μέσα της τις επιθυμίες της και τους καημούς της:

«Η εγκαταλειφθείσα» (βαρκαρόλα) 

Μαραμένα της νιότης μου τ΄άνθη, πέφτουν όλα χλωμά εις το χώμα

και το γέλιο μου φεύγ΄ απ΄το στόμα, κι απ΄τα χείλη μου παύει η πνοή.

Σαν κλωνάρι μυρτιάς μαραμένο, το κορμί μου χειμώνας το δέρνει

το ποτάμι του χάρου με παίρνει, στα θολά του και μαύρα νερά.

Ά θεέ μου τι άδικο κρίμα, τέτοια νέα να κατεβώ εις το μνήμα

με του γάμου την άσπρη στολή.

Γράψετέ μου στο μνήμα μ΄ επάνω, πως ποτέ μου δεν είδα χαράν

σ΄ αγαπώ σ΄ αγαπώ θα φωνάζω, και στον άδη όταν θα καταβώ. 

Είπα στον παππού Ντεμιρέλ ότι καταγόμουν από το Έλεβιτς, τη σημερινή Λεβαία, και χάρηκε πολύ.

«Πήγαινα στο Έλεβιτς πολύ συχνά διότι εκεί έμενε η θεία μου η Αϊσέ, η αδελφή του πατέρα μου. Δεν ήταν όμως όμορφο χωριό, είχε πολλές λάσπες και άσχημους δρόμους».

Σε λίγο ήρθε και ο πρόεδρος της κοινότητας. Αφού μας χαιρέτησε και μας κέρασε τσάι, δέχθηκε να μας ξεναγήσει στο όμορφο χωριό του.                                                                 

Περάσαμε τη μεγάλη αρχαία πύλη και ανηφορίσαμε στα σοκάκια του χωριού. Οι δρόμοι ήταν καλντερίμια και δυσκόλευαν το περπάτημα. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν διώροφα και τριώροφα παλιά σπίτια, τα οποία παλαιότερα ανήκαν σε Έλληνες.  Έξω από κάθε σπίτι υπήρχαν δίχτυα και μεγάλα κοφίνια, που φανέρωναν το επάγγελμα του ιδιοκτήτη τους.

«Παλιότερα, είπε ο πρόεδρος, η λίμνη είχε και πολλές καραβίδες αλλά έπεσε μία αρρώστια και εξαφανίστηκαν».

Στο πιο ψηλό μέρος του χωριού είναι κτισμένο το παλιό πετρόκτιστο τζαμί που τώρα ήταν σε άσχημη κατάσταση. Για το λόγο αυτό άρχισαν να το ανακαινίζουν αφού πρώτα το έσκαψαν συθέμελα. Σε λίγο κατεβήκαμε στις όχθες της λίμνης, περνώντας από τα γραφικά στενά σοκάκια. Καθισμένες  μπροστά στην είσοδο των σπιτιών τους οι Τουρκάλες, γριές και νεαρές, με τα τεράστια και άκομψα σαλβάρια τους μας χαιρετούσαν εγκάρδια.

 «Χόσγκεντινίζ, χοσκελντινίζ...»

 Και εγώ, το τιμώμενο πρόσωπο, με ύφος δέκα καρδιναλίων, τους ανταπέδιδα το χαιρετισμό.    «Χόσμπουλντούκ!!!»

Από την άκρη της λίμνης διακρίνει κανείς καλύτερα το τείχος που περικλείει την πόλη. Κατεστραμμένο στο μεγαλύτερο μέρος του, διότι όχι μόνο οι Βυζαντινοί έπαιρναν πέτρες για να χτίσουν τα προστατευτικά φρούριά τους αλλά και οι νέοι άποικοι Τούρκοι έχτιζαν με αυτές τα σπίτια τους. Από εδώ διακρίνουμε τα νησάκια τα οποία είναι σπαρμένα μέσα στη λίμνη. Η πρόσβασή σε αυτά γίνεται με τις μικρές βάρκες που βρίσκονται στην κυριολεξία παραπεταμένες και αυτές, κοντά στην παραλία.

Κάναμε το γύρω του κάστρου από τη δεξιά πλευρά και φθάσαμε στην αντίθετη πλευρά από το σημείο αφετηρίας μας. Αυτό που μου έκανε άσχημη εντύπωση ήταν ότι στις όχθες της λίμνης ήταν πεταμένα κάθε είδους σκουπίδια τα οποία δημιουργούσαν μια φρικτή αντίθεση στην ομορφιά του ξεχωριστού αυτού χωριού.

Στην αντίπερα όχθη της λίμνης, όπως μπαίνουμε στο χωριό αριστερά, είναι το αραξοβόλι όπου αφήνουν οι ψαράδες τις βάρκες τους. Διέκρινα πως εκείνη τη στιγμή είχαν κατεβάσει την πραμάτεια τους και έκαναν δημοπρασία. Τα ψάρια στη μέση σπαρταρούσαν. Τεράστιοι γουλιανοί, γριβάδια και τούρνες. Αφού αγόραζαν τα ψάρια οι έμποροι, περιφέρονταν στα γύρω χωριά και τα πουλούσαν.

Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος που έριχνε τις ακτίνες του πάνω στη λίμνη, την έκανε να φαίνεται ακόμη πιο όμορφη.

«Μια και είμαστε εδώ, δεν πηγαίνουμε να δούμε και το Eski Κaraagac, τον Γούλιο», πρότεινε ο Μουσταφά.

«Και δεν πάμε», του απάντησα και ξεκινήσαμε για ένα άλλο παραλίμνιο ελληνικό χωριό, τον Γούλιο, αφού πρώτα αποχαιρετήσαμε τους κατοίκους που συναντήσαμε στην πλατεία. Περάσαμε από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, έκανα το σταυρό μου και βγήκαμε στο δημόσιο δρόμο.

Όταν βρίσκεσαι στην Τουρκία και συναντάς εκκλησίες, ακόμα και αν δεν είσαι ο πλέον θρήσκος χριστιανός, αυθόρμητα σου δημιουργείται η ανάγκη να κάνεις το σταυρό σου. Και όταν πάλι τύχει και μείνεις μόνος και δε σε βλέπει κανείς, ένα δάκρυ, αντί του κεριού είναι το λιγότερο που μπορείς να αφήσεις εκεί τιμώντας τον Άγιο. Ένα δάκρυ που μπορεί να σημαίνει σεβασμό αλλά και πίκρα για την κατάντια ενός χριστιανικού μνημείου.

Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα διακρίναμε δυο ταμπέλες οι οποίες μας οδηγούσαν η μια δεξιά και η άλλη αριστερά. Στην πρώτη έγραφε Eski Karaagac και στην άλλη σκέτο Karaagac. Κατάλαβε την απορία μου ο Μουσταφά και μου είπε ότι θα πηγαίναμε στο παραλίμνιο χωριό Eski Karaagac ή Παλιό Καραγάτσι, στο οποίο έμεναν οι Έλληνες πριν το 1922.  Το παλιό χωριό το εγκατέλειψαν οι κάτοικοί του πριν αρκετά χρόνια και έχτισαν ένα καινούργιο από την άλλη πλευρά του δρόμου. Στο νέο χωριό έδωσαν το ίδιο όνομα, Καραγάτσι, ενώ το παλιό ονομάστηκε Παλιό Καραγάτσι.

Πλησιάζοντας στο χωριό διακρίνει κανείς παντού τεράστιες πινακίδες που είχαν ζωγραφισμένους πελαργούς. Η περιοχή αυτή, είπε ο Μουσταφά, προστατεύεται από τη συνθήκη Ραμσάρ, διότι εδώ καταφεύγουν πολλά πουλιά και κυρίως πελαργοί. Το καλοκαίρι ο αριθμός τους είναι πολύ μεγάλος και σχηματίζουν μια πολύ όμορφη εικόνα καθώς πετούν σχεδόν πάνω από τα κεφάλια μας ψάχνοντας για τροφή στις καλαμιές της λίμνης.


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής