breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας. Στο Γούλιο.

  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας. Στο Γούλιο.
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας. Στο Γούλιο.
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας. Στο Γούλιο.

Ο παππούς μου έλεγε ότι το όνομά του το πήρε από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Ιούλιο Καίσαρα. Μα οι Τούρκοι το ονόμασαν «Καράαγατς», διότι στην περιοχή υπήρχαν πολλά καραγάτσια –ένα είδος φυλλοβόλου δέντρου.

Πριν πολλά χρόνια είχα επισκεφθεί το χωριό Μικρόκαμπο Κιλκίς και συνάντησα το Γουλιώτη παππού Γεωργιλά Στρατή, ο οποίος μου διηγήθηκε αρκετά πράγματα σχετικά με την ιστορία του χωριού.

«Ήταν πολύ όμορφο χωριό ο Γούλιος. Πολιτικά ανήκε στην υποδιοίκηση Μιχαλιτσίου και θρησκευτικά στην Περιφέρεια Απολλωνιάδας. Είχαμε και Τούρκους στο χωριό περίπου 50 οικογένειες με 150 άτομα, ενώ το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε με 140 οικογένειες και συνολικά 750 περίπου άτομα. Με τους συγχωριανούς μας τους Τούρκους τα πηγαίναμε πολύ καλά, ήταν πολύ ήσυχοι άνθρωποι. Έλεγαν ότι οι πρόγονοί μας ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ κατά το 16ο αιώνα προερχόμενοι από την περιοχή των Αγράφων, ενώ οι Τούρκοι από την περιοχή του Ικονίου.

Όταν οι Νεότουρκοι λεηλατούσαν τα Ελληνικά χωριά, οι Τούρκοι του Γούλιου και του γειτονικού χωριού Άκτσαλαρ, μας βοήθησαν πολύ. Δυστυχώς όμως δεν αποφύγαμε τις λεηλασίες το 1914, όταν ήρθαν Τούρκοι από μακρινές περιοχές και το λεηλάτησαν.   Στο σχολειό μας, το οποίο ήταν δίπλα στην εκκλησία, πήγα 3 με 4 τάξεις, δε θυμάμαι καλά. Είχε κτιστεί το 1883 και ήταν εξατάξιο. Στην αρχή μας δίδασκαν στα Ελληνικά μέχρι που μας επέβαλλαν τη διδασκαλία στην τουρκική γλώσσα.

Τα μαθήματα μας τα καθόριζε ο Δεσπότης αλλά ορισμένες φορές, κυρίως κατά τη διάρκεια Ελληνικών Εθνικών εορτών, ο δάσκαλος μας μιλούσε για την επανάσταση των Ελλήνων και τα ανδραγαθήματά τους και μας έπιανε και εμάς μια έπαρση και τραγουδούσαμε πατριωτικά τραγούδια. Αυτά τα τραγουδούσαμε βέβαια κρυφά, γιατί αλίμονο μας αν μας άκουγε κανείς Τούρκος…» πρόσθεσε ο μπάρμπα Στρατής και συνέχισε να αναπολεί….

 «Όμορφο το χωριό μας Γιώργη, δίπλα στην πανέμορφη λίμνη που όταν φούσκωνε έμπαινε στις αυλές των σπιτιών. Μία περιοχή ονόματι Αμμούδα το χειμώνα ήταν γεμάτη με νερά, γεγονός που το καλοκαίρι την καθιστούσε πολύ εύφορη. Εκεί είχαμε τους κήπους μας, όπου καλλιεργούσαμε τα ζαρζαβατικά μας.

Το χωριό μας πρέπει να ήταν πολύ παλιό διότι παντού έβλεπες σπαρμένα απομεινάρια αρχαίων τειχών και μάρμαρα. Στον Αι Ντρησίλη, έλεγαν οι γεροντότεροι ότι είχε πρωτοκτιστεί το χωριό και στην περιοχή αυτή υπήρχε η είσοδος του φρουρίου που το περιτριγύριζε. Είχαμε και εμείς φρούριο, όπως και στην Απολλωνιάδα και τα Κουβούκλια, και αυτό το φανέρωναν τα εναπομείναντα τμήματά του, τα οποία διακρίναμε στην περιοχή Καλές.

Εκεί πηγαίναμε όταν ήμασταν μικροί και παίζαμε με τις πέτρες βάζοντας στοίχημα ποιος θα τις πετάξει πιο μακριά. Θυμάμαι και τα ονόματα άλλων περιοχών όπου καλλιεργούσαμε σιτάρια, ζαρζαβατικά, κρεμμύδια, και οι οποίες πήραν τα ονόματά τους από αυτούς που είχαν εκεί τα χωράφια τους.

Σαν παράδειγμα αναφέρω την περιοχή του Λαζάρου, της Μάνας και της Μαρίας Μπαγιασί, όπου μια θεία μου είχε τον κήπο της».

Ασταμάτητος ο μπάρμπα Στρατής. Δίπλα του ο θείος μου ο Χρήστος ο Καράγκιαβουρς τον παρότρυνε να συνεχίσει την περιπλάνησή του στο Γούλιο.

Τον πατέρα του θείου Χρήστου, τον Στρατή, τον έτρεμαν οι Τούρκοι και του έδωσαν το παρατσούκλι «Καράγκιαβουρς», που σημαίνει μαύρος άπιστος. Δύο μέτρα άνθρωπος, χανόμουνα μπροστά του. Λιγάκι άγριος στη φάτσα, αλλά η καρδιά του πλημμύριζε από καλοσύνη και όλοι τον αγαπούσαν. Τρείς φορές εκλέχθηκε πρόεδρος στο Μικρόκαμπο και το έργο που άφησε πίσω του σπουδαίο.

Όταν αποφάσισε, κατόπιν παροτρύνσεών μου, να πάμε να επισκεφθούμε τα χωριά μας στην Τουρκία, η μοίρα του έπαιξε ύπουλο παιχνίδι. Τον χτύπησε αυτοκίνητο και τον σκότωσε, δυο μέτρα άνθρωπο. Κρίμα…γιατί τον συμπαθούσα πάρα πολύ, ήταν πολύ κιμπάρης άνθρωπος.

 

«Άντε μπάρμπα Στρατή, πες μας για τα έθιμα που είχατε στο χωριό και για τα Φώτα που ρίχνατε το σταυρό στη λίμνη.»

«Τα Φώτα έριχνε ο παπάς στη λίμνη το σταυρό και έπεφταν μέσα τα παλικάρια για να τον πιάσουν. Μεγάλη ευλογία για αυτόν που τον εύρισκε πρώτος. Όλοι τον τιμούσαν. Αν η λίμνη ήταν φουρτουνιασμένη, από φόβο μη πνιγεί κανείς, περιορίζονταν μόνο σε λιτανεία περιφέροντας την Άγια εικόνα στα σοκάκια του χωριού. Έρχονταν και οι Τούρκοι στη γιορτή. Αν είχαν άρρωστα παιδιά τα βουτούσαν μέσα στη λίμνη για να θεραπευτούν, και φεύγοντας έπαιρναν μαζί τους λίγο αγιασμένο νερό.

Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ και είχε αρκετή περιουσία που την απέκτησε από διάφορες δωρεές. Θυμάμαι ότι σε μια συζήτηση του πατέρα μου με τους γείτονες, όλοι μιλούσαν για μια δωρεά πολλών κτημάτων με μουριές από το Νικόλαο τον Αϊνασιώτη, τον οποίο ευγνωμονούσαν στο χωριό για τις αγαθοεργίες του.

Την ημέρα της γιορτής του Αρχάγγελου, όπως και την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, γίνονταν μεγάλο πανηγύρι στην πλατεία του χωριού που ήταν στην περιοχή Πέτρα. Εκεί μαζεύονταν όλο το χωριό και γλεντούσε, χόρευε και τραγουδούσε. Για την ακρίβεια… όχι όλο το χωριό… χόρευαν, έπιναν και τραγουδούσαν… οι άνδρες. Οι γυναίκες τους κοιτούσαν από μακριά. Από απόσταση έβλεπαν και τα κορίτσια τους μελλοντικούς γαμπρούς, ενώ οι ήδη αρραβωνιασμένες καμάρωναν για τους αρραβωνιαστικούς τους. .

Πανηγύρι έκαναν και στο πιο παλιό εκκλησάκι του χωριό του Αγίου Νικολάου. Εκείνη τη μέρα έρχονταν και πεχλιβάνηδες από τα γύρω τουρκικά και ελληνικά χωριά και έκαναν παλαίστρες. Χαρά και περηφάνια αν νικούσε Έλληνας…  

 

«Καλά τον έκανε τον Τουρκαλά, μπράβο στο παλικάρ».

 

Αν πάλι νικητής ήταν Τούρκος, το απέδιδαν στην ατυχία και στη γουρσουζιά.  Είχαμε ακόμη δυο παρεκκλήσια στο χωριό, της Αγίας Παρασκευής, προστάτιδας των ματιών και του Αγίου Ντρησίλη, όπου πηγαίναμε και κάναμε Θεία Λειτουργία. Θυμάμαι και το καφενείο του χωριού μας, που είχε κτιστεί το 1900, διότι ήταν μεγάλο και επιβλητικό.

Όμορφο το χωριό μας... με την πεντακάθαρη λίμνη του, όπου μαζί με τους γονείς μας ψαρεύαμε για να βγάλουμε τον επιούσιο. Πολλά και διάφορα τα ψάρια, γριβάδια, γουλιανοί , τούρνες, καραβίδες. Το εύφορο μέρος βοηθούσε και την καλλιέργεια μουριών που ήταν απαραίτητες για τη σηροτροφία, τη  δεύτερη πιο σπουδαία απασχόληση των κατοίκων».

Θυμήθηκα τον παππού Στρατή καθώς μπαίναμε στο χωριό. Σε κάποια σημεία του υπήρχαν ακόμη πολλές μουριές, απλά κατάλοιπα του παρελθόντος, καθώς κανείς δεν ασχολείται με τη σηροτροφία πια.

Μεταξωτά εισάγονται τώρα από την Κίνα και την Ιαπωνία, κάτι που πρέπει να προσέξει ιδιαιτέρως ο τουρίστας στην αγορά της Προύσας όταν θέλει να αγοράσει υφάσματα.

Φθάσαμε στην πλατεία του χωριού όπου βρίσκεται το καφενείο και το τζαμί. Εκεί δίπλα δεσπόζει ένα παλιό κτίσμα, απομεινάρι του παλιού τείχους ή του φρουρίου, δεν μπόρεσα να καταλάβω ακριβώς. Δίπλα στο καφενείο κείτονταν αδιάφορα μάρμαρα και μικροί κίονες, χωρίς να νοιάζεται κανείς για τη σπουδαιότητά τους.

Πήρα το Μουσταφά και κάναμε το γύρο της λίμνης. Άθλια κατάσταση! Παντού καλαμιές, τεράστια χόρτα που είχαν περικυκλώσει το χωριό, έτοιμα να το πνίξουν. Κυρίως στις όχθες της λίμνης επικρατούσε μεγάλη αναρχία, βάρκες αναποδογυρισμένες, παντού πέτρες και σκουπίδια. Η απόλυτη αντίθεση με την υπέροχη λίμνη. Αυτή πιο φιλόξενη από το γύρω τοπίο, δεχόμενη τις αστραφτερές ακτίνες του ήλιου, υποδέχεται χαμογελώντας τον επισκέπτη.

Την ίδια κατάσταση αντικρίζεις και στα στενά σοκάκια του χωριού, τα επίσης απεριποίητα και χορταριασμένα, ενώ υπάρχουν πολλά μισογκρεμισμένα σπίτια που φανερώνουν καταστάσεις εγκατάλειψης. Ελάχιστα τα νέα σπίτια που συναντά κανείς.

Όχι πολύ μακριά από τη λίμνη, βρίσκονται τα ερείπια του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Πάλι καλά που δεν έπεσαν και τα ντουβάρια. Η πρόχειρη πόρτα από σύρματα φανερώνει ότι τη χρησιμοποιούσαν παλαιότερα σαν στάβλο για τα γιδοπρόβατα. Πλησιάζοντας διαπίστωσα πως την είσοδό μου σε αυτήν καθιστούσαν αδύνατη πυκνά και μεγάλα χόρτα.

Η καρδιά μου, καρδιά ενός ορθόδοξου, λύγισε στο θέαμα και ζήτησα να επιστρέψουμε αμέσως στο καφενείο.  Είναι πολύ λυπηρό να βλέπεις εκκλησίες σ’ αυτήν την άθλια κατάσταση. Δεν το αντέχεις. Ίσως το ίδιο να αισθάνονται και οι Τούρκοι που επισκέπτονται την Ελλάδα. Πολύ περισσότερο βέβαια, αν αναλογιστούμε πως στα δικά μας χωριά σπάνια συναντά κανείς τζαμί. 

Στο καφενείο μας περίμενε ο μουχτάρης του χωριού που έμαθε την άφιξή μας. Μου εξήγησε ότι ο παλιός Γούλιος έχει τώρα 300 κατοίκους οι οποίοι ασχολούνται με τη γεωργία, την αλιεία και την ελαιοκομία. Οι κάτοικοι του χωριού είναι όλοι πρόσφυγες από την Ελλάδα και συγκεκριμένα από την περιοχή Λαγκαδά και Κιλκίς. Όταν το 1924 έφθασαν στο χωριό, ήταν μισοκαμένο από φωτιά που είχαν βάλει φεύγοντας οι Έλληνες.

Είχε σκοτεινιάσει όταν φύγαμε από το Γούλιο με κατεύθυνση τα Κουβούκλια. Στο δρόμο είχε πολύ κίνηση από αυτοκίνητα που κατευθύνονταν στην Προύσα.

Στο σπίτι του Μουσταφά μας περίμενε η Σαχανιέ χανούμ, η γυναίκα του, η κόρη του η Σεβήλ και ο γιος του ο Οσγκιούρ. Με υποδέχθηκαν με μεγάλη χαρά. Ήδη από έξω μοσχομύριζε το φαγητό που μαγείρεψε η Σαχανιέ… παϊδάκια στη σχάρα και πρασόπιτα. Φάγαμε παραδοσιακά, καθισμένοι κάτω στο σοφρά, και αφού τελειώσαμε, τους μοίρασα τα δώρα τους και τους ευχαρίστησα θερμά για τη φιλοξενία τους.

«Να αισθάνεσαι σαν το σπίτι σου», μου είπε ο Μουσταφά για πολλοστή φορά, αύριο θα πάμε στο Ταχταλή, που απέχει 7 χιλιόμετρα από τα Κουβούκλια».

«Iyi Aksamlar», τους καληνύχτισα και αποκοιμήθηκα.  

Την άλλη μέρα πρωί-πρωί άκουσα το Μουσταφά να χτυπά την πόρτα μου.

«Άντε Γιώργο σήκω, η Σαχανιέ έχει ετοιμάσει πρωινό… σήμερα πάμε για το Ταχταλή.»

Στο σαλόνι η Σαχανιέ χανούμ έβαλε κάτω το σοφρά και πάνω του ένα σωρό καλούδια, βούτυρα, μαρμελάδες που είχε φτιάξει η ίδια, μέλι, αυγά από τις κοτούλες της, τυριά και πολλά άλλα αγαθά. Για να με ευχαριστήσει μου έκανε και έναν… ελληνικό καφέ, από αυτόν που της είχα φέρει.

Ευγενική γυναίκα η Σαχανιέ και πολύ ήσυχη. Εν αντιθέσει με το Μουσταφά,  ο οποίος έλεγε όλο χωρατά. Νόμιζε πως τον καταλάβαινα, αλλά τις περισσότερες φορές κουνούσα απλά το κεφάλι μου προσποιούμενος ότι κατανοούσα τη σημασία αυτών που μου έλεγε.

 

    «Σήμερα», είπε ο Μουσταφά, «θα έρθει μαζί μας και ένας δικηγόρος φίλος μου από την Προύσα, ο Μπιλγκίν Αλάμπεης, ο οποίος θέλει πολύ να σε γνωρίσει. Έχει πολλούς γνωστούς στο Ταχταλή και αυτό θα μας βοηθήσει».

Πράγματι μετά από λίγο ήρθε ο Μπιλγκίν, οι γονείς του οποίου ήταν πρόσφυγες από τη Θεσσαλονίκη και από τον Εξαπλάτανο Αριδαίας. Πολυλογάς και αυτός σαν το Μουσταφά, δε σταμάτησε καθόλου να μιλάει.

 

     «Εσείς τι έχετε εδώ στα Κουβούκλια», είπε θέλοντας να με πειράξει, «Τίποτε. Βγάλατε κανέναν σπουδαίο άνθρωπο; Όχι. Εμείς όμως στον Εξαπλάτανο βγάλαμε το σπουδαίο συγγραφέα Μενέλαο Λουντέμη. Μου το είπαν όταν επισκέφθηκα το χωριό πριν πολλά χρόνια.

      Με πήγαν και στο σπίτι του, τρομάρα τους…», και συνέχισε επιπλήττοντάς με. Και εσείς οι Γιουνάνηδες είστε το ίδιο τσαπατσούληδες και αχαΐρευτοι με εμάς. Είναι δυνατόν το σπίτι του Λουντέμη να είναι ερείπιο και έτοιμο να πέσει; Έτσι τιμάτε  τους ανθρώπους που έχουν προσφέρει στην πατρίδα σας;»

Δεν απάντησα, έκανα ότι δεν κατάλαβα τι είπε. Ντράπηκα όμως διότι ένας Τούρκος θεωρεί δικό του άνθρωπο το Μενέλαο Λουντέμη, επειδή κατάγονται από το ίδιο χωριό, και μας κατηγορεί διότι αφήσαμε το σπίτι του να γκρεμιστεί. Αυτή είναι η απόλυτη κατάντια μας σκέφτηκα...Όποιος έχει πάει στον Εξαπλάτανο μπορεί να διαπιστώσει πως πράγματι το σπίτι του Λουντέμη, του αγαπημένου συγγραφέα των νεανικών μας χρόνων, είναι έτοιμο να πέσει. Πόσο άδικο…

Ο τόπος τον οποίο θα επισκεπτόμασταν δεν απέχει πολύ από τα Κουβούκλια. Βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο για την Προύσα και μετά λίγα χιλιόμετρα στρίψαμε δεξιά με κατεύθυνση το Ταχταλή.


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής