breaking news Νέο

Μικρασιατικά αφηγήματα

Μικρασιατικά αφηγήματα

Η στήλη αυτή έχει ως σκοπό της να διατηρήσει και να επαναφέρει στη μνήμη μας όλα αυτά, που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από τη ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος τη μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε,, καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά η οποία πλέον έχει εκλείψει και εμείς, που αποτελούμε τη συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την  τραγική ιστορία της.

Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΣΤΑ ΚΟΥΒΟΥΚΛΙΑ

Πολλοί από τους Έλληνες επιστρατεύονταν στον Τουρκικό στρατό για να  σταλούν στα Αμελέ Ταμπουρού, όπου πέθαιναν από τις κακουχίες. Πολλοί από αυτούς λιποταχτούσαν και επέστρεφαν στα χωριά τους.

Και εμείς στο χωριό μας τα Κουβούκλια είχαμε πολλά κατσάκια όπως τους έλεγαν. Έρχονταν τότε στο χωριό οι τουρκικές αρχές και τους αναζητούσαν.

Θυμάμαι μια φορά που μας έβγαλαν έξω στα αλώνια και μας χτυπούσαν αλύπητα να φανερώσουμε που ήταν κρυμμένοι. Έφεραν και την γιαγιά του Αραμπατζή του Καραμανλή την κρέμασαν ανάποδα και την χτυπούσαν αλύπητα,  για να προδώσει που ήταν ο γιός της.

ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Οι επιθέσεις των Bασιζαζούκων Tούρκων στο χωριό συνεχίζονταν, ενώ συνάμα έρχονταν τα κακά χαμπέρια για τις λεηλασίες  των γύρω ελληνικών χωριών.

Οι προύχοντες του χωριού αποφάσισαν να το οχυρώσουν και έκαναν γύρω από αυτό οχυρώματα, όλοι μαζί γυναίκες, άντρες και παιδιά.

Επικεφαλής ήταν ο Καραγκιαβούρης. Όσοι δεν κρατούσαν όπλα έφερναν μαζί τους κόσες και μπαλτάδες.

Εγώ κουβαλούσα αυγά και τα έδινα σε αυτούς που πεινούσαν, διότι  ήταν πολλές μέρες μέσα στα χαρακώματα. Αργότερα ανέβηκα σε ένα δέντρο και εκτελούσα χρέη παρατηρητή για να παρατηρώ τις κινήσεις των τούρκων που είχαν στρατοπεδεύσει στο δάσος  Κουρί.

Μόλις με αντιλήφθηκαν, από απέναντι οι Τούρκοι, άρχισαν να με πυροβολούν, οπότε ο θείος μου ο Γκυρμάνης μου είπε….Ηρακλή κατέβα κάτω θα σε σκοτώσουν.

Σε μικρή απόσταση από το μέρος που βρισκόμασταν υπήρχε μια λάντα  με  νερά και λάσπες όπου κυλιόντουσαν τα βουβάλια μας. Ξαφνικά είδα έναν τούρκο που προσπαθούσε να βγάλει τα ζώα από την λάντα και να τα κλέψει.

…..Θείε,  φώναξα δυνατά. Ένας τούρκος προσπαθεί να κλέψει τα βουβάλια μας.  Τον κυνήγησαν και τον έπιασαν κοντά στην βρύση του Άι Αντριά.

Τον έβαλαν μέσα στην κουφάλα ενός ξερού δέντρου και τον έκαψαν.

Ένας άλλος τούρκος προσπάθησε να μπεί στο χωριό από την κάτω πλευρά, δίπλα από τα σπίτια του Αυγουστή και του Μποσδελέκη.

Τον πήραμε χαμπάρι, τον κυνηγήσαμε  και τον πιάσαμε μέσα στ΄αμπέλια όπου και τον σκοτώσαμε με τους μπαλτάδες. Κανείς άλλος τούρκος δεν μπόρεσε να μπεί στο χωριό και το γεγονός αυτό τον ανέφεραν και εφημερίδες του εξωτερικού, όπως ο Εθνικός Κύρηκας της Νέας Υόρκης. Οι Τούρκοι μας αποκαλούσαν  Κιουτσούκ Γιουνανιστάν

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Στις διάφορες γιορτές του χωριού βιολί έπαιζαν ο Καράλης και ο Χατζή Καπλάνης. Κλαρίνο δεν είχαμε και φέρναμε από το Μπάσκιοι.

Τα κορίτσια κάθε Κυριακή μαζευόντουσαν, χόρευαν και τραγουδούσαν, χτυπώντας την μπακίρα. Τα παιχνίδια που παίζαμε ήταν το χαμάμογιου, το κολέμεντι, το κρυφτό, τα χαντρούδια και οι παλούκες. Τον χειμώνα  μαζεύαμε σανίδια και κάναμε  καίκια, κάτι σαν τα σημερινά τα έλκυθρα.  Διαλέγαμε ένα κατηφορικό μέρος, καθόμασταν πάνω τους και γλυστρούσαμε πάνω στο χιόνι.

Τα Φώτα ντυνόμασταν με τα καλά μας ρούχα και περνούσαμε  τραγουδώντας από όλα τα σπίτια του χωριού. Όταν περνούσαμε κοντά από το σπίτι της κοπέλας που αγαπούσαμε, τότε βρέχαμε με νερό τον αγαπητικό, ενώ συγχρόνως σφάζαμε ένα ζωντανό, κοτόπουλο ή ακόμη και αρνί.

Το βράδυ η παρέα μας πήγαινε στο σπίτι του Ανδρεάδη που ήταν έξω από το χωριό και η γυναίκα του για να μας ευχαριστήσει, μας έκανε μπουρμαλού, ένα παραδοσιακό γλυκό με πολλά καρύδια, και μας το πρόσφερε.

Εμείς ψήναμε τις κότες και τα αρνιά, πίναμε ρακί και κρασί και γλεντούσαμε μέχρι το πρωί.

ΤΑ ΚΑΖΑΝΙΑ

Στο χωριό υπήρχαν πολλά αμπέλια και κάναμε καλό  κρασί. Υπήρχαν επίσης και τρία καζάνια ένα του Ντουμουχτσή, ένα του Γιαννάκογλου και ένα το δικό μας που ήταν και το καλύτερο, που κάναμε ρακί.

Φώναζε ο κλητήρας…απόψε δουλεύγει το καζάνι του Καγιόγλου και ειδοποιούσε όλους τους κατοίκους του χωριού, να το επισκεφθούν. Έρχονταν όλοι οι γέροι και οι φτωχοί του χωριού, όπως οι Μαστιχάδες και οι Θραμπουλίδηδες, έτρωγαν τζάμπα και ξημέρωναν μέχρι το πρωί.

Ο  ΑΡΑΒΒΩΝΑΣ ΚΑΙ Ο ΓΑΜΟΣ

Όταν αρραβωνιάζονταν δυο νέοι δεν επιτρέπονταν να συναντιούνται. Αν ο πεθερός έβλεπε τον γαμπρό να πλησιάζει στο σπίτι της  νύφης τον κυνηγούσε και τον απομάκρυνε.

Ο φίλος μου ο Γιαννάκογλου, που αργότερα κατά την αποχώρηση πνίγηκε στα Μουδανιά ενώ προσπαθούσε να ανέβει στο καράβι, είχε μια πάρα πολύ όμορφη αδελφή την οποία παντρεύτηκε ο Αμερικάνος ο Σοφός από τους Μπουλγκάρδες και την άλλη μέρα την έστειλε πίσω στον πατέρα της διότι δεν ήταν παρθένα.

Εγώ που έμενα δίπλα στο σπίτι τους έβλεπα τον  δάσκαλο τον Βασίλη του Ντουμουχτσή να έρχεται στο σπίτι τους κρυφά, και αυτός μου έλεγε να μην αναφέρω τίποτε.

 Ο γάμος στα Κουβούκλια άρχιζε την Δευτέρα με τις προετοιμασίες και καθ΄ όλη την διάρκεια της εβδομάδας. Έσφαζαν το μοσχάρι, πήγαιναν την προίκα στον γαμπρό και την Παρασκευή ο γαμπρός με τα παλικάρια του, καβάλα στα άλογα, πήγαιναν να κάνουν μπάνιο στα λουτρά της Προύσας.

Την Τετάρτη πήγαιναν να προσκαλέσουν τον γαμπρό, κρατώντας ένα μπουκάλι κρασί και μια λαμπάδα. Το Σαββάτο έρχονταν η προίκα της νύφης στο σπίτι του γαμπρού που την κουβαλούσαμε όλοι εμείς οι νέοι και την κρεμούσαμε για 40 μέρες για να την βλέπουν  όλοι οι χωριανοί.

Κατά την διάρκεια του γάμου έξω από την εκκλησία του Άι Γιώργη χορεύαμε και ξεφαντώναμε πυροβολώντας στον αέρα. Μετά την στέψη πηγαίναμε συνοδεία στο σπίτι του γαμπρού, όπου η πεθερά από το παράθυρο υποδέχονταν το ζευγάρι πετώντας τους ρύζι για να ριζώσουν.

Έμπαινε η νύφη στο σπίτ με τον κουμπάρο, χτυπούσε την πόρτα ο κουμπάρος και ρωτούσε τον πεθερό τι τάζει για να παραδώσει την νύφη. Έταζε  πεθερός κάτι, παρέδινε την νύφ ο κουμπάρος και μετά γίνοντας χαμός. Όλοι χόρευαν και τραγουδούσαν μέχρι το πρωί.

ΤΟ ΠΑΣΧΑ

Επειδή όλον τον χρόνο δουλεύαμε πολύ σκληρά, περιμέναμε τις γιορτές για να ξεφαντώσουμε. Το σπίτι του Καπάγκνταντη το είχαμε σαν γιάφκα.  Εκεί ξημερωνόμασταν κατά την διάρκεια του Πάσχα και των άλλων γιορτών. Έφερνε ο καθένας μας ότι χρειάζονταν για το γλέντι, πετμέζ, ρακί, κοτόπουλα, αρνιά, τυριά, τα δίναμε στην μάνα του Καμπάγκταντη του Θανάς που τα μαγείρευε και, και γλεντούσαμε μέχρι το πρωί.

Την άλλη μέρα επισκεπτόμασταν αυτούς που γιόρταζαν  όπου συνεχίζαμε να γλεντάμε μέχρι πρωίας.

ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι ξένοι τούρκοι δεν πατούσαν στο χωριό μας, δεν ήταν επιθυμητοί. Μια μέρα καθόμασταν όλα τα παλικάρια στο καφενείο της Στέρνας και ξεκουραζόμασταν. Εγώ είχα πάει στους μπαρμπέρηδες του χωριού που κατάγονταν από την Απολλωνιάδα, τον Σκουλή και τον Θανάς τον Τολούδη, που μετά που ήρθαμε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στην Λακκιά Φλωρίνης.

Είχαμε πολλά καφενεία στο χωριό που διέθεταν και χάνια για να φιλοξενούνται οι τούρκοι ζανταρμάδες που περνούσαν από τα χωριά.

Το κεντρικό ήταν στην Στέρνα  και το δικό μας στον Άη Γιώργη,  όπου είχαμε και φούρνο και ξερέναμε τα κουκούλια. Και τα δύο πήγαιναν πολύ καλά. Εγώ με ένα μεγάλο δοχείο  πουλούσα λάδι στους μαχαλάδες και ο αδελφός μου ο Γιώργος πουλούσε πετρέλαιο.

Έξω από το χωριό είχαμε  έναν μύλο που τον δούλευε ένας Βορειοηπειρώτης από το Αργυρόκαστρο. Ο μύλος  ήταν κοντά στον Άη Βαραδά, δούλευε πολύ καλά, είχε διπλή σούστα  και καθημερινά πήγαιναμε  με τα άλογα το αλεύρι στα Μουδανιά.

Εκεί λοιπόν που καθόμασταν στο καφενείο, βλέπουμε να περνούν πάνω στα άλογα  τρεις Τσερκέζοι. Ο   αδελφός μου ο Νίκος, γνώρισε τα άλογα και μας φώναξε.

---Παιδιά αυτά τα άλογα είναι του μυλωνά και τα  έκλεψαν.

Τους κυνηγήσαμε, τους πιάσαμε, τους ξυλοφορτώσαμε και  μετά τους καθάρσαμε.

Ένα άλλο βράδυ ληστές πάτησαν τον μύλο, χτύπησαν άσχημα τον μυλωνά που πήγε στο νοσοκομείο για πέντε μήνες, τον πατέρα μου, τον αδελφό μου τον Νίκο και τους έκλεψαν τις λίρες. Εγώ δεν ήμουν εκεί διότι  υπηρετούσα στρατιώτης.

Βγήκε όλο το χωριό να τους ψάξει αλλά δυστυχώς αυτοί εξαφανίστηκαν.

Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα ήρθε  στο χωριό ένας Αλή Χότζας ο οποίος μας φανέρωσε ότι ήταν αυτός που είχε έρθει στην Μικρά Ασία μαζί με μια συμμορία, και  μας λήστεψε τον μύλο.

--Δίπλα στον  μύλο σας ήτανε ένα Αγίασμα και μετά την ληστεία, όταν φεύγαμε ξαφνικά πλημμύρισε ο τόπος και τα χάσαμε, δεν ξέραμε από πού να  φύγουμε.

Τελικά καταφέραμε να φύγουμε από το άλλο Ελληνικό χωριό το Ντάνσαρι.


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής