breaking news Νέο

Μικρασιατικά αφηγήματα

  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα

Η στήλη αυτή έχει ως σκοπό της να διατηρήσει και να επαναφέρει στη μνήμη μας όλα αυτά, που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από τη ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος τη μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε, καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά, η οποία πλέον έχει εκλείψει και εμείς, που αποτελούμε τη συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την τραγική ιστορία της.

Αφήγηση Τατιτζικίδη Χριστοφή

Σίνδος Θεσσαλονίκης

Ο θείος Χριστοφής

 

Αγαπητέ ανηψιέ Γιώργη σε ευχαριστώ που ήρθες  να με δείς. Με τον παππούς ήμασταν πρώτα ξαδέλφια, συγγενείς και από τον μπουμπάμ και από την μάναμ.

Τον μπουμπάμ τον έλεγαν Στρατή και την μάναμ Βαρβάρα που ήταν κόρη του Παπαθόδωρου. Γενήθκα το 1910 και ήρθα στην Ελλάδα σε ηλικία 12 χρονών.

Το σπίτ μας ήταν στον μαχαλά της Οξιάς κοντά στον  Άη Γιώργη. Στα Κουβούκλια σε κάθε μαχαλά ανάμεσα στα παλικαράκια, υπήρχε και ένας αρχηγός. Στον δικό μας μαχαλά ήταν ο Βαλσάμογλου ο Γιάγκος, στην Στέρνα ο Τσαπάνης και στον Αγιοπήγαδο το Ντιλαβερούδ, του Γιώργη ο πατέρας από το Τσόρ, τον οποίο σκότωσαν οι αντάρτες στον εμφύλιο πόλεμο.

Στο χωριό υπήρχε και ο Γενή Μαχαλάς, όπως και η περιοχή όπου βρίσκονταν ο Αγά Τσεσμές, τον οποίο ονομάζαμε Καλντερίμ.

Στο σχολείο πηγαίναμε πολύ σπάνια, διότι οι δάσκαλοι ήταν πολύ αυστηροί. Προτιμούσαμε να βόσκουμε τα ζώα που υπήρχαν στο σπίτι. Όταν επιστρέφαμε από την βοσκή, μαζευόμασταν όλα τα παιδιά του μαχαλά και παίζαμε, μουλούδια, κολέμεντι (τσιλίκι), και καμίτς (κρυφτό).

Το βράδυ, και κυρίως τον χειμώνα, μαζευόμασταν στο τζάκι και ακούγαμε ιστορίες και παραμύθια που μας έλεγαν οι μεγαλύτεροι, όπως τον Κέλογλάν, τον Καμπέρ και την Αρζού.

Σπουδαίο γεγονός για μας τα παιδιά ήταν οι παλαίστρες που γίνονταν κοντά στο Αγίασμα του Άη Θανάς, κοντά στο τεράστιο πλατάνι.

Είχαμε σπουδαίους παλαιστές  στο χωριό, όπως ο Πανιός του Χατζηαυγουστίδη, που μετά την Καταστροφή εγκαταστάθκε στον Μπιτζιλί της Κοζάνης, ο Λεμονής, ο Ντιλαβέρς, ο Λυτρίδης ο Δημητρός, και του Αποστόλη του Μαυρίδη, του γνωστού με το παρατσούκλι Χίρτ, ο αδελφός ο Γιώργης που ξεπετάχκε τελευταία και ήταν πολύ καλός.

Μαζί με αυτούς πάλεψε κάνα δυο φορές και ο αδελφός μου ο Γιάννης και ο ξάδελφός μου ο Γιώργης του Φωτάκη.

Στην αρχή έβγαιναν τα μικρά και νεαρά παιδιά, και μετά οι άλλες ηλικίες, και πάλευαν πάνω στα χόρτα, φορώντας τα κιοσμέτια και αλειμμένοι με λάδια για να γλυστράνε.

Κατά την έναρξη των αγώνων σηκώνονταν ο Γιαννάκος του Κασιανόγλου του Μιχαήλ και φώναζε…. Μπου Πεχλιβάν ….. και έλεγε τα ονόματα  των παλαιστών που θα πάλευαν.

Νικητής ήταν αυτός που αναποδογύριζε τους αντιπάλους του και ακουμπούσε την πλάτη τους στο χώμα. Μετά το πέρας των αγώνων ο νικητής γύριζε ανάμεσα στους θεατές και μάζευε χρήματα.

Μαζεύονταν πολύς κόσμος από τα τριγύρω ελληνικά αλλά και τούρκικα χωριά. Υπήρχαν πολλοί πλανόδιοι έμποροι που πουλούσαν γλυκά, κοκοράκια, ματζούνια και μπουλαμά. Μπουλαμάς ήταν πετμέζι το οποίο χτυπούσαν πολύ μέχρι να γίνει μια παχύρευστη μάζα την οποία πουλούσαν σαν γλυκό ή την πουλούσαν πάνω σε ξυλάκι.

Θυμάμαι ότι μπουλαμά έφτιαχναν στο σπίτι του Κωστελλίδη.

Η εκκλησιά μας ήταν αφιερωμένη στον Άη Γιώργη. Κάθε Κυριακή εκκλησιαζόμασταν υποχρεωτικά, διότι αν δεν συνέβαινε αυτό, μας πρόδιναν στον δάσκαλο, ο οποίος την Δευτέρα μας τιμωρούσε και μας ξυλοφόρτωνε. Είχαμε τρείς παππάδες στο χωριό που έψαλλαν την Θεία Λειτουργία στα Ελληνικά.

Όταν παντρεύονταν κάποιος στο χωριό, όλα τα παλικαράκια πηγαίναμε στην Βρύση της Γαλάτας  να υποδεχθούμε τον γαμπρό με την παρέα του, που σύμφωνα με την παράδοση λίγο πριν τον γάμο έπρεπε να πάει στα λουτρά της Προύσας μαζί με τους φίλους του για να κάνουν μπάνιο.

Όταν πλησίαζαν στην Γαλάτα, καβάλα πάνω στα άλογά τους  τρέχαμε να τους συναντήσουμε, και αυτοί μας πρόσφεραν φρούτα και γλυκίσματα.

Κατά την διάρκεια των γάμων οι Κουβουκλιώτες έπιναν πολύ και οξύθυμοι όπως ήταν, δημιουργούνταν φασαρίες με αποτέλεσμα να συμβαίνουν πολλά φονικά.

Σε έναν γάμο ο Βαλσάμογλου, του Αλεξανδρή ο πατέρας, σκότωσε τον Δεμίρογλου για ασήμαντη αιτία. Τον ρώτησε κάτι ο Ντεμίρογλου και ο Βαλσάμογλου δεν απάντησε.

Τότε ο Δεμίρογλου είπε…δεν ακούει τούτος ο κούφακας?

Ο Βαλσάμογλου όμως τον άκουσε και προσβεβλημένος για το σχόλιο του Ντεμίρογλου, πήρε μια μπακίρα και την κοπάνησε στο κεφάλι του και τον σκότωσε.

Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή οι γονείς μου εγκαταστάθηκαν στην Γαλάτεια Πτολεμαίδας και μετά πολλά χρόνια μετακόμισαν στην Σίνδο Θεσσαλονίκης

Στην παρέα μας μαζί με τον παππού Χριστοφή, ήταν και η νύφη του η Ελένη γυναίκα του αδελφού του Γιάννη.

Γιώργη μου εγώ είμαι κόρη του Ζύρπογλου του Κώστα και ήρθα στην Ελλάδα σε ηλικία 8 ετών. Το σπίτι μας ήταν κοντά στην εκκλησία του Άη Γιώργη, στον μαχαλά της Οξιάς και γείτονές μας ήταν ο Καραγκιαβούρης, ο Γιάννης ο κουτσός, ο Θραμπούλς νταής που μας έδινε συχνά κόλλυβα από την εκκλησία και ο Κουτσούμπογλου ο Αντριάς από την Λακκιά.

Οι μεγάλες γυναίκες φορούσαν βράκες και εμείς τα μικρά κορτσούδια φουστανάκια.

Πήγαινα  και παρακολουθούσα το παλιό έθιμο της χορεύτρας που συμμετείχαν οι κοπέλες του χωριού και τραγουδούσα μαζί τους διάφορα τραγούδια.

Ένας γέρος γέροντας 100 χρονών

τα βουνά τριγύριζε, πότιζε τον γρίβα του

και τα δέντρα κύταζε.

Σεις ψηλά βουνά δεν με ξανανιώνετε

Εμένα και τον γρίβα μου.

Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή οι γονείς μου εγκαταστάθηκαν στο Ανατολικό Εορδαίας και όταν παντρεύκα τον Γιάννη τον Τατιτζικίδη ήρθα στην Σίνδο.

Αφήγηση Ελένης Τατιτζικίδου

Σίνδος Θεσσαλονίκης


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής