breaking news Νέο

Λαϊκές προλήψεις στη Βλάστη - Του Γιάννη Τσιαμήτρου

  • Λαϊκές προλήψεις στη Βλάστη - Του Γιάννη Τσιαμήτρου
  • Λαϊκές προλήψεις στη Βλάστη - Του Γιάννη Τσιαμήτρου
  • Λαϊκές προλήψεις στη Βλάστη - Του Γιάννη Τσιαμήτρου
  • Λαϊκές προλήψεις στη Βλάστη - Του Γιάννη Τσιαμήτρου
  • Λαϊκές προλήψεις στη Βλάστη - Του Γιάννη Τσιαμήτρου
  • Λαϊκές προλήψεις στη Βλάστη - Του Γιάννη Τσιαμήτρου
  • Λαϊκές προλήψεις στη Βλάστη - Του Γιάννη Τσιαμήτρου

Σημ: όπου Σ. = συγγραφέας Μ. Καλινδέρης. Το σημείωμα αποτελεί σκιαγράφηση βιβλίου του Μ. Α.  Καλινδέρη («Πηγή» στο τέλος του σημειώματος), ο οποίος αποτελεί, κατά την ταπεινή μας γνώμη,  έναν αμερόληπτο και έγκριτο συγγραφέα και επιστήμονα. Η σκιαγράφηση έγινε με απόλυτο σεβασμό στο κείμενο, χωρίς προσωπικές  παρεμβάσεις.

     σ.σ. = σημείωση εκδότη (δική μου)

 

     Στα προηγούμενα μας σημειώματα (γέννηση, γάμος, θάνατος) έχουν περιληφθεί λαϊκές προλήψεις και δοξασίες. Στο παρόν σημείωμα θα παραθέσουμε επιπλέον τέτοια στοιχεία. Ο Σ. αποδίδει αρκετά με το ιδιωματικό γλωσσικό λαϊκό ύφος, όσες φορές κρίνει αυτός αναγκαίο. Επιλέγουμε τις, κατά τη γνώμη μας, σπουδαιότερες προλήψεις και δεισιδαιμονίες:

     Χριστούγεννα, Νέον Έτος και Φώτα δεν μαζεύουν τη στάχτη από την παρστιά «για να μη λείψ’ ν τα καλά  ̕ π’ του σπίτι». «Στάχτη ̕ που σταυροδρόμι κι’ από κάθε σοκκάκι δεν κάμνει να δρασκλίης».

     Την Ημέρα της Αναλήψεως  δεν κοιμούνται ‘για να μη αναληφθή ου ύπνους κι δεν μπουρείς να κοιμπ’ θής τ’ νύχτα».

     Όποια έχει τα δυο μπρουστ’ νά  δόντια αραιά, θα πάρει τσέλνικα, θα ζήσει πλούσια (βλάχικα dαgλέδια είνι αυτά).

     Επίσης «ζώνουν τον άγιο» για να πραγματοποιηθεί κάθε πόθος τους (με μια βαμβακερή κλωστή δένουν την εικόνα του και αυτή την κλωστή τη φτιάχνουν κερί που το καίνε στον άγιο).

     Βράδυ Τετάρτης και Παρασκευής, άμα σημάνει, δεν κάνουν δουλειές, όπως και Κυριακή ή γιορτή πρωί. Το Σάββατο δεν τελειώνουν δουλειά.

    Άμα γεννήσει η αρνίθα bρόλουgαν (μικρό αυγό), δεν είναι καλό για το σπίτι. Καταστροφή. Όταν παύσει η βροχή και βγει το τουξάρι (σ.σ. ουράνιο τόξο) πιστεύουν ότι κατεβαίνει να πιει νερό απ’ τη γη, στ’ ς λακκιές.

     Δεν αφήνουν παπούτσι ή παντόφλα ανάποδα, για νη μην πεθάνει άνθρωπος του σπιτιού.

    Πίνοντας τον καφέ, όταν το φλιτζάνι  έχει μια φυσαλίδα, θα λάβουμε ένα γράμμα, όταν έχει πολλές, θα πάρουμε πολλά γράμματα.

    «Άμα βγουν πολλά μυρμήγκια στο σπίτι, το ̕ χουμι για καλό, ‘αρχουντιά’». «Άμα μας καίει ο λαιμός μας κακολαλούν». «Άμα βουίζει το αυτί, μας αναφέρ’ ν».

     Τα κορίτσια, όταν θέλουν να μαντεύσουν αν θα φκιάσουν καινούργιο φουστάνι, δοκιμάζουν τη φωτιά. Αν, φυσώντας την, ανάψει, θα το κάμουν, αν δεν ανάψει, δεν θα το κάμουν.

     Όταν τα μικρά βρουν καμιά πασκαλίτσα λεν: «Πασκαλίτσα, λίτσα,  φέρι μι φουστάνι, φέρι μι κούκλα» κλπ, ό,τι θέλουν.

     Κινώντας για ταξίδι, αρραβώνα, ό,τι (σ.σ. για οτιδήποτε), άμα συναντήσουμε γυναίκα με άδεια αγγειά, δεν θα επιτύχουμε το σκοπό μας. Παιδί άμα συναντήσουμε, θα ̕χουμι «πιδιμάρα» (σ.σ. ταλαιπωρία). Το κορίτσι το έχουν για καλό, άμα πρωτοσυναντήσουμε.

     Στον κατώφλοιο (κατώφλι) της μεσιάς (σ.σ. πόρτα του σπιτιού) ή της οξώπορτας (σ.σ. πόρτα της αυλής) δεν κάμνει να κάθεται κανείς επάνω, «γιατί γιρνούν οι προξινιτάδις πίσου».

     Όταν σε τρώει η μύτη, ξύλο θα φας, όταν σε τρώει το δεξί χέρι, παράδες θα δώσεις, όταν σε τρώει το αριστερό, παράδες θα πάρεις.

     Δεν κάνει να σε δρασκλούν (σ.σ. περνούν από πάνω σου), δεν τρανεύς, δεν ψηλώντ’ ς. Άμα σι δρασκλίσει, τον βάνεις ξανά να σι ξιδρασκλάει.

      Άμα γεννηθούν τα αρνιά, είναι καλό να πρωτοδούμε άσπρο «για να μη μας τσιμπούν οι ψύλλοι», άμα ιδούμε μαύρο, «αού! θα μας φάνε οι ψύλλοι φέτου».

     Δεν το έχουμε για καλό να πιάνουμε τα μάλουγα (μάγουλα) με τα δύο χέρια, γιατί «πιθαίνι η μάννα σ’ κι ου πατέρα σ’». Και τα δάχτυλα δεν κάνει να τα συμπλέκουμι, «μαζώνιτι η τύχη σ’».

     Όταν έχουμε πλύσιμο και μουσκευτούμε μπροστά μας στη ποδιά, λέμε: «Θα πάρ’ ς άντρα μπεκρή».

    Την κανέστρα του ψωμιού ποτέ δεν την αφήνουν άδεια τελείως. Έστω και μια δαγκουσιά θα αφήσουν μέσα.

     Άμα χάσουμι κανα πράγμα, δένουμι κόμπουν σε ένα μαντήλι και καρφώνουμι ένα καρφί στο πάτωμα ή στο τοίχο οπουδήποτε και, τρέχοντας στο σπίτι με το μαντήλι άνω κάτω, όπου φανταζόμαστε ότι θα βρούμε το χαμένο, λέμε: «Βρέ του, διάουλι, να σι ξιδέσου, βρέ του, διάουλι, να σι ξικαρφώσου». Και «τάχα του βρίσκουμι, άμα το φκιάσουμι αυτό».

      Το ηλιοβασίλεμα δεν τό ̕ χουμι για καλό  να τρως ψωμί «τρως τς γουνίδις σ’»  (σ.σ. ‘τρως’ τους γονείς σου).

     «Φίδι τ’ νύχτα, άμα ιδείς στο δρόμο, είνι κακό. Πεθαίν’ οι γονείς».

     Δεν κάνει να βγει γνήσιο ξύδι από το σπίτι μετά το ηλιοβασίλεμα, γιατί χαλνάει. Ούτε προζύμι, ούτε τηγάνι, ούτε καζάνι κλπ δίνουν τη νύχτα και δεν είναι καλό το σπίτι γενικά να μένει χωρίς προζύμι.

     Όταν χτενίζονται οι γυναίκες, δεν πετούν, ούτε καίνε τα μαλλιά που μαζεύονται στη χτένα, γιατί ύστερα τις πέφτουν τα μαλλιά. Τα χώνουν σε κάποια απόκρυφη γωνιά του σπιτιού.

     Το δαυλί, χόρτο αναμμένο κλπ δεν κάμνει να το κουνούν προς τα επάνω (ιδίως τα παιδιά), γιατί, λεν,  «κατουργιούνται ύστερα στο κρεβάτι».

     Νερό δυο αντάμα (μαζί) δεν κάμνει να πίνουν· γίνονται βόδια. Πίνει ο ένας και καρτεράει ο άλλος ώσπου να σώσει (τελειώσει) ο πρώτος.

     Αμαρτία ήταν να πέσει το ψωμί κάτω και, αν το πατήσουμε, «θα μας βγάλει ο θεός τα μάτια». Αν μας έπεφτε κάτω, όταν ήμασταν μικρά παιδιά, το παίρναμε το φιλούσαμε 3 φορές, το βάναμε και στο μέτωπο και, ή το τρώγαμε, ή το βάναμε σε μια άκρα. Τυρί μας έλεγαν να μη τρώμε πολύ «γιατί χουντραίνει του κεφάλι (το μυαλό)».

     Όταν κινάει κανείς για ξινιτιά, παίρνουν μια κανάτα με νερό και κρασί και 3 βουκιές ψωμί ουδί  (σ.σ. ακριβώς εκεί) μέσα. Κινώντας το ζώο φορτωμένο, ραντίζουν  από τη κανάτα, το μισό στο κατώφλι της οξώπορτας και το άλλο μισό, όταν δρασκιλάει το κατώφλι ο ξενιτεμένος. Αυτός πιο μπροστά θα κάμει το σταυρό του στο εικονοστάσι μέσα. Τον ξεπροβοδούν ως έξω από το χωριό. Γυρνώντας, παίρνουν λίγη πρασινάδα και τη ρίχνουν στην οξώπορτα πάνω στα κεραμίδια. Δεν σκουπίζουν το σπίτι καθόλου και δεν κλείνουν τη πόρτα, πριν ο ξενιτεμένος περάσει από νερό (υπολογίζουν πότε θα περάσει από βρύσες).

     Το σαμάρι της αρνίθας. Άμα το σαμάρι της αρνίθας είναι στραβό, το ̕ χουμι για κακό. Αν έχει τρύπα, κάποιος από το σπίτι θα πεθάνει. Άμα λαλήσει κότα στο σπίτι, δεν είνι καλά, σπιτιακός θα πεθάνει «ουπάν στου χρόνου». Τη σφάζουν ή την πωλούν.

     Για το ξεμάτιασμα παίρνουν ένα ποτήρι νερό, αμίλητο νερό. Δηλαδή μέχρι που να φθάσουν στο σπίτι της γυναίκας που θα ξεματιάσει, δεν μιλούν στο δρόμο καθόλου.

     Από την ημέρα που θα πεθάνει κανείς, άμα είναι άρχοντας, μπορεί να κάμνουν σαραντάρι. Σαράντα μέρες συνέχεια κάθε πρωί παν στον παπά στην εκκλησία μια λειτουργιά και ένα κερί και διαβάζει ο παπάς συγχωρητική ευχή.

 

(πηγή: Μ. Α. Καλινδέρη «Ο Βίος της Κοινότητος Βλάτσης επί Τουρκοκρατίας», εκδ.  Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 258- 263).


φυλαχτό
μαύρη γάτα
αμίλητο νερό
ξενιτιά
κοράκι
σταυροδρόμι

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής