breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας στο Βελετλέρ

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας  στο Βελετλέρ

Το Βελετλέρ είναι κτισμένο σε υψόμετρο τέτοιο που σου επιτρέπει να διακρίνεις στο βάθος τον Κυανό κόλπο. Σε μικρή απόσταση από το χωριό  υπήρχε ένα ρέμα  το οποίο χειμώνα καλοκαίρι είχε πολύ νερό και χύνονταν στον Νιλουφέρ ποταμό.

Το όνομά του ήταν   Cinarli dere και γύρω του υπήρχαν πολλά πλατάνια τα οποία έδωσαν και στο χωριό το σημερινό του όνομα που είναι Cinarli.

Πριν το 1922, ανήκε στην υποδιοίκηση Μουδανιών του νομού Προύσας. Οι 90 περίπου οικογένειες που κατοικούσαν στο Βελετλέρ, μιλούσαν την τουρκική γλώσσα και οι κύριες ασχολίες τους ήταν η επεξεργασία κουκουλιών, η παραγωγή καλαμποκιού, σιταριού, λιναριού, αμπελιών και ελαιών. Ήταν μικρό χωριό και είχε ένα μουχτάρη, ο οποίος εκλεγόταν κατόπιν υπόδειξης των κατοίκων του χωριού.

 Η εκκλησία, κτισμένη στο κέντρο του χωριού από το 1833, ήταν αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή. Στον αυλόγυρό της, υπήρχε ένα μεγάλο Αγίασμα σε σχήμα πηγαδιού και το διώροφο σχολείο του χωριού.

Υπήρχε επίσης στο χωριό και ένα πανδοχείο για τη φιλοξενία των επισκεπτών, το οποίο ο μουχτάρης με μειοδοτικό διαγωνισμό, το διέθετε στον υποψήφιο ενοικιαστή για να το λειτουργήσει.

Στη διαδρομή για το τουρκοχώρι Γιαμάν Κιόι, υπήρχαν δυο Αγιάσματα, αφιερωμένα στην Αγία Μαρίνα και στην Αγία Γαλατινή. Τις μέρες τις εορτής τους, ο ιερεύς του χωριού και πολλοί πιστοί τα επισκέπτονταν και έκαναν Θεία Λειτουργία. Σε μια περιοχή του χωριού με το όνομα Αϊντίν μπέη, είχαν βρει τυχαία παλιά πιθάρια και κεραμίδια τα οποία φανέρωναν την ύπαρξη παλιού οικισμού.

        Από μακριά το Βελετλέρ φαντάζει πανέμορφο. Όπως είναι κτισμένο ψηλά δεσπόζει της περιοχής. Ατενίζοντας από εκεί κανείς έχει πανοραμική θέα στα γύρω χωριά, ενώ η ματιά του φθάνει αβίαστα μέχρι τη θάλασσα η οποία δεν απέχει πολύ.  Πλησιάζοντας το χωριό διακρίνουμε μια τεχνητή λίμνη που δίνει μια ξεχωριστή ομορφιά  στην περιοχή. Όταν όμως μπαίνεις στο χωριό απογοητεύεσαι.

Ένας δρόμος της προκοπής δεν υπάρχει, όλοι είναι χαλικόστρωτοι και διακρίνονται πάνω τους οι αυλακιές που είχε δημιουργήσει η τελευταία βροχή. Τα σπίτια καινούργια μεν, αλλά ασοβάτιστα, ενώ χαρακτηριστικές ήταν οι μεγάλες και απεριποίητες αυλές που οριοθετούνταν με ανύπαρκτα συρματοπλέγματα. Για να μη μιλήσω για τα περιττώματα των ζώων που πρόσφεραν το άρωμά τους σε όλη την περιοχή. Τα χαλίκια χοροπηδούσαν και κτυπούσαν το σασί του αυτοκινήτου κάνοντας έναν ενοχλητικό θόρυβο.

«Πονηρέ Γιουνάνη», είπε ο Σεφέρ, «κάτι ήξερες και δεν πήραμε το δικό σου αυτοκίνητο…..για να καταστρέψουμε το δικό μου».

Εδώ που τα λέμε… είχε κάποιο δίκιο το καρντάσι μου, αλλά ελληνοτουρκική φιλία είναι αυτή, θέλει και τις θυσίες της.

Πλατεία δεν υπήρχε, έτσι καθίσαμε σε ένα καφενεδάκι δίπλα στο τζαμί. Οι κάτοικοι μας πρόσφεραν το συνηθισμένο τσάι, το οποίο εκεί ψηλά που βρισκόμασταν θεωρήθηκε απαραίτητο. Ως συνήθως, τους παράτησα στο καφενείο και άρχισα να τραβάω φωτογραφίες του χωριού. Προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν είδα ούτε ένα ελληνικό σπίτι, παρά μόνο μία παλιά ελληνική βρύση.

Απόρησα που διασώθηκε και αυτή. Πάντως δε νομίζω πως θα συνέχιζε να υπάρχει για πολύ καιρό ακόμη, διότι στο χωριό συνάντησα συνεργεία κατασκευής δρόμων και η βρύση αυτή ήταν σχεδόν στη μέση του δρόμου που κατασκευαζόταν.

Οι κάτοικοι του χωριού, αρκετά συμπαθητικοί και πρόσχαροι και αυτοί, ήταν πρόσφυγες από τις περιοχές της Δράμας και του Λαγκαδά. Οι περισσότεροι ήταν νέοι και δεν είχαν ιδέα για την προσφυγιά και τους τόπους καταγωγής των προγόνων τους. Εντύπωση μου προκάλεσε το γεγονός πως υπήρχε και ένα γραφείο ποδοσφαιρικού σωματείου με το όνομα Βελετλέρ Σπόρ. Γήπεδο όμως εκεί ψηλά δεν είδα.

«Παίζουμε πότε-πότε με τα γύρω χωριά, αλλά δε συμπληρώνουμε ενδεκάδα, διότι οι νέοι μας έχουν φύγει όλοι για τα Μουδανιά και την Προύσα αναζητώντας δουλειά. Αυτοί που μείναμε εδώ ασχολούμαστε με την εκτροφή ζώων και την ελαιοκομία».

Άρχισε να σουρουπώνει όταν φύγαμε από το Βελετλέρ με κατεύθυνση τα Κουβούκλια. Δεν ήταν μεγάλη η απόσταση, περίπου 15-20 χιλιόμετρα, αλλά ο δρόμος δεν ήταν καλός και δυσκόλευε τη μεγάλη Μερσεντές του Σεφέρ.

«Αύριο που θα πάμε στα χωριά της περιοχής Μιχαλιτσίου, που είναι και πιο μακριά, θα πάμε με το αμάξι του Μουσταφά γιατί είναι πιο ευέλικτο», μου έκλεισε το μάτι ο Σεφέρ, γνωρίζοντας την τσιγγουνιά του. Κάτι μουρμούρισε ο Μουσταφά, έκανε ότι δεν άκουσε τίποτε και συνεχίσαμε το δρόμο μας.

Στα Κουβούκλια μας περίμεναν οι υπόλοιποι γνωστοί και φίλοι.

«Μπιρ γκιούν μουσαφίρ, ικι γκιούν μουσαφίρ αρτικ γιετέρ… μια μέρα μουσαφίρης, δυο μέρες μουσαφίρης, φτάνει πια, εσύ είσαι εδώ μια βδομάδα» με πείραξε ο Σεφέρ.

 

«Δεν ντρέπεσαι Σεφέρ να μιλάς έτσι στο μουσαφίρη», πετάχτηκε ένας παππούς, ο ενενηντάχρονος Ραμαζάν Κιβράκ από την Καβάλα, που δεν κατάλαβε το πείραγμα.

 

«Τι να κάνω παππού», του απάντησα, «έτσι είναι οι δικοί σας, οι ντελικανλήδες. Δεν αγαπούν τους φιλοξενούμενους. Μεγάλο ζόρι το μουσαφιρλίκι».

 

«Γιώργο το βράδυ να πάρεις τα πράγματά σου και να έρθεις να κοιμηθείς στο σπίτι μου. Μόνος είμαι, να με κάνεις και παρέα».

«Εντάξει παππού», του απάντησα. «Το βράδυ θα πάμε να φάμε και μετά θα έρθω στο σπίτι σου, να με περιμένεις».

 

Φίλησα τον παππού και τον ευχαρίστησα. Μου θύμιζε τον παππού μου τον Φωτάκη και γι’ αυτό δέχτηκα την πρότασή του με τόση ευκολία. Είχαν την ίδια ηλικία και έμοιαζαν πολύ. Οι παππούδες είτε Τούρκοι, είτε Έλληνες, έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά…

 Με το Σεφέρ και την κοινή παρέα μας πλέον, πήγαμε στην ταβέρνα. Πεινούσα σαν λύκος. Τους πρότεινα να τους κάνω το τραπέζι, αλλά δεν δέχτηκαν. Ούτε καν το συζήτησαν.

 

«Όταν θα έρθουμε στην Ελλάδα, θα πληρώσεις εσύ», μου απάντησαν.

Ποιος είπε ότι οι Τούρκοι Μουσουλμάνοι δεν καταναλώνουν αλκοόλ; Το Γενή ρακί έδινε και έπαιρνε, ώσπου το κεφάλι μας έγινε καζάνι. Τα υπέροχα μεζεκλήκια καταναλώνονταν με περισσή ευκολία και γρηγοράδα. Άσχημο πράγμα η πείνα. Σε λίγο αρχίσαμε και το τραγούδι…

«Σήμερα έχουμε ένα Γιουνάν τραγουδιστή», είπε στην άλλη παρέα ο μισομεθυσμένος Σεφέρ, «κατευθείαν από το Σελάνικ έχει έρθει. Άντε Γιώργο Μπέη, πιάσε τον Τσακιτζή».

Και άρχισε στην ταβέρνα ένα τρικούβερτο γλέντι με τη συμμετοχή όλων των πελατών. Έφερα από το αυτοκίνητό μου μια κασέτα του Καζαντζίδη και όλο το μαγαζί τραγουδούσε τη «Μανόλια» και τη «Μαντουβάλα». Τραγούδησα και εγώ τον «Τσακιτζή» και το «εκάε και το τσάμπασιν». Μαζί με τη διπλανή παρέα χορέψαμε από συρτάκι μέχρι και τίκ.

Η ελληνοτουρκική φιλία στα φόρτε της! Ποιος Παπανδρέου, Καραμανλής, ποιος Ερτογάν και Τσιλέρ; Βάλε σε μια ταβέρνα ένα Μουσταφά, ένα Σεφέρ, ένα Γιώργο και έναν Κώστα και λύθηκαν όλα τα προβλήματα.

Αργά τα μεσάνυχτα, ο Μουσταφά με πήγε στο σπίτι του παππού. Ο καημένος άκουσε την πόρτα που άνοιγε και σηκώθηκε. Δεν κοιμήθηκε καθόλου όσο με περίμενε. Κατάλαβε ότι ήμουν πιωμένος αλλά δεν είπε τίποτα σε μένα. Μάλωσε όμως, με έντονο ύφος το Μουσταφά γιατί μου έδωσαν αλκοόλ και μέθυσα.  Μου έδειξε το κρεβάτι μου, που ήταν στο ίδιο δωμάτιο και πήγε στο δικό του. Εγώ τον φίλησα, τον καληνύχτισα και αποκοιμήθηκα.

Πώς να κοιμηθείς όμως, όταν έχεις πιει έναν κουβά Γενή ρακί… Το στομάχι μου ανακατευόταν και το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να σπάσει.  Ο καημένος ο παππούς άκουγε φαίνεται τα βογκητά μου και κάθε τόσο με ρωτούσε..

«Yorgo nasilsin, Tι κάνεις;»

«Iyi iyim dede», του απαντούσα εγώ, αλλά τι iyi… που κόντευα να πεθάνω από τις αναγούλες και τις αναταράξεις του στομαχιού μου.  Ο παππούς ρωτούσε και ξαναρωτούσε, σαν να ήμουν παιδί του. Θα τον τάραξα φαίνεται και με το απαίσιο ροχαλητό μου, οπότε ο άνθρωπος δεν έκλεισε μάτι.  

Το πρωί όταν ξύπνησα, περίμενε στοργικά πάνω από το κεφάλι μου. Είχε στρώσει ήδη το σοφρά με κάθε λογής καλούδια και περίμενε να σηκωθώ.  Αφού έπλυνα το πρόσωπό μου για να συνέλθω πλήρως, παρατήρησα ότι βρισκόμασταν σε ένα μικρό σπιτάκι, με δύο δωμάτια και ένα σαλονάκι μικρό. Το ένα είχε δυο κρεβάτια, όπου κοιμηθήκαμε, και το άλλο ήταν γεμάτο από τα περίφημα καρά καβούνια της Προύσας, των οποίων η μυρωδιά κυριαρχούσε στο σπίτι.

«Ήπιες πολύ ρακί το βράδυ», με μάλωσε στοργικά ο παππούς. «Δεν φταις όμως εσύ, αλλά οι άλλοι, οι πεζεβέγκηδες οι φίλοι σου που σου έδωσαν να πιεις αλκοόλ».

 Δεν είπα τίποτα. Τι να έλεγα άλλωστε, δεν ήθελα να πάω μεθυσμένος στο σπίτι ενός ευσεβούς μουσουλμάνου το πρώτο κιόλας βράδυ, αλλά αφού έγινε, δεν μπορούσα να το αλλάξω.

 

«Αυτό το σπίτι Γιώργο παιδί μου, να το θεωρείς σπίτι σου. Ακόμη και αν πεθάνω, εδώ να έρχεσαι να κοιμάσαι. Είχα τέσσερα αγόρια… τώρα έχω και πέμπτο».

Ευχαρίστησα τον παππού και τον αγκάλιασα. Με τιμούσε η εκτίμηση και η ιδιαίτερη αγάπη που μου έδειχνε. Συγκινήθηκα διότι με φρόντιζε πράγματι σαν να ήμουν παιδί του, σαν να με γνώριζε μια ολόκληρη ζωή και όχι πέντε έξι μέρες μονάχα. Μας διέκοψε η κόρνα ενός αυτοκινήτου.

 

«Σήμερα παππού θα πάμε στα χωριά του Μιχαλιτσίου και θ’ αργήσουμε, γι’ αυτό μη με περιμένεις».

«Καλά παιδί μου, αλλά μην έρθεις πάλι μεθυσμένος. Θα σου κλείσω την πόρτα», με απείλησε χαμογελώντας.

Έξω περίμεναν ο Μουσταφά, ο Σεφέρ και ο Εμίν, ένα εγγόνι του παππού, το οποίο με χαιρέτησε εγκάρδια. Φίλησε και τον παππού του, αλλά αυτός τον μάλωσε για τη χθεσινοβραδινή κραιπάλη.

Φύγαμε με κατεύθυνση το Μιχαλίτσι, το σημερινό Καρατζάμπεη. Είναι γνωστό σε όλη την Τουρκία για ένα είδος γλυκίσματος που φέρει το όνομά του. Μετά από 20-25 χιλιόμετρα, στρίψαμε δεξιά, με κατεύθυνση το χωριό Τσαμπάζοι.


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής