breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας

  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας

 Στην Τσάμλυτζα

      Είχα ακούσει από τον παππού Θεοδόση από τις Σέρρες, ότι το χωριό του η Τσάμλυτζα βρισκόταν σε πολύ ωραία τοποθεσία και ότι είχε μια όμορφη εκκλησία, αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο.

 «Το χωριό μας Γιώργη μου, ανήκε στην υποδιοίκηση Μιχαλιτσίου του νομού Προύσας και πήρε το όνομά του από τα πολλά τσάμια (πεύκα) που υπήρχαν στην περιοχή. Είναι κτισμένο στις παρυφές του όρους Καλέ, στην κοιλάδα του ποταμού Νιλουφέρ. Κατοικούνταν από περίπου 160 οικογένειες Χριστιανών, οι οποίες είχαν έλθει στη Μικρά Ασία στα τέλη του 18ου αιώνα, προερχόμενοι από την περιοχή των Αγράφων της Ευρυτανίας. Κάποιοι εγκαταστάθηκαν εδώ και οι άλλοι στα γειτονικά χωριά Τσεσνεήρι και Τσαμπάζοι.

Αρχικά ήμασταν δώδεκα οικογένειες Ελλήνων, με σπουδαιότερα τα σόγια των Ανδρικοπουλαίων και τους Αναστασιλαίων. Θυμάμαι που έλεγαν ότι ήταν μεγάλη τιμή να κατάγεσαι από αυτούς. Ήταν μάλιστα τόσο σπουδαίοι, που στα χρόνια μου διατηρούσαν ερείπια των παλιών τοίχων από τα σπίτια τους, για να τους θυμούνται.

Στο χωριό υπήρχαν έξι μαχαλάδες. Ο πρώτος, ο Τσάμια μαχαλάς, πήρε το όνομά του από τα πολλά πεύκα που υπήρχαν σε αυτόν. Οι υπόλοιποι, τα Τσαουσαίικα, τα Γιαννακαίικα, τα Χατζηγιανακαίικα, τα Χατζαραίικα και τα Τσεσνερλαίικα, πήραν τα ονόματά τους από τις δώδεκα πρώτες ελληνικές οικογένειες του χωριού.

Θυμάμαι ακόμα, από τον πατέρα μου, πολλά τοπωνύμια και τοποθεσίες, που σε ορισμένες από αυτές είχαμε χωράφια. Θα στα αναφέρω για να τα θυμάστε και εσείς:

Ακτσέ Μπουνάρ, Βαρβάρα, Βρύσες, Εξηντάρες, Καλές (παλιό φρούριο), Κεφαλονέρι, Κανασμάκι, Κρακουτούκι, Καραλήδες και Κούμια, με τα πολλά μποστάνια. Επίσης θυμάμαι την Πέτσα, τα Μεζαρλήκια, Μελίδια, Μελελίκ, Μετόχι, Μπας Μπουνάρ, Ντερμέν Ντερές, Πάγια (μερίδια), Ταρλάδες, Τασλήκια, Τραγάνες, Φαρά Μπαξέδες, Φτελούδες, Φαρμάν Καγιάς, Χαλιάδες (μέρος με χαλίκια) με τις πολλές μουριές και στην άκρη του χωριού, οι Ντεντέδες, όπου υπήρχαν παλιά τούρκικα νεκροταφεία».

Συνέχισε ο παππούς τις ιστορίες του για το όμορφο χωριό του. Άλλωστε είχε φύγει από εκεί σε ηλικία οχτώ χρονών και θυμόταν πολλά πράγματα.

 

 «Στην τοποθεσία Παπάζ Τσεσμεσί, πίσω από το χωριό Αγιασμαλάρ, διηγούνταν οι παλιοί, ότι οι Σταυροφόροι έκρυψαν πολλούς θησαυρούς. Έτσι, πριν από πολλά χρόνια, είχε έρθει ένας Ιταλός στο χωριό και μαζί με έναν Τούρκο πήγαν στην τοποθεσία που υποτίθεται υπήρχε ο θησαυρός. Έψαξαν αλλά δε βρήκαν τίποτε.

Η τοποθεσία του χωριού μας πρέπει να ήταν σπουδαία και από ιστορικής άποψης, την οποία προφανώς οι Τούρκοι αγνοούσαν. Παντού υπήρχαν χαλάσματα από παλιούς οικισμούς που για άγνωστους λόγους είχαν εγκαταλειφθεί.

Στην περιοχή του Καλέ, είχαν βρεθεί μεγάλες ασβεστωμένες πέτρες. Δίπλα, στο Μπάς Μπουνάρ, μέσα στα χωράφια της περιοχής Τασλίκ, είχαν βρει καλντερίμια και χαλάσματα σπιτιών. Στην περιοχή Βαρβάρα, στη συμβολή του Ρυνδάκου ποταμού με το Νιλουφέρ, είχαν ανακαλύψει πολλά αρχαία μάρμαρα. Κοντά στο Ντερμέντερε υπήρχε ένας κατεστραμμένος μύλος και χαλάσματα σπιτιών.

Στην περιοχή Μετόχι υπήρχαν πολλά χαλάσματα που τα ονόμαζαν Παρεκκλήσι. Σε αυτό, σύμφωνα με την παράδοση, όποιος περνούσε, από το πρωί ως το βράδυ, έβλεπε αναμμένο ένα καντήλι. Το είχα δει και εγώ μια φορά όταν πήγα εκεί με τους φίλους μου για να παίξουμε.

Εκεί κοντά ήταν και μια μεγάλη τεχνητή σπηλιά και μέσα σε αυτήν είχαμε βρει άμμο, όστρακα και πολύ παλιά κεραμίδια. Οι παλιοί έλεγαν ότι η σπηλιά κάποτε επικοινωνούσε με τη θάλασσα, αλλά για άγνωστους λόγους υποχώρησε.

Λίγα χρόνια πριν εγκαταλείψουμε το χωριό, είχαν έρθει στην περιοχή κάποια παιδιά για να παίξουν. Εκεί που έσκαβαν, βρήκαν ένα μεγάλο καζάνι με δώδεκα χερούλια. Το μετέφεραν στο χωριό και ο μουχτάρης ειδοποίησε την αρχαιολογία του Μιχαλιτσίου που έστειλε τους ανθρώπους της να το πάρει.

Οι γονείς μας ασχολούνταν με την παραγωγή κυρίως κουκουλιών και κρεμμυδιών. Τα κουκούλια τα πουλούσαν σε εμπόρους της Προύσας και τα κρεμμύδια, μέσω του Ρυνδάκου ποταμού, τα μετέφεραν και τα πουλούσαν στην Πόλη. Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής μας αποκαλούσαν «κρομμυδάδες» και «καυλομούνιδες» γιατί καλλιεργούσαμε πολλά κρεμμύδια» .

Δε μου εξήγησε το λόγο για το δεύτερο χαρακτηρισμό που τους απέδιδαν, απλώς χαμογέλασε πονηρά. Ο νοών νοείτω.

Τα καλύτερα χωράφια μας ήταν στην περιοχή Καγιάς, όπου φυτεύαμε σιτηρά κρεμμύδια και αμπέλια. Εκεί λειτουργούσε ένας ανεμόμυλος και πηγαίναμε με τον πατέρα μου να αλέσουμε το σιτάρι μας.

Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και χτίστηκε το 1833. Όμορφη εκκλησιά Γιώργη μου, όπου όταν γιόρταζε ο Άγιος κάναμε μεγάλο πανηγύρι.

Στην περιοχή Αλώνια μαζεύονταν τα παλικάρια της Τσάμλυτζας και των γύρω χωριών και συναγωνίζονταν στην πάλη με έπαθλα μερικά αρνιά και πρόβατα.

Πανηγύρι κάναμε και στις 14 Ιουνίου, όταν γιόρταζε το Μοναστηράκι του Αγίου Ελισαίου, επτά χιλιόμετρα μακριά, δίπλα στο τούρκικο χωριό Αγιασμαλάρ.

Θυμάμαι τους τρεις παπάδες του χωριού μας, τον Πρωτόπαπα Παπαναστάση, τον Χατζήπαπα και τον Παπανικόλα Καλπακίδη, που έφερε ένα χρυσό ρόμβο κρεμασμένο πάνω από τα γόνατά του. Μπροστά αυτοί και πίσω οι χωριανοί, πηγαίναμε στο Αγίασμα και κάναμε Θεία Λειτουργία.

 Στο Αγίασμα υπήρχε η θεραπεία για όποιον τύχαινε να τον δαγκάσει σκυλί. Έπαιρνε νερό από εκεί, το ανακάτευε με αλεύρι, έκανε ζυμάρι, το λεγόμενο Χαμουρί, το έψηνε στη σόμπα και το έτρωγε. Με τον τρόπο αυτό προστατευόταν από τη λύσσα που μπορούσε να του προκαλέσει το δάγκωμα. Στην Τσάμλυτζα υπήρχε ένα Παρθεναγωγείο και ένα Αρρεναγωγείο, κτισμένα το 1870. Αλλά ποιος ενδιαφέρονταν γι’ αυτά; Πηγαίναμε 2-3 τάξεις και μετά σταματούσαμε διότι έπρεπε να δουλέψουμε και εμείς.

Άλλωστε δε μας άρεσε το σχολείο. Σε αυτό βοηθούσε βέβαια και το γεγονός ότι υπήρχαν αυστηροί δάσκαλοι που με το παραμικρό μας μάλωναν και μας ξυλοφόρτωναν. Έτσι εύκολα τα παρατούσαμε και μέναμε αγράμματοι.

Στη μέση του χωριού υπήρχε ένα παλιό τζαμί με διαστάσεις 10χ10, χωρίς όμως μιναρέ. Ποιος ξέρει κατάλοιπο ποιας εποχής, το οποίο το χρησιμοποιούσε ο μουχτάρης σαν αποθήκη και σαν μουσαφίρ οντά.

Το 1914 δεχθήκαμε πολλές επιθέσεις από τους Νεότουρκους. Την πρώτη φορά καταφύγαμε για μια εβδομάδα στην Τρίγλια, ενώ την επόμενη, στην Κήδεια και το Μιχαλίτσι. Όταν επιστρέψαμε στο χωριό, το 1918, βρήκαμε Τούρκους από τη Μακεδονία, οι οποίοι ευτυχώς αποχώρησαν ειρηνικά.

Κατά την αποχώρηση από τη Μικρά Ασία, το 1922, πολλοί από εμάς βγήκαμε στη Θράκη μέσω Πανόρμου, άλλοι μέσω Μουδανιών. Μετά από πολλές κακουχίες, καταλήξαμε οι περισσότεροι στο νομό Σερρών».

        Μπήκαμε ήδη στην Τσάμλυτζα και κατευθυνόμασταν προς την πλατεία. Οι πρώτες εντυπώσεις, φρικτές. Παντελής εγκατάλειψη! Αν ήταν μαζί μας ο παππούς Θεοδόσης, θα πέθαινε πριν της ώρας του από στεναχώρια.

Μονάχα η πλατεία με το τζαμί της ξεχωρίζουν. Σε όλα τα άλλα σημεία του χωριού κυριαρχούν τα ερειπωμένα και γκρεμισμένα σπίτια. Οι δρόμοι γεμάτοι  νερά και λακκούβες. Αυτός που οδηγούσε στην εκκλησία έμοιαζε σαν οργωμένος.

Στο καφενείο μας υποδέχτηκαν πολλοί ηλικιωμένοι κάτοικοι, πρόσφυγες και αυτοί, προερχόμενοι από τα χωριά της Δράμας, των Σερρών και του Λαγκαδά. Απέδιδαν την εγκατάλειψη του χωριού στο γεγονός ότι οι νέοι είχαν πια εγκατασταθεί στην Προύσα, την Πάνορμο και το Μιχαλίτσι, καθώς η μοναδική απασχόλησή που προσέφερε το χωριό ήταν η παραγωγή δημητριακών, κρεμμυδιών και ελαιών.

Πηγαίνοντας στην εκκλησία, πήρα μαζί μου το Μουσταφά για να ξεσπάσω πάνω του την οργή μου για την εγκατάλειψη του όμορφου αυτού χωριού. Σε αυτόν είχα και το περισσότερο θάρρος.

Συμμάχους μου είχα και τα γκρεμισμένα ή μισογκρεμισμένα ελληνικά σπίτια. Σαν να ζωντάνεψαν ακούγοντας μια ελληνική φωνή και με παρότρυναν να τα υπερασπιστώ. Και όσο τα έβλεπα, τόσο στεναχωριόμουν και λυπόμουν για την κατάντια τους.

Η εκκλησία του Αι Γιώργη, ή μάλλον ό, τι απέμεινε από αυτήν, ήταν χτισμένη σε ένα μικρό λόφο. Τώρα πια  παρέμειναν μόνο ντουβάρια και μια μαρμάρινη επιγραφή με ένα σταυρό στην είσοδό της. Έκανα το σταυρό μου και μπήκα μέσα. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια μου. Ένα δάκρυ οργής και λύπης για την κατάντια αυτού του μνημείου.

Τράβηξα πολλές φωτογραφίες, σε μία ύστατη προσπάθεια να περισώσω μια μικρή κληρονομιά από την πατρίδα των προγόνων μας για τα εγγόνια και τα δισέγγονα του κάθε παππού Θεοδόση.

Το καρντάσι μου, ο Μουσταφά, που προηγουμένως είχε ακούσει τον εξάψαλμο, με έπιασε από το χέρι και βγήκαμε από την εκκλησία. Εγώ του ζήτησα συγνώμη, όπως όφειλα να κάνω, και τον φίλησα.

«Εμείς Γιώργο είμαστε αδέλφια», μου είπε, «και η φιλία μας θα παραμείνει αιώνια, διότι εμείς δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτε. Εσύ είδες τα ερείπια μιας χριστιανικής εκκλησίας εδώ και έκανες το σταυρό σου. Εγώ στην πατρίδα του πατέρα μου, στην Παλιά Καβάλα, άραγε θα βρω κάτι να προσκυνήσω;»

Στο καφενείο ο Σεφέρ και ο Εμίν μας υποδέχθηκαν μουρμουρίζοντας.

 «Άντε βαρεθήκαμε να περιμένουμε. Θα είχες πολύ δουλειά εδώ, διότι βλέπω υπάρχουν πολλά ντουβάρια και χαλάσματα».

Χαιρετίσαμε τους φιλόξενους κατοίκους, έριξα μια τελευταία αποχαιρετιστήρια ματιά στην εκκλησία και τα ελληνικά σπίτια και αναχωρήσαμε για το Πριμικήρι.

 Σήμερα στα χωριά της Τουρκίας, ένας Έλληνας μπορεί να συναντήσει ερειπωμένες εκκλησίες, Αγιάσματα που κάποτε χάριζαν απλόχερα τα θαύματά τους στους πιστούς, παρεκκλήσια, βρύσες, σπίτια. Θα νιώσει απέραντη θλίψη όμως, όταν θα διαπιστώσει τη σημερινή κατάσταση των μνημείων και θα ευχηθεί να μην τα είχε επισκεφτεί ποτέ.Για να θυμάται την πατρίδα των προγόνων του μέσα από τις αφηγήσεις τους.

Δύο είναι τα συναισθήματα που κυριάρχησαν μέσα στη δική μου ψυχή. Χαρά, γιατί βρισκόμουν στα μέρη όπου γεννήθηκαν, έζησαν και πέθαναν οι πρόγονοί μου, αλλά και βαθύτατη λύπη για τους λόγους που προανέφερα.

       Tο Πριμικήρι ή Κιρμικίρ, όπως το αποκαλούν οι Τούρκοι, είναι ένα από τα εννέα Πιστικοχώρια της περιοχής Απολλωνιάδας - Μιχαλιτσίου.


ΤΣΑΜΛΥΤΖΑ. Ο ΑΗ ΓΙΩΡΓΗΣ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής