breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας, στους Συριάνους

  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας, στους Συριάνους
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας, στους Συριάνους
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα χωριά της Προύσας, στους Συριάνους

 «Εμείς είμαστε Μανιάτες στην καταγωγή», είπε με περηφάνια πριν λίγα χρόνια ο μπάρμπα Νίκος, τον οποίο συνάντησα στις Σέρρες. Στους Συριάνους έμεναν 140 οικογένειες από τις οποίες οι 80 ήταν ελληνικές και κατοικούσαν στον ελληνικό μαχαλά με Έλληνα μουχτάρη. Οι υπόλοιπες εξήντα τουρκικές, στον τούρκικο μαχαλά με Τούρκο μουχτάρη, αντίστοιχα.

Ο πατέρας μου, όπως και οι άλλοι χωριανοί, ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την παραγωγή κρεμμυδιών. Στην περιοχή Μιχαλιτσίου καλλιεργούσαν τα καλύτερα κρεμμύδια, τα οποία οι δικοί μας πουλούσαν στις αγορές της Προύσας και της Κωνσταντινούπολης.

 

Εγώ ήμουν πολύ μικρός και δεν μπορούσα να βοηθήσω τον πατέρα στις σκληρές, για μένα, δουλειές του. Απλώς πήγαινα μαζί του στα χωράφια για παρέα. Έτσι έμαθα και όλα σχεδόν τα τοπωνύμια του χωριού… Μελισσόπετρα, Πέτρωμα, Παληόχωρα, Γιάννα, Παλιουρωτή, Τσαγρούδια, Κατσιβέλα, Χηρσήζ χάνι, Αϊ Γιώργης, Αλωνήσιο, Τσαρδακότοπος, Χλιά, Λευκούδια, Σατσμάδες, Ανώγεια, Στέρνα, Κοτζά Γιάννη το πηγάδ, Λόγγος, Τσάμ Μπαίρ, Φτελιά, Προφήτης Ηλίας, Πλιουρούδια, Μύλος, Κυπαρισσούδια, Αγιασματούδ, Ντεβέ Νταμπανή, Αγός, Κρέμασμα, Αραβαντάν Τσεσμές, Ασπρόγεια, Κοκκινόγεια, Ντόμπρο τα μουχάνια.

Οι περισσότερες από αυτές τις περιοχές ήταν παλιότερα τόποι βοσκής, αλλά ο μπαμπάς μου και οι άλλοι συγχωριανοί, μετά από σκληρή δουλειά, τους μετέτρεψαν σε εύφορα χωράφια.

Η εκκλησία βρισκόταν βορειοανατολικά του χωριού και την είχαν κτίσει το 1874. Ήταν αφιερωμένη στην προστάτιδα των ματιών, την Αγία Παρασκευή. Στις 26 Ιουλίου, ημέρα της γιορτής της, γινόταν μεγάλο πανηγύρι και έρχονταν κάτοικοι και από τα γύρω χωριά για να γιορτάσουν μαζί μας. Η κοινότητα παραχωρούσε στους διοργανωτές του πανηγυριού, ζώα για σφάξιμο, τα οποία έψηναν και πρόσφεραν το κρέας στους εορτάζοντες. Το κρασί και η ρακί έρρεαν άφθονα και όλοι χόρευαν και τραγουδούσαν…

 

«Αυτά τα ψηλά τα δέντρα που κάνουν τις ελιές

 κι αυτά τα μαύρα μάτια γεμάτα μαργιολιές.

Σαν πέρδικα περιπατείς, σαν χελιδόνα τρέχεις,

χορέψτε μαύρα μάτια, κορμίμ αγγελικό

μες τον χορό μυρίζεις σαν το βασιλικό.

Βασιλικός πλατύφυλλος πο ‘χεις σαράντα φύλλα,

σαράντα δυο σ’ αγάπησαν και πάλι εγώ σε πήρα.

Γλυκός ο ύπνος την αυγή με δυο παπλωματάκια,

που σ’  είδαν και κοιμόσουνα με δυο μαυροματάκια.»

 

 Έλεγαν και ένα άλλο τραγούδι, λυπητερό, που φανέρωνε και την καταγωγή μας….

 

 «Μας διώξαν απ’ τον τόπο μας κι από τα γονικά μας,

  μας άρπαξαν τα σπίτια μας κι όλα τα καλά μας,

  ανάθεμά τους τους εχθρούς και την κακιά τη μοίρα,

 άλλο δεν τους ευχόμαστε, την ίδια τυραννία.

 Γλυκιά πού ‘ναι η Μάνη μας, πικρός ο χωρισμός της,

 πικρότερος στην ξενιτιά θε να ‘ναι ο καημός της.»

 

 

 Σε περιόδους ανομβρίας, πηγαίναμε σχεδόν όλοι οι χωριανοί μαζί με τον παπά στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, σε απόσταση δεκαπέντε λεπτών βορειοδυτικά του χωριού, και κάναμε παρακλήσεις για να βρέξει. Πίναμε λίγο νερό από το Αγίασμα, που υπήρχε εκεί, πλέναμε το πρόσωπό μας και φεύγαμε περιμένοντας τη βροχή.

Το σχολείο μας ήταν στη μέση του χωριού. Κανείς δεν πρόκοβε να το τελειώσει. Πηγαίναμε δυο-τρεις τάξεις και μετά φεύγαμε.

Οι σχέσεις μας με τα διπλανά τουρκοχώρια ήταν πολύ καλές και φιλικές, κυρίως όμως με τους κατοίκους του χωριού Μπατρικιά. Αυτοί μας βοήθησαν, όσο μπορούσαν βέβαια, όταν οι Συριάνοι το 1914 λεηλατήθηκαν από τους Τσέτες, αλλά και κατά την αποχώρησή μας το 1922».

    Φτάνοντας στο χωριό, κατευθυνθήκαμε προς την πλατεία όπου βρίσκονταν τα καφενεία. Μεγάλη η πλατεία του χωριού, αλλά χωρίς κάτι το ξεχωριστό, κάτι που να της χαρίζει ομορφιά. Σε μια γωνιά της, διάφοροι παραγωγοί πουλούσαν αρπατζίκια ή αλλιώς κοκκάρι, από τα περίφημα κρεμμύδια της περιοχής.

Στο καφενείο οι κάτοικοι του χωριού μας υποδέχθηκαν θερμά και μας κέρασαν τσάι. Οι γονείς τους ήταν και αυτοί πρόσφυγες από την περιοχή του Λαγκαδά.

Την ώρα που πίναμε το τσάι μας, πέρασε ένα παϊτόνι και πάνω του στεκόταν ένα όμορφο αγοράκι, ντυμένο και καμαρωτό σαν το Μέγα Ναπολέοντα.

 

«Τι είναι αυτό πάλι;» ρώτησα απορημένος τον Μουσταφά.

«Στο παιδάκι αυτό θα κάνουνε σουνέτ, που σημαίνει περιτομή. Γι’ αυτόν το λόγο γυρίζει όλο το χωριό πάνω στο παϊτόνι και προσκαλεί συγγενείς και συγχωριανούς στο σπίτι του», απάντησε ο Μουσταφά. «Παλαιότερα, το Σαββάτο γινόταν χορός και γλέντι στο σπίτι και την Κυριακή το πρωί, ερχόταν ο χότζας να διαβάσει ευχές και να κάνει την επέμβαση.

Το παιδάκι παρέμενε στο κρεβάτι, όπου το επισκέπτονταν συγγενείς και φίλοι για να του χαρίσουν μικρές χρυσές λίρες και χρήματα. Τώρα βέβαια άλλαξαν τα έθιμα και το γλέντι γίνεται σε μεγάλα κέντρα με πάρα πολλούς προσκεκλημένους

Άντε και όταν θα κάνουμε σε σένα σουνέτ, θα μαζέψουμε μεγάλες λίρες. Θα σε κάνουμε πλούσιο αρκεί να το αποφασίσεις», πέταξε την ατάκα του ο Σεφέρ.

Λίρες να δει το μάτι σου… και μη στεναχωριέσαι, δε θα πονέσεις καθόλου».

Με αυτήν δεν θα γινόμουν μουσουλμάνος!!

Οι χρυσές λίρες όμως? Με την κρίση που μας δέρνει θα έλυναν πολλά προβλήματα.

Αχ βρε Ποπάκι μου τι θυσίες κάνω για σένα?

 

Ευχαριστήσαμε τους φίλους για το τσάι και σηκωθήκαμε να φύγουμε. Κάναμε μια τελευταία βόλτα μέσα στο χωριό για να τραβήξω κάποιες φωτογραφίες ή έστω να δω κάποια παλιά σπίτια. Μάταια όμως, δεν απόμεινε τίποτα Ελληνικό στους Συριάνους, οι οποίοι κατά τα άλλα δε διαφέρουν από τα υπόλοιπα τούρκικα χωριά. Παραμένει παραμελημένο και απεριποίητο χωριό  με ασοβάτιστα σπίτια, πολλές κοπριές και άσχημους δρόμους.

Ο Μουσταφά, ως καλός νοικοκύρης που ήταν, αγόρασε το κοκκάρι που αναζητούσε για τον κήπο του και συνεχίσαμε το ταξίδι μας.


Συριάνοι
Συριάνοι, η πλατεία

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής