breaking news Νέο

Μικρασιατικά αφηγήματα

  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα

Η στήλη αυτή έχει ως σκοπό της να διατηρήσει και να επαναφέρει στη μνήμη μας όλα αυτά, που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από τη ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος τη μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε, καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά, η οποία πλέον έχει εκλείψει και εμείς, που αποτελούμε τη συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την τραγική ιστορία της.

Η ιστορία του Σάββα και της Σημέλας.

Βρισκόμουν στο μπαλκόνι του σπιτιού μου, όταν άκουσα την γειτόνισσά μου την κυρία Σημέλα Μουρατίδου, να με φωνάζει…….

……Γιώργο έλα ας πίνουμε έναν καϊβέ και θα λέγοσε έναν ιστορία που είπε με η πεθεράμ η Σημέλα.

Πήγα στην αγαπητή γειτόνισσα, η οποία μόλις ήπιαμε τον καφέ, άρχισε την ιστορία της, ή μάλλον την ιστορία όπως την διηγήθηκε η πεθερά της, η Σημέλα Μουρατίδου.

….Ο πρώτος άντρας της πεθεράς μου έτονε ο Τεκίδης ο Σάββας από την Κουρούντερε του Ατάπαζαρ, που ήταν πολύ πλούσιος. Ο Σάββας στην περιοχή ήταν γνωστός σαν Τσολάκ Σάββας διότι είχε ένα πρόβλημα στο χέρι του.

Ο πατέρας του Σάββα ήταν ο Δημητρός και μάνα του η Σοτάβα (Σοφία), της οποίας ο πατέρας ήταν Βούλγαρος και είχε μεταναστεύσει στην περιοχή του Ατάπαζαρ,  αναζητώντας την τύχη του, στην περιοχή τους.

Εκτός από τον Σάββα είχαν έναν άλλο γιο τον Κωνσταντίνο και τέσσερεις κόρες την Δέσποινα, την Ελπίδα, την Φωτεινή  και την Μαρία.  Ο Δημητρός συνδέονταν φιλικά με  έναν Τούρκο  τον Χασάν  Μπέη που ήταν προύχοντας της περιοχής και είχε μεγάλη δύναμη.

Κάθε βράδυ οι δυο φίλοι ήταν μαζί και γλεντούσαν, και πολλές φορές ο Χασάν Μπέης πήγαινε στο σπίτι του φίλου του και τον επισκέπτονταν.

Η Σημέλα ήταν τότε 17 χρονών, νιόπαντρη και πάρα πολύ όμορφη. Πολύ γρήγορα κατάλαβε τις προθέσεις του Χασάν, ο οποίος όταν έρχονταν στο σπίτι δεν άφηνε τα μάτια του από πάνω της.

Το ανέφερε στον πεθερό της και στον άνδρα της, αλλά αυτοί δεν έδωσαν μεγάλη σημασία και την κορόϊδευαν. Αργότερα όταν ο Σάββας  και ο πατέρας του κατάλαβαν τι συμβαίνει, δυστυχώς δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε. Μην σου τύχει !!!!

Συνιστούσαν στην Σημέλα να προσέχει περισσότερο και να μην εμφανίζεται όταν ο Τούρκος έρχονταν στο σπίτι.

Μια μέρα ο Χασάν Μπέης είπε στον πεθερό της Σημέλας τον Δημητρό, να στολίσουνε να άλογά του και να τα στείλει με τον Σάββα στο γειτονικό χωριό, όπου θα γίνονταν ένας διαγωνισμός.

Ο καημένος ο Σάββας που κατάλαβε τι θα συμβεί, δεν ήθελε να πάει.

----Πάτερα αν πάω εκεί οι Τουρκάντ θα σκοτώνε με. Κι θέλω να πάω.

….. Σώπα Σάββα επέμενε ο πατέρας του. Μην φοβάσαι. Ο Τούρκος έν καλός φίλος μου και τηδέν κι θα φτάϊσε, επέμενε ο  Δημητρός.

Έτσι ο Δημητρός, πήρε το άλογο και πήγε στο διπλανό χωριό για να παραστεί στον διαγωνισμό.

Δεν γύρισε ποτέ. Στον δρόμο οι Τούρκοι του έστησαν ενέδρα και τον σκότωσαν, πετώντας το άψυχο κουφάρι του στο ποτάμι. Πριν πεθάνει  ο Σάββας πρόλαβε και έγραψε ένα μήνυμα το οποίο έκρυψε στην ουρά του αλόγου του…..

------Άχ πάτερα ντο επείκες με, δεν με πίστεψες και   έφαγανεμε οι Τουρκάντ.

Όταν ήρθε το βράδυ, και δεν γύρισε ο Σάββας στο σπίτι, ο πατέρας του κατάλαβε επιτέλους τι είχε συμβεί και το φρικτό γεγονός επιβεβαιώθηκε, όταν λίγο αργότερα έφθασε μόνο του το άλογο του Σάββα και διάβασε το μήνυμά του.

Αμέσως έδωσε εντολή στην γυναίκα του να ντύσουν με παλιά ρούχα την Σημέλα και να την φυγαδεύσουν σε συγγενείς που ήταν σε άλλα διπλανά χωριά.

Μόλις πρόλαβαν!! Λίγο αργότερα ήρθε σπίτι ο Χασάν Μπέης αναζητώντας την Σημέλα,

…Δημητρό πές μου που βρίσκεται η Σημέλα. Εγώ αγαπόατηνε πολλά και θα πέρατηνε.  Για την αγάπη μου αυτή εγώ σκότωσα τον Σάββα και τίποτε δεν θα με σταματήσει. Πές μου γρήγορα που βρίσκεται η Σημέλα. Θέλετε κι θέλεται εγώ θα πέρατηνε.

Ο καημένος ο Δημητρός, συγκλονισμένος από τον θλιβερό μαντάτο του χαμού του γιού του μετά βίας ψέλισσε δυο-τρείς κουβέντες. Δίπλα του η Σοτάβα και τα υπόλοιπα παιδιά του έκλαιγαν και θρηνούσαν τον αδικοχαμένο Σάββα.

…Χασάν Μπέη κι ξέρω μερ ευρίεται η Σημέλα, Επειδή άργησε ο Σάββας βγήκε στο χωριό να τον ψάξει και από τότε δεν ξαναγύρισε πίσω. Και εμείς την ψάχνουμε αλλά δεν την βρίσκουμε, φοβόμαστε μήπως έκανε κανέναν ζαντία και φαρμακόθε. 

Τον πίστεψε ή όχι ο Τούρκος, έφυγε βλαστημώντας για να ψάξει την Σημέλα στο χωριό.

Μάταια όμως. Η Σημέλα είχε φυγαδευτεί  από την Κουρούντερε και κάθε δύο μέρες άλλαζε σπίτια και χωριό, μέχρι την Έξοδο των Ελλήνων της περιοχής για την Ελλάδα.

Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στην Κοζάνη, όπου την προξένεψαν με τον Γιάννη τον Μουρατίδη και πήγε μαζί του στον Σταυρό Ημαθίας, όπου έκανε τέσσερα παιδιά.

Αχ πούλιμ Γιώργο πολλά επέρασανε τεμετέρ από τους Τουρκάντς. Τεμόν ο πατέρας ο Πασχαλίδης ο Γιώργος πήγε με την ομάδα του οπλαρχηγού Καπετάν Φωτιάδη, η οποία αποτελούνταν από 300 άτομα.

Την ημέρα πήγαιναν κανονικά στα χωράφια του αλλά το βράδυ, επιτίθονταν στα Τουρκικά χωριά και έκλεβαν τροφές και άλλα αγαθά, τα οποία μοίραζαν στους φτωχούς κατοίκους των ελληνικών χωριών. Ο Καπετάν Φωτιάδης έσωσε πολλούς Αταπαζαρλήδες από την μανία των Τούρκων, και περνώντας τους στην αντίπερα όχθη του Σαγγάριου ποταμού τους οδήγησε στην Νικομήδεια.

 

Αφήγηση   Μουρατίδου Σημέλας

Σταυρός Ημαθίας

 

Για την τύχη του Σάββα υπάρχει και μια άλλη εκδοχή σύμφωνα με την οποία, ο Σάββας δεν σκοτώθηκε και παρέμεινε κρυμμένος στην περιοχή. Λίγες μέρες πριν φύγουν για την Ελλάδα, συνάντησε στη βρύση μια ξαδέλφη του, τη Σαββίνα, ο πατέρας της οποίας την είχε βαφτίσει, στην οποία είπε ότι δεν θα τους ακολουθήσει, διότι τον κυνηγούν.  Έτσι, η οικογένειά του και η γυναίκα του Σημέλα, με την οποία δεν είχαν κάνει παιδιά, έφυγαν για την Ελλάδα και ο Σάββας παρέμεινε στην Κουρούντερε.

Πολλά χρόνια αργότερα τα αδέλφια του τον αναζήτησαν μέσω του Ερυθρού Σταυρού αλλά δεν τον βρήκαν. Τη δεκαετία του 1980 η αδελφή του η Δαμιανάβα με τη νύφη της Σάγια πήγαν στην Κουρούντερε και τον αναζήτησαν.

Οι Τούρκοι του χωριού τις απάντησαν ότι ο Σάββας ζούσε  πράγματι εκεί και μια μέρα πήρε τις λίρες, που είχαν αφήσει οι δικοί του και πήγε στην Πόλη ή στην Άγκυρα, όπου έχτισε ένα ξενοδοχείο.

Αφήγηση Καρατεκίδου Σοφίας

Λακκιά Αμυνταίου


ΚΟΥΡΟΥΝΤΕΡΕ
ΚΟΥΡΟΥΝΤΕΡΕ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής