breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας, στην Αγία Κυριακή

  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας, στην Αγία Κυριακή
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας, στην Αγία Κυριακή
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας, στην Αγία Κυριακή
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας, στην Αγία Κυριακή

         Η Αγία Κυριακή ανήκε στην υποδιοίκηση Μιχαλιτσίου και το παλιό ελληνικό της όνομα ήταν Καμαριωτάτοι. Κερεμέντ ήταν το παλιό τουρκικό της όνομα, με το οποίο την αναγνωρίζουν μόνο οι ηλικιωμένοι Τούρκοι, όχι όμως και οι νεώτεροι.

 Στην Αγία Μαρίνα της Βέροιας συνάντησα τον παππού Χρήστο, ο οποίος μου εξιστόρησε όλα όσα ήξερε και θυμόταν για το χωριό του.

 

«Στην Κερεμέντ, Γιώργο, κατοικούσαν, περίπου 500 με 600 άτομα. Ανήκαμε και εμείς στα Πιστικοχώρια και μας ονόμαζαν έτσι διότι οι πρόγονοί μας ήταν τσομπάνοι του σουλτάνου και εγκαταστάθηκαν σε αυτή την περιοχή μεταξύ Απολλωνιάδας-Προύσας και Μιχαλιτσίου, προερχόμενοι από την περιοχή της Μάνης και των Αγράφων.

Πολλές φορές άκουγα τους παππούδες μου και τους συγχωριανούς να περηφανεύονται για την καταγωγή τους. Είμαστε γνήσιοι Έλληνες, καταγόμαστε από τη Μάνη και μας έφερε εδώ η βασίλισσα του Βυζαντίου, η Μάρω, για να βοσκάμε τα κοπάδια του σουλτάνου.

Το όνομά του το χωριό το οφείλει στην εκκλησία του χωριού, η οποία ήταν αφιερωμένη στη μεγαλομάρτυρα Αγία Κυριακή. Τη θυμάμαι την εκκλησία μας. Ήταν πολύ παλιά, από τις πιο παλιές εκκλησίες της περιοχής και είχε κτιστεί τον 18ο αιώνα. Τοποθετημένη στο βορειοδυτικό μέρος του χωριού, σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από αυτό, είχε το μεγαλύτερο τμήμα της κτισμένο μέσα στη γη.

Για να μπει κανείς μέσα έπρεπε να κατέβει πέντε έως έξι σκαλοπάτια. Στους τοίχους της είχε πολλές αγιογραφίες, οι οποίες, απ’ ότι έλεγαν οι παλαιότεροι, είχαν μεγάλη αρχαιολογική αξία. Δεν ξέρω γιατί ήταν τόσο μακριά από το χωριό, αλλά πολλές φορές βαριόμασταν και δεν πηγαίναμε να εκκλησιαστούμε, με αποτέλεσμα να μας μαλώνουν οι γονείς μας.

Είχε στη διάθεσή της μεγάλη περιουσία, την οποία αποκαλούσαν «μεράδες» και με τα έσοδά της πλήρωνε τους δασκάλους του σχολείου, τους ιερείς, τους Πρωτόγερους και βοηθούσε τους συγχωριανούς που είχαν ανάγκη βοήθειας.

Ο θεσμός του Πρωτόγερου ήταν κοινός σε όλα τα Πιστικοχώρια, αλλά και στα άλλα Ελληνικά χωριά. Πρωτόγερος ήταν ένας κάτοικος του χωριού, στον οποίο ο μουχτάρης ανέθετε την φιλοξενία των Οθωμανών οι οποίοι για διάφορους λόγους περνούσαν από το χωριό. Την υποχρέωση αυτή την είχαν οι Πιστικοχωρίτες από τότε που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή.

Στις επτά Ιουλίου, που γιορτάζαμε την εκκλησία μας, ήμασταν όλοι εκεί. Κανείς δεν ήθελε να χάσει το μεγάλο πανηγύρι που ακολουθούσε μετά τη Θεία Λειτουργία. Μαζευόμασταν λοιπόν, στην πλατεία του χωριού, χορεύαμε και τραγουδούσαμε…….

 

 «Τούρκεψε ο Γιώργης, ο Γιωργής»

 

 Ένα μεγάλο θαύμα, μεγάλο πατιρντί,

 τούρκεψαν το Γιώργο, το Γιώργο, το Γιωργή

 μεσ’ την Ανατολή.

Του τάζουν αγελάδια, του τάζουνε φλουριά

του τάζουν Τσερκεζούλα που προσκυνά τζαμιά.

Σαν τα ‘κουσε η μανούλα τ’ πέφτ’ και λιγοθυμά.

-Δεν είναι εδώ μαχαίρι για να μαχαιρωθώ;

 Δεν είναι εδώ νερό, να πέσω να πνιγώ;

 Άφησ’ την Τσερκεζούλα που προσκυνά τζαμί

και πάρε τη Μαρία που προσκυνά Σταυρό.

 -Δε θέλω τη Μαρία που προσκυνά Σταυρό

μόν’ θέλω την Τσερκεζούλα που προσκυνά τζαμί.

Φτάνει κι ο γιος, ο μέγας και την παρηγορεί.

Άφησ’ τον μάνα, άφησ’ αυτόνε το σκυλί,

αυτός Τούρκος θα γίνει και θα μας αρνηθεί.»

 

Εμείς, τα παιδιά, μαζευόμασταν σε μια γωνιά, σε μια άλλη οι μάνες μας και παρακολουθούσαμε τους άνδρες του χωριού, τους πατεράδες μας, που γλεντούσαν. Χαρακτηριστικοί χοροί ήταν οι καρσιλαμάδες και οι ζεμπεκιές. Μετά τους χορούς, ζαλισμένοι από τη ρακί και το κρασί, έβγαζαν τα πιστόλια τους και πυροβολούσαν στον αέρα.

Τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου, ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Τα παιδιά δεν πήγαιναν στο σχολείο. Προτιμούσαν να βοηθούν τους γονείς τους στις γεωργικές δουλειές ή να φυλάνε τα πρόβατα.

Τα περισσότερα καλλιεργήσιμα χωράφια βρίσκονταν στην περιοχή Χαϊντάτ Μερασί. Είχαμε και εμείς χωράφια σε αυτήν την περιοχή και την επισκεπτόμασταν συχνά για να δούμε την πρόοδο των σιτηρών.

Δίπλα ήταν μια άλλη περιοχή, την οποία ονόμαζαν Λεκούδι, από την οποία βγάζαμε μεγάλες άσπρες πέτρες, σαν μάρμαρα. Τις φέρναμε στο σπίτι και τις χρησιμοποιούσαμε για τον καλλωπισμό των αυλών μας.

Θυμάμαι και μια άλλη περιοχή, που αποτυπώθηκε στη μνήμη μου εξαιτίας ενός περιστατικού που συνέβη εκεί. Μια φτωχή γριούλα που δούλευε στα χωράφια για να ζήσει τα άρρωστα παιδιά της, αδιαθέτησε κατά την ώρα της δουλειάς της. Αισθάνθηκε έντονη ζαλάδα και κάθισε πάνω σε μια πέτρα για να αναπαυτεί. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, δίπλα από την πέτρα, ξεπήδησε δροσερό νερό. Η γριούλα ευχαρίστησε το θεό για το θαύμα, ήπιε νερό, δροσίστηκε και συνέχισε την εργασία της. Από τότε, προς τιμήν της γριούλας, ονομάστηκε η περιοχή Μανάπετρα.

Οι σχέσεις μας με τους Τούρκους των διπλανών χωριών ήταν πολύ καλές. Μια δυο φορές με πήρε ο πατέρας μου μαζί του, όταν πήγε σε κάποιους φίλους του σε ένα τούρκικο χωριό για να αγοράσει κοκκάρι κρεμμυδιών. Γνώρισα και έπαιξα με κάποια Τουρκάκια, τα οποία με έβλεπαν σαν φίλο. Άλλωστε δε διαφέραμε μεταξύ μας, ίδιοι και απαράλλαχτοι ήμασταν.

 Οι δυσκολίες άρχισαν από τον Ιούλιο του 1914. Τότε ήρθε ένας υπάλληλος της νομαρχίας από την Προύσα και παρέδωσε στο μουχτάρη ένα σφραγισμένο γράμμα, με την εντολή να μην το ανοίξει κανείς, παρά μόνο όταν τους ειδοποιήσουν οι τουρκικές αρχές. Ο μουχτάρης δεν υπάκουσε στις εντολές του Τούρκου υπαλλήλου και παρέδωσε το γράμμα στον αρχιερατικό επίτροπο της Απολλωνιάδας, τον Παπαθανάση Μεντεσίδη.

Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι το γράμμα αυτό είχε σπουδαία σημασία. Τρέμοντας ο παπάς, άνοιξε το γράμμα και έβγαλε ένα λευκό χαρτί, πάνω στο οποίο υπήρχε ζωγραφισμένη μια πυραμίδα, ένα γιαταγιάνι και ένα τουφέκι. Απόρεσαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι μπορεί να σήμαινε αυτό το έμβλημα. Αργότερα όμως, όταν κηρύχθηκε το Σεφέρ Μπεηλίκι, που έδινε τάχα ίσα δικαιώματα προς όλους τους Τούρκους πολίτες, κατάλαβαν…

Τότε άρχισαν τα δεινά μας, με πρώτο και χειρότερο την υποχρεωτική πρόσκληση των Ελλήνων στον τουρκικό στρατό. Πόσοι δικοί μας χάθηκαν τότε υπηρετώντας στον τουρκικό στρατό! Στη συνέχεια, σταδιακά άρχισαν να παρουσιάζονται στην περιοχή μας άγνωστοι Τούρκοι, που έρχονταν από τα βάθη της Ανατολής. Μαθαίναμε για τις λεηλασίες πολλών ελληνικών χωριών και περιμέναμε να έρθει και η σειρά μας.

Και αυτή δεν άργησε να έρθει. Δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε στους Τσέτες και αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε το χωριό μας και να καταφύγουμε στο Μιχαλίτσι. Όταν γυρίσαμε πίσω, το βρήκαμε κατεστραμμένο και λεηλατημένο. Μείναμε εκεί μέχρι τη στιγμή που το αφήσαμε οριστικά και ήρθαμε στην Ελλάδα».

       Πλησιάζαμε στην Αγία Κυριακή ή Τάς Πινάρ. Οι πλαγιές τριγύρω μας ήταν γεμάτες λιόδεντρα, ενώ τα χωράφια ήταν σπαρμένα με ηλιόσπορους.

Η εναλλαγή του πράσινου των λιόδεντρων και του κίτρινου των ηλιόσπορων έδινε στο τοπίο μια ξεχωριστή ομορφιά βγαλμένη από πίνακες του Βάν Γκόγκ.

Σταματήσαμε στο πρώτο καφενείο που βρίσκονταν στην άκρη του δημόσιου δρόμου. Όπως σε όλα τα χωριά, οι κάτοικοι μας πρόσφεραν το απαραίτητο τσάι και συγκεντρώθηκαν γύρω από το τραπέζι μας.

 

 «Είμαστε και εμείς πρόσφυγες από την Ελλάδα», πήρε το λόγο ο Μουσταφάμπεης. «Οι γονείς μας κατάγονταν από την περιοχή του Σοχού Λαγκαδά, από το χωριό Ντουγάντσα. Όταν ήρθαν εδώ, βρήκαν το χωριό καμένο από φωτιά που είχαν βάλει στρατιώτες του ελληνικού στρατού.

Σήμερα στο Τας Πινάρ ζούμε τριακόσια άτομα και οι ασχολίες μας είναι η κτηνοτροφία, η γεωργία και η ελαιοκομία».

Η Αγία Κυριακή δεν παρουσιάζει τίποτε το διαφορετικό από τα άλλα τουρκικά χωριά. Δεν υπάρχουν ελληνικά σπίτια, αλλά και τα καινούργια που έχουν κτιστεί δεν είναι όμορφα, ούτε καν σοβαντισμένα. Οι δρόμοι άσχημοι και οι περισσότεροι χαρακωμένοι από τα αυλάκια που είχε σχηματίσει η βροχή.

Χαιρετήσαμε τους συμπαθητικούς κατοίκους και φύγαμε για το Τσατάλ Αγήλ.

Στο δρόμο  ρώτησα το Μουσταφά γιατί είναι τόσο απεριποίητα τα χωριά τους. Γιατί αφήνουν τα σπίτια τους ασοβάντιστα και γενικά γιατί παρουσιάζουν αυτήν την τραγική κατάσταση.

Δεν μου απάντησε, παρά μόνο αόριστα, ότι αυτό οφείλεται στην άσχημη οικονομική τους κατάσταση. Δεν με έπεισε όμως.

Την προηγούμενη φορά που του είχα απευθύνει την ίδια ερώτηση, μου απάντησε ότι είναι «περισάνηδες», δηλαδή τεμπέληδες και αχαΐρευτοι. Δεν ενδιαφέρονται για την ευπρέπεια και την ομορφιά του χωριού και των σπιτιών τους, είτε είναι πλούσιοι ή φτωχοί.


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής