breaking news Νέο

Μικρασιατικά αφηγήματα

  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα
  • Μικρασιατικά αφηγήματα

Η στήλη αυτή έχει ως σκοπό της να διατηρήσει και να επαναφέρει στη μνήμη μας όλα αυτά, που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από τη ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος τη μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε, καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά, η οποία πλέον έχει εκλείψει και εμείς, που αποτελούμε τη συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την τραγική ιστορία της.

Αφήγηση Κοκκόνας Καραμπουτσακίδου

                     Γαλάτεια Πτολεμαίδας

 

Η γιαγιά Κοκκόνα γεννήθηκε στις 18-4-1912 στα Κουβούκλια της Προύσας.

 

Αχ μπρέ Γιώργη μ, εμένα πατέρας μου ήταν ο Κυριάκος Κουτσουμπίδης  και μάναμ η Ευγενία από το σόι των Δαφνιωτίδηδων. Εγώ ήμνα μικρή στο χωριό   και δεν θυμάμαι πολλά πράγματα.

Το σπίτι μας ήταν δίπλα στην πλατεία της Στέρνας και πολλές φορές μαζί με άλλα κορτσούδια  πηγαίναμε στο πεγάδ  και με τα κουβαδάκια μας βγάζαμε νερό και παίζαμε βρέχοντας  η μια την άλλη.

Σχολείο δεν πήγα, δεν μου άρεσε και πολύ, προτιμούσα να βοηθώ την μάναμ στις δουλειές του σπιτιού.

Θυμάμαι την συχωρεμένη την μάναμ που έκοβε κάθε μέρα φύλλα από τις μουριές μας και τάιζε τα κοζάκια. Αυτά στην αρχή  ήταν μικρά και αργότερα γίνονταν τεράστιες κάμπιες που σε λίγα λεπτά καταβρόχθιζαν όλα τα φύλλα.

Μετά  σκαρφάλωναν στα κλαδιά όπου έκαναν τα κουκούλια, έμπαιναν μέσα και πέθαιναν. Ο πατέρας μου πουλούσε τα κουκούλια στην Προύσα που ήταν ξακουστή  για τα μεταξωτά της.

Όμορφο το χωριό μας Γιώργη, και οι χωριανοί αγαπούσαν ο ένας τον άλλο. Θυμάμαι τον πατέραμ που το βράδυ της Τυρινής   κρεμούσε  από την οροφή  ένα  αυγό και το γυρνούσε σιγά γύρω – γύρω.

Εμείς καθόμασταν κάτω με τα χέρια δεμένα πίσω στην πλάτη και προσπαθούσαμε να δαγκώσουμε το αυγό, πράγμα που ήταν πολύ δύσκολο.

Όταν το έπιανε κανείς, το καθάριζε και το τρώγαμε όλοι μαζί λέγοντας ….. να κλείσουμα το στόμα μας με αυγό, και να το ξανανοίξουμα πάλι με αυγό το Πάσχα.

Την άλλη μέρα για να μας ξεγελάσει η μάναμ και να μη ζητήσουμε  τυρί, αυγά και γάλα, μας έλεγε  ότι ……….ψες την νύχτα πέρασαν οι καμήλες και τα πήραν όλα  για να τα φέρουν πίσω την Πασχαλιά.

Και εμείς τα χαζοπούλια την πιστεύαμε. Πάντως ότι μάθαμε από τους γονείς μας στο χωριό, μας έμεινε, διότι ακόμη  και σήμερα  ακολουθούμε τις συμβουλές τους.

Την 9η Μαρτίου που γιόρταζαν οι 40 Μάρτυρες μαγείρευε η γιαγιάμ μια ξινή σούπα με   ξύδι και  διάφορα όσπρια και  τα μοίραζε στην γειτονιά..

 

………Τ΄ Αι Σαράντη  τσορμπάς, σαράντα να φας, σαράντα να πιείς, σαράντα να μοιράσεις.

Καλά περνούσαμε στο χωριό  και με τους Τούρκους δεν είχαμε κανένα μεγάλο πρόβλημα. Όταν έφθασε η ώρα να φύγμε για την Ελλάδα ανέβκαμε στα κάρα και πήγαμε στα Μουδανιά.

Μας ανέβασαν  σε ένα μεγάλο παπόρ. Εγώ ήμνα με τον δίδυμο αδελφόμ τον Αποστόλη και άκουγαμε τον ναύτη από ψηλά να φωνάζ…

 

….Άντε μπούρντι .. μπούρντι.. μπούρντι.

 

Τι σήμαινε αυτό δεν το καταλάβαμε. Από εκεί ψηλά βλέπαμε πολλούς να προσπαθούν να ανεβούν μόνοι τους στο πλοίο, έχαναν την ισορροπία του, έπεφταν στην θάλασσα και πνίγονταν.

Κλάματα παντού και φρίκη  μεγάλη, να βλέπς να πνίγονται συγγενείς και φίλοι, μπροστά στα μάτια  σου.

 Άσχημο πράγμα ο πόλεμος Γιώργη μακάρι να μη ζήσεις αυτά που περάσαμε εμείς.

Το παπόρ μας  κατέβασε στην Ραιδεστό και από εκεί ανεβήκαμε στα κάρα και φύγαμε για την Ελλάδα μέσα σε πόνους και στεναγμούς για το κακό που μας βρήκε.

Μέχρι να περάσουμε την Θράκη, σταματούσαμε  σε διάφορα  Τουρκοχώρια και μας περιποιούνταν οι  ντόπιοι Τούρκοι.

Στον δρόμο τραγουδούσαμε με ότι μεράκι μας απόμεινε …..

…. Σαμπαχτάν καλκτούμ       γκιουνές παρλαντού

      Πρωϊ  σηκώθηκα, ο ήλιος άστραψε

 

      Οτουρμούς τσετελέρ

       Έκατσαν οι Τσέτες

 

       Μαβζέρ γιαγλαϊγιορ

        Ατουναούμ  μπακλαντούμ

        Ντελικλί  γιασάρ.

        Γιρμιικί καϊμακάμ

        Μπίρ Κεμάλ Πασά

        Σε μπινέ γιασά

        Μιλέτ νταγλαρά γιασά.

         Γκιοζλερί κιορουσούν

         Μπρέ Κεμάλ Πασά

          Μπίν ισκεντζελέρ

          Νταγιανίν ολουρμούς.

 

Φτάσαμε μετά λίγο καιρό στο Αμύνταιο και εγκατασταθήκαμε στην Λακκιά, ένα μικρό χωριό που το κατοικούσαν Τούρκοι.

Μείναμε 1-2 χρόνια μαζί τους   και κοντά τους έμαθα να μιλώ  τα Τούρκικα.

Ο μπαμπάς μου ασχολήθηκε στην αρχή με την γεωργία και αργότερα αγόρασε και μεγάλωνε βουβάλια. Από τότε μας έμεινε το όνομα Βουβαλάδες.

Όταν μεγάλωσα,  με έκαναν προξενιό με ένα όμορφο παλικάρ τον Δημήτρη τον Καραμπουτσακίδη από την Γαλάτεια. Όλες οι φιλενάδες  μου  με ζήλευγανε γιατί  ήταν ψηλός και όμορφος με γαλανά μάτια.

Ακόμη και σήμερα με ρωτάνε ..τι σε βρήκε και σε πήρε και αγαπήθκατε?

Εγώ ήμνα κοντή αλλά   ζουμερή και ροδαλή. Στην εκκλησία ο παπάς ήθελε να με δώσει ένα σκαμνάκι αλλά ο Δημήτρης δεν τον άφησε.

 Ζούσαμε ωραία χρόνια μαζί, διότι αγαπιόμασταν. Πέρασαν 23 χρόνια από τότε που πέθανε αλλά πάντα τον σκέπτομαι.

Μεγάλη μου χαρά όταν συναντώ γριούλες σαν την γιαγιά Κοκκόνα. Ευτυχισμένες, ζωηρές, υγιείς και  έχουν την τύχη να ζουν στα δύσκολα αυτά χρόνια με τα παιδιά τους.

Το ίδιο εύχομαι για όλες τις γιαγιάδες και παππούδες όλου του κόσμου.


Κουβούκλια της Προύσας
Κουβούκλια της Προύσας

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής