breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας, στην Χωρούδα

  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας, στην Χωρούδα
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας, στην Χωρούδα
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας, στην Χωρούδα
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας, στην Χωρούδα

Η Χωρούδα δεν απείχε πολύ από το Τσατάλ Αγήλ. Βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στην Προύσα και μετά από λίγη ώρα, ούτε πέντε λεπτά, στρίψαμε για την Καρατζάομπα, όπως είναι το σημερινό τουρκικό της όνομα. Ανήκει μάλιστα και στον ίδιο δήμο με τα Κουβούκλια, στο Νιλουφέρ, και έτσι ο Μουσταφά είχε και εδώ πολλούς φίλους. Στο καφενείο μας περίμενε ο μουχτάρης ο Χασάν.

 «Εδώ», μου έκλεισε το μάτι ο Μουσταφά, «μείνε ήσυχος...είμαστε στο δικό μας δήμο και ο μουχτάρης δικός μας είναι».

Λεβέντης ο μουχτάρης, ψηλός με ένα μικροσκοπικό μουστακάκι. Ήρθε στο τραπέζι μας και πιάσαμε την κουβέντα.  

«Και τώρα, Γιώργη μπέη, να μας πεις που έκρυψαν οι δικοί σας τις λίρες τους, να τις βρούμε και να τις μοιράσουμε».

«Οι λίρες είναι τα χωράφια που σας άφησαν οι δικοί μας», του απάντησα, «τέτοια πλούσια μέρη δεν τα βρίσκεις στην Ελλάδα. Αλλά κι αν ακόμα ήξερα πως υπάρχουν, θα τις έπαιρνα μόνος μου. Αρκετά πήρατε από τους προγόνους μου».

«Μπρε μπρε… τι Γιαχουντής (Εβραίος) Έλληνας», κούνησε το κεφάλι του ο Χασάν, «δε δίνει ούτε δεκάρα σε εμάς».

 

Έφερα στο μυαλό μου τον παππού Θόδωρο από το Κιλκίς. Μου είχε αναφέρει ότι πολλοί κάτοικοι από τα πλούσια Πιστικοχώρια, εγκαταλείποντας τα χωριά τους, έκρυψαν θησαυρούς σε διάφορα μέρη. Είχαν σκοπό, όταν θα επέστρεφαν να τους ξαναπάρουν. Βλέπεις τότε δεν πίστεψαν ότι θα έφευγαν οριστικά.

 

 

Οι Τούρκοι που τυχαία ανακάλυπταν τους θησαυρούς αυτούς, γίνονταν ξαφνικά πλούσιοι και το γεγονός αυτό παρακινεί μέχρι και σήμερα κάποιους να προσπαθούν να εντοπίσουν θησαυρούς στις ερειπωμένες εκκλησίες, στις βρύσες, ή στις ρίζες μεγάλων δέντρων. Έτσι έσκαψαν συθέμελα τις εκκλησίες μας και πολλά γέρικα πλατάνια έπεσαν, καθώς οι θησαυροκυνηγοί έσκαβαν βαθιά γύρω από αυτά, με αποτέλεσμα να μη αντέξουν οι ρίζες τους.

Το δικό μας το χωριό ήταν μικρό και γι’ αυτό το έλεγαν Χωρούδα, δηλαδή χωριουδάκι. Αριθμούσε μόλις εξήντα οικογένειες και οι γονείς μας ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη σηροτροφία.

Πολλές φορές ακολουθούσα τον πατέρα μου στα χωράφια μας για να επιθεωρήσουμε την πρόοδο των σιτηρών. Έτσι αποτύπωσα πολλά τοπωνύμια:  Παλιοχώρια, Κουρού Τσεσμές, Βαραδάδες, Καλδηρήμια, Γεφυρούδια, Πετόνια, Αγιάσματα, Μηλούδια, Αλυκές, Τραχωνούδια, Μαυρόγεια, Τσαΐρια, Βίβλες, Λάγνηδες, Ξερόργιακο, Μακρομαλλιά, Λάντες, Παλιάμπελα, Κοκινόγεια, Πηγαδούδ, Ψηνός, Ακτσαλάρ Γιολού, Αμπολιόντ Γιολού, Κέφαλος, Μανδριά, Χώρας τ’ Οργιάκι, Ζωγραφιστός δρόμος, Μπογάζια, Τσαχάλια, Πλάτσες.

Η εκκλησιά μας, που είχε κτιστεί το 1847, ήταν αφιερωμένη στη μεγαλομάρτυρα Αγία Παρασκευή. Ήταν πολύ όμορφη και είχε μεγάλο γυναικωνίτη. Όταν γιόρταζε, οι γυναίκες του χωριού έπλαθαν στα σπίτια τους μικρά πιταρούδια και τα πήγαιναν στο παρεκκλήσι της Αγίας, που βρισκόταν στους αμπελώνες του χωριού. Μετά τη Θεία Λειτουργία, ο παπάς του χωριού τα ευλογούσε και αργότερα τα μοίραζαν στον κόσμο για να γλυκάνουν την Αγία Παρασκευή και να προστατεύει τα μάτια τους.

Εκτός από το παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, υπήρχε στο χωριό και ένα άλλο εκκλησάκι που ήταν αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία.

Όσο για τις γιορτές, στο χωριό μας γιορτάζονταν όλες με περισσή μεγαλοπρέπεια. Στις μεγαλύτερες από αυτές, τα παιδιά ψάλλαμε τα κάλαντα, από τα οποία ξεχώριζαν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς διότι περιείχαν πολλούς ιδιωματισμούς:

 

 «Αϊ Βασίλης έρχεται, Ζενάρης ξημερούνει.

Αϊ Βασίλη Βασιλέμ, τι σπέρνεις την ημέρα;

Τσάι, τσάι ρόβι δεκαοχτώ, μα την αλήθεια στο Ιερό.

Κάτω στο περιγιάλι μοναστήρι ντάρι

έσπερνα τσάι, στάρι δεκοχτώ.

Βασίλε μ’ πές τραζούδια.

Τραζούδια δεν ηξέρω, ξέρω την άλφα βήτα,

του θεού τσάι του Άζιου του Θεολόγου.

Κυράμ τη θυγατέρα σου και τσ αυτήν την αρζυρή σου,

πέντε μικροί τη ζούρεβαν τσάι δώδεκα μεγάλοι

κι ένας μικρός τη ζούρεψε τσ εκείνος θα την πάρει.

Βάλε κυράμ το χέρι σου στην αρζυρή την τσέπη σου,

να βγάλεις μια, να βγάλεις δυο, να βγάλεις τσίτρινο φλουρί,

να τσερνάς τα παλικάρια.»

 

 Στο χωριό μας υπήρχε και διώροφο σχολείο που βρισκόταν δίπλα στην εκκλησία, μόνο που το ισόγειο το χρησιμοποιούσαν σαν καφενείο διότι είχε πολύ λίγους μαθητές. Οι κάτοικοι του χωριού μας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαταστάθηκαν στους νομούς Σερρών, Δράμας και Κιλκίς».

Εν τω μεταξύ, στο καφενείο άρχισαν να καταφθάνουν αρκετοί παππούδες, οι οποίοι σε λίγη ώρα θα πήγαιναν στο τζαμί να προσευχηθούν.

«Σήμερα στο χωριό μας κατοικούν περίπου τριακόσια άτομα, από τα οποία κάποιοι ήρθαν από το χωριό Σέρτσιλι του Κιλκίς και άλλοι από τα Γιαννιτσά», μου ανέφερε ο μουχτάρης.

Όταν οι γονείς μας έφθασαν στην περιοχή, βρήκαν τα περισσότερα χωριά καμένα από τους στρατιώτες του ελληνικού στρατού. Για λίγο χρονικό διάστημα εγκαταστάθηκαν στην Απολλωνιάδα, μέχρι το τουρκικό κράτος να τους κτίσει σπίτια, δίπλα στο παλιό χωριό.

Αν θέλεις, Γιώργη, πάμε να σου δείξω το χώρο όπου βρίσκονταν τα ερείπια της εκκλησίας και μερικές μεγάλες πέτρες, δίπλα σε μια βρύση».

Πράγματι, ακολούθησα τον πρόεδρο και βγήκαμε έξω από το χωριό. Μου έδειξε ένα χωράφι, όπου παράμερα υπήρχαν αραδιασμένες πολλές πέτρες που ανήκαν στην εκκλησία του χωριού. Δίπλα σε μια κοντινή βρύση, υπήρχαν άλλοι μεγάλοι λίθοι, οι οποίοι έμοιαζαν να ανήκαν σε κάποιον παλιό μύλο.

Απαθανάτισα με τη φωτογραφική μου όσα μπόρεσα και γυρίσαμε στο καφενείο. Ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, αλλά ο μουχτάρης επέμενε να μας κρατήσει για να μας προσφέρει φαγητό.

Ακολουθώντας τη ρήση του παππού μου «όπου βρεις φαγητό κάτσε και όπου βρεις ξύλο φύγε», αποδέχθηκα την πρόταση του μουχτάρη. Άλλωστε και ο Μουσταφά συμφώνησε με χαρά, διότι θα γλύτωνε το τραπέζι που μου είχε υποσχεθεί στην Απολλωνιάδα.

Αν δεν ταιριάζαμε… δε θα συμπεθεριάζαμε… που λέει και η σοφή ελληνική παροιμία.

Έστησε λοιπόν ο μουχτάρης μια αμφιβόλου καθαριότητας ψησταριά, άναψε φωτιά και άρχισε να ψήνει τα λαχταριστά αρνίσια παϊδάκια που είχε φέρει από το διπλανό κρεοπωλείο.

Επειδή το τζαμί ήταν κοντά μας, δεν ήπιαμε αλκοόλ, αλλά γκαζόζα από τον Όλυμπο, που σύμφωνα με το Μουσταφά ήταν η καλύτερη του κόσμου. Μου έκανε πάντως εντύπωση το πόσο γρήγορα τα ετοίμασαν και πόσο νόστιμα ήταν όλα αυτά που μας πρόσφεραν.

Με γεμάτη την κοιλιά, αποχαιρετήσαμε τους φιλόξενους κατοίκους της Καρατζάομπα και το μουχτάρη της. Αφού τον φίλησα και του υποσχέθηκα παρόμοια φιλοξενία στην Ελλάδα, αναχωρήσαμε για το τελευταίο χωριό της Εκκλησιαστικής Περιφέρειας Απολλωνιάδας, το Μπάσκιοϊ.


Χωρούδα
ΧΩΡΟΥΔΑ. Ο ΧΩΡΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΩΡΟΥΔΑ. ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΝΤΟΥΜΠΕΚΙ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής