breaking news Νέο

Οι Σεπτέμβρηδες των παιδικών χρόνων: Της Χριστίνας Ρούσσου

Οι Σεπτέμβρηδες των παιδικών χρόνων: Της Χριστίνας Ρούσσου

Οι Σεπτέμβρηδες των παιδικών χρόνων, έναν κοινό προορισμό είχαν μέχρι τα δώδεκα μου χρόνια και δεν ήταν η νέα σχολική χρονιά, αλλά η Διεθνής Έκθεση στη Θεσσαλονίκη. Μα τι χαρά είχα σαν έμπαινε ο Σεπτέμβρη και πλησίαζε η μέρα που θα πηγαίναμε οικογενειακώς στην Έκθεση! Κι όταν έφτανε, από βραδύς, ύπνος δε μου κολλούσε απ’ την προσμονή…, καλά αυτό ακόμα το έχω, όταν είναι να ταξιδέψω. Η μαμά, μας έντυνε με όμορφα ρούχα, μας φορούσε το βαπτιστικό σταυρουδάκι,
στην αδερφή μου έβαζε και βραχιολάκι χρυσό, μα σε μένα όχι γιατί, όπως έλεγε, «αυτό το θηρίο, πάλι θα το χάσει» και όλη η οικογένεια, μπαίναμε στο αυτοκίνητο. Μέχρι να φτάσουμε απ’ τη Νάουσα στη Σαλονίκη, δεν υπήρχε περίπτωση να μην έχω πάνω στα πεντακάθαρα ρούχα, ένα λεκέ. Δε ξέρω πώς τα κατάφερνα πάντα να λερώνομαι! και λάμβανα την πρώτη μουλωχτή «ξυλιά» της μέρας, όχι ιδιαίτερα δυνατή, για δύο λόγους. Πρώτον, μπροστά στο μπαμπά η μαμά δε τολμούσε να με δείρει και δεύτερον πρωί ήταν και δεν είχα προλάβει να κάνω περισσότερες ζημιές, ώστε να την φέρω εκτός εαυτού. Τα «ωραία» της Έκθεσης άρχιζαν με τα «τουρνικέ» στην είσοδο, που έπρεπε να βάλεις ένα κέρμα για να γυρίσει η μεταλλική μπάρα και να περάσεις. Αφού μπαίναμε, ο μπαμπάς , με στυλό έγραφε στον καρπό μου (μόνο στο δικό μου γιατί η αδερφή μου ήταν ήσυχη και δε ξεκολλούσε απ’ το πλάι της μαμάς) τον αριθμό τηλεφώνου από το περίπτερο κάποιου φίλου του, ώστε αν χανόμουν να έβρισκα κάποιον αστυνομικό και να του ζητούσα να πάρει τηλέφωνο. Από κει και μετά, εκστασιαζόμουν απ’ τον κόσμο, με αυτά που έβλεπα στα περίπτερα των κρατών, απ’ τα φυλλάδια που υπήρχαν σε κάθε περίπτερο και συναγωνιζόμασταν με την αδερφή μου ποιά θα πάρει τα περισσότερα, ώσπου μετά από δυο τρεις ώρες μας κοβόντουσαν τα χέρια απ’ το βάρος και τα παρατούσαμε σε μιαν άκρη. Μετά, μιας που η μαμά μου ήταν πολύ νοικοκυρά και πολύ χρυσοχέρα, έπρεπε να περάσουμε από περίπτερα που είχαν τα ανάλογα για τις «τέχνες» της και να αγοράσουμε ότι καινούργιο πλασάριζαν.

Κόφτες , τρίφτες που έκαναν σχέδια, κεντήματα και δεκάδες άλλα. Στην συνέχεια σειρά είχαν τα σχολικά, μολύβια κασετίνες μπογιές κτλ και τέλος τα «μπιζού» , ψεύτικα παιδικά βραχιόλια, δακτυλίδια, κοκαλάκια και επειδή μου είχε αδυναμία ο μπαμπάς και χατίρι δε μου χάλαγε, έβγαινα από εκείνο το περίπτερο, σκέτη «κιτς - υπερπαραγωγή», με δεκάδες βραχιόλια και στα δυο χέρια, δακτυλίδια σε όλα τα δάκτυλα και πέντε έξι κοκαλάκια φανταχτερά στα μαλλιά. Ήμουν πέντε χρονών και οκτώ μηνών τον Σεπτέμβριο του 1970 και τα βραχιόλια εκείνης της χρονιάς ευθύνονταν για το κακό! όταν κουνούσα τα χέρια, έβγαζαν έναν ήχο που πολύ μου άρεσε και δώστου τα κούναγα καθώς περπατούσαμε στους πολυπληθέστατους δρόμους . Η τριβή των βραχιολιών με το δέρμα, όχι μόνο μου προκάλεσε αλλεργία, αλλά έσβησε και τον αριθμό του τηλεφώνου «έκτακτης ανάγκης»! Μαγεμένη απ’ τον «ντρουνγκ- ντρουγκ- ντρουγκ- τα βραχιόλια μου βροντούν», σκόνταψα, έπεσα και καθώς έκανα να σηκωθώ, δεν είδα κανένα «δικό μου»! Φόβος όρμησε, με καθήλωσε για λίγο, μετά ένα κύμα ανθρώπων με παρέσυρε κι όταν κάποια στιγμή κατάφερα να βγω και να σταθώ σε μιαν άκρη, έντρομη δεν ήξερα πού βρισκόμουν. Βούτηξα στην απελπισία και στα δάκρυα που κυλούσαν ποτάμι απ’ τα μάτια μου και ταυτόχρονα παρακαλούσα τον Θεό να μου βρει τους γονείς μου και του υποσχόμουν ότι θα ήμουν το καλύτερο κορίτσι από κει και πέρα, ούτε ζημιές θα έκανα, ούτε στα κεραμίδια θα ανέβαινα ξανά, ούτε τίποτα. Ο Θεός, μάλλον είχε πολλές δουλειές και χαμπάρι δε με πήρε. Ήρθε η νύχτα και μαζί όλες οι τρομακτικές ιστορίες που άκουγα κάθε τόσο απ’ την μαμά, για τα παιδάκια που ήταν ζωηρά και που τα έπαιρναν οι τσιγγάνες. Άρχισα να τρέχω στα χαμένα για να ξεφύγω, χωρίς να ξεκαθαρίσω ποιοί με καταδίωκαν! Όσοι άνθρωποι με πλησίαζαν και ρωτούσαν «μήπως χάθηκες κοριτσάκι;» νόμιζα ότι θα με άρπαζαν! Η ανάσα μου απ’ την τρεχάλα μετά βίας έκανε τη δουλειά της και εκείνο που με αποτέλειωσε, ήταν ένα τεράστιο άσπρο τέρας που άξαφνα το είδα μπροστά μου να ορθώνεται πανύψηλο! Δε ξέρω αν το θυμόσαστε , τον άσπρο χοντρομπαλά Bibendum παραφουσκωμένο με σωσίβια γύρω γύρω, που διαφήμιζε τα λάστιχα mischenin, αλλά εκείνη τη στιγμή του πανικού, για μένα ήταν , όλα τα κακά σε συσκευασία του ενός! Αποκαμωμένη απ’ τις πολλές ώρες τρεχάλας, κάθισα στην άκρη μιας τσιμεντένιας ζαρτινιέρας που πάνω της εκτός από μένα αναπαύονταν τα κουνούπια της Έκθεσης και μόλις τους χάλασα την ησυχία, αποφάσισαν να με εκδικηθούν. Έμεινα εκεί, ανήμπορη να κουνηθώ, βρώση των κουνουπιών και έτοιμη να παραδοθώ στο άσπρο τέρας, ως τι στιγμή που, για καλή μου τύχη, εμφανίστηκε ένας αστυνομικός. Από τα μεγάφωνα της Έκθεσης έγινε ανακοίνωση, «ο κύριος Στέργιος Ρούσσος να παρουσιαστεί στην είσοδο του πύργου του ΟΤΕ για να παραλάβει την κόρη του» και όταν τον είδα από μακριά να έρχεται τρεχάτος, όρμησα στην αγκαλιά του! Παρέμεινα γαντζωμένη και δε κουνήθηκα από κει όταν πήγαμε στο λουνα παρκ, ούτε όταν καθίσαμε δίπλα στις καντίνες με τα λουκάνικα που τα συνόδευαν οι μεγάλοι με μαύρη μπύρα. Όλως παραδόξως, ή μαμά δεν μ έδειρε, ήταν πολύ τρομαγμένη και γω, έβαλα στην άκρη τις υποσχέσεις που είχα δώσει στο Θεό γιατί απλούστατα, ο αστυνομικός με βρήκε και σ’ αυτόν δεν είχα δώσει καμία υπόσχεση. Στη φωτογραφία βλέπω ότι φορώ βραχιολάκι χρυσό δε θυμάμαι πως της «ξέφυγα» της μαμάς μου και το φόρεσα αλλά θυμάμαι τη στιγμή που τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία γιατί απέναντι είχα «σταμπάρει» τα παγωτά και σκεφτόμουν με τι πονηριά θα έφτανα μετά εκεί γιατί η μαμά μου είχε απαγορεύσει να φάω παγωτό είχα τα «λαιμα» μου εκείνες τις μέρες


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής