breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας

  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας

 Στα χωριά της εκκλησιαστικής επαρχίας Προύσας.

 

Τα χωριά αυτά ήταν……

 

Μυσόπολη                  AydinPinar

Aρβανιτοχώρι              Arnautkoy

Μουδανιά

Συγή                         Kumyaka

Τρίγλια                      ZeytinBagi

Νεοχώρι                    Guzelyali

Ελιγμοί                      Kursunlu

Παλλαδάρι                 Filidar ή Gyndogdu

Πλατύανος                Yonuseli

Ντεμιρτέσι                 Demirtas

Σουσουρλούκ            Gursu

Καλασάνι                  Ismetiye

Τεπετζήκι

 

Τώρα πια συνταξιδιώτες μου θα ήταν o Σεφέρ με το Φερίτ, που ήταν ξάδελφός του. Ο Μουσταφά είχε δουλειά στην Προύσα και έτσι δε θα μας ακολουθούσε.

Πρωί πρωί κατέφθασε ο Σεφέρ συνοδευόμενος από το Φερίτ. Παρόλο που ήταν ασπρομάλλης και αυτός όπως όλοι οι Σαλντίζιδες, ήταν ομορφόπαιδο και κυρίως καλό παιδί.

 

Στο Νεοχώρι ή Μπουργκάζ.

 

      Πρώτος μας σταθμός ήταν το Νεοχώρι ή Μπουργκάς ή με το καινούργιο όνομα Guzel Yali, δηλαδή όμορφος γιαλός.

Το Νεοχώρι ανήκε στην υποδιοίκηση των Μουδανιών του νομού Προύσας. Κατοικούνταν από εκατό σαράντα ελληνικές οικογένειες με περίπου πεντακόσιους κατοίκους και ορισμένες οικογένειες Τούρκων που εγκαταστάθηκαν στο χωριό στα τέλη του 19ου αιώνα. Έλληνες και Τούρκοι συνυπήρξαν αρμονικά για αρκετά χρόνια στο χωριό.

Από το Νεοχώρι καταγόταν ο παππούς Ευτύχης από το Βαθύλακο Κοζάνης, ο οποίος εγκατέλειψε αναγκαστικά το 1922 το όμορφο χωριό του, σε ηλικία έξι ετών.

 

«Το χωριό μου, Γιώργη, ήταν πανέμορφο! Διέθετε όμορφα παραθαλάσσια σπίτια και ονειρεμένες παραλίες. Συναγωνιζόμασταν σε ομορφιά ακόμη και τα Μουδανιά, τα οποία βρίσκονταν ανατολικότερα, σε απόσταση έξι χιλιομέτρων.

Οι κάτοικοι των Μουδανιών συνήθιζαν τα Σαββατοκύριακα να επισκέπτονται το χωριό μας για να κάνουν τη βόλτα τους και να απολαύσουν τα νόστιμα ψάρια που προσέφεραν οι παραλιακές ταβέρνες μας.

Στο χωριό διαθέταμε τα πάντα, καθώς οι παραγωγές μας ήταν πλούσιες και ποικίλες. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία, τη σηροτροφία, την ελαιοκομία, την αλιεία και την αμπελουργία.

Τα κρασιά μας ήταν πολύ γνωστά στην περιοχή, όπως και τα ρετσέλια που έκαναν από κάστανα και σύκα.

Θυμάμαι που μαζί με τα αδέλφια μου πηγαίναμε στα χωράφια μας για να μαζέψουμε τα πολύ νόστιμα μαύρα σύκα που έσταζαν μέλι. Τρώγαμε και τραγουδούσαμε…

 

Μια ταχινή ( πρωί ).

 

«Μια ταχινή επέρασ’ ο καημένος, απ’ ένα περβόλι που το ζηλεύαν όλοι,

οπούταν ανθισμένο και στολισμένο και καρπισμένο με διάφορους καρπούς.

Και στάθηκα να περιξεφαντώσω, θωρώντας τα πουλάκια,

τα όμορφα αηδονάκια, όπου συχνοπηδούνε, συχνολαλούνε

για μια κοπελιά.

 

Ήλιος λαμπρός εφάνη, μέσ’ τις αχτίνες,

ο νούς μου εθαμπώθη, μέσα καρδιάμ λαβώθη.

τα χείλη σ’ ας το πούνε,που μ’ αγαπούνε,

να γιατρευτούνε, τα φύλλα της καρδιάς.»

 

Τρώγαμε σύκα μέχρι να σκάσουμε και τα υπόλοιπα τα βάζαμε σε έναν τορμπά και τα πηγαίναμε στη μάνα μας, για να τα ξεράνει ή να τα κάνει ρετσέλια.

Οι γύρω από το χωριό πλαγιές, ήταν γεμάτες λιόδεντρα και ανάμεσά τους κρυμμένα υπήρχαν δυο ελαιοτριβεία. Όταν έφθανε ο καιρός να τρυγήσουμε τις ελιές, πηγαίναμε όλοι μαζί για να βοηθήσουμε τους γονείς μας.

Ειδικοί τεχνίτες, οι οποίοι ονομάζονταν βουτσάδες, έφτιαχναν τα βαρέλια όπου τοποθετούσαμε τις ελιές, και τον κατάλληλο πια καιρό, τις προωθούσαμε για εξαγωγή σε χώρες του εξωτερικού.

Τις περισσότερες από αυτές τις εξάγαμε στη Ρωσία και στην Περσία, όπως μου είχε φανερώσει ο μπάρμπας μου, ο Χρήστος, ο οποίος ήταν ο κάτοχος του ενός ελαιοτριβείου.

Το κλίμα της περιοχής μας, εύκρατο και υγιεινό, δύσκολα το συναντούσες αλλού. Ούτε πολύ κρύο, ούτε πολύ ζέστη. Το καλοκαίρι αν ζεσταινόμασταν, σβήναμε την κάψα μας μέσα στη δροσερή θάλασσα, που την ονόμαζαν Κιανό κόλπο.

Πραγματικό στολίδι το χωριό μας, Γιώργη, με τα πολλά περιποιημένα καλντερίμια του, τα οποία φωτίζονταν με λάμπες πετρελαίου. Όποιο από αυτά και αν ακολουθούσες, θα σε έβγαζε στο κέντρο του, όπου δέσποζε η εκκλησία των Ταξιαρχών.

Ξεχωριστή και αυτή με τη σειρά της! Διέθετε πανέμορφο ξυλόγλυπτο γυναικωνίτη και έναν επιβλητικό άμβωνα με δεσποτικό θρόνο. Σε αυτόν καθόταν ο Δεσπότης με τα εντυπωσιακά του άμφια, όμοιος με αυτοκράτορα του Βυζαντίου, κάθε φορά που ερχόταν να λειτουργήσει στην εκκλησία μας κατά τη διάρκεια των μεγάλων εορτών.

Στο δρόμο για τα Μουδανιά συναντούσαμε το ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου και δίπλα του, μια άλλη παλιά εκκλησία, γεμάτη με αξιοθαύμαστες αγιογραφίες.

Στις 18 Ιανουαρίου, ανήμερα της γιορτής του Αγίου, κάναμε εκεί τη Θεία Λειτουργία. Στον ίδιο αυτό χώρο, ο ελληνικός στρατός κατά την αποχώρηση έχτισε  ένα κενοτάφιο.

Σε μια άλλη τοποθεσία, τη Δαφνιώτισσα, υπήρχε ένα ακόμη ξωκλήσι με Αγίασμα, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ σε ποιον Άγιο ήταν αφιερωμένο.

Πέρασαν τα χρόνια Γιώργη… Ιχτιαρλίκ μασκαραλίκ!

Το σχολείο μας ήταν κοντά στην εκκλησία και είχε δυο αίθουσες διδασκαλίας, όπου φοιτούσαν περίπου εβδομήντα μαθητές. Θυμάμαι καλά τους τελευταίους δασκάλους μας, τον κύριο Βαμβακίδη και την αδελφή του Ζαχαρούλα, από την Κωνσταντινούπολη. Μας δίδασκαν γαλλικά και τουρκικά. Μορφωμένοι δάσκαλοι και κυρίως καλοί άνθρωποι, γι’ αυτό και όλοι τους αγαπούσαμε και τους σεβόμασταν.

Είχαμε και γιατρό στο χωριό, τον Πέτρο τον Βαρέτα, ο οποίος ερχόταν καβάλα στο άλογό του από την Προύσα, εξέταζε τους ασθενείς και μετά συνέχιζε μέχρι την Κίο.

Οι σχέσεις μας με τους Τούρκους ήταν πάρα πολύ καλές. Να φανταστείς… τη Μεγάλη Πέμπτη, που ο παπάς διάβαζε τα δώδεκα Ευαγγέλια, έρχονταν οι Τούρκοι συγχωριανοί μας και παρακολουθούσαν τη Θεία Λειτουργία.

Ζούσαμε όμορφα και ειρηνικά, μέχρι που το 1914, οι Νεοχωρίτες, μαζί με τους κατοίκους της Τρίγλιας και των Ελιγμών, με την κατηγορία ότι βοηθούσαν τα συμμαχικά υποβρύχια, εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της χώρας. Πολλοί κατέφυγαν στο Καλασάνι και όταν το 1918 επέστρεψαν στο πανέμορφο χωριό τους, το βρήκαν λεηλατημένο. Λίγα χρόνια μετά το εγκαταλείψαμε τελείως και ήρθαμε στην Ελλάδα.»

 Πλησιάζοντας το Νεοχώρι σήμερα, καταλαβαίνεις ότι πρόκειται περί τουριστικού θέρετρου. Παντού στους δρόμους, δεξιά και αριστερά, υπάρχουν μεγάλες ταμπέλες που διαφημίζουν ενοικιαζόμενα δωμάτια.

 «Στο Guzel Yali, έρχονταν παλαιότερα οι κάτοικοι της περιοχής Προύσας για να κάνουν μπάνιο, εξ’ ου και τα πολλά ενοικιαζόμενα δωμάτια», μου εξήγησε ο Φερίτ. Τώρα όλοι οι πλούσιοι της Προύσας, έχουν αγοράσει διαμερίσματα και τα χρησιμοποιούν σαν εξοχικές κατοικίες.

Τα τελευταία χρόνια κατασκευάστηκε και μία αποβάθρα, για να μπορούν να αγκυροβολούν μεγάλα πλοία.  Έτσι, με πολυτελή φέρυ-μποτ, που πραγματοποιούν τη διαδρομή μέσα σε λίγες ώρες, συνδέθηκε η περιοχή Μουδανιών-Προύσας με την Κωνσταντινούπολη».

Μεταξύ των Μουδανιών και του Νεοχωρίου, έχουν κτιστεί πάρα πολλές κατοικίες με αποτέλεσμα να έχουν σχεδόν ενωθεί οι δυο περιοχές.

Ωστόσο, έχουν κτιστεί το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς να διαθέτουν κάποια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και είναι πολύ κακόγουστα.

Περπατήσαμε για λίγο στους δρόμους του χωριού και συναντήσαμε πολλούς κατοίκους, οι οποίοι με χαιρετούσαν στην κρητική διάλεκτο μόλις καταλάβαιναν ότι είμαι Έλληνας…

 

«Γεια σου κοπέλι !! Ίντα κάμεις; Εμείς είμαστε Τουρκοκρητικοί και οι γονείς μας κατάγονται από την Κάντια. Έλα να σε κεράσουμε μια ρακί!»

 Ευχαρίστησα τους φίλους Κρητικούς, και απολογήθηκα που έπρεπε να φύγουμε. Σήμερα το πρόγραμμά μας ήταν φορτωμένο με επισκέψεις σε πολλά χωριά και δεν υπήρχε περιθώριο για καθυστερήσεις. Επόμενος σταθμός μας, το Αρβανιτοχώρι.

Δεν απείχε πολύ από το Νεοχώρι, ούτε δεκαπέντε λεπτά δεν κάναμε. Μόνο που το άλλοτε μικρό και πανέμορφο Αρβανιτοχώρι ή Αρναούτκιοϊ, έχει πλέον ενωθεί με τα Μουδανιά και πολύ δύσκολα θα ξεχωρίσεις τα όριά του.


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής