breaking news Νέο

Προσφυγικά αφηγήματα

  • Προσφυγικά αφηγήματα
  • Προσφυγικά αφηγήματα

Συνέχεια...

 

…..Τώρα θα σας κάνουμε έρευνα και αν κρύψατε λεφτά θα σας σκοτώσουμε.

Πράγματι έτσι έγινε. Σε 2-3 άτομα βρήκαν κρυμμένα λεφτά και τους σκότωσαν.

 Αργότερα οι υπόλοιποι, ότι είχαν και δεν είχαν το παρέδωσαν.

…..Άντε τώρα τραβήξτε στα χωριά σας.

Πήγαν πίσω στα χωριά τους, τα οποία οι Τούρκοι των διπλανών χωριών τα λεηλάτησαν, και δεν άφησαν τίποτε όρθιο. Σαν να μην έφθανε αυτό, οι Τούρκοι βίαζαν αγόρια και κορίτσια, όπως ήθελαν. Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτε.

Ακούσαμε ότι ένα ζευγάρι, για να μη πέσουν στα χέρια των Τούρκων, έπεσαν σε ένα πηγάδι και πνίγηκαν.

Όσο τα ακούγαμε εμείς αυτά, γινόμασταν σκυλιά. Ακόμη και οι γυναίκες έπαιρναν τσουγκράνες και κόσες και φιλούσαν σκοπιές.

Ήθελαν οι Τούρκοι να πατήσουν και το δικό μας το χωριό αλλά δεν τους αφήσαμε, διότι το περιφρουρούσαμε σωστά.

Την ημέρα του Αγίου Πνεύματος συνήθιζαν τα παλικάρια μας να πηγαίνουν στο διπλανό Ελληνικό χωριό το Μπάσκιοϊ  για να κάνουν παλαίστρες. Γίνονταν μεγάλο πανηγύρι, έρχονταν όλοι οι παπάδες από τα γύρω ελληνικά χωριά και έκαναν όλοι μαζί την Θεία Λειτουργία.

Εκείνη την μέρα διάλεξαν οι Τούρκοι να πατήσουν το χωριό μας. Σαν από θαύμα όμως, άνοιξαν οι ουρανοί και για τρείς μέρες έβρεχε καταρρακτωδώς. ΄Ετσι, τα παλικάρια έμειναν στο χωριό, φοβήθηκαν οι Τούρκοι και δεν  ήρθαν και   έτσι γλυτώσαμε.

Μετά λίγο καιρό ήρθαν στο χωριό ζανταρμάδες  και μας είπαν ότι θα φύγουμε στην Ελλάδα. Οι οπλαρχηγοί μας του απάντησαν ότι αν γίνονταν αυτό ….θα φύγουμε  με τα όπλα μας, δεν θα σας τα παραδώσουμε. Οι πονηροί Τούρκοι έφυγαν άπρακτοι.

Είχαμε έναν παλικαρά τον Γκυρμάνη ο οποίος όταν φορούσε τα φυσέκια του και την φορεσιά του, πάγωναν όλοι. Μια μέρα είδαμε να έρχεται από μακριά ένα Τουρκικό τάγμα.

Τους υποδέχθηκε ο Γκυρμάνης.

Ο επικεφαλής τους μας καθησύχασε ότι… μέχρι τώρα ζούσαμε καλά και θα ξαναζήσουμε. Θα σας αφήσω και δυο στρατιώτες στα φυλάκια και αν σας επιτίθενται τσέτες, να τους σκοτώνετε.

Ησυχάσαμε για λίγο. Μια βραδιά όμως ήρθε ο Τουρκικόε στρατός και μας χτυπούσαν πάτα κιούτα για να παραδώσουνε τα όπλα μας. Γέμισαν 2 κάρα με όπλα, επιστράτευσαν και τα παλικάρια και έφυγαν.

Άδειασε το χωριό.

Κάποτε οι Τούρκοι έδωσαν διαταγή, όλοι οι Έλληνες να  μαζέψουν σε ένα μέρος τα κάρα  τους. Πήγε και ο πατέρας μου και μετά μας έλεγε ότι οι Τούρκοι μάζευαν τους Αρμεναίους για να τους εξοντώσουν. Βίαζαν τις γυναίκες τους και σκότωναν όποιον αντιστέκονταν.

Πολλοί από αυτούς που κατάφερναν να το σκάσουν, εύρισκαν καταφύγιο στα Ελληνικά χωριά.

Και οι δικοί μας όμως ήταν πολλοί σκληροί.

Ένας  παλικαράς Τούρκος είχε βάλει στοίχημα ότι, θα έμπαινε στα Κουβούκλια και θα έκλεβε ένα ζευγάρι ζώα.  Πήγε κρυφά σε μια γκιόλα που είχαμε βουβάλια και προσπάθησε να τα πάρει.

Τον είδαν από το φυλάκιο, τον κυνήγησαν, τον έπιασαν, τον σκότωσαν και τον έκαψαν.

Ο πατέρας του, ήταν ένας ήσυχος και φιλόξενος Τούρκος, διέθετε έναν οντά που φιλοξενούσε τους φιλοξενούμενους.

Όταν έμαθε τα νέα έκλαιγε και φώναζε σπαρακτικά.

Κάποιοι τον ρώτησαν….  Που το έστειλες το παιδί σου?

…. Γιάγμα.

….Ε γιάγμα έγινε.

. Ήταν ένας χωροφύλακας που τον έλεγαν Μουχαίλο. Εγώ με κάποιους άλλους φίλους μου δουλεύαμε στα χωράφια.

Ο Μουχαίλος είχε σκοτώσει έναν Τούρκο και τον έβαλε μέσα στην κουφάλα ενός δέντρου.

Αργότερα ήρθε σε μας και μας είπε να μαζέψουμε πολλά ξύλα για να ψήσουμε καλαμπόκια. Μαζέψαμε πολλά ξύλα και όταν πλησιάσαμε, καταλάβαμε γιατί τα ήθελε.

Έβαλε φωτιά και τον έκαψε.

Έκαναν πολλά και οι δικοί μας, του Βαλσαμίδη ο μπαμπάς σκότωσε έναν Τούρκο τον έβαλε πάνω στο κάρο, τον πήγε στα αλώνια και τον έκαψε.

Έξω από το χωριό, δίπλα στον Άη Βαραδάτο ήταν ένας μύλος. Ο μυλωνάς είχε ένα πανέμορφο άλογο, όλοι στο χωριό το ήξεραν

Ένας Τούρκος πήγε κρυφά στον μύλο και έκλεψε το άλογο και μαζί τα χαλινά του. Αργότερα έκανε την απερισκεψία και θέλησε να περάσει μέσα από το χωριό.

Μόλις έφθασε στην Στέρνα, καμαρωτός-καμαρωτός, τον είδαν τα παλικάρια που κάθονταν στα καφενεία.

…..Ρε παιδιά αυτό δεν είναι το άλογο του μυλωνά?

Έτρεξαν, τον κατέβασαν από το άλογο και τον ξυλοφόρτωσαν. Θα τον σκότωναν αν δεν παρέμβαινε ο Παπα-Γιάννης, που τους είπε να σταματήσουν.

Αργότερα φώναξαν τους ζανταρμάδες και τον παρέδωσαν σε αυτούς.

…..Πολύ τυχερός είσαι που έτυχες σε καλούς ανθρώπους και δεν σε σκότωσαν είπαν οι ζανταρμάδες στον κλέφτη. Από τότε όταν πήγαιναν δικοί μας στην Προύσα και τον συναντούσαν, τους περιποιούνταν και δεν τους άφηνε να φύγουν ακέραστοι.

Με όλα αυτά τα γεγονότα οι Τούρκοι απόφευγαν να πλησιάσουν στο χωριό μας, το αποκαλούμενο μικρό Γιουνανιστάν, και  έλεγαν μεταξύ τους ….

……Αν είσαι παλικαράς πάνε στα Κουβούκλια.

 

 

 

 

Η επιστράτευσή μου

Ήρθε ο καιρός και επιστράτευσαν και μένα. Μας έβαλαν σε ένα στρατόπεδο με συρματοπλέγματα όπου περιμέναμε να μας μεταφέρουν. Όσοι μας έβλεπαν μας παρακινούσαν να το σκάσουμε, για να γλυτώσουμε.

Στο στρατόπεδο ήταν ένας Έλληνας μάγειρας ο Θοδωρής, τον οποίο πλησιάσαμε και του ζητήσαμε να μας βοηθήσει να το σκάσουμε. Αυτός πήγε σε έναν Τουρκοκρητικό αξιωματικό που ήξερε φαρσί τα ελληνικά,  και του είπε να μας βοηθήσει να το σκάσουμε.

Μαζί μας ήταν και ένας Τούρκος από τα Κοπέλια, ο οποίος ήθελε να έρθει μαζί μας.

……Κομσού, κομσού  όπου θα πάτε εσείς θα έρθω και εγώ.

Κανονίσαμε να πάρει ο αξιωματικός από τον καθέναν μας 10 παγκανότες και να μας βοηθήσει να το σκάσουμε.

Δέκα, δέκα. Άλλοι είχαν και άλλοι όχι. Βοηθήσαμε ο ένας τον άλλο. Εγώ ευτυχώς είχα λεφτά, διότι η μάνα μου είχε πουλήσει ένα άλογο και πήρε 150 παγκανότες.

…… Ξαπλώστε εδώ που είναι τα κεραμίδια, και το βράδυ που θα είμαι εγώ επιφυλακή  θα σας αφήσω να φύγετε.

Πράγματι, το βράδυ, πήγαμε κοντά στα σύρματα και φύγαμε τρέχοντας για να γλυτώσουμε.

Φθάσαμε σε ένα ποτάμι και σταματήσαμε.

……Άντε τι σταματάτε φώναξε  ένας. Παίρνει φόρα και πέφτει στο ποτάμι, το οποίο ήταν βαθύ και θα πνίγονταν. Ευτυχώς είχε πολλά καλάμια, πιάστηκε από αυτά και την γλύτωσε.

Το ποτάμι το έλεγαν Χαλιφέ ντερέ. Πήγαμε πιο πέρα που ήταν βατό και περάσαμε από την άλλη πλευρά.

Ήμασταν έξω από το Μιχαλίτσι, κοντά στην λίμνη της Απολλωνιάδας, και δίπλα στον Ρυνδάκο ποταμό.

Προχωρήσαμε κάμποσο, μήπως βρούμε κανέναν να μας βοηθήσει. Οι γέφυρες ήταν όλες πιασμένες από Τούρκους. Υπήρχαν πολλές βάρκες αλλά φοβόμασταν μήπως μας δούν.

Κάπου, διέκρινα έναν γέρο Τούρκο που κοιμόταν κοντά στην βάρκα του.

Λέω στον Τούρκο που ήταν μαζί μας, να πάει να του πεί να μας περάσει στην άλλη όχθη με την βάρκα του, και θα τον πληρώναμε για τον κόπο του.

Πράγματι, πριν πάρουν οι άλλοι Τούρκοι χαμπάρι, μας πέρασε στην άλλη μεριά και μας ευχήθηκε καλή επιτυχία, χωρίς να μας πάρει χρήματα.

Ποιος ξέρει τι πόνο έκρυβε και αυτός μέσα του!!

Φθάσαμε σε ένα Ελληνικό χωριό και άρχισα να φωνάζω.

……..Θείε, θεία με ακούτε ?

Βγήκε ένας θείος, μας έδωσε ένα   ψωμί, το φάγαμε και πήραμε δρόμο.

Άρχιζε να ξημερώνει και κρυβόμασταν για να μην μας δούνε. Όταν σκοτείνιαζε ξεκινούσαμε. Μετά πολλές ώρες φθάσαμε στα Κουβούκλια.

Εδώ είχαμε άλλο πρόβλημα.

Ο Τούρκος φοβόταν μην τον σκοτώσουν οι Κουβουκλιώτες και με παρακάλεσε να τον πάω μέχρι το Κουρί που ήταν κοντά στα Κοπέλια.

Πριν αποχαιρετιστούμε  μου είπε ότι ……αν τυχόν  σε βρούν  οι Τούρκοι και σε ρωτήσουν αν έχεις ένα μικρό βαφτιστικό, να τους πείς ναι. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε.

Μετά λίγο καιρό, παίρνω ένα  γειτονόπουλο δεκαεπτάχρονο παλικαράκι τον Γιάννη, του οποίου ο πατέρας πέθανε και πάω να τον βρώ στα Κοπέλια.

……  Μουσταφά εδώ και τρείς μήνες πληρώνω τον  τσαούση 5-10 παγκανότες για να μη με συλλάβει, τώρα όμως τελείωσαν τα λεφτά μου και δεν έχω να τον πληρώσω. Θέλω να μου δώσεις δουλειά, να κοίτα σε έφερα και το βαφτιστικόμ, και του έδειξα τον Γιάννη.

Χάρηκε που με είδε ο Μουσταφάς και φώναξε την αδελφή του, της οποίας ο άνδρας σκοτώθηκε στο Τσνάκαλε  και ήταν μοναχιά.

….. Εσύ χρειάζεσαι ένα άτομο να οργώνει, να σπέρνει και να θερίζει τα χωράφια σου. Έχω ένα καλό παιδί που με έφερε εδώ, να τον πάρεις και να του δίνεις 12 παγκανότες.

Τις δέκα να τις δίνει τον τσαούση  να μην τον συλλάβει, και τις δυο να τις κρατήσει αυτός.

 Έστρεξε η αφελφή του, με πήρε για 5-6 μήνες στην δούλεψη, την έκανα όλες τις δουλειές και περνούσα καλά.

Με τον καιρό όμως δημιουργήθηκε άλλο πρόβλημα. Η  χήρα Τουρκάλα άρχισε να με πειράζει και να με προκαλεί σεξουαλικά, με παρακινούσε να κοιμηθώ μαζί της. Το είπα σε έναν θείο μου αυτός να συμβούλεψε να φύγω, πριν βρώ μεγάλο μπελά.

Πράγματι έφυγα, αν και ήθελα να παραμείνω, λόγω της δουλειάς.

Μετά ήρθε ο Ελληνικός στρατός στην Μικρά Ασία και σώθκαμε. Εμάς δεν μας είχαν κάν στους χάρτες τους, παρά μόνο την Κίτα, η οποία ήταν ένα αρχαίο χωριό.

Εμείς εν τω μεταξύ μυαλό δεν βάζαμε. Στις χαρές πίναμε πολύ, μεθούσαμε και κάναμε πολλές φασαρίες. Η θεία σου η Κούλα είχε έναν παππού τον Βαλσάμογλου τον Νικόλα.

Αυτοί οι Βαλσάμογλουδες το έπαιζαν πολλοί νταήδες. Μια μέρα ο Νικόλας κάτι είπε για μένα και με κατηγόρησε. Είχε πιεί πολύ και έβγαλε το πιστόλι του και είπε σε όλους μας να βγούμε από το καφενείο.

Βγήκαμε χωρίς να πούμε τίποτε.

Μια μέρα τον συνάντησα στους μπαχτσέδες μοναχό. Τον έδωσα ένα μπερντάχ ξύλο και λιγοθύμησε. Έφυγα τρέχοντας και από μακριά τον είδα σαν βρεγμένη γάτα να φεύγει χωρίς να πεί τίποτε.

Κατάφερα και βρήκα δουλειά σε ένα διπλανό χωριό το Μυσή. Έλεγαν ότι παλαιότερα ήταν Ελληνικό και τούρκεψε. 

 

Συνεχίζεται...


ΚΟΥΒΟΥΚΛΙΑ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής