breaking news Νέο

Προσφυγικά αφηγήματα

  • Προσφυγικά αφηγήματα
  • Προσφυγικά αφηγήματα

...Συνέχεια...

Ήμασταν 3-4 παιδιά και δουλεύαμε σε έναν  μύλο.

 Τις ελεύθερες ώρες μας παίζαμε και παλεύαμε. Έρχονταν πολλά Τουρκάκια, παλεύαμε και πάντα τα έριχνα κάτω. Μια μέρα ήρθε ένας πιο σωματώδης Τούρκος, σωστό γομάρι, και ήθελε να παλαίψει μαζί μου.

……Τι λές Γιώργη, μου είπε το αφεντικό, θα  καταφέρνεις  να τον ρίξεις κάτω.

….Τον ρίχνω αφεντικό αλλά αυτός είναι πιο μεγάλος από μένα και θα με χτυπήσει.

…Αν μπορεί ας το κάνει, μουρμούρισε το αφεντικό.

Παλεύω μαζί του, και τον ρίχνω κάτω και έσπασε τα μούτρα του.

… Παλιο γκιαούρ με έβρισε.

Τότε τον περίλαβε το αφεντικό μου και τον έδιωξε. Μετά με πήρε στο σπίτι του και με γέμισε με ένα σωρό καλούδια.

Μια μέρα ήρθε στο χωριό ένας γέρος ο Καπάκνταντης ο Παναγιώτης, για να πουλήσει αρπατζούκια (κοκάρια). Πήγα κοντά του και του είπα να τα πάει στον μύλο στο αφεντικό μου και να πεί ότι είναι θείος μου. Πράγματι, το αφεντικό, πήρε όλα τα αρπατζούκια και τα πούλησε στην γειτονιά, όταν δε έφυγε ο γέρος τον γέμισε με φρούτα και πεσκέσια να τα πάει στην μάνα μου

Απόρεσε ο Παναγιώτς νταής. ….Τι καλός άνθρωπος Γιώργη μου. Να μη τον αφήσεις ποτέ.

Μια άλλη μέρα ήρθε  του παππού μου του Θωμίδη του αδελφού το παιδί για να πάμε να κυνηγήσουμε αγριογούρουνα. Εκεί που κρατούσαμε τα όπλα μας εκπυρσοκρότησε το όπλο μου και πέρασε ξυστά από το κεφάλι του παιδιού του αφεντικού. Γέμισε με αίματα, και για να κλείσω την μικρή πληγή έπλασα ζυμάρι και το έβαλα πάνω της.

Ήρθε το αφεντικό και αντί να με μαλώσε,ι με ευχαρίστησε για την σωτηρία του γιού του και μας έκανε πλούσιο τραπέζι με  κότες και πίτες.

Πολλοί καλοί άνθρωποι. Με αγαπούσαν και τους αγαπούσα.

Όταν έμαθα ότι οι Τούρκοι σκότωσαν έναν ξάδελφο μου στο Κουρί, τους παράτησα και έφυγα χωρίς να πληρωθώ.  Ήρθαν και με βρήκα στα Κουβούκλιαν, με πλήρωσαν και με παρακαλούσαν να γυρίσω πίσω. Δεν πήγα όμως.

Πολύ καλοί άνθρωποι. Εκεί στην γύρω περιοχή απασχολούνταν στην δούλεψη των Τούρκων περίπου 50 Ελληνάκια  σαν βοσκοί. Πολλά από αυτά τα παιδιά, όπως ένας Μπογιατζής Παναγιώτης, άλλοι δυο από τους Τσακίρογλουδες, τούρκεψαν και παρέμειναν στην Τουρκία.

 

Στον Ελληνικό στρατό

Ήρθε και η σειρά μου να υπηρετήσω τον Ελληνικό στρατό. Ήμουν τσολιάς και με το τάγμα μου ξεκινήσαμε  πρώτα για το Eski Sehir, με κατεύθυνση την Άγκυρα.  Καταλάβαμε πρώτα το Ine goll και κυνηγούσαμε τους Τουρκαλάες, που καβάλα στα άλογα, υποχωρούσαν.

Εγώ είχα την ειδικότητα του κυνηγού ανιχνευτή.

…Από εδώ μου είπαν θα βαδίσεις και θα περάσεις από αυτό το χωριό.

Πράγματι το περάσαμε και συναντήσαμε μια γέφυρα, την οποία είχαν ανατινάξει προηγουμένως οι Τούρκοι.  Εγώ προχωρούσα μπροστά και αν έβλεπα κάτι να τους ειδοποιούσα.

Ξαφνικά βλέπω να ξεπετάγεται από ένα  Τούρκικο νεκροταφείο ένα νεαρό παιδί, και  να φεύγει  τρέχοντας.

….Ντούρ του φωνάζω, αλλά δεν σταμάτησε.

Ήρθε ένας ιππέας, του εξήγησα τι συνέβη και αυτός έτρεξε με το άλογο και το έφθασε.

Μας είπε ότι ο μπαμπάς του ήταν στρατιώτης και  του έφερε πολιτικά ρούχα για να επιστρέψει στο σπίτι.

Τους πήγε εκεί που ήταν κρυμμένος και ανακάλυψαν ότι ήταν και άλλοι 4-5 στρατιώτες, τους οποίους κατάκοψαν με τα σπαθιά τους.

Συνέχιζα να προχωρώ και σε κάθε χωριό έβγαιναν οι Τούρκοι με ένα άσπρο  μαντηλάκι δεμένο  σε ένα ξύλο και μας χαιρετούσαν.

…. Hosgeldiniz.

Πέρασα το χωριό και έφθασα σε ένα ποτάμι, το οποίο ετοιμαζόμουν να το περάσω. Τότε ήρθε ένας αγγελιοφόρος και ένας ιππέας και μου είπε ότι θα με αλλάξει.

Εκεί που πήγε να περάσει το ποτάμι, μπλέχτηκε στα καλάμια με αποτέλεσμα να εκπυρσοκροτήσει το όπλο και να τον τραυματίσει.

Μετά ήρθαν οι άλλοι και ρωτούσαν τι συνέβη, πήραν τον τραυματία και του έδωσαν τις πρώτες βοήθειες. Εν τω μεταξύ τα νέα από το Μέτωπο ήταν άσχημα και αναγκασθήκαμε να υποχωρήσουμε.

Έφυγα και εγώ και πήγα πίσω στην οικογένειά μου στα Κουβούκλια. Πήρα την μάνα και τις αδελφές μου και φύγαμε για τα Μουδανιά

 

 

H Έξοδος από τα Μουδανιά.

Ήμασταν στριμωγμένοι στην σκάλα των Μουδανιών, ο ένας πάνω στον άλλο, εγώ, η μάνα μου και οι δυο αδελφές μου Μαρία και Παναγιώτα.

Τα πόδια μου ήταν ξεσκισμένα  και πονούσα φοβερά. Η Τριανταφυλλού με τα πεθερικά μου ήταν έξω από την σκάλα και περίμεναν μάταια να μπουν μέσα.

…..Πήγαινε να πάρεις τα πεθερικά σου και την αρραβωνιαστικιά σου και να τους φέρεις κοντά μας, με μάλωσε η Μαρία.

Πράγματι, πήγα και τους πήρα.

Κοντά μας ήταν και αιχμάλωτοι Τούρκοι, που αρνιόντουσαν να μπούμε στο αμπάρι του πλοίου.

Η θεία μου η Βαρβάρα του Τατιτζικίδη η γυναίκα με φώναξε.

----Γιώργη  έλα πάρε μας και εμάς, αλλιώς εδώ θα μείνουμε. Ήταν η αδελφή της μάνας μου, πήγα και τους πήρα και αυτούς, δεν μπορούσα να τους αφήσω εκεί έξω.. Στα αμπάρια είχε τσουβάλια με κουκούλια, τα πέταξα για να αδειάσει χώρος.

Μέχρι να τα αδειάσω, πλάκωσαν οι αιχμάλωτοι, μπήκαν στην μέση και μας χώρισαν.

Η σκάλα είχε κάγκελα, πιάστηκα από αυτά, πέρασα τους αιχμαλώτους και ξαναπήγα κοντά στην οικογένεια.

Με ένα παλικάρι από την Μυσόπολη περιλάβαμε στο ξύλο τους αιχμαλώτους που μας δημιουργούσαν προβλήματα και τους χώσαμε στο αμπάρι. 

Κάθησα κοντά στα πεθερικά και την αρραβωνιαστικιά μου και τότε για πρώτη φορά άκουσα την φωνή της.

Στην Ελλάδα πήγαμε  πρώτα στις Πέτρες του Αμυνταίου, αλλά επειδή είχε κουνούπια, φύγαμε για το Έλεβιτς που ήταν 10 χιλιόμετρα μακρύτερα.  Ο παπούς μου ο Θόδωρος πήγε με την νύφη του την Στρατία και τον εγγονό του Νίκο στην Καρατζόβα.

Μια μέρα αρρώστησε ο Νίκος και ο παππούς, μέσα στην βροχή, τον πήγε στην Έδεσσα στον γιατρό. Αρρώστησε και ο παππούς, και όταν κατάλαβε ότι πλησιάζει το τέλος του, ήρθε στο Έλεβιτς για να δεί την μάνα μου και τις άλλες κόρες του που έμεναν στο Τσόρ, σημερινή Γαλάτεια.

Όλο το βράδυ ο παππούς παραμιλούσε και έλεγε ….

…Άντε Γιώργη μάζεψε το κάρο και πήγαινε πέταξέ με στο Αμύνταιο.

Στο Έλεβιτς, που ήταν τουρκοχώρι δεν υπήρχε ούτε εκκλησία και χριστιανικά νεκροταφεία.

Έστειλα μήνυμα στις κόρες του στην Γαλάτεια να έρθουν να τον δούν, και ήρθε η Βαρβάρα με τον γιο της τον Θανάση.

Πρίν πεθάνει ο παππούς μου είπε ότι, στο σπίτι του ήταν μια μουριά και από πίσω δυο μεγάλες πορτάρες.

---Εκεί Γιώργη έκρυψα, λίρες. Αν πάς στο χωριό, πήγαινε  να σκάψεις να τις βρείς, είναι μέσα σε ένα κουτί που είχε ένα μικροσκόπιο για τα κουκούλια.

Εγώ δεν πήγα, αλλά πήγε η νύφη του η Στρατία. Του παππού το σπίτι ήταν μεγάλο, έψαξαν παντού αλλά δεν βρήκαν τίποτε.

Το βράδυ πέθανε ο παππούς. Ήταν το έτος 1924. Τον πήγαμε πάνω σε ένα κάρο στο Σόροβιτς-Αμύνταιο, και τον θάψαμε πίσω από το Ιερό της εκκλησίας των νεκροταφείων, στον Άη Νικόλα.

Αχ μπρε Γιώργη, αυτή είναι η ιστορία μου, η ιστορία των Κουβουκλίων. Εδώ στο Έλεβιτς, παντρεύτηκα την γιαγιά σου και έκανα έντεκα παιδιά.  Μαλτέζα βελτιωμένη ήταν η γιαγιά σου. Το ένα το έριξε, τα άλλα ο Παναγιώτης, ο Δημήτρης, η Χριστίνα,, η Μαρία, η Φωτεινή,, ο Βασίλης(τριών μηνών) πέθαναν πολύ γρήγορα και απόμειναν η μάνα σου η Γραμματού, η Γιαννούλα, η Παναγιώτα και το παλικάρι μας ο Στράτος.

 

Γιώργος Κοτζαερίδης


1922. ΣΤΗΝ ΑΠΟΒΆΘΡΑ ΤΩΝ ΜΟΥΔΑΝΙΩΝ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής