breaking news Νέο

Μακεδονικός Αγώνας - Γράφει ο Βασίλης Πλατής

Μακεδονικός Αγώνας - Γράφει ο Βασίλης Πλατής

Στον τόπο που μαρτύρησες δε σ’ έκλαψε δικός,

Μα η γη η Μακεδονία σε δέχτηκε σα μάνα,

Κι αν δε σηκώθη σίφουνας για τους οχτρούς κακός,

Κάποιο αγεράκι φύσηξε από την Αλαμάνα.

 

(ποίημα του ποιητή Ρήγα Γκόλφη για το θάνατο του Τέλου Άγρα. Εφημερίδα «Ακρόπολη», φύλλο 15ης Ιουνίου 1907)

 

 

Το κείμενο που ακολουθεί έχει γραφεί επ’ ευκαιρία της Ημέρας του Μακεδονικού Αγώνα. Βέβαια, η δραματική αυτή περίοδος της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας έχει σχεδόν εξοβελιστεί από τα σχολικά εγχειρίδια του μαθήματος της Ιστορίας, ενώ ούτε η επίσημη ιστοριογραφία έχει αναδείξει στις πραγματικές της διαστάσεις τη σημασία του Μακεδονικού Αγώνα για την ίδια την εθνική υπόσταση. Ειρήσθω εν παρόδω, για το επίσημο ελληνικό κράτος που έδρευε στην Αθήνα, έως στις αρχές του 20ου αιώνα, η Μακεδονία φάνταζε χώρα σχεδόν «εξωτική», ενώ οι λόγιοι της εποχής εκείνης, παρασυρμένοι από το ρεύμα του κλασικισμού που είχε κατακλύσει την πρωτεύουσα, απέρριπταν μετά βδελυγμίας τους Μακεδόνες ως ακαλλιέργητους και άξεστους, απολίτιστους. Ουσιαστικά, η Μακεδονία, ιστορική χώρα του βόρειου ελληνισμού, εντάχτηκε στο χάρτη των ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων από τον εθνικό ιστοριογράφο Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο στα τέλη του 19ου αιώνα. Η ορμή του βουλγαρικού εθνικισμού στην περιοχή εντεινόμενη από τη δεκαετία του 1860 και εξής προσανατόλισε τους ιθύνοντες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην ιδέα ότι η υπόθεση της Μακεδονίας δε θα μπορούσε να περιμένει άλλο…

 

 

                Η 13η Οκτωβρίου, όταν το έτος 1904 έπεφτε νεκρός στη Στάτιστα της Καστοριάς (σημ. Μελάς) από τούρκικο βόλι ο ήρωας Παύλος Μελάς έχει καθιερωθεί στη συνείδηση του ελληνικού λαού ως ημέρα μνήμης και τιμής για τους αγωνιστές του Μακεδονικού Αγώνα. Ο Μακεδονικός Αγώνας που διεξήχθη μεταξύ 1904-1908 ‒στην πραγματικότητα είχε ξεκινήσει πολύ πριν, ήδη από το 1870‒ ήταν μια σκληρή και διαρκής σύγκρουση ανάμεσα στους Έλληνες της Μακεδονίας και τους βούλγαρους αντάρτες (κομιτατζήδες) με έπαθλο την κυριαρχία του ενός από τους δύο αντιπάλους στην περιοχή. Στην πραγματικότητα, οι ντόπιοι ελληνικοί πληθυσμοί και τα ελληνικά ένοπλα σώματα που άρχισαν να στέλνουν από το 1905 με αυξανόμενη συχνότητα οι ελληνικές κυβερνήσεις αγωνίζονταν για την επιβίωση του ελληνισμού στη Μακεδονία.

                Η Μακεδονία αποτελούσε την εποχή εκείνη ακόμη τμήμα της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του «Μεγάλου Ασθενούς» της Ευρώπης, και οι Έλληνες αγωνίζονταν να κρατήσουν «με νύχια και με δόντια» ζωντανό το ελληνικό στοιχείο της περιοχής, ώστε, σε ενδεχόμενη μελλοντική διανομή των εδαφών της Αυτοκρατορίας, η Μακεδονία να ενσωματωθεί στο ελεύθερο ελληνικό κράτος (πράγμα που έγινε τελικά με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913).

                Οι Βούλγαροι αμφισβητούσαν ευθέως την ελληνική παρουσία και υπεροχή στην περιοχή της Μακεδονίας. Για το σκοπό αυτό, με συμπαραστάτες και χρηματοδότες σε πολλές περιπτώσεις τους ομόφυλους τους Ρώσους ‒ήταν και εκείνοι Σλάβοι‒, «έστησαν» ένα ισχυρό δίκτυο προπαγάνδας στην περιοχή.

                Η αρχή είχε γίνει το 1870 με την απόσχιση των Βουλγάρων από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την αναγνώριση ανεξάρτητης βουλγαρικής εκκλησίας (της «Εξαρχίας»), δύο χρόνια αργότερα, το 1872. Με κέντρο, λοιπόν, τη βουλγαρική «Εξαρχία», βούλγαροι αντάρτες εισέβαλλαν στα ελληνικά χωριά της Μακεδονίας, με σκοπό να εξαναγκάσουν τους κατοίκους τους να απομακρυνθούν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να δηλώσουν υποταγή στη βουλγαρική «Εξαρχία». Έτσι οι κάτοικοι στα χωριά της Μακεδονίας διακρίθηκαν σε «πατριαρχικούς» που παρέμειναν πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και ήταν ελληνικής συνείδησης και σε «εξαρχικούς» που είχαν προσηλυτιστεί από τη βουλγαρική προπαγάνδα στην «Εξαρχία» και ήταν βουλγαρικής συνείδησης.

                Μέσω της προσέλκυσης, λοιπόν, των Ελλήνων ορθοδόξων στη βουλγαρική εκκλησία, την «Εξαρχία», οι Βούλγαροι αποσκοπούσαν να μεταβάλουν σταδιακά και την ελληνική τους συνείδηση. Τη σκοπιμότητα αυτή εξυπηρετούσαν άλλωστε και οι εκκλήσεις τους προς την τουρκική εξουσία, όπου αυτό ήταν εφικτό, να διεξάγεται η λατρεία στη σλαβική γλώσσα.

                Οι αρχικά «αθώες» προσπάθειες προσεταιρισμού των Ελλήνων κατοίκων της Μακεδονίας στη βουλγαρική «Εξαρχία» με τον καιρό ‒και κυρίως στη στροφή του 19ου προς τον 20ο αιώνα‒ εκδηλώνονταν με πράξεις ωμής βίας: βιαιοπραγίες σε βάρος Ελλήνων, δολοφονίες ιερέων και απλών ανθρώπων, ατέλειωτο «λουτρό» ελληνικού αίματος. Τα ελληνικά χωριά της Μακεδονίας είχαν μετατραπεί σε θέατρο άσκησης ωμής βίας.

                Μπροστά στις απροκάλυπτες βουλγαρικές προκλήσεις η αντίδραση του ισχυρότατου ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας ήταν άμεση. Οι Έλληνες πήραν στα χέρια τους την κατάσταση και ξεκίνησαν έναν αμείλικτο αγώνα εναντίον των βουλγάρων κομιτατζήδων για την υπεράσπιση της Μακεδονίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο με επικεφαλής τον φωτισμένο πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ είχε τοποθετήσει σημαντικούς ιεράρχες στις διάφορες περιοχές της Μακεδονίας, για να διατηρήσουν ακμαίο το ελληνικό φρόνημα των κατοίκων που δοκιμαζόταν. Ανάμεσά τους διακρίνονται οι μορφές του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, του μητροπολίτη Δράμας και μετέπειτα εθνομάρτυρα Σμύρνης Χρυσοστόμου (Καλαφάτη), του μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού και Κορυτσάς Φωτίου.

                Το ελεύθερο ελληνικό κράτος, ωστόσο, βυθισμένο στη δίνη των εθνικών και οικονομικών του προβλημάτων, στην πρώτη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1870-1904) έδειχνε μάλλον διστακτικό να αναλάβει την αποστολή οργανωμένων ανταρτικών σωμάτων στην περιοχή της Μακεδονίας. Ίσως και να μην είχε συνειδητοποιήσει ακόμη το πραγματικό νόημα της φράσης του Ίωνα Δραγούμη πως «αν σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει».

                Ακόμη και να μην είχε συμβεί αυτό, το ελληνικό κράτος έβγαινε λαβωμένο από τη χρεοκοπία του 1893, με πληγωμένο το ηθικό του από τη βαριά ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, βαρυγκωμώντας να σταθεί στα πόδια του από την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (Δ.Ο.Ε.) το 1898.

                Κατά συνέπεια, ρεαλιστικά, η άμυνα του ελληνισμού στα πρώτα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, λόγω απουσίας πόρων και σχεδίου από τις ελληνικές κυβερνήσεις, βασίστηκε στο σθένος και την αυταπάρνηση των κατοίκων της περιοχής και στην παλικαριά μεμονωμένων αγωνιστών-ηρώων, που έσπευδαν από διάφορα μέρη της Ελλάδας ‒κυρίως από την Κρήτη και τη Μάνη‒ να προασπίσουν τα δίκαια του ελληνισμού στη Μακεδονία.

                Ανάμεσά τους ξεχώριζε η προσωπικότητα του Παύλου Μελά. Φέρελπις αξιωματικός του πυροβολικού, ευπατρίδης, γόνος πλούσιας και σημαντικής οικογένειας των Αθηνών, τάχτηκε από την αρχή στην υπηρεσία της πατρίδας. Χωρίς να λογαριάζει το θάνατο και εγκαταλείποντας τις ανέσεις της αστικής του ζωής στην πρωτεύουσα, πέρασε τα σύνορα από τα υψώματα της Μελούνας κοντά στον Τύρναβο και εισήλθε τρεις φορές εντός του έτους 1904 στη σπαρασσόμενη γη της Μακεδονίας.

                Αρχηγός ο ίδιος αντάρτικου σώματος αποτελούμενου από σκληροτράχηλους πολεμιστές. Ανάμεσά τους ο Ιωάννης Καραβίτης και ο Ευθύμιος Καούδης από τα Σφακιά της Κρήτης και ο μεσήλικας συντοπίτης τους Ανδρουλής (Ανδρέας) Δικωνυμάκης θαύμαζαν την ανδρεία του αρχηγού τους και αψηφούσαν όπως και κείνος το θάνατο. Οι καταγραφές τους στα σωζόμενα Ημερολόγια και Απομνημονεύματά τους φανερώνουν το μεγαλείο της ψυχής: εικοσάχρονα παιδιά, ασυμβίβαστα και άτρωτα, έπαιζαν καθημερινά κρυφτό με το θάνατο και τον περιγελούσαν.   

                Η θυσία του Παύλου Μελά στις 13 Οκτωβρίου 1904 από σφαίρα τούρκου στρατιώτη που προοριζόταν για τον αρχικομιτατζή Μήτρο Βλάχο στο χωριό Στάτιστα της Καστοριάς ενέταξε τον Μελά στο πάνθεον των ηρώων της Ιστορίας, αναφορικά δε με την έκβαση του Αγώνα αφύπνισε συνειδήσεις και κινητοποίησε την πολιτική ηγεσία του ελεύθερου ελληνικού βασιλείου.

                Έτσι, οργανωμένα πια, το ελληνικό κράτος άρχισε να εξοπλίζει και να στέλνει εκστρατευτικά σώματα που περνούσαν τα σύνορα «κάτω από τη μύτη των Τούρκων» και έσπευδαν να πολεμήσουν στη Μακεδονία. Η τοποθέτηση του Λάμπρου Κορομηλά στη θέση του προξένου της ελεύθερης Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος στην πραγματικότητα λειτουργούσε ως οργανωτής του Μακεδονικού Αγώνα διοχετεύοντας και κατευθύνοντας μυστικά ελληνικά τμήματα σε διάφορες περιοχές της Μακεδονίας, συνέβαλε ουσιαστικά στην ευνοϊκή έκβαση του Αγώνα.

                Ποτέ δεν βρίσκονταν παραπάνω από δύο χιλιάδες Έλληνες ένοπλοι· πίσω τους όμως δούλευαν χιλιάδες Έλληνες σε πολιτικές υπηρεσίες, που έδιναν στις ανταρτοομάδες αυτές τη δυνατότητα να δράσουν. Επρόκειτο για ένα καλά οργανωμένο δίκτυο από πληροφοριοδότες, πολίτες που φρόντιζαν για τη μεταφορά των όπλων, των τροφίμων και των πυρομαχικών, που μετέφεραν μηνύματα κτλ. Η οργάνωση δούλευε μυστικά και αθόρυβα….   

                Ο αγώνας διεξαγόταν με ολοένα και αυξανόμενη ένταση. Στη λίμνη των Γιαννιτσών ‒σύμφωνα και με τη μαρτυρία της Πηνελόπης Δέλτα στα «Μυστικά του Βάλτου»– οι έλληνες ήρωες του βάλτου βρίσκονταν διαρκώς αντιμέτωποι με τις παγίδες που τους έστηναν οι κομιτατζήδες. Ο έλεγχος της λίμνης των Γιαννιτσών και λόγω των οικονομικών προσόδων που θα απέφερε στην πλευρά που θα τον επιτύγχανε ήταν μεγάλης σημασίας για την κατάληξη του Μακεδονικού Αγώνα.

                Στο βάλτο των Γιαννιτσών, ξεπερνώντας σε αρκετές περιπτώσεις ακόμη και την ανθρώπινη φύση τους, αναδείχτηκαν σε σημαντικές μορφές του Αγώνα ο Τέλος Άγρας (ψευδώνυμο του Τέλου Αγαπηνού από τους Γαργαλιάνους της Μεσσηνίας), ο Γκόνος Γιώτας, ο επονομαζόμενος και «στοιχειό του Βάλτου» για τις αιφνιδιαστικές και απροσδόκητες εμφανίσεις του μπροστά στους κομιτατζήδες, ο καπετάν Νικηφόρος (ψευδώνυμο του υποπλοίαρχου Ιωάννη Δεμέστιχα), ο Βασίλειος Σταυρόπουλος (καπετάν Κόρακας), ο Παναγιώτης Παπατζανετέας από τη Μάνη και αρκετοί άλλοι.

                Σκληρές μάχες που διεξάγονταν σε ορεινές κυρίως περιοχές ανέδειξαν πλειάδα ηρώων. Απαριθμούμε τα ονόματα κάποιων μόνο από αυτούς: του καπετάν Κώτα από τα Ρούλια (σημερινό όνομα Κώτας) των ορεινών Κορεστίων στην Καστοριά, του καπετάν Ρούβα (κατά κόσμον) Γεώργιου Κατεχάκη, του Γεώργιου Τσόντου (καπετάν Βάρδα), του καπετάν Γεώργιου Δικώνυμου-Μακρή, του πηλιορείτη Κώστα Γαρέφη, του Παύλου Γύπαρη, του Γεώργιου Βολάνη, του καπετάν Βαγγέλη Στρεμπενιώτη από τα Ασπρόγεια Φλώρινας, του Λάκη Πύρζα από τη Φλώρινα, των αδελφών Γκόνου, Λάζου, Μήτρου και Τράιου Δουγιάμα με καταγωγή από την Καστανερή του Πάικου στην περιοχή του Κιλκίς. Πολλοί από αυτούς, παρότι σλαβόφωνοι, ήταν σφριγηλοί Έλληνες στην καρδιά και στην ψυχή, και πολεμούσαν με πάθος για τα ελληνικά ιδεώδη.

                Ο Μακεδονικός Αγώνας υπήρξε στην πραγματικότητα ένας ανορθόδοξος πόλεμος χωρίς καθορισμένη μορφή μετώπου και αντιπαρατασσόμενα στρατεύματα. Η ωμή βία και οι τακτικοί αιφνιδιασμοί και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές κυριαρχούσαν. Οι αντίπαλοι κινητοποίησαν στο πεδίο του ανταγωνισμού τους όλα τα διαθέσιμα όπλα, θεμιτά και αθέμιτα. Δεν διαγκωνίζονταν με σκληρότητα για την κατάκτηση και προσάρτηση των εδαφών της Μακεδονίας. Αμφότεροι γνώριζαν ότι κατά την περίοδο της σύγκρουσης η Μακεδονία αποτελούσε οθωμανική επικράτεια. Αυτό που διεκδικούσαν ήταν η κατοχύρωση δικαιωμάτων –τρόπον τινά τίτλων εδαφικής κυριότητας– στην περιοχή, ώστε να νομιμοποιηθούν στη συνέχεια να την εντάξουν στα όρια των εθνικών τους κρατών, καθώς τα σημάδια αποσύνθεσης πάνω στο σώμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν έκδηλα και η περιοχή της Μακεδονίας προσδοκούσαν ότι γρήγορα θα άλλαζε χέρια.

                Το ελληνικό κράτος αντιλήφθηκε –έστω και αργά– τη σημασία της Μακεδονίας και τις επιπτώσεις που θα είχε ενδεχόμενη απώλειά της για τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις αλλά και για την ίδια την υπόσταση του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Το μέγεθος των δυσκολιών με τις οποίες αναμετρήθηκαν οι αγωνιστές που έσπευδαν στη μακεδονική γη από την ελεύθερη Ελλάδα γίνεται κατανοητό από τις γλαφυρές περιγραφές των ίδιων.

                Για παράδειγμα, ο Βασίλειος Σταυρόπουλος (καπετάν Κόρακας), που έδρασε στο Βάλτο των Γιαννιτσών, καταμαρτυρούσε ότι τα κουνούπια της λίμνης ήταν σαν χελιδόνια, τα νερά της καταπράσινα, γεμάτα βδέλλες και νεροφίδες. Πόσιμο νερό δεν υπήρχε και για να μην αναγκάζονται να μετακινηθούν μακριά από το Βάλτο για να το εξασφαλίσουν, έπιναν αυτό το ίδιο το νερό της λίμνης, αφού πρώτα το περνούσαν μέσα από τα μαντήλια τους.

                Οι κακουχίες τους ήταν καθημερινές, καθώς τα εκστρατευτικά σώματα έπρεπε να μετακινούνται νύχτα για να μην γίνονται αντιληπτές οι κινήσεις τους από τους κομιτατζήδες. Διαρκώς αποκαμωμένοι από την έλλειψη του ύπνου, καθώς την ημέρα τους ήταν αδύνατο να κοιμηθούν, περιδιάβαιναν στα σκληρά εδάφη της Μακεδονίας, πολλές φορές υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες, επιδιώκοντας να στήσουν ενέδρες στον εχθρό και από την άλλη πλευρά προσπαθώντας να αποφύγουν οι ίδιοι να πέσουν θύματα της πανουργίας και της δολιότητας των κομιτατζήδων.

                Δεν τους έμενε καμιά άλλη επιλογή. Ο στόχος τους ήταν ξεκάθαρος. Τα χωριά της Μακεδονίας έπρεπε να παραμείνουν πατριαρχικά, η δύναμη της «Εξαρχίας» να περιοριστεί. Και όλα αυτά έπρεπε να συμβούν ακόμη και εάν ο Κρητικός αγωνιστής Ιωάννης Καλογερής (Καλογεράκης), που ανήκε στο σώμα του Ευθύμιου Καούδη, εκτίνασσε στον ήλιο το πουκάμισό του και σκότωνε εκατόν δέκα ψείρες, όπως ομολογούσε χωρίς ίχνος υπερβολής στο ημερολόγιό του ο Καούδης.       

                 Η διατήρηση της ελληνικότητας των κατοίκων της Μακεδονίας απέναντι στη βουλγαρική απειλή των κομιτατζήδων ήταν το διακύβευμα των μακεδονομάχων, των ντόπιων αλλά και των αξιωματικών και οπλιτών που κατέφθασαν στη Μακεδονία από την ελεύθερη Ελλάδα. Η ελληνική συνείδηση των κατοίκων της Μακεδονίας έπρεπε να διατηρηθεί αλώβητη, η ελληνική γλώσσα η επικρατέστερη, τα σχολεία και οι εκκλησίες να παραμείνουν ελληνικές. Ενδεχόμενος εκβουλγαρισμός της Μακεδονίας θα οδηγούσε σταδιακά στη βίαιη αποκοπή της ιστορικής πατρίδας του Φιλίππου Β΄ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τον εθνικό κορμό. Ο αγώνας έπρεπε να κερδηθεί με κάθε τρόπο.

                Ήταν άλλωστε γνωστές στην ελληνική κυβέρνηση οι μεθοδεύσεις της άλλης πλευράς. Αν εξαιρέσει κανείς την ωμή βία που χαρακτήριζε αναμφίβολα τις ενέργειες και των δύο αντιπάλων κατά τη διεξαγωγή του πολέμου, ασφαλώς δε διέλαβε των ιθυνόντων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ούτε ο πραξικοπηματικός τρόπος που η ανεξάρτητη ηγεμονία Ανατολική Ρωμυλία ενσωματώθηκε το 1885 στα όρια του βουλγαρικού κράτους ούτε οι καταστροφές που προκλήθηκαν στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας από τη βουλγαρική εξέγερση του Ίλιντεν (1903), η οποία υποκινήθηκε με το σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες».

                Στην πραγματικότητα αυτό που επιδίωκαν οι Βούλγαροι με την εξέγερση του Ίλιντεν (:Προφήτη Ηλία) ήταν η ενσωμάτωση της Μακεδονίας στα όρια της Βουλγαρικής Ηγεμονίας. Οι κάτοικοι του ελληνικώτατου Κρουσόβου πλήρωσαν με το αίμα τους τις διαθέσεις των Βουλγάρων. Αντίθετα, οι νόμιμες τουρκικές αρχές κώφευαν μπροστά στα στυγερά εγκλήματα των Βουλγάρων κλείνοντάς τους με τρόπο το μάτι ώστε η αγριότητά τους να ξεσπάσει εξολοκλήρου πάνω στις ζωές και τις περιουσίες των Ελλήνων.    

                Ανατρέποντας, λοιπόν, τους συσχετισμούς που στην αρχή του Αγώνα ευνοούσαν αναφανδόν τους Βουλγάρους, παλικάρια από την Κρήτη, τη Μάνη αλλά και άλλες γωνιές του ελλαδικού χώρου, ελεύθερες ή αλύτρωτες, ένωσαν την ορμή και τη φιλοπατρία τους με τους ντόπιους μακεδονομάχους και κατάφεραν να διατηρήσουν ελληνικό το φρόνημα των κατοίκων της Μακεδονίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι άνδρες αυτοί, συνεχιστές του κλεφταρματολικού βίου των ηρώων της Επανάστασης του 1821, όπως αναδύεται μέσα από τις δικές τους αφηγήσεις, πολλές φορές ήλθαν αντιμέτωποι και με την τουρκική εξουσία που συχνά φερόταν «επιλεκτικά» απέναντι στους υπηκόους της στη Μακεδονία.

                Ο αγώνας και η θυσία των μακεδονομάχων που μετουσίωσαν σε πράξη την προτροπή του «εθναπόστολου του Μακεδονικού Αγώνα» Ίωνα Δραγούμη «μας φτάνουν πια οι μάρτυρες, χρειάζονται τώρα ήρωες» ας καθοδηγεί τους σύγχρονους Έλληνες στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και παράδοσης.

                Σε κάθε περίπτωση, η φράση αυτή του γυναικάδελφου του Παύλου Μελά Ίωνα Δραγούμη «φωτίζει» τη μορφή του ήρωα Μελά μέσα στην κλέφτικη μακεδονίτικη φορεσιά του, τον ντουλαμά, έτσι όπως φωτογραφήθηκε την τελευταία φορά λίγο πριν εισέλθει στην αλύτρωτη χώρα έχοντας στο πλάι τη σύζυγο του Ναταλία και τα παιδιά του Μίκη και Ζωή. Δεν θα τους ξαναέβλεπε ποτέ πια. Το άγιο χώμα της Μακεδονίας σκέπασε το κορμί του…

 

Βασίλης Πλατής,

Φιλόλογος-Δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ., Μουσικό Σχολείο Γιαννιτσών Πέλλας


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής