breaking news Νέο

Προσφυγικά αφηγήματα

  • Προσφυγικά αφηγήματα
  • Προσφυγικά αφηγήματα

Η στήλη αυτή έχει ως σκοπό της να διατηρήσει και να επαναφέρει στη μνήμη μας όλα αυτά, που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από τη ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος, τη μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε, καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά, η οποία πλέον έχει εκλείψει και εμείς, που αποτελούμε τη συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την τραγική ιστορία της.

 

Ντουμπαρατζής Σταύρος

Απολλωνιάδα

 

Γεννήθηκα στην Απολλωνιάδα ανήμερα του Σταυρού, τον Σεπτέμβρη του 1914.

Όταν έγινε ο ξεριζωμός ήμουν οκτώ χρονών.. Θυμάμαι όταν θα μας σήκωναν από την

πατρίδα, εμείς τα παιδιά χαιρόμασταν γιατί θα φεύγαμε και θα πηγαίναμε βόλτα.

Τόσο μας έκοφτε!!

Η Απολλωνιάδα είναι το χωριό που γεννήθηκα και θα μπορούσα ώρες πολλές να

σε μιλάω γι΄αυτήν. Με έρχονται στο νου από τα παιδικά μου χρόνια θύμησες

που δεν τις ξεχνώ ίσαμε τα τώρα. Το 1982 με αξίωσε ο θεός και πήγα στην

Απολλωνιάδα μαζί με άλλους συμπατριώτες.

 

Το λεωφορείο μας άφησε λίγο έξω από την γέφυρα, δίπλα στο μεγάλο πλατάνι.

Το πλατάνι ύστερα από τόσα χρόνια ήταν όπως παλιά, με τα κλωνάρια του που

έφταναν θαρρείς ως τον ουρανό.

 

Και ο κορμός του τόσο μεγάλος που τον αγκάλιαζαν δέκα και παραπάνω

νοματοί. Δεν άντεξα άφησα τους συνταξιδιώτες πίσω μου και διάβηκα τη

τσιμεντένια γέφυρα που βγάζει στη πλατεία με τους καφενέδες. Στα χρόνια τα

δικά μας η γέφυρα ήταν ξύλινη και όταν φούσκωνε η λίμνη πλημύριζε και καμιά

φορά την γκρέμιζε κιόλας. Το μέσα χωριό είναι σε χερσόνησο και γύρω γύρω

είχε κάστρα.

 

Πολλά σπίτια στην άκρη του γιαλού είχαν για θεμέλια μεγάλες τετράγωνες

πέτρες από τα μισογκρεμισμένα κάστρα. Ο γιαλός περικυκλώνει το χωριό και

πολλά σπίτια πατούσανε με πασσάλους μπηγμένους μέσα στο νερό. Τράβηξα τον

ανήφορο να πάω να βρω το σπίτι μας να βρω την εκκλησιά του ΄Αη Γιώργη, να

βρω την αλάνα που έπαιζα μικρός. Είχα μια λαχτάρα μπάς και δε βρω το σπίτι

μας.

 

Το βρήκα !! και ήταν όπως το αφήσαμε, όπως και άλλα σπίτια συγχωριανών

μας. Ο τούρκος ο νέος νοικοκύρης τώρα πια, με καλοδέχτηκε και με πρότεινε

να μπω μέσα στο σπίτι μας. Δεν μπήκα δίστασα!! Δεν ξέρω γιατί. Παραδίπλα

στη θέση που ήταν η εκκλησιά του Αη Γιώργη έχτισαν το σχολείο του χωριού.

Ποιο κάτω το τζαμί ήταν όπως το θυμάμαι, γιατί γύρω γύρω στις κόχες του

εμείς τα παιδιά παίζαμε  τα παιχνίδια μας.

 

Κατηφόρησα κατά τον γυαλό που ήταν το λουτρό. Εκεί μας πήγαινε η μάνα μου

για να μας λούσει γιατί είχε ζεστό νερό, και ακόμα εκεί λούζονταν οι νύφες

πριν από τον γάμο. Και μια που ανάφερα τον γάμο αξίζει να σε πω πως

γίνονταν ο γάμος στην Απολλωνιάδα.

 

Η γνωριμία του ζευγαριού γίνονταν με προξενιό, και οι γονείς των δυο

οικογενειών όριζαν τον γάμο την εποχή που δεν θα είχαν ασχολίες με τα

κουκούλια. Τα κουκούλια και η ψαρική ήταν οι καθημερινές δουλειές τους.

 

Την εβδομάδα του γάμου στα σπίτια του γαμπρού και της νύφης είχαν

ετοιμασίες για την χαρά, όπως έλεγαν τον γάμο.

 

Στο σπίτι της νύφης κρεμούσαν την προίκα στα  παλουκούδια. Αυτά ήταν

σχοινιά που στην κάθε άκρη τους είχαν δεμένο από ένα καρφί.

 

Τα παλουκούδια τα έστελνε ο γαμπρός στο σπίτι της νύφης τις παραμονές του

γάμου. Τα καλέσματα του γάμου γίνονταν για τους κοντινούς συγγενείς με ένα

κομμάτι πρωτόψωμο και ένα κερί. Τους υπόλοιπους τους καλούσαν μόνο με ένα

κερί.*

 

Το Σαββάτο, αφού η νύφη και ο γαμπρός έπαιρναν το μπάνιο τους στο λουτρό ο

κάθε ένας ξεχωριστά, στο σπίτι της νύφης ήταν μαζεμένοι συγγενείς όπου η

νύφη έπρεπε όπως ήταν το έθιμο να τραγουδήσει.

 

Ανάλογα με το πόσο χαρούμενη ήταν η νύφη έλεγε και το κατάλληλο τραγούδι.

Αν ήταν λυπημένη οι καλεσμένοι το καταλάβαιναν από το λυπητερό τραγούδι που

άκουγαν από αυτήν.

 

Να σε πω και για το Ζιαφέτι. Το ζιαφέτι ήταν μια αφορμή διασκέδασης για τα

τις νέες κοπέλες που μαζεύονταν κάθε φόρα σε διάφορα σπίτια και γλεντούσαν

με τραγούδια και χορούς. Η κάθε μια από τις κοπέλες έφερνε από το σπίτι της

ότι είχε., άλλη έφερνε καρύδια, άλλη αλεύρι, ζάχαρη, πετμέζι κ λ π.

 

Εκεί έφτιαχναν γλυκά, μπουρεκλίκια, μουστοκούλικα, ζερντέδες, λαλάγγες,

και το γλέντι κρατούσε ώρες πολλές.

 

Την ώρα που έβλεπα τον γιαλό θυμήθηκα που με έστελνε η μάνα μου να κουβαλώ

με την μπακίρα νερό για να πιούμε και για την λάτρα του σπιτιού. Ξεχνιόμουν

εγώ,  και κολυμπούσα στην λίμνη.

 

Καμιά φορά χάζευα τους ψαράδες που ξεψάριζαν τα δίχτυα φορτωμένα με

γριβάδια, τούρνες, γουλιανοί, τσαπακούδια, και διάφορα ασπρόψαρα!!

 

Σαν τώρα θυμάμαι την ημέρα των Φώτων που γίνονταν ο Αγιασμός της λίμνης

και πετούσε ο παπάς τον Σταυρό στα νερά της. Κρατούσα με καμάρι το κερούδι;

που με έφερε η νονά μου από βραδίς.

 

Την παραμονή η κάθε νονά έφερνε το βαφτιστήρι της το κερούδι, που επάνω

του ήταν περασμένα φρούτα, ζαχαρωτά, και σύκα αποξηραμένα. Ανάβαμε το κερί και όταν

έφτανε η φλόγα στη λιχουδιά την τρώγαμε.

 

Πόσες θύμησες αλήθεια δεν με ήρθανε στο νου!!

 

Η λίμνη μπροστά μου με τα πολλά νησάκια όπως του Αϊ Θόδωρου που είχε

μοναστήρι, και του Αγίου Κωνσταντίνου που γίνονταν μεγάλο πανηγύρι τον Μάη μήνα. Από την άλλη μεριά αντίκρυ τα απέναντι χωριά, από όπου κουβαλούσαν οι Απολλωνιαδίτες με τα

καΐκια τους τα μουρόφυλλα για θρέφουν τα κουκούλα τους.

 

Τα σπίτια διώροφα και τριώροφα στα απάνω πατώματα έστρωναν τις κρεβατιές

όπου άπλωναν τα μουρόφυλλα για να τρώνε τα σκουλήκια και να γίνουνε

κουκούλια. Στα κάτω πατώματα τα είχαν για να κοιμούνται.

 

Χαμένος στα σοκάκια του χωριού και στις σκέψης μου δεν κατάλαβα πότε

πέρασαν οι ώρες.

 

Ένα άγριο κορνάρισμα του λεωφορείου με επανέφερε στον πραγματικό χρόνο.

Έτρεξα με την ψυχή στο στόμα να το προλάβω παρά λίγο θα έμνεισκα εκεί. Όχι ότι δεν

θα με άρεζε αλλά με τι τρόπο θα έφευγα απ’ εκεί σκέφτηκα.

 

Ανέβηκα τελευταίος στο λεωφορείο με τον οδηγό να μουρμουρίζει που άργησα.

Βυθίστηκα στη θέση μου και με τη σκέψη μου αφημένη πίσω στη πατρίδα, με ήρθε στο

στόμα το τραγούδι  Έχε γεια καημένη Απολλλωνιά δεν το πιστεύω ν΄αρθώ πια.

 

Το λεωφορείο έτρεχε τον γυρισμό για την Ελλάδα και γώ πάσκιζα να σκεφτώ

ποιο δρόμο διαβήκαμε οι χωριανοί και οι γονείς μου τον καιρό του διωγμού.

Οι γονείς μου Παναγιώτης και Στρατία, ο παππούς μου Δημήτρης η γιαγιά μου

Δέσποινα η αδερφή μου η Ζωήτσα η άλλη αδερφή μου η Δέσποινα και η μικρή

Κρυστάλλω.

 

Απ’ ‘ότι με έλεγε η μάνα μου με ένα βαπόρι μας πήγαν στην Καλλόλιμνο και

από εκεί στη Συλλιβριά. Ύστερα μας κατέβασαν στο λιμάνι της Σαλονίκης. Μας

έβαλαν σε καραντίνα για να μας απολυμάνουν, και αργότερα μας πήγαν στη

περιοχή του Λεμπέτ στην Σταυρούπολη. Εκεί βολευτήκαμε μαζί με άλλους

πρόσφυγες σε μεγάλες αποθήκες ΤΟΛ του Γαλλικού στρατού.

 

Χωρίσαμε ένα μέρος με κουρελούδες όπως κάθε οικογένεια και κοιμόμασταν

καταγής. Για να ζεσταθούμε τον χειμώνα είχαμε ένα μικρό μαγκάλι που το

ανάβαμε με σκόνη κάρβουνο. Εγώ πήγαινα κάθε μέρα στο σταθμό του τρένου που

ήταν κάμποσο μακριά και ανάμεσα από τις ράγες μάζευα με τις χούφτες μου την

σκόνη που έπεφτε από τα τρένα.

 

Αυτή την βρέχαμε την πλάθαμε την κάναμε πίτες και τις καίγαμε. Οι

αρρώστιες τότε ήτανε πολλές και ο ερυθρός σταυρός μας μοίραζε κάτι χάπια

που τα έλεγαν κινίνα.

 

Οι χωριανοί εδώ τώρα έψαχναν έναν τόπο που να μοιάζει την πατρίδα. Πολλοί

τράβηξαν για τα μπεσίκια στο Λαγκαδά σήμερα τα λένε Βόλβη. Όμως το κλήμα

δεν μας σήκωσε και φύγαμε αφού εκεί θάψαμε τον παππού και την γιαγιά μου.

 

Γυρίσαμε πάλι στη Σαλονίκη. Η αδερφή μου η Δέσποινα επτά χρονών δεν άντεξε

τον πυρετό και πέθανε. Την θάψαμε στα μνήματα της Αγίας Παρασκευής.

 

Ο πατέρας μου ήταν τσαγκάρης ακόμα από την πατρίδα. Είχε ένα κασελάκι της

τσαγκαρικής και μερεμέτιζε παπούτσια σε μια γωνιά στην πλατεία του Βαρδάρη.

 

Η μάνα μου στην πατρίδα ήταν μποξατζού. Ύφαινε και πουλούσε μεταξωτά στο

Μιχαλίτσι και την Προύσα.

 

Εδώ? νε κουκούλια νε μεταξωτά.

 

Αφού πέρασαν δυό χρόνια φύγαμε απ’ τη Σαλονίκη φύγαμε και ήρθαμε εδώ στο

χωριό Κότσανα, που το είπανε ύστερα Περαία. Είναι σε υψόμετρο, είχε λίμνη

και καθαρό αέρα. Δεν πέρασαν εφτά χρόνια πέθανε ο πατέρας μου κι απόμεινα

ορφανός, με όλη τη φαμίλια απάνω μου. Πέντε εμείς τα παιδιά και μια η μάνα

μου.

 

Από γεωργική δεν χαμπάριαζε  κανείς από εμάς τους Απολλωνιαδίτες και

δυσκολευτήκαμε, αλλά το συνηθίσαμε. Δουλέψαμε σκληρά και επιβιώσαμε, αλλά

πάντα στην μνήμη μου ήταν χαραγμένη η αγαπημένη μας Απολλωνιάδα.


ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΝΤΟΥΜΠΑΡΑΤΖΗ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής