breaking news Νέο

Μικρασιάτικα ενθυμήματα

  • Μικρασιάτικα ενθυμήματα
  • Μικρασιάτικα ενθυμήματα
  • Μικρασιάτικα ενθυμήματα
  • Μικρασιάτικα ενθυμήματα

Το πόνημα  αυτό έχει ως σκοπό να διατηρήσει και να επαναφέρει στην μνήμη μας, όλα αυτά που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από την ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος την μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά η οποία πλέον έχει εκλείψει, και εμείς, που αποτελούμε την συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την  τραγική ιστορία της.

Αυτή είναι η ιστορία μου

 

Το όνομά μου είναι Σταύρος Χουλουϊλίδης και γεννήθηκα το 1914 στο χωριό Καρά Πελίτ του Ατάπαζαρ. Καράπελιτ στην Τουρκική γλώσσα σημαίνει μαύρη βελανιδιά. Το χωριό πήρε το όνομά του  από τις πολλές βελανιδιές που βρίσκονταν στα γύρω δάση.

Είναι  κτισμένο σε υψόμετρο 300 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, απέχει 78 χιλιόμετρα από την Νικομήδεια,44 χιλιόμετρα από το Ατάπαζαρ, 2 χιλιόμετρα από το  Κεστανέ Πινάρ και 3 χιλιόμετρα από το Τσομπάν Γιατάκ.

Το Καράπελιτ  πριν την Μικρασιατική Καταστροφή  είχε 75 σπίτια  με 499 κατοίκους. Οι πρώτες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν σε αυτό ήταν οι Μουράτογλου που ήρθαν από το Ντερένταμον της Ορντού.

Ήταν φτωχό το χωριό μας και πολλοί από τους κατοίκους του έκαναν συμμορίες και έκλεβαν τα τούρκικα και Ελληνικά χωριά. Οι επικεφαλείς των συμμοριών αυτών λέγονταν Τσουλτσιδαίοι. Μια φορά, κατά την διάρκεια μιας επιδρομής τους,  σκότωσαν έναν ελληνόφιλο τούρκο, τον Εμίτ Εφέντη.

Τους βοήθησε και ένας ανιψιός του ο οποίος ήθελε τον θάνατο του θείου του για να τον κληρονομήσει.  Κατά την συμπλοκή  οι σωματοφύλακες του  σκότωσαν έναν Έλληνα και οι υπόλοιποι για να μη προδοθούν, του απέκοψαν το κεφάλι και το πήραν μαζί τους, μαζί με πολλά χρήματα και χρυσές λίρες.

 Με την λήξη του  Α΄Παγκοσμίου πολέμου οι Τσέτες   άρχισαν να εμφανίζονται στην περιοχή μας καταδιώκοντας τους Έλληνες και λεηλατώντας τα χωριά τους.

Πρώτο από όλα τα 14 χωριά δέχθηκε επιθέσεις το δικό μας χωριό, το Καρά Πελίτ. Αιχματώτισαν κάποιους χωριανούς μας, τους έβαλαν σε μια βάρκα και τους πήγαν στην θάλασσσα με σκοπό να τους πνίξουν.

Οι αιχμαλωτισμένοι έκλαιγαν και ζητούσαν βοήθεια. Μία γυναίκα πέταξε πέτρες στον ουρανό και έβριζε τον θεό των Τούρκων για το κακό που τους βρήκε. Τότε ακούστηκαν πυροβολισμοί από τα γύρω δάση, φοβήθηκαν οι Τούρκοι  και το έβαλαν στα πόδια. Έτσι γλύτωσαν οι χωριανοί μας από βέβαιο  θάνατο.

Άλλους, μαζί και την οικογένειά μου, μας πήγαν στο Ίντζιρλη, σημερινή Καράσου όπου ήταν τα μητρώα μας, μας έκλεισαν σε ένα σχολείο και μας εγκατέλειψαν.

Για να επιβιώσουμε  ζητιανεύαμε για ένα κομάτι ψωμί στα διπλανά Τούρκικα σπίτια. Μια μέρα ήρθε κοντά μας ένα κοριτσάκι της ηλικίας μου, με πήρε από το χέρι και με πήγε στο σπίτι της, όπου η μάνα της μου έδωσε να φάω.

Μια άλλη φορά ήρθε πάλι κρατώντας στο χέρι της φρέσκα σύκα και με αναζήτησε για να με πάρει στο σπίτι της, αλλά η μάνα μου φοβήθηκε ότι θα με κρατούσαν μαζί τους και με έκρυψε λέγοντας ότι είχα πάει κάππου για δουλειές.

Εν τω μεταξύ τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν περισσότερο και ένα βράδυ, όλοι μαζί φύγαμε από το Ίντζιρλι και φθάσαμε στον Σαγκάριο ποταμό για να περάσουμε απέναντι και να φθάσουμε στην ελεύθερη Νικομήδεια.

Εμάς τα παιδιά μας τοποθετούσαν 4-5 μαζί πάνω σε τάβλες για να περάσουμε απέναντι. Ανάψαμε φωτιές και ετοιμαζόμασταν να φάμε όταν ακούσαμε τουφεκιές και καλπασμούς αλόγων.

Αμέσως τα εγκαταλείψαμε όλα και όπου φύγει-φύγει.

Με την βοήθεια του Καπετάν Βαγγέλη και των Τσερκέζων, αφού περάσαμε τον Σαγγάριο πήγαμε στο χωριό Τσονάρχανα της Νικομήδειας  όπου υπήρχαν στρατόπεδα Άγγλωνν, Γάλλων και δικών μας Ελλήνων.

Πηγαίναμε στον στρατώνα, πλύναμε τις καραβάνες των στρατιωτών  αφού πρώτα τρώγαμε τα απομεινάρια που έμεναν εκεί μέσα.

Ακόμη  έρχεται στην μύτη μου η μυρωδιά των ψαριών που έψηναν πάνω στην θράκα.

Από την Νικομήδεια πήραμε το καράβι που μας πήγε στην Σάμο, σε ένα ξερονήσι την Καριόλα και από εκεί στην Καλαμάτα όπου μείναμε αρκετό καιρό σε σκηνές και κατόπιν σε μία άλλη περιοχή που την έλεγαν Αγία Τριάδα.

Εκεί γνωριστήκαμε με  μερικούς ανθρώπους όπως τον Φατούρο, την Ρουμόδενα, τον Βιργιώνη και πολλούς άλλους, που μας βοήθησαν και μας συμπαραστάθηκαν πάρα πολύ.

Με καράβι φύγαμε από την Αγία Τριάδα που μας μετέφερε στην Αρετσού, δίπλα στην Καλαμαριά. Τότε ήταν ερημότοπος  γεμάτος καλιέργειες δημητριακών.

Μας πήγαν στο χαμάμ για να μας απολυμάνουν, μας εξέτασαν γιατροί  για να διαπιστώσουν ότι δεν ήμασταν άρρωστοι και μετέπειτα μας πήγαν στο Χαρμάκιοϊ.

Ακόμη θυμάμαι τις καμήλες που μετέφεραν στα τρένα, στις οποίες πετούσαμε φλούδες από φρούτα και τις άρπαζαν να τις φάνε.

Από το Χαρμάνκιοϊ ανεβήκαμε στα τρένα και πήγαμε στην Σκύδρα για μερικές μέρες και κατόπιν στο Αμύνταιο. Παντού μέναμε μέσα σε σκηνές. Φεύγοντας από το Αμύνταιο πήγαμε στην Σκύδρα και κατόπιν στην Κωνσταντία ένα χωριό κοντά στην Αριδαία.

Εκεί συναντήσαμε τους Τούρκους οι οποίοι περίμεναν την Ανταλλαγή για να φύγουν στην Τουρκία. Μέχρι να φύγουν, μέναμε μέσα στο τζαμί. Όταν έφυγαν οι Τούρκοι μπήκαμε στα σπίτια τους, πήραμε και από 14 στρέμματα χωράφια και καταφέραμε να ορθοποδήσουμε.

 

 Αφήγηση Χουλουιλίδης Σταύρος

                  Σταυρός Ημαθίας


Χουλουιλίδης Σταύρος

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής