breaking news Νέο

Προσφυγικά ενθυμήματα

  • Προσφυγικά ενθυμήματα
  • Προσφυγικά ενθυμήματα

Το πόνημα αυτό έχει ως σκοπό να διατηρήσει και να επαναφέρει στη μνήμη μας όλα αυτά, που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από τη ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος τη μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε, καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά, η οποία πλέον έχει εκλείψει και εμείς, που αποτελούμε τη συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την  τραγική ιστορία της.

Τσιμαχίδης Αλέξανδρoς

 

Τον παππού Χαράλαμπο τον βρήκα  στο σπίτι του στο Νησί Ημαθίας.

Ζει μόνος του στο Νησί, ένας λεβέντης παππούς  που οι αρρώστιες τον έχουν καθηλώσει σε μια καρέκλα, από την οποία σηκώνεται με δυσκολία και όταν έχει ανάγκη. Μου είπε ότι είναι 93 ετών αλλά από  αυτά που μου εξιστόρησε κατάλαβα ότι πρέπει να είναι μεγαλύτερος σε ηλικία.

Σηκώθηκε από την καρέκλα του να με υποδεχθεί κρατώντας ένα βοήθημα για να μην  πέσει.

Το σπιτάκι που μένει ήταν πεντακάθαρο διότι πληρώνει μια γυναίκα για να το καθαρίζει.

« Κατ’ αρχάς, κύριε Γιώργο, σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφθείς και να ακούσεις την ιστορία μου.

Εγώ γεννήθηκα το 1919 και σήμερα είμαι 93 ετών. Οι γονείς μου κατάγονταν από το Άκ Ντάγ Μαντέν του Πόντου. Ο πατέρας  μου ήταν μάστορας, δούλευε καλά την πέτρα και ήταν ειδικός στην κατασκευή   πιδάκων σιντριβανιών.

Την εποχή εκείνη υπηρετούσε στον Τουρκικό στρατό, αλλά είχε πάρει άδεια διότι είχε προβλήματα υγείας. Πήγε στο Άκ Ντάγ Μαντέν για να αναρρώσει. Επειδή ήταν άριστος τεχνίτης, το Τουρκικό κράτος του είχε δώσει  μια ειδική άδεια με την οποία είχε τη δυνατότητα να κυκλοφορεί ελεύθερα όπου ήθελε.

Δυστυχώς όμως κάποιος συγγενής του την έκλεψε  και όταν αυτός συνελήφθη από τις αρχές, θεώρησαν ότι του την παρέδωσε οικιοθελώς για να έχει και αυτός τα προνόμια της κάρτας. Για να τον τιμωρήσουν τον έστειλαν εξορία στα Άδανα. Η μάνα μου για να μπορέσει να ζήσει αναγκάστηκε να πάει σε ένα χωριό την Χάϊμανα, που ήταν κοντά στην Άγκυρα.

Κάποτε θέλησαν οι αρχές της Άγκυρας  να χτίσουν ένα σιντριβάνι με πίδακες και ζήτησαν τη βοήθεια του στρατού. Αυτοί απήντησαν ότι υπάρχει ένας άριστος τεχνίτης ο οποίος όμως ήταν εξόριστος στα Άδανα.

Πήγαν τότε καβάλα σε άλογα στην Άδανα και τον έφεραν πίσω. Έπιασε δουλειά ο πατέρας μου  και νοίκιασε σπίτι στην Άγκυρα μέχρι να κτίσει το σιντριβάνι.

Συγχρόνως πήγαινε στην Χάϊμανα και συναντούσε τη μάνα μου με αποτέλεσμα να γεννηθώ εγώ.

Το σπίτι μας στην Άγκυρα ήταν δίπλα σε ένα φυλασσόμενο κτίριο και εγώ συνήθιζα να το σκάω και να πηγαίνω εκεί για να παίξω. Έρχονταν ο φύλακας, ένας καλός και ευγενικός Τούρκος, με έπαιρνε στην αγκαλιά του και με πήγαινε στη μάνα μου που ανησυχούσε.

« Άντε Χαραλάμπη κουζούμ, άντε να πάμε σπίτι».

Καθίσαμε έναν χρόνο στην Χάϊμανα και μετά επήλθε η Μικρασιατική Καταστροφή και το 1924 αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε τις εστίες μας. Στις 20 Μαΐου του 1924 επιβιβαστήκαμε  στα βαγόνια ενός τραίνου και μετά έναν μήνα ζώντας πολλές ταλαιπωρίες φθάσαμε στην Κωνσταντινούπολη και επιβιβαστήκαμε σε πλοία τα οποία μας πήγαν στον Πειραιά.

Στον Πειραιά, αφού μας πέρασαν από κλίβανο, μας έστειλαν στη Νέα Ιωνία όπου μέναμε  για αρκετό καιρό μέσα σε αντίσκηνα.

 Το καθημερινό φαγητό μας ήταν τσάι με ελιές και η αδελφή μου τα έβαζε μέσα στο καρσάν και μας τα μοίραζε. Από τον Πειραιά οδηγηθήκαμε με το τραίνο στη Θεσσαλονίκη.

Ακόμη θυμάμαι τα κάγκελα γύρω-γύρω από τον σιδηροδρομικό σταθμό, ακόμη και σήμερα υπάρχουν.

Μέναμε μέσα σε σκηνές στο Χαρμάνκιοϊ σε τρισάθλιες συνθήκες. Πολλές φορές οι σκηνές έπεφταν από την βροχή και τον αέρα και δυσκόλευαν την επιβίωσή μας.

 Οι χωριανοί μας έκαναν μια επιτροπή για να ψάξουν να βρουν ένα καλό μέρος για εγκατάσταση. Διάλεξαν τη Γουμένισσα του Κιλκίς. Πήραμε το τραίνο και κατεβήκαμε στον σταθμό της Γουμένισσας που πρέπει να ήταν έξω από την πόλη.

Θυμάμαι έβρεχε καταρρακτωδώς  και εμείς προχωρούσαμε μέσα στη βροχή και στο κρύο. Η δύστυχη μάνα μου με κουβαλούσε στους ώμους της και όταν κουράζονταν αναγκαζόμουν να προχωρώ μέσα στις λάσπες.

Στη Γουμένισσα  είχαν κτιστεί παράγκες για την εγκατάσταση των προσφύγων και  μετά  5-6 μήνες έκτισαν και σπίτια.

Εμείς  μέναμε στην αρχή σε ένα σχολείο. Ο πατέρας μου έκτιζε σπίτια στο Χαρμάνκιοϊ και πηγαινοέρχονταν στην Γουμένισσα.

Σχολείο τελείωσα στη Γουμένισσα και το 1938-39 παρακολούθησα δυο τάξεις γυμνασίου. Τελικά φύγαμε και από  εκεί και εγκατασταθήκαμε οριστικά στο Νησί Ημαθίας. Το 1940 υπηρέτησα στρατιώτης και το 1948 παντρεύτηκα την Κατερίνα Σαματίδου από την Μεθώνη Πιερίας, με καταγωγή από το Κάρς.

Κάναμε τέσσερα παιδιά και ζήσαμε μαζί ωραία χρόνια.


Τσιμαχίδης Αλέξανδρoς

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής