breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας. Στο Ντεμιρτέσι.

  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας. Στο Ντεμιρτέσι.
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας. Στο Ντεμιρτέσι.
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας. Στο Ντεμιρτέσι.

«Το Ντεμιρτέσι, κύριε Γιώργο, ήταν κτισμένο στα δυτικά του δημόσιου δρόμου Κίου - Προύσας και απείχε δώδεκα χιλιόμετρα από αυτήν», μου εξήγησε ο μπάρμπα Χαράλαμπος από την Αριδαία, όταν τον είχα επισκεφθεί πριν μερικά χρόνια.

Είχε περίπου εξακόσια με εφτακόσια σπίτια και πληθυσμό τρεις χιλιάδες κατοίκους. Από τον πατέρα μου άκουγα πως το Ντεμιρτέσι πρωτοκατοικήθηκε το 1640 από τριάντα δύο οικογένειες Αγραφιωτών, οι οποίες αγόρασαν το τσιφλίκι και εγκαταστάθηκαν εκεί, αφού προηγουμένως έχτισαν οι ίδιοι τα σπίτια τους.

Η Οθωμανική κυβέρνηση μετά το 1550 ενθάρρυνε τη μετακίνηση Ελλήνων και Τούρκων από την Ελλάδα και την Ευρώπη, με σκοπό την εγκατάστασή τους στη Μικρά Ασία. Τότε πολλοί Έλληνες, από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, έφτασαν στην περιοχή της Προύσας, όπου έχτισαν νέα χωριά ή εγκαταστάθηκαν σε άλλα, εγκαταλελειμμένα από τους κατοίκους τους.

Έλεγαν ότι το Ντεμιρτέσι ήταν τσιφλίκι του Ντεμιρτάς Πασά, στρατηγού του Μωάμεθ του Πορθητή. Ο τελευταίος του το χάρισε γιατί αναγνώρισε τη σπουδαία προσφορά του.

Το χωριό μας ήταν από τα μεγαλύτερα, με ένδεκα μαχαλάδες. Δε θυμάμαι όλα τα ονόματα, μονάχα του Μπαλόγλου, του Χατζή Μιχαήλ, του Ουζούν Τσαρός και το Κοσκουί Μαχλεσί… Οι περισσότεροι από αυτούς, πήραν τα ονόματά τους από τις οικογένειες που εγκαταστάθηκαν εκεί.

Το δικό μας μαχαλά, του Μπαλόγλου, διαπερνούσαν δρόμοι, όπως και τους περισσότερους, στρωμένοι με πέτρα, που το βράδυ στολίζονταν με το φως των φαναριών. Είχαμε επίσης τη δική μας βρύση, από την οποία γεμίζαμε τα γκιούμια μας για να φέρουμε στο σπίτι νερό.

Πλακοστρωμένες ήταν και οι δύο μεγάλες πλατείες, του Αλάν και του Μισοχώρ. Στο Αλάν είχε την έδρα της η αστυνομία και εκεί πηγαίναμε κάθε Σαββάτο, για τα ψώνια μας στο μεγάλο παζάρι.

Στη στέρνα του Αλάν, πηγαίναμε και την ημέρα των Φώτων μετά τη Θεία Λειτουργία. Κάτω από τα τρία θεόρατα πλατάνια, έριχνε ο παπάς το σταυρό και ακολουθούσε πραγματική μάχη όσο προσπαθούσαμε να τον πιάσουμε. Ο νικητής με την παρέα του, γύριζε έπειτα σε όλο το χωριό μεταφέροντας την ευλογία του.

Ήταν πλούσιο το χωριό μας, Γιώργο μου. Με σπίτια διώροφα ή τριώροφα, με φαρμακείο, δέκα μπακάλικα και έξι ελαιοτριβεία. Άλλωστε η παραγωγή ελαιών ήταν μια από τις κύριες ενασχολήσεις των κατοίκων, πέρα από την καλλιέργεια σταφυλιών και την σηροτροφία.

Ο  ιστορικός Σάββας Ιωαννίδης αναφέρει ότι οι Ντεμιρτεσιώτες ήταν οι σπουδαιότεροι μεταξοσκωληκοτρόφοι της περιοχής.

Εύκολα αποδεικνύεται, αν αναλογιστεί κανείς, πως ο κυβερνήτης Καποδίστριας, προσκάλεσε στην Ελλάδα τρεις οικογένειες από το χωριό μας για να διαδώσουν τη σηροτροφία. Κάτι αντίστοιχο είχε πράξει παλιότερα και η Οθωμανική κυβέρνηση, στέλνοντας Ντεμιρτεσιώτες σε όλη την επικράτεια, εκτιμώντας τις γνώσεις τους στην παραγωγή κουκουλιών.

Φημισμένη ήταν επίσης η εξαίρετη παλικαριά των συγχωριανών μου, που διαδιδόταν μέσα από τις διηγήσεις των γερόντων της περιοχής. Ακόμα και η Οθωμανική κυβέρνηση τους χρησιμοποιούσε για την καταστολή εξεγέρσεων, των κατά τόπο Δερβεναγάδων.

 Δεν είχε εμπιστοσύνη, βλέπεις, στους μουσουλμάνους υπηκόους της. Έτσι, στις διάφορες εφόδους της, γνωστές ως μπασκίνια, από τη Νικομήδεια ως το Μπαλί Κεσίρ, καθ’ όλη τη διάρκεια των ΙΖ και ΙΗ αιώνων, χρησιμοποιούσε Ντεμιρτεσιώτες.

Το γεγονός αυτό εξασφάλιζε το Ντεμιρτέσι αλλά και τα άλλα ελληνικά χωριά από τις λεηλασίες και τις επιδρομές των Τούρκων. Πολλοί Έλληνες κάτοικοι της Προύσας έρχονταν στο χωριό μας για να προστατευθούν από τους Τούρκους και να έχουν περισσότερη αίσθηση ελευθερίας.

Δυστυχώς όμως, είχαμε πολύ συχνά επεισόδια εκδικήσεων και αντεκδικήσεων μεταξύ των Ελλήνων, με αποτέλεσμα να χάνονται πολλές ζωές για ανόητους λόγους.

Θυμάμαι ότι κάποτε εξαιτίας μιας διαφοράς που υπήρχε με το Μητροπολίτη Προύσας, Κωνστάντιο, πολλοί χωριανοί έφθασαν στο σημείο να απαρνηθούν τη θρησκεία τους. Το γεγονός αυτό επωφελήθηκε η Αμερικανική Ιεραποστολή της Προύσας και ίδρυσε στο χωριό Προτεσταντική κοινότητα.

Η κοινότητα αυτή - Προτεστάν Μιλετί ή Προτεσταντική Εθνότης- αναγνωρίστηκε από την Οθωμανική κυβέρνηση και προσπαθούσε να προσηλυτίσει πολλούς Ορθόδοξους χριστιανούς. Διαθέτοντας οικονομική ευμάρεια, έδινε υποτροφίες σε Έλληνες μαθητές και τους έστελνε στην Αθήνα, όπου είχε την έδρα του ο αρχηγός της Ιεραποστολικής Εταιρείας, Ιωνάς Κήν.

Επιχείρησαν μάλιστα να κτίσουν και μια προτεσταντική εκκλησία στο χωριό, αλλά επαναστάτησαν οι κάτοικοι και τους έδιωξαν. Τότε οι υπότροφοι των Αθηνών αναγκάστηκαν να επιστρέψουν πίσω, επανερχόμενοι έτσι και στην Ορθοδοξία.

Στην Προύσα όμως τα κατάφεραν καλύτερα, καθώς κατόρθωσαν να σχηματίσουν συμπαγή Αρμενική κοινότητα, παρέχοντας δωρεάν ιατρική περίθαλψη σε όλους, κτίζοντας ναούς, σχολεία, και παρθεναγωγείο.

Η πέτρινη εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και στο εσωτερικό της είχε δυο σειρές από κολώνες. Η Θεία Λειτουργία ψαλλόταν στα ελληνικά. Οι περισσότεροι κάτοικοι όμως δεν την κατανοούσαν και ο ιερέας επεξηγούσε το Ιερό Ευαγγέλιο και στην τουρκική γλώσσα.

Θυμάμαι το παρεκκλήσι του Αγίου Βασιλείου με το Αγίασμα του, κάτω από ένα θεόρατο πλάτανο. Επίσης, στο δρόμο προς το τουρκικό χωριό Αλίσαρι και σε απόσταση είκοσι λεπτών, υπήρχε το παρεκκλήσι και το Αγίασμα της Αγίας Κυριακής και ένα ακόμα, αφιερωμένο στον Άγιο Θεόδωρο τον Τήρωνα.

Μεταξύ του χωριού μας και του τουρκικού χωριού Εγρί Ντερέ, υπήρχε το Αγίασμα της Παναγίας. Κάποτε ο πατέρας, μου διηγήθηκε ότι κατά τη διάρκεια γεωργικών εργασιών, βρέθηκαν εκεί τα θεμέλια μιας Βυζαντινής εκκλησίας και πάρα πολλά παλιά μάρμαρα.

Μισή ώρα από το χωριό, με κατεύθυνση το τουρκοχώρι Καρά Τεπέ, υπήρχε ακόμη ένα Αγίασμα αφιερωμένο στην Παναγία, το λεγόμενο Αγιασματούδ. Εμείς τα παιδιά το ονομάζαμε και Αγίασμα της Αγίας Τρίτης, διότι κάθε χρόνο την τρίτη ημέρα του Πάσχα, όλο το χωριό κατέβαινε στο Αγιασματούδ και έκανε πολύ ωραίο γλέντι με χορούς και τραγούδια.

Το Ντεμιρτέσι διέθετε διώροφο σχολείο με τριακόσιους μαθητές και ακριβώς δίπλα σε αυτό ένα παρθεναγωγείο. Οι πατεράδες μας ξεχώριζαν τους δασκάλους σε μεγάλους και μικρούς. Μικρούς κατονόμαζαν αυτούς που είχαν σπουδάσει στη Σάμο, όπως ο Μαρίφογλου, ο Ντιρμίκης και ο Ευγενίδης. Μεγάλοι θεωρούνταν αυτοί που είχαν σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη.

Είχε αναδείξει πολλούς επιστήμονες, όπως ο  ιστορικός Σάββας Ιωαννίδης που είχε διδάξει στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας και ο Κλεάνθης Χουρμούζης, που ήταν εκπαιδευτικός επιθεωρητής.

Στα δικά μου όμως χρόνια, πολύ σπάνια πηγαίναμε στο σχολείο. Βοηθούσαμε τους γονείς μας στις αγροτικές δουλειές τους και που να μείνει καιρός και για τα γράμματα…

Γράψε και μερικά από τα τοπωνύμια που θυμάμαι, για να μη ξεχαστούν… Βορειοδυτικά του χωριού προς το Εγρί Ντερέ, υπήρχε μια μεγάλη ρεματιά, με το ίδιο όνομα, η οποία όμως το καλοκαίρι στέρευε. Στις Βουρλιές βοσκούσαμε τα κοπάδια μας, ενώ στην περιοχή Κιόρ Κουγιού, στο δρόμο προς το Καλασάνι, προμηθευόμασταν δροσερό νεράκι από το μεγάλο πηγάδι.

Στην περιοχή Αχμέτ Αγά τα τσαΐρια, υπήρχαν πολλές μουριές όπου πηγαίναμε για να απολαύσουμε τα θεσπέσια μούρα της.

Το βράδυ που γυρίζαμε πίσω ήμασταν από πάνω μέχρι κάτω βαμμένοι από τα κόκκινα ζουμιά των μούρων. Παρά το ξύλο που τρώγαμε από τους πατεράδες μας, με την πρώτη ευκαιρία ξαναπηγαίναμε.

Υπήρχαν επίσης η περιοχή Καβάκο με τα πολλά καβάκια, τα Καβαλίκια με τις πολλές ελιές, τα Καταμπέλια με τα πολλά αμπέλια, τα Πελίτια με τις βελανιδιές, τα Τουρκονήμορα με ένα πολύ παλιό Τουρκικό νεκροταφείο. Επίσης,  το Γιορούκ Γιολού, το Γκεμπετίκ Γιολού, οι Καψήδες, το Κελεσέν Γιολού, τα Κεράσια, τα Κουμάλια, του Λάζου τη Βρύση, του Μεχμέτ Αγά οι Βουρλιές, ο Μπουλάς, τα Μάρμαρα, οι Μουράδες, το Μουντάνια Γιολού, ο Μπεχτσί Καγιά, το Ντικιλί Τάς, ο Ντουμπές, ο Παλιόμυλος, η Αγία Παρασκευή, τα Σουλάνια, το Τεπετζήκ Γιολού, ο Τσαγανός, ο Τσακάλ Τεπές, το Τσιφλίκ Σαρή Ισμαήλ και το Φιλιντάρ Γιολού.

Από έθιμα, το πρώτο που έρχεται στη μνήμη μου, είναι αυτό που τηρούσαν οι κοπελιές του χωριού κάθε πρώτη του Μάρτη. Πήγαιναν πρωί-πρωί στα χωράφια και κυλιόντουσαν στα στάχυα για να πάρουν τη δροσιά τους. Αργότερα έκαναν στεφάνια από κολιτσίδες, τα φορούσαν στο κεφάλι ή στη μέση τους και επέστρεφαν στο χωριό για να επισκεφτούν κάθε γειτονιά χορεύοντας και τραγουδώντας.

Τη Μεγάλη Παρασκευή, τα παιδιά κατασκεύαζαν από κουρέλια το ομοίωμα ενός Εβραίου. Αφού το έστηναν σε μια γωνιά, του έβαζαν φωτιά και το έκαιγαν τη στιγμή που περνούσε ο Επιτάφιος.

Τον Ιούνιο πάλι, οι νέες του χωριού τηρούσαν το έθιμο του Κλήδονα, το πιο διαδεδομένο σε όλα τα Ελληνικά χωριά. Άναβαν φωτιές στις γειτονιές του χωριού και πηδούσαν από πάνω τους, προσέχοντας να μη πέσουν πάνω στην φωτιά και καούν. Όταν έσβηνε πια η φωτιά, έβαζαν στάχτη στην παλάμη τους  και έλεγαν……

 

«Τι καίω; Την παρανυχίδαμ καίω».

Την παραμονή του ανάματος των φωτιών, το βράδυ, τρία κορίτσια έβγαζαν νερό με ένα μπακιράκι, από τρία διαφορετικά πηγάδια. Στη διαδρομή για τα σπίτια τους, έριχναν μέσα του διάφορα αντικείμενα, όπως δαχτυλήθρες, κουμπιά ή δαχτυλίδια. Μετά κρεμούσαν το μπακιράκι σε μια κληματαριά και το άφηναν μέχρι το πρωί της επόμενης μέρας.

Όταν έφτανε η επόμενη μέρα, μαζεύονταν εκεί τα κορίτσια της γειτονιάς, κρατώντας ένα πρωτογέννητο κοριτσάκι, του οποίου έκλειναν τα μάτια με ένα τσεμπέρι. Το κοριτσάκι άρχιζε να βγάζει τα αντικείμενα, ενώ μια κοπέλα τραγουδούσε ένα στιχάκι.

Αν την ώρα εκείνη, το κοριτσάκι έβγαζε ένα σημαντικό αντικείμενο, αυτό το θεωρούσαν σημαντικό για την κοπέλα που τραγουδούσε και προμήνυε μεγάλη χαρά. Και σαν μεγάλη χαρά υπονοούσαν πάντοτε, ότι τη χρονιά αυτή θα αρραβωνιαζόταν αυτόν που αγαπούσε.

Η διαδικασία αυτή ονομαζόταν «Το βγάλσιμο του Κλήδονα» και το δίστιχο που τραγουδούσαν κατά τη διάρκειά της, ήταν το παρακάτω …

 

    «Σήμερα είναι τ’ Αϊ Γιαννιού, του Αϊ Γιαννιού η χάρη,

      να βγάλουμε τον Κλήδονα, να βγει η βιζιχάρη.»

 

Ένα άλλο τραγουδάκι που το τραγουδούσαμε την περίοδο των Αποκριών και το θυμάμαι ακόμη, ήταν το εξής…

 

   «Έστησα την ξόβεργα μου, ήρθε το πουλί κοντά μου,

     από την πολύ χαρά μου, ήρθε με για να πετάξω

     και στους ουρανούς να φτάξω, τους αγγέλους να ξετάξω.    

    Ποια είναι η μαύρη, ποια είναι η ρούσα, ποια είναι η μαυρομαλλούσσα;»

 

      Αυτά τα λόγια του κυρ Χαραλάμπη με συνόδευαν καθώς κατευθυνόμασταν στο καφενείο της όμορφης πλατείας. Εκεί, άφησα το Μουσταφά για λίγο και πήγα να τραβήξω μερικές φωτογραφίες.

Τα περισσότερα σπίτια ήταν καινούργια. Σε ένα μικρό ύψωμα κοντά στην πλατεία είδα ένα κτίριο που έμοιαζε με εκκλησία. Πλησίασα και κατάλαβα ότι ήταν η εκκλησία του Ντεμιρτάς αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, η οποία ακόμη χρησιμοποιείται σαν τζαμί.

Δυστυχώς καλύπτεται από ένα υψηλό τοίχο και δεν μπορείς να τη φωτογραφίσεις. Απαθανάτισα ό, τι μπορούσα και μετά κατευθύνθηκα στην πλατεία όπου με περίμενε ο Μουσταφά.

Ο μουχτάρης του χωριού, που ήταν πρόσφυγας από την Μακεδονία, μου είπε ότι όταν το 1922 οι Έλληνες εγκατέλειψαν το χωριό, έβαλαν φωτιά και το έκαψαν, οπότε όταν ήρθαν αργότερα οι δικοί τους αναγκάστηκαν να χτίσουν καινούργια σπίτια.

Ευχαριστήσαμε το μουχτάρη και τους Ντεμιρτεσιώτες και αναχωρήσαμε για το Καλασάνι.

      Από το Καλασάνι καταγόταν ο θείος ο Χρήστος, ο σύζυγος της θείας Αναστασίας από τη Νέα Λυκογιάννη Ημαθίας. Αυτό άλλωστε φανέρωνε και το επίθετό του που ήταν Κελεσενλής.


Ντεμιρτέσι
ΝΤΕΜΙΡΤΕΣΙ. Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής