breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας. Στα περίφημα ιαματικά λουτρά της Προύσας

  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας. Στα περίφημα ιαματικά λουτρά της Προύσας
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας. Στα περίφημα ιαματικά λουτρά της Προύσας
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας. Στα περίφημα ιαματικά λουτρά της Προύσας
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας. Στα περίφημα ιαματικά λουτρά της Προύσας

Στη διαδρομή για τα Κουβούκλια, ο Μουσταφά μου πρότεινε να πάμε στα λουτρά της Προύσας. Πλησίαζε η μέρα που θα έφευγα από την Τουρκία και δεν είχα επισκεφτεί τα περίφημα αυτά λουτρά, τα οποία ήταν ξακουστά από τη Βυζαντινή εποχή.

Εκεί πήγαιναν οι γαμπροί Κουβουκλιώτες με τους φίλους τους δυο μέρες πριν το γάμο τους για να πλυθούν. Ήταν ένας χώρος όμως, στον οποίο προσέρχονταν και ασθενείς, αναζητώντας απαντήσεις για τη θεραπεία τους. Νοίκιαζαν ένα δωμάτιο στο οποίο τοποθετούσαν τον ασθενή και πάνω στο τραπέζι άφηναν να καίει όλη τη νύχτα ένα κερί.

Την επόμενη μέρα άνοιγαν την πόρτα και τον ρωτούσαν τι όνειρο είχε δει. Αν το όνειρο ήταν καλό, αυτό σήμαινε ότι ο άρρωστος σύντομα θα θεραπευόταν, αν το όνειρο ήταν άσχημο, σήμαινε ότι η αρρώστιά του ήταν σοβαρή και απαιτούνταν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για τη θεραπεία της.

Δέχτηκα με χαρά την πρόταση του Μουσταφά, εφόσον χρόνος υπήρχε μέχρι το βραδινό γλέντι του γάμου. Μετά το μεγάλο πάρκο της Προύσας στρίψαμε αριστερά και βρεθήκαμε μπροστά στους όγκους των κτιρίων των λουτρών.

Υπήρχαν γυναικεία και ανδρικά χαμάμ. Διαλέξαμε το Κάπλιτζα, που ήταν το μεγαλύτερο και πολυπληθέστερο. Τα άλλα δυο ήταν το Καρά Μουσταφά και το Χουσνού Γκιουζέλ. Μπαίνοντας στο λουτρό, αντίκρισα μια μεγάλη αίθουσα, με ένα συντριβανάκι στη μέση, ενώ σε μια άκρη υπήρχε η ρεσεψιόν. Κάποιες σκοτεινές φιγούρες, φορώντας μια πετσέτα στη μέση, μια πετσέτα στο κεφάλι και μια στις πλάτες, έκαναν βόλτες.

 

 «Θα κάνετε και κεσέ;» ρώτησε ο ταμίας.

 «Βέβαια… κεσέ και τσαμούρ», απάντησε ο Μουσταφά.

 

Πήραμε από τρεις πετσέτες και πήγαμε σε μια ντουλάπα, όπου ξεντυθήκαμε. Τοποθετήσαμε τη μια πετσέτα γύρω από τη μέση μας και ήμασταν έτοιμοι!

Ανοίξαμε την επόμενη πόρτα και βρεθήκαμε σε ένα μεγάλο χώρο, γεμάτο υδρατμούς. Στο κέντρο υπήρχε μια μεγάλη χαβούζα με ζεστό νερό. Μέσα τσαλαβουτούσαν νεαρά παιδιά, κάνοντας ιδιαίτερο θόρυβο, πιτσιλώντας με τα νερά τους άλλους λουόμενους.

Γύρω από τη χαβούζα, υπήρχαν μικρές στέρνες, μέσα στις οποίες έτρεχε ζεστό και κρύο νερό. Χρησιμοποιώντας μικρά μαστραπαδάκια, οι λουόμενοι πλένονταν και κατόπιν ξεπλένονταν με το ιαματικό ζεστό νερό. Παιδάκια με τους πατεράδες τους, παππούδες, νέοι άνδρες, ακολουθούσαν αυτή τη διαδικασία, χωρίς να λογαριάζουν τι γινόταν γύρω τους.

 

«Πάρε λίγη λάσπη, τοποθέτησέ την κάτω στις μασχάλες σου και έπειτα πλύσου καλά. Αν θέλεις άπλωσε τη σε όλο σου το σώμα και μέσα σε λίγα λεπτά θα είσαι κάτασπρος, χωρίς καμία τρίχα.

Όμορφος και καθαρός, όχι όπως τώρα που είσαι σαν αρκούδα με όλες αυτές τις τρίχες που στο σώμα σου…»

 

Πήρα λίγη λάσπη, πήγα σε ένα ειδικό μέρος και την τοποθέτησα στις μασχάλες μου. Μετά από πέντε λεπτά ξεπλύθηκα και ήμουν πεντακάθαρος!! Ούτε μια τρίχα.

 

«Οι Τούρκοι, άντρες και γυναίκες», μου εξήγησε ο Μουσταφά, «ερχόμενοι στο χαμάμ, ξυρίζουν τις μασχάλες τους και άλλα … απόκρυφα μέρη του σώματός τους… για να διατηρούνται απόλυτα καθαροί, η καθαριότητα είναι το παν στο Ισλάμ», μου εξήγησε.

Πριν πολλά χρόνια χρησιμοποιούσαν αυτήν τη λάσπη, που μύριζε θειάφι, αλλά τελευταία χρησιμοποιούν τις ξυριστικές μηχανές.  Μπήκα στον πειρασμό να τοποθετήσω τη λάσπη και σε άλλα σημεία, αλλά δίστασα… άλλωστε με φώναζε ο Μουσταφά για να κάνω κεσέ.

Μπήκα σε ένα μικρό δωματιάκι, όπου με περίμενε ένας τεραστίων διαστάσεων Τούρκος, με ένα μεγάλο τσιγκελωτό μουστάκι.

 

«Ωχ, άσχημα τα πράγματα!» σκέφθηκα. Στο νου μου ήρθαν σκηνές από το Εξπρές του Μεσονυχτίου. Ευτυχώς είχα το Μουσταφά δίπλα μου.

 

«Αυτός ο κύριος είναι ο Αλή και κατάγεται από το Σίβας, τη Σεβάστεια», μας σύστησε ο Μουσταφά.

Σημασία δε μου έδωσε ο Αλή, έβαλε στο χέρι του ένα γάντι σκληρό, έριξε πάνω μου νερό και άρχισε να με τρίβει. Η απαλή σαπουνάδα, το ζεστό νερό, και το τρίψιμο του Αλή, άρχισαν να αποφέρουν αποτελέσματα. Από το κεφάλι ξεκίνησε και έφθασε μέχρι τα πόδια, καθαρίζοντας το σώμα μου από τα νεκρά κύτταρα που άρχισαν να αποβάλλονται σαν μαύρα λέπια, ντροπιάζοντας με.

 

 «Προχθές πλύθηκα» αναρωτήθηκα, «που βρέθηκαν όλα αυτά;»

 

 Ξανάρχισε στο κεφάλι μου ο Αλή με μια άλλου είδους αρωματική σαπουνάδα. Γύρισε το κεφάλι μου μια φορά αριστερά, μια δεξιά και με μια απότομη κίνηση το ξανάφερε μπροστά. Αισθάνθηκα ένα κράκ… σαν κάτι να σπάζει.

 

 «Με έφαγε το σκυλί!!!» σκέφθηκα. Αντί του πόνου όμως, αισθάνθηκα μια υπέρτατη αγαλλίαση! Σαν να έφυγε ένα τεράστιο βάρος από πάνω μου.

 

  «Αferim Ali, cok guzel», του είπα και για πρώτη φορά ο Αλή χαμογέλασε.

  «Afiyetolsun».

 

Στη συνέχεια, κάθισα σε μια γωνιά της αίθουσας και παρακολουθούσα όλες τις σκηνές που διαδραματίζονταν. Παιδιά να πλατσουρίζουν στη χαβούζα, σεβάσμιοι παππούδες με μεγάλες άσπρες γενειάδες να προσπαθούν να συγκρατήσουν τις πετσέτες για να μη φανούν τα αχαμνά τους, τους κεσετζήδες με τα μεγάλα μουστάκια να φωνάζουν τα… θύματά τους. Αισθάνθηκα να βρίσκομαι σε ένα διαφορετικό κόσμο, απόμακρο, μα τόσο αγαπητό και επιθυμητό.

Περίεργο το συναίσθημα που με συνεπήρε… σαν να βρισκόμουν σε μια μηχανή του χρόνου που με έφερε χρόνια πίσω, πριν το 1922, τότε που στη θέση μου βρίσκονταν οι αγαπημένοι μου παππούδες.

Είχα νιώσει έτσι πολλές φορές όταν τριγυρνούσα βράδυ στα σοκάκια των Κουβουκλίων και περίμενα μήπως ξεπροβάλλει ο παππούς Φωτάκης ή η γιαγιά Τριανταφυλλού να με καλωσορίσουν και να με ευχαριστήσουν που επισκέφθηκα το χωριό τους.

 

«Ηade Yorgo gidiyorus», πάμε να φύγουμε, να ξεκουραστούμε διότι το βράδυ έχουμε και το γάμο, με ξύπνησε ο Μουσταφά.

Ντυθήκαμε και πήγαμε στη ρεσεψιόν για να πληρώσουμε.

 Εκεί μας περίμεναν όλοι σχεδόν οι υπάλληλοι του χαμάμ, αυτός που μας έδωσε τσάι, αυτός που έβαψε τα παπούτσια μας, αυτός που μας κέρασε αϊράνι, αυτός που μας έδωσε τις πετσέτες και στο τέλος της γραμμής αυτής ο … Αλή, ο κεσετζής, με την τεράστια μουστάκα. Όλοι περίμεναν μπαξίς. Άρχισα και εγω να μοιράζω λίρες.

Στον Αλή, που το άξιζε, έδωσα πέντε ευρώ, άλλωστε δεν είχα άλλες λίρες. Πέταξε από τη χαρά του, μόνο που δε με φίλησε.

 

«Sagol efendim, cok tesekurler! Iyi yolculuk!»

 

Φύγαμε αμέσως για τα Κουβούκλια. Μετά την υπέροχη εμπειρία αισθανόμουν κουρασμένος και ήθελα να ξεκουραστώ. Πήγαμε δίχως καθυστέρηση στο σπίτι.

Η Σαχανιέ είχε ανάψει το μαγκάλι και έψηνε κεφτεδάκια και αρνίσιες μπριζόλες. Κατάλαβε ότι αυτά μου αρέσουν πολύ και ήθελε να με ευχαριστήσει. Παρά την κούραση που προφανώς αισθανόταν ο Μουσταφά από το πολύωρο ταξίδι, τη βοήθησε να ετοιμάσει τις σαλάτες και να στρώσει το τραπέζι.

Σήμερα τη βοηθούσε και η φιλενάδα της, η Ιμιχάν από το Μπαλίκεσιρ, η οποία νοίκιαζε τον επάνω όροφο του σπιτιού τους. Σπούδαζε τα παιδιά της στο Πανεπιστήμιο που είναι έξω από τα Κουβούκλια και ήρθε να μείνει μαζί τους, τα ….βρήκε με τη Σαχανιέ και έγινε οικογενειακή φίλη.

Είχε ετοιμάσει ένα παραδοσιακό γλυκό, το χουσμερί και το έφερε για να το φάει ο καλοταϊσμένος μουσαφίρης. Πασάς στα Γιάννενα ήμουν, όλοι είχαν την έγνοια μου.

 

«Σήμερα, Γιώργο Μπέη, όλοι πηγαίνουν στο σπίτι της νύφης, διότι θα εκθέσει το σύνολο της προίκας της. Θα περάσουν να τη δουν όλοι οι χωριανοί, οπότε θα έχει πολύ κόσμο. Θα βάλουμε τα γιορτινά μας λοιπόν και εσείς οι δυο θα μας συνοδέψετε!»

Πράγματι το βράδυ πήγαμε στο γάμο. Γεμάτο το σπίτι από επισκέπτες, οι οποίοι είχαν έρθει για να θαυμάσουν την προίκα. Μας υποδέχθηκε και εμάς η νύφη, η γλυκύτατη Σεντέφ…

 

«Yorgo amca yarin biz ikimiz Bursada gidiyorus. Θείε Γιώργο, αύριο θα στολίσουμε το αμάξι σου και θα με πάς στην Προύσα, στην κομμώτρια. Και αφού θα είμαι έτοιμη νύφη πλέον, θα με πας στο σπίτι.»

Συγκινημένος δέχθηκα με χαρά τη μεγάλη τιμή που μου έκανε, φίλησα τη Σεντέφ και της υποσχέθηκα ότι την επόμενη μέρα θα είμαι στη διάθεσή της. Η Σαχανιέ με την Ιμιχάν είχαν πάει στην αυλή όπου ήταν συγκεντρωμένες και άλλες γυναίκες, ενώ εγώ και τα καρντάσια μου ήμασταν σε μια άλλη γωνιά της.

Από νωρίς είχε έρθει και ο παππούς, ο Ραμαζάν Κιβράκ, που μου έκανε παράπονα ότι τον ξέχασα και δεν πήγα ξανά στο σπίτι του να τον επισκεφθώ.

Τον αγκάλιασα, του φίλησα το χέρι με σεβασμό και του είπα ότι θα τον αγαπώ και θα τον τιμώ για πάντα. Τον θεωρούσα πλέον παππού μου, δικό μου άνθρωπο, πρόσθεσα. Δάκρυσε ο παππούς Ραμαζάν και αφού μου έδωσε μερικές ευχές, πήγε να χαιρετήσει τον παππού Μεχμέτ, τον πατέρα του Σεφέρ.

Όλο το βράδυ, χορεύαμε ακούραστοι. Οι χοροί πάνω κάτω οι ίδιοι, καρσιλαμάδες, τσιφτετέλια και χασαποσέρβικα.

Κάποια στιγμή με πλησίασε ο Σεφέρ και μου ζήτησε να μην του χαλάσω το χατίρι και να τραγουδήσω μερικά τούρκικα τραγούδια που γνώριζα. Για να με πείσει επιστράτευσε και τα μεγάλα μέσα…

 

«Μου το ζήτησαν οι παππούδες Ραμαζάν και Μεχμέτ, οπότε είναι αδύνατο να αρνηθείς!»

 

 Πήρα το μικρόφωνο, λοιπόν, και τραγούδησα τον «Τσακιτζή» και το «Μπεγκλεντίμ ντε γκέλμεντιν», αφιερώνοντας τα, στους παππούδες.

 Ξαφνικά άρχισαν ένα- ένα τα καρντάσια να έρχονται κοντά μου και να μου κολλούν στο μέτωπο διάφορα χαρτονομίσματα.

Το έκαναν μάλιστα με εντυπωσιακό τρόπο!!! Μιλημένοι από το πειραχτήρι το Σεφέρ, για να κολλήσει καλύτερα, το έφτυναν πρώτα και μετά το κολλούσαν στο άτυχο μέτωπό μου.  Και κάπως έτσι γέμισα από πάνω μέχρι κάτω με σάλια και χάρτινες τούρκικες λίρες…

 

 «…αχ βρε Γραμμάτω… να ήσουν εδώ και να καμάρωνες το λεβέντη σου», σκεφτόμουν με περηφάνια!

 

Οι παραγγελίες διαδέχονταν η μία την άλλη, όπως και οι… χάρτινες λίρες. Έβγαλα και εγώ από το σεντούκι του ρεπερτορίου μου όποιο ελληνικό και τούρκικο τραγούδι θυμόμουν. Πολλά μάλιστα τα τραγούδησα και στις δυο γλώσσες, το «Από ξένο τόπο ή Uskudara gider iken», τον «Kaϊκτσή», το «Canakalle icide», το «Αραμπάς περνάει» και κάποια ακόμη. Όση ώρα τραγουδούσα, τα παλικάρια των Κουβουκλίων ξεφάντωναν στην πίστα και ο γάμος μετατράπηκε σε φιέστα!

 

Φοβερές στιγμές !!!

Όταν τελείωσα το πρόγραμμά μου, αποχώρησα καταχειροκροτούμενος από όλους τους παρευρισκομένους, προσφέροντας τα χρήματα στην υπέροχη ορχήστρα μου.

Ο παππούς Ραμαζάν σηκώθηκε από την καρέκλα του και ήρθε να με φιλήσει…

 

«aferim oglum, ne guzel sarkiler», μου θύμισες την πατρίδα μου!

 

Ο Σεφέρ ήρθε κοντά μου και με ασπάσθηκε ιδιαίτερα συγκινημένος.

 

«Tesekur Yorgo kardesim. Cok guzel!»

 

Τώρα άρχισαν να χορεύουν οι φίλες και οι συγγενείς της νύφης και το γλέντι συνεχίστηκε μέχρι τα μεσάνυχτα, όταν ξαφνικά ακούστηκε κάποιος θόρυβος και διέκρινα κάποια άτομα να τρέχουν σαν αλαφιασμένοι.

«Τι συμβαίνει», ρώτησα το Μουσταφά, σαστισμένος.

 

 «Ήρθαν τα παλικάρια του γαμπρού και μπήκαν στο κοτέτσι για να αρπάξουν κότες, έτσι είναι το έθιμο. Τώρα πήραν τις κότες και τρέχουν, τάχα για να ξεφύγουν.»

Του εξήγησα ότι έχουμε και εμείς αυτό το έθιμο και ότι τις περισσότερες φορές η νύφη δίνει οικειοθελώς μια δυο κότες στα παλικάρια του γαμπρού, για να μην τον κακοκαρδίσει.

 Λίγο αργότερα, πήραμε τις συνοδούς μας, τη Σαχανιέ και την Ιμιχάν, τις οποίες είχαμε παντελώς εγκαταλείψει στο μεταξύ, αποχαιρετήσαμε όλους τους φίλους και φύγαμε για το σπίτι. Έπρεπε να ξεκουραστώ για να εκτελέσω τα αυριανά καθήκοντά μου, ως ένας καλός θείος απέναντι στην ανιψιά μου…

Το ραντεβού μας στην Προύσα ήταν στις 10.00 το πρωί. Μετά το απαραίτητο πρωινό στο σπίτι του Μουσταφά, πήγα στο σπίτι του Σεφέρ, όπου με περίμεναν με ανυπομονησία.

Η Γκιούλ ή Τριανταφυλλού, όπως την αποκαλούσα, θα πήγαινε με την κόρη της στο κομμωτήριο και εγώ με το Σεφέρ θα στολίζαμε το αμάξι.

Αφήσαμε τις γυναίκες στο κομμωτήριο και πήγαμε το αυτοκίνητο στο λουλουδά. Στο διάστημα που θα περιμέναμε, παρακάλεσα το φίλο μου να με πάει στην κλειστή αγορά, στο Καπαλί Τσαρσί, για να αγοράσω κάποια δώρα για την Κυρά Γραμμάτα και για την υπόλοιπη οικογένειά μου.

Γυρίσαμε την αγορά πάνω-κάτω, μπήκαμε σε κάθε είδους στοές, γεμάτες με κάθε λογής πράγματα, πήγαμε στο Κοτζά Χάν με τα μεταξωτά, και καταλήξαμε στα μαγαζιά με τα μπαχαρικά.

 

«Εγώ τηδέν πα κι θέλω», έλεγε η Κυρά Γραμμάτα, όταν τη ρωτούσα τι δώρο να της φέρω από την Τουρκία. «Μονάχα, αν θυμηθείς, να μου φέρεις πλιγούρι που είναι ξακουστό.»

Στο μαγαζάκι με τα μπαχαρικά βρήκα πλιγούρι και πήρα μπόλικο διότι ήταν φθηνό. Αγόρασα ό, τι άλλο μου γέμισε το μάτι και καταλήξαμε στην κεντρική πλατεία του δημαρχείου με τα σιντριβάνια να πίνουμε το τσαγάκι μας.

Χιλιάδες κόσμος περνούσε από μπροστά μας. Γυναίκες με φερετζέ, με μαντήλα, χωρίς φερετζέ, χωρίς μαντήλα, με σαλβάρια ή με ευρωπαϊκά ρούχα… τα πάντα μπορούσες να δεις. Μια Βαβυλωνία ανθρώπων και φυλών…

Δίπλα μας το πιο παλιό τζαμί της πόλης το Ούλου τζαμί. Από τα παπούτσια που ήταν έξω από την πόρτα του, μπορούσες να καταλάβεις πόσοι πιστοί προσεύχονταν κάθε στιγμή.

Οι λαχειοπώλες, όπως και στην Ελλάδα, αναρωτιόντουσαν γιατί δε θέλουμε να κερδίσουμε τα εκατομμύρια λίρες που κληρώνονταν σε λίγες ώρες, ενώ οι πλανόδιοι βαφείς παπουτσιών μόνο που δε σου έβγαζαν τα παπούτσια με το ζόρι για να σου τα βάψουν.

Μετά το τσάι, παραγγείλαμε και έναν τούρκικο καφέ και μετά πήγαμε να πάρουμε το αυτοκίνητο. Μεγαλεία για το ταπεινό μου Άουντι, έτσι που το στόλισαν με τα εκατοντάδες άσπρα και κόκκινα γαρύφαλλα. Αγνώριστο είχε γίνει.

Σε λίγο ήταν έτοιμη και η Σεντέφ. Σκέτη κούκλα και πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Η Γκούλ - Τριανταφυλλού χτένισε μεν τα μαλλιά της, αλλά έβαλε την μαντήλα και τα κάλυψε για να μη φαίνονται.

 

 «Εγώ είμαι μεγάλη γυναίκα, δε χρειάζομαι πολλά λούσα. Αυτά είναι για τις νέες.»

 «Κούκλα είσαι!» της είπα. Σέφο σήμερα πρέπει να την προσέχουμε μην τη χάσουμε.»

Κοκκίνισε από ντροπή, δεν ήθελε να μιλάνε γι’ αυτήν. Ο Σεφέρ μου έκλεισε το μάτι και άρχισε να την πειράζει.

Έχουν και μια άλλη κόρη, τη Σιντικά. Πολύ καλό κορίτσι, αλλά εσένα δε σε πλησιάζει διότι ανήκει στο κόμμα των Ισλαμιστών. Αυτοί δεν επιτρέπουν τέτοιου είδους επαφές με ξένους άνδρες.

Στο σπίτι, πίσω στα Κουβούκλια, μας υποδέχθηκαν με μεγάλη χαρά και όλοι τους θαύμαζαν την ονειρεμένη νύφη. Πιο συγκινημένος απ’ όλους ο παππούς, όπως όλοι οι παππούδες του κόσμου, όταν βλέπουν νύφη την αγαπημένη τους εγγονή.

Δάκρυσε και στη συνέχεια τον έπιασαν τα κλάματα, όταν η Σεντέφ του φίλησε το χέρι. Απόλυτη συγκίνηση συνεπήρε τους πάντες. Όλοι μας ψάχναμε να καλύψουμε τα μάτια μας που ακούσια γέμισαν δάκρυα.

Η Γκιούλ είχε εν τω μεταξύ στρώσει το τραπέζι και καθίσαμε να φάμε. Οι υπόλοιπες κυρίες συνέχισαν τις προετοιμασίες για το βράδυ, για να λάβει χώρα το έθιμο της κινιάς.

Θυμάμαι από τις διηγήσεις των Κουβουκλιωτών το έθιμο αυτό. Η νύφη, Σάββατο βράδυ, το τελευταίο βράδυ της νύφης στο σπίτι των γονιών της, έβαφε τα δάχτυλά της με ένα είδος σκούρας βαφής, που την ονόμαζαν κινιά.

Μετά το φαγητό, έφυγα για το σπίτι του Μουσταφά, όπου δέχθηκα τα συγχαρητήρια της Σαχανιέ και της Ιμιχάν για την … καταπληκτική μου εμφάνιση, σαν τραγουδιστής, το προηγούμενο βράδυ.

 

«Aferim Yorgo Bey, ne guzel sarkici. Bravo!»

 

Πήγα στο δωμάτιό μου, τακτοποίησα στις βαλίτσες τα πράγματα που είχα αγοράσει και έπεσα για ύπνο.

Σκεπτόμουν ότι όλα αυτά που ζω είναι ένα έντονο, ζωντανό όνειρο, το οποίο ευχόμουν να μην τελειώσει ποτέ. Σαν σκηνές ευχάριστης ταινίας περνούσαν από μπροστά μου όλες οι στιγμές μου εδώ στην Τουρκία. Από τη στιγμή της άφιξής μου, τη γνωριμία μου με τους αχώριστους  φίλους μου, τον παππού μου, το Ραμαζάν και όλους τους υπέροχους Gorukleli – Κουβουκλιώτες, που δεν έπαψαν, στη διάρκεια της παραμονής μου στα Κουβούκλια, να μου δείχνουν το σεβασμό και την αγάπη τους.

Έχοντας αυτές τις όμορφες εικόνες στο μυαλό, κατάφερα να κοιμηθώ ελάχιστα. Άλλωστε ποιος θείος κοιμάται όταν παντρεύει την αγαπημένη του ανιψιά;

Όταν ξύπνησα το απογευματάκι, όλοι στο σπίτι ετοιμάζονταν για το γάμο. Έφυγα με το Μουσταφά, ενώ η Σαχανιέ θα κατέφθανε αργότερα.

Το έθιμο της κινιάς.

 

Στο σπίτι του Σεφέρ είχε μαζευτεί όλο το χωριό και επικρατούσε το ίδιο πάντοτε σκηνικό. Στη μια πλευρά οι γυναίκες και στην άλλη οι άνδρες και κάπου σε μια γωνιά της αυλής, η ορχήστρα έπαιζε μελαγχολικούς ρυθμούς.

Κάποια στιγμή παρουσιάστηκε η νύφη Σεντέφ με φόρμα κόκκινη, ενώ στο κεφάλι της είχε το νυφικό πέπλο.

Η μουσική έγινε έντονα θλιβερή, την ώρα που της έβαφαν τα χέρια με την «κινιά» και η Σεντέφ μη αντέχοντας την ψυχολογική ένταση, ξέσπασε σε κλάματα.

Οι συγγενείς και οι φίλοι άρχισαν να την πλησιάζουν για να της καρφιτσώσουν στο πέπλο μικρά χρυσά φλουριά. Όταν τελείωσε το βάψιμο των χεριών, της τα σκέπασαν με διάφορες γάζες για να μη φύγει η κινιά. Και ξαφνικά άλλαξε το τοπίο!!!

Μόλις το δέσιμο των χεριών ολοκληρώθηκε, η μουσική πλέον έγινε χαρούμενη και η νύφη έδωσε πρώτη το παράδειγμα, χορεύοντας το λικνιστό τσιφτετέλι.

Από το γυναικείο πλήθος, που μέχρι τότε παρακολουθούσε ήσυχα τα διαδραματιζόμενα, ξεπετάχθηκαν πανέμορφα κοριτσάκια και άρχισαν να χορεύουν ασταμάτητα, πλαισιώνοντας τη νύφη.

Από τους άνδρες, άρχισε πρώτος το χορό ο μπαμπάς της νύφης και μετά ακολούθησαν οι υπόλοιποι συγγενείς και φίλοι.

Έτσι ολοκληρώθηκε το έθιμο της κινιάς που τράβηξε μέχρι τα μεσάνυχτα.

Η Σαχανιέ είχε ήδη φύγει και κοιμόταν, όταν πια φθάσαμε στο σπίτι. Ξαπλώνοντας στο κρεβάτι, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι το ονειρεμένο αυτό ταξίδι στα ιερά χώματα των προγόνων μου, έφθανε στο τέλος του.

Από τη μια, αισθανόμουν όμορφα διότι θα επέστρεφα στην οικογένειά μου και από την άλλη, στεναχωριόμουν διότι θα εγκατέλειπα την οικογένεια και τους φίλους που είχα αποκτήσει εδώ. Τόσο πολύ δεμένος αισθανόμουν με αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους του.

Κοιμήθηκα σαν πουλάκι με αυτό το γλυκόπικρο συναίσθημα και το επόμενο πρωί ξύπνησα αργά.


ΕΣΚΙ ΚΑΠΛΙΤΖΑ
ΠΡΟΥΣΑ ΤΑ ΛΟΥΤΡΑ
ΠΡΟΥΣΑ. ΤΑ ΙΑΜΑΤΙΚΑ ΛΟΥΤΡΑ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής