breaking news Νέο

Μικρασιάτικα ενθυμήματα

  •  Μικρασιάτικα ενθυμήματα
  •  Μικρασιάτικα ενθυμήματα
  •  Μικρασιάτικα ενθυμήματα
  •  Μικρασιάτικα ενθυμήματα
  •  Μικρασιάτικα ενθυμήματα

Το πόνημα αυτό έχει ως σκοπό να διατηρήσει και να επαναφέρει στη μνήμη μας όλα αυτά, που τόσα χρόνια μας έχουν διηγηθεί οι πρόγονοί μας, γύρω από τη ζωή, τα ήθη και έθιμά τους, τα διάφορα ιστορικά γεγονότα της εποχής και τέλος τη μαρτυρική έξοδο από τις εστίες τους. Είναι ένα ύστατο χαίρε, καθώς και μια τιμητική αναφορά σε μια πολύπαθη γενιά, η οποία πλέον έχει εκλείψει και εμείς, που αποτελούμε τη συνέχειά της, έχουμε καθήκον να μεταλαμπαδεύσουμε στις επόμενες γενεές την  τραγική ιστορία της.

Η ιστορία του παππού Ανδρέα και της γιαγιάς Φανής.

Λίγοι καταλάβαιναν τους γονείς μου όταν εξιστορούσαν τα παθήματά τους και τον βίαιο διωγμό τους  από την πατρογονική γή τους. Ήταν δύο Μικρασιάτες που βίωσαν τα τραγικά γεγονότα του διωγμού του 1922 και πέρασαν πολλά βάσανα και εδώ στην Ελληνική γή.

Οι δύο αυτοί βασανισμένοι άνθρωποι ήταν ο Ανδρέας και η Φανή Μαστιχίδου.

Τα αποτυπώνω όπως μου τα εξιστόρησαν εκείνοι……

Νέα από το Μέτωπο του Ανδρέα Μαστιχίδη.

Εγώ γεννήθηκα το 1894 και ήμουν ο γιος του Ηλία και της Μαρίας Μαστιχίδου που στα τούρκικα λέγονταν Σακιζτσής. Από το Σακίζ που σήμαινε μαστίχα.

Κάποτε ο παππούς μου πήγε στην βρύση, είδε μια όμορφη κοπέλα και τις έδωσε μια μαστίχα. Από τότε τους έδωσαν το όνομα Σακιζτζής.

Εγώ ήμουν καλός παλαιστής αν και ήμουν σχετικά κοντός. Κάποτε όταν ήμουν στον ελληνικό στρατό, βρισκόμασταν στην Μπίγα. Τις μέρες εκείνες οι Τούρκοι είχαν το Μπαϊράμι τους και διοργάνωναν παλαίστρες. Είπα τον λοχαγό μου ότι ήμουν [παλαιστής και του ζήτησα την άδεια να παλέψω.

Πράγματι την έλαβα και βγήκα πρώτος αφού τους νίκησα όλους.

Κάποτε  μετά από μια μάχη κινδύνεψα να πιαστώ αιχμάλωτος και οι Τούρκοι έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να με πιάσουν. Εγώ όμως πάντα τα κατάφερνα, τους ξεγελούσα και  ξέφευγα.

Κρύφτηκα σε  μια γωνιά ενός αχουριού που ήταν γεμάτο κούτσουρα  κρατώντας στο χέρι μου το όπλο, προσευχόμενος στον θεό. Οι Τούρκοι μπήκαν στο αχούρι και άρχισαν να το ψάχνουν.

Διέκρινα τα μάτια τους που έβγαζαν φωτιές, γεμάτα μίσος,  αλλά παρ΄όλο το ψάξιμό τους δεν με εύρισκαν. Λές και ο θεός με σκέπασε με την Χάρη του και δεν τους επέτρεπε να με δουν.

Σε μια άλλη μάχη στάθηκα πάνω σε μια θεριστική μηχανή και πυροβολούσα. Άνθρωπο δεν σκότωσα διότι πυροβολούσα στον αέρα για εκφοβισμό. Είχα πάθει κάτι σαν αμόκ.

Με πήραν χαμπάρι οι Τούρκοι  και άρχισαν να πυροβολούν ανελέητα την μηχανή, μέχρι που την έκαναν κόσκινο.

Τότε άκουσα μια φωνή…. Βρέ λεβέντη κατέβα κάτω από εκεί θα σε σκοτώσουνε. Εγώ όμως συνέχιζα διότι είχα πίστη στον θεό.

Η τελευταία μάχη 20 Αυγούστου  του 1922.

Να σας πω για την τελευταία μάχη, στις 20 Αυγούστου, συνέχισε ο πατέρας μου ο Ανδρέας Μαστιχίδης. Κάνανε οι Τούρκοι επίθεση  από κάτι χαρακώματα όπου είχαν πολυβόλα., και εμείς πήγαμε να τους κάνουμε αιφνιδιασμό.

Αλλά μας πήρε είδηση  η πυροβολαρχία τους και μας έβαλε θεριστικές βολές.

Ο λοχαγός μας  φώναζε να οπισθοχωρίσουμε γιατί σκοτώσανε πολλούς δικούς μας. Μπήκαμε στα χαρακώματα  και δεν βγαίναμε έξω διότι όσοι έβγαιναν σκοτώνονταν από τους Τούρκους.

Απομείναμε  πέντε νοματαίοι και μείναμε στα χαρακώματα για πολλές ώρες.

Μόλις βασίλεψε ο ήλιος  τους λέγω…παιδιά  εμάς μας θεωρούν σκοτωμένους, ή αγνοουμένους. Άς πάμε να φύγουμε.

Προχωρούσαμε μέσα στα χαρακώματα, τα οποία ήταν γεμάτα πτώματα δικών μας στρατιωτών ή Τούρκων. Επιτέλους μετά λίγο καιρό συναντήσαμε την δική μας πυροβολαρχία.

Μας ρώτησαν ποιοι είμαστε και από ποιον λόχο και τους είπαμε ότι ήμασταν από τον 6ο λόχο. Μας πήγαν στον 6ο λόχο και έτσι με την βοήθεια του θεού μας σωθήκαμε.

Στην  τελευταία μας μάχη, σκοτώθηκε και ο αντισυνταγματάρχης μας ο κύριος Καραχρήστος. Θεός σχωρέστον μαζί με τους άλλους στρατιώτες. Μετά από λίγες μέρες οπισθοχωρίσαμε, διότι οι Τούρκοι μας είχαν περικυκλώσει.

Τραυματίστηκα στην πλάτη και σαν τραυματίας με πήγαν στο χειρουργείο και μου έβγαλαν το βλήμα. Το ευτύχημα ήταν ότι το βλήμα ήταν στην πλάτη και τρέχοντας προλάβαμε το χειρουργείο.

Από εκεί έφυγα για το Εσκή Σεχίρ και μετά στην Προύσα, όπου έλαβα  αναρρωτική άδεια. Με εντάξανε στην 10η μεραρχία και ο γιατρός του συντάγματος με έκρινε ανίκανο για μάχιμη υπηρεσία. Ευτυχώς το τραύμα δεν ήταν πολύ βαθύ. Όταν μου έβγαλαν το κράνος διέκριναν πάνω του πολλές τρύπες από βλήματα. Με την βοήθεια του θεού την είχα γλυτώσει.

Όταν αποθεραπεύτηκα, έλεγα στους ανωτέρους μου ότι τα χέρια και τα πόδια μου είναι γερά και ότι ήθελα  να επιστρέψω στο Μέτωπο. Δεν με άφησαν παρά τις επιμονές μου, και με τοποθέτησαν στο μεταγωγικό σώμα.

Λίγες μέρες αργότερα άρχισε η οπισθοχώρηση του Ελληνικού στρατού. Έφυγα και πήγα στο χωριό μου τα Κουβούκλια που απέχει 20 χιλιόμετρα από την Προύσα, πήρα την οικογένειά μου  πήγαμε στα Μουδανιά και από εκεί πήραμε το πλοίο που μας έβγαλε στην Ανατολική Θράκη, στο λιμάνι της Ραιδεστού.

Μετά πέντε μέρες φύγαμε και καταλήξαμε σε ένα χωριό ονόματι  Λαχανάς όπου καθήσαμε προσωρινά, μέχρι να φύγουμε για την Ελλάδα. Είχε ήδη διαταχθεί η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης  και έτσι φύγαμε για την Αλεξανδρούπολη, απ΄όπου πήραμε το τρένο για την Αθήνα. Περάσαμε από την Μακεδονία αλλά δεν μας άρεσε  γιατί ήταν άγριος τόπος.

Ήταν μεγάλος ο πόνος και ο καημός μας που αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε την πατρίδα μας. Η πείνα, η δίψα και οι ψείρες μας έτρωγαν τα σωθικά.

Φθάσαμε στον σταθμό των Αθηνών όπου μείναμε  άλλα 20 μερόνυχτα χωρίς καμία βοήθεια από πουθενά. Από εκεί, εμείς φύγαμε για την Κόρινθο ενώ άλλοι πήγαν στον Πειραιά.

Μόλις πήγαμε στην Κόρινθο και είδαμε το πολύ πράσινο που υπήρχε  αποφασίσαμε να παραμείνουμε εκεί με λίγες ακόμη οικογένειες από τα Κουβούκλια.

Καταλήξαμε στο Βραχάτι, όπου παραμείναμε  60 χρόνια.

Διήγηση Φανής Ριζοπούλου-Μαστιχίδου

Θα αρχίσω παιδί μου με ένα μοιρολόι, που αναφέρεται στην πολυαγαπημένη μας Προύσα.

Η Προύσα.

Η Προύσα μας περήφανη με τα πολλά της κάλλη

και τώρα πως κατάντησε, ψωμί δεν έχει να φάει.

Η Προύσα μας περήφανη με τους πολλούς Αγίους

και τώρα πως κατάντησε, με τους Τούρκους τους αγρίους.

Η Προύσα η περήφανη με τους ωραίους ναούς

και τώρα πως κατάντησε με τους ελεεινούς.

Η Προύσα μας περήφανη με τόσες ομορφιές

και τώρα πως κατάντησε με τόσες τους βρωμιές.

Η Προύσα μας περήφανη με τα πολλά παιχνίδια

και τώρα πως κατάντησε με δίχως κεραμίδια.

Η Προύσα μας περήφανη με τόσα κυπαρίσσια

και τώρα πως χαθήκανε τα καλά της τα κορίτσια.

Αλλάχ φωνάζαν τα Τουρκιά και πέφτανε στους χριστιανούς

τους έσφαζαν χωρίς λύπη.

Η Προύσα μας περήφανη με ωραία τα λουτρά

και τώρα πως κατάντησε σε αυτά τα χάλια.

Αλλάχ φωνάζαν τα Τουρκιά και κλαίγαν τα παιδάκια

η μάνα έχασε το παιδί και το παιδί την μάνα.

Πατρίδα και πάλι πατρίδα, ωραία μας Κουβούκλια

με τα πολλά κοζάκια, στην Προύσα τα πηγαίναμε και βγάζαμε μετάξια.

Η Προύσα μας περήφανη με τα ωραία της χαλιά

και τώρα πως κατάντησε σε αυτά τα χάλια.

Αυτό ήταν της τύχης μας, αυτό ήταν το γραπτό μας

να φύγουμε από τα μέρη μας να κάτσουμε στα ξένα.

Ο ξένος στην ξενιτιά δεν πρέπει να πεθαίνει

διότι το χώμα είναι βαρύ και η πλάκα ξένη.

Πολλές φορές θυμάμαι με πολύ πόνο τα πραγματικά γεγονότα της Μικράς Ασίας και κλαίει η καρδιά μου γιατί τα είδα και τα έζησα.

Όταν έγινε η γενική επιστράτευση  ο πόνος μας ήταν απερίγραπτος διότι πήραν και τον πατέρα μου αφήνοντάς μας μόνα, μικρά παιδιά απροστάτευτα.

Παιδιά μου, μας έλεγε η μητέρα μου για να μας παρηγορήσει,  ο θεός είναι μεγάλος και θα μας βοηθήσει, και ο Άγιος Γεώργιος που είναι ο προστάτης του χωριού θα μας προστατέψει.

Ήρθαν οι Τούρκοι και μάζεψαν όλους τους άνδρες  για να τους στείλουν στα αμελέ ταμπουρού, στα βάθη της Μικράς Ασίας. Πίσω τους άφησαν μόνο άνδρες σακάτηδες  και γέρους οι οποίοι δεν μπορούσαν να δουλέψουν.

Στο χωριό επικρατούσε αγωνία, στεναχώρια και όλοι μας κλαίγαμε για το κακό που μας βρήκε. Δεν ξέραμε που θα τους πάνε και τι θα τους κάνουνε. Μάθαμε ότι τους μισούς τους πήγαν στα Άδανα και τους άλλους στο Εσκί Σεχίρ, σε ένα έρημο και άγριο μέρος όπου δεν υπήρχε ούτε ένα δέντρο.

Παντού η απόλυτη ξεραίλα. Χωρίς φαγητό και νερό, παρά μόνο σκληρή και απάνθρωπη δουλειά και τον ήλιο από πάνω τους, να τους χτυπάει κατακέφαλα. Αυτά γίνονταν το καλοκαίρι, ενώ τον χειμώνα έτριζαν τα δόντια τους από το πολύ κρύο.

Δούλευαν σκληρά μέρα νύχτα φτιάχνοντας δρόμους, τραβώντας τα χίλια μύρια βάσανα χωρίς να έχουν καμία επαφή με τους δικούς τους.

Ούτε ένα γράμμα δεν τους άφηναν να γράψουν. Όταν πέθαιναν από τις κακουχίες, τότε έστελναν ένα τηλεγράφημα που ανέφεραν ότι πέθανε ο τάδε.

Πώ πώ βρε παιδιά   μου πως θυμάμαι αυτά τα τηλεγραφήματα.!!

Τρία λάβαμε σε μία εβδομάδα. Το ένα μας έλεγε ότι πέθανε ο πατέρας μου, στην συνέχεια τα άλλα δύο ανέφεραν τον χαμό των άλλων δυο αδελφών του.

Αλλά μήπως και ο αδελφός μου ο Γιάννης δεν έμεινε αιχμάλωτος στην Σμύρνη και τον έσφαξαν όπως τόσους άλλους?

Ο καημός της μανούλας μου ήταν μεγάλος, αλλά πιο μεγάλη ήταν η πίστη της στον θεό και μας έδινε και εμάς παρηγοριά, παρ΄ότι είχε τον πρώτο της γιό σακατεμένο από το ξύλο που τους έδωσαν οι Τούρκοι, όταν ήρθαν στο χωριό μας τα Κουβούκλια.

Το μεγάλο θαύμα.

Θυμάμαι μια φορά είχε γίνει ένα θαύμα στο χωριό. Μια μέρα πληροφορηθήκαμε ότι οι Τούρκοι θα πατούσαν και το δικό μας χωριό, όπως έκαναν και σε άλλα Ελληνικά χωριά.

Τότε όλα τα κορίτσια και οι γυναίκες του χωριού αποφασίσαμε να πολεμήσουμε μαζί με τους άνδρες. Δεν θα παραδίδαμε το χωριό μας στα Τούρκικα χέρια.

Αμέσως οι γυναίκες ντύθηκαν με ανδρικά ρούχα, πήραν στα χέρια τους όπλα και ενώθηκαν με τους άνδρες για να περικυκλώσουν το χωριό και να μην αφήσουν τους Τούρκους να μπούν μέσα.

Μια ομάδα κατευθύνθηκε προς το Αγίασμα του Αγίου Βαραδάτου που ήταν έξω από το χωριό, στον δρόμο προς το  κοντινό Ελληνικό χωριό Ντάνσαρι ή Αγίους Θεοδώρους.

Από μακριά φαίνονταν να έρχονται  αγριεμένοι οι Τούρκοι τσετάδες. Οι δικοί μας δεν αισθάνονταν φόβο  και ήταν έτοιμοι να τους αντιμετωπίσουν αισθανόμενοι μια ανώτερη δύναμη να τους βοηθάει.

Όπως μας έλεγε αργότερα η κουνιάδα μου η θεία Ευδοκία, που είχε ντυθεί και αυτή αντρικά ρούχα, κρατώντας το όπλο στο χέρι, αισθάνονταν μια θεϊκή δύναμη να τους προστατεύει.

Εκείνη την στιγμή, εντελώς ξαφνικά, παρουσιάστηκε ένα ποτάμι μπροστά στους Τούρκους που τους εμπόδιζε να προχωρήσουν και αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν βρίζοντας.

 …..Γκιαούρηδες, γκιαούρηδες  έχετε μεγάλη πίστη και πολλά Άγια.

‘Ετσι μας έσωσε ο Άγιος Βαραδάτος με το θαύμα του, και όλο το χωριό τον ευχαριστούσε που μας έσωσε από τα βέβηλα χέρια των Τούρκων. Το Αγίασμα του Αγίου Βαραδάτου ήταν θαυματουργό. Αν αρρώσταινε κανείς πήγαινε στο Αγίασμα πλύνονταν με αυτό και θεραπεύονταν.

Η εκκλησία μας και όλα τα παρεκκλήσια γύρω από το χωριό, είχαν Αγιάσματα. Ένα πετραδάκι ή ένα ξυλαράκι να παίρναμε από αυτά, τα πηγαίναμε στους αρρώστους μας και γίνονταν καλά.

Πολλές φορές παίρναμε ένα γρόσι, το πηγαίναμε στην εκκλησία και το αφήναμε πάνω στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου ή της Παναγίας. Αν το νόμισμα έμενε πάνω στην εικόνα θα είχαμε καλά νέα, αν έπεφτε κάτω τότε τα νέα ήταν άσχημα.

 Όταν αποφασίσαμε να φύγουμε, όλο το βράδυ ο ντελάλης φώναζε.

Κεμάλς έρχεται!! Να φύγουμε και να πάμε στα Μουδανιά.

Πήραμε τα ρούχα μας και πήγαμε στην εκκλησία του Άη Γιώργη να ζητήσουμε βοήθεια.

Πιο μπροστά, μαζί με άλλους συγχωριανούς, πήραμε όλες τις εικόνες και τις ρίξαμε στο πηγάδι  που ήταν μπροστά από την βρύση του Άη Γιώργη, για να μην τις βεβηλώσουν οι Τούρκοι.

Όταν πήγαν να κάνουν το ίδιο και με την εικόνα του Άη Γιώργη, δεν μπόρεσαν να την σηκώσουν παρ΄ ότι προσπάθησαν πολλές φορές. Πήγαν και οι τρείς ιερείς του χωριού αλλά δεν κατάφεραν να την σηκώσουν.

Τέλος πήγε και μια ευσεβής συγχωριανή μας, την σήκωσε και την πήρε μαζί της για να την φέρει στην Ελλάδα. Δυστυχώς όμως απ΄ότι έμαθα η εικόνα χάθηκε κάπου στην Ανατολική Θράκη.

Αντιθέτως σώθηκε ο Άγιος Επιτάφιος που τον μετέφερε στην Ελλάδα ο Χατζήπαπας και βρίσκεται στο χωριό Τροπαιούχος Φλώρινας και το Ιερό Ευαγγέλιο που το μετέφερε ο Χατζηαυγουστίδης Πέτρος στην Γαλάτεια Πτολεμαίδας.

Δεν ξέραμε τι να κάνουμε, που να πάμε, τρέχαμε τριγύρω σαστισμένοι. Πήγαμε στο λιμάνι των Μουδανιών όπου κατέφθασαν και οι Τούρκοι τσέτες που έσφαζαν τους χριστιανούς στο όνομα του Αλλάχ.

Στο λιμάνι ήταν πλοία που περίμεναν να μας πάρουν. Όσοι πρόλαβαν να ανεβούν σώζονταν, οι άλλοι έπεφταν στα χέρια των Τούρκων που τους κατέσφαζαν.

Άλλοι,  μέσα στον συνωστισμό, έπεφταν στην θάλασσα και πνίγονταν. Τι θρήνος? Τι κοπετός? Τι φρίκη? μας έπιανε βλέποντας τον κόσμο να πνίγεται στην θάλασσα.

Μόλις προχώρησε το πλοίο, ξαφνικά σταμάτησε, σαν να χάλασε. Όλοι περιμέναμε να πέσουμε στην θάλασσα για να βγούμε έξω.

-Αχ βρε παιδάκι μου εμείς τα παιδάκια τι να κάναμε.?

Ευτυχώς ήρθε ένα άλλο πλοίο, έβαλαν ανάμεσα στα δυο πλοία ένα μαδέρι, ανεβήκαμε στο άλλο και φύγαμε με κατεύθυνση την Ραιδεστό.

Έτσι γλυτώσαμε.

Καταλήξαμε στο Βραχάτι Κορινθίας, μαζί με άλλες 4-5 Κουβουκιώτικες οικογένειες, οι Μαστιχάδες, οι Ριζοπουλαίοι, οι Πεκτίδηδες, οι Θραμπουλίδηδες. Η αντιμετώπιση  μας από τους ντόπιους ήταν πολύ κακή. Συνεχώς μας ρωτούσαν αν ήμασταν χριστιανοί ή Μουσουλμάνοι.

Η καημένη η μάνα μου είχε κλείσει την πόρτα του σπιτιού της στα Κουβούκλια και φύλαξε το κλειδί για να μην το χάσει, θεωρώντας ότι θα επέστρεφε στην πατρίδα της.

Πέρασαν 2-3 μαρτυρικά χρόνια και δεν γίνονταν τίποτε. Βάλαμε το κλειδί στο εικονοστάσι, προσευχόμασταν και περιμέναμε.

Μια ζωή περιμέναμε.

Μια μέρα πήρα το κλειδί από το εικονοστάσι, πήγα κάτω στο λιμάνι, περπάτησα κατά μήκος τους και αποφάσισα με δάκρια στα μάτια και το πέταξα στην θάλασσα.

Η μητέρα μου Φανή πέθανε 96 ετών και ο πατέρας μου Ανδρέας σε ηλικία 110 χρονών χωρίς να έχουν ποτέ αρρωστήσει με την βοήθεια του πανάγαθου θεού.

Αφήγηση Βασιλικής Μαστιχίδου

                Βραχάτι Κορινθίας


Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΣΤΙΧΙΔΗΣ ΤΟ 1921 ΜΕ ΤΙΣ ΑΔΕΛΦΕΣ ΤΟΥ
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΣΤΙΧΙΔΗΣ 1921
ΦΑΝΗ-ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΣΤΙΧΙΔΗΣ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής