breaking news Νέο

Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • Ένα ταξίδι στην αντίπερα όχθη, στα Ελληνικά χωριά της Προύσας - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

Η μέρα του γάμου του Μπαϊράμ και της Σεντέφ

 

Στο σπίτι του Σεφέρ, άρχισαν να έρχονται οι μουσαφίρηδες από ξένες περιοχές. Ήδη είχαν αριβάρει τα ξαδέλφια από την Κυζικική Χερσόνησο, από το Πέραμα ή Καρσίγιακα, και την Αρτάκη. Μόλις με είδαν από μακριά ο Γιασάρ και ο Χασάν έτρεξαν κοντά μου.

 

«Όταν θα φεύγεις μου είπαν, οπωσδήποτε θα περάσεις από το χωριό μας. Μιλήσαμε με το Σεφέρ, το Φερίτ και το Μουσταφά και θα έρθετε όλοι μαζί να το γιορτάσουμε.»

Καθίσαμε στο τραπέζι και δεν σταματήσαμε να συζητάμε για την πατρίδα τους, που ήταν ο Ζυγός Καβάλας.

 

«Θα έρθουμε οπωσδήποτε να σε δούμε στην Ελλάδα Γιώργο και θα πάμε μαζί να επισκεφθούμε τα χωριά μας.»

Κατά το μεσημέρι, ακούστηκαν τα όργανα από το σπίτι του γαμπρού, που ήταν κοντά στο σπίτι της νύφης.

 

 «Πάμε Γιώργο στο σπίτι του γαμπρού, διότι τώρα τον ξυρίζουν και έχει ενδιαφέρον.»

 Το σπίτι του Μπαϊράμ ήταν στην ίδια γειτονιά. Στη μέση της αυλής, ο  γαμπρός τυλιγμένος με μία μεγάλη πετσέτα, δεχόταν τις περιποιήσεις του κουρέα.  Μόλις πλησιάσαμε, ήρθε κοντά μας ο συμπέθερος, μας καλωσόρισε και έστειλε τα κορίτσια να μας κεράσουν.

 

 Κατά τη διάρκεια του ξυρίσματος, οι φίλοι και συγγενείς του γαμπρού τον πλησίαζαν και του καρφίτσωναν στην πετσέτα διάφορα χαρτονομίσματα. Στο τέλος, γέμισε η πετσέτα με πολλά χρήματα και το μόνο που διέκρινες ήταν το κεφάλι του γαμπρού.  Μετά το γαμπρό, σειρά για ξύρισμα έπαιρνε ο πατέρας του παιδιού και τα αδέλφια του και όταν πια ο κουρέας τελείωνε, η ορχήστρα άρχισε να παίζει πιο έντονα και όλοι το έριξαν στο χορό. Η μεγάλη στιγμή πλησίαζε…

 

«Άντε Γιώργο, ετοιμάσου… θα πάμε τώρα με το στολισμένο σου αμάξι να πάρουμε τη νύφη από το σπίτι του παππού της», φώναξε ο Μουσταφά.

Δεν έλειψαν όμως και τα απρόοπτα… Το αμάξι μου ήταν παρκαρισμένο στο σπίτι του Μουσταφά, κάτω από σκιερό μέρος για να μη μαραθούν τα λουλούδια. Κάνοντας πίσω για να βγω δεν πρόσεξα μια τσιμεντένια κολώνα και με φόρα έπεσα πάνω της. Ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος και το αποτέλεσμα ήταν να διπλωθεί στα δυο το πόρτ μπαγκάζ.

 

«Γούρι – γούρι», μου φώναξαν κάποιοι που είδαν το περιστατικό και εγώ αντί να βλαστημώ, έπρεπε κιόλας να χαμογελώ.

Είχα και το Μουσταφά να με πειράζει, αντί να με παρηγορεί…

 

«Μα τι κιόρ - αόμματη κολώνα ήταν αυτή, δε σε είδε καθόλου την ώρα που έβγαινες, για να παραμερίσει;»

«Στην Ελλάδα όλοι τέτοιοι οδηγοί είστε;»

Τέλος πάντων, μπροστά τα όργανα με τα παλικάρια του γαμπρού να χορεύουν, πίσω εγώ με το στραπατσαρισμένο αυτοκίνητο και παραπίσω ο γαμπρός με το μισό χωριό, κατευθυνθήκαμε στο σπίτι του παππού. Μια απόσταση πεντακοσίων μέτρων, με μια πομπή βγαλμένη από ταινία του Αγγελόπουλου.

Όταν φθάσαμε στο σπίτι, παλικάρια του γαμπρού ενώθηκαν με τα παλικάρια της νύφης και οι οργανοπαίκτες επίσης. Σε όλο το χωριό αντηχούσαν τα ακούσματα της γκάιντας, του κλαρίνου και του ζουρνά. Ο γαμπρός πλησίασε στις σκάλες για να υποδεχθεί την αγαπημένη του, που έλαμπε από χαρά. Άστραφτε η Σεντέφ καθώς κατέβαινε τις σκάλες, συνοδευόμενη από τα αδέλφια της και την οικογένειά της. Ο άλλοτε τραχύς Σεφέρ, έλιωνε σαν απαλό βούτυρο, καμαρώνοντας τη νυφούλα κόρη του και η Γκιούλ-Τριανταφυλλού έκλαιγε από χαρά, κρυμμένη πίσω από την όμορφη μαντήλα της.

Εγώ περίμενα μέσα στο αυτοκίνητο, σκεπτόμενος πότε-πότε το ατύχημα και κατηγορώντας τον εαυτό μου για την απροσεξία μου. Μόλις έφθασε η Σεντέφ στο αμάξι, από το παράθυρο πρόβαλλε ο παππούς Μεχμέτ, ο οποίος έχοντας ένα σακούλι με μεγάλα κέρματα, τα πετούσε πάνω στο νιόπαντρο ζευγάρι.

 

Ο θόρυβος που έκαναν τα νομίσματα όταν έπεφταν πάνω στο αυτοκίνητό μου, ήταν εφιαλτικός. Δε μου έφτανε το ατύχημα, είχα τώρα και τα κέρματα που μου γέμισαν με καρούμπαλα το αυτοκίνητο.

Γύρω μου επικρατούσε χάος. Τα παιδάκια από τη στιγμή που πέταξε ο παππούς τα κέρματα, κυλιόντουσαν στο χώμα για να τα αρπάξουν, κάνοντας μεγάλη φασαρία. Οι μουσικοί έδιναν τα ρέστα τους και τα παλικάρια του γαμπρού και της νύφης συναγωνίζονταν στο χορό.

Το ζευγάρι μπήκε στο αυτοκίνητο επιτέλους και ξεκινήσαμε. Θα περνούσαμε από τον κεντρικό δρόμο, την πλατεία και μετά θα καταλήγαμε στο καινούργιο τους σπίτι. Μπροστά τα όργανα με τα παλικάρια που χόρευαν, πίσω εγώ με το ζευγάρι και παραπίσω ολόκληρο το σόι. Κάθε εκατό μέτρα, τα μεθυσμένα από το πολύ ποτό παλικάρια, σταματούσαν, έπιναν λίγη ρακί και συνέχιζαν χορεύοντας.

Έπειτα από πενήντα στάσεις περίπου, φθάσαμε στο καινούργιο σπίτι. Εκεί υποδέχθηκε το ζευγάρι η μητέρα του Μπαϊράμ, κέρασε τη νύφη γλυκό και τους καλωσόρισε στο καινούργιο τους σπίτι.

Πάρκαρα το αυτοκίνητο στου Μουσταφά και επέστρεψα στο γάμο για να συνεχίσουμε το γλέντι. Ήμασταν μια παρέα, εγώ, ο Σεφέρ, ο Μουσταφά, ο Εμίν, ο Φερίτ και οι δυο μουσαφίρηδες από την Αρτάκη, ο Γιασάρ και ο Χασάν. Είχαμε γίνει αχώριστοι και ήμουν ευτυχισμένος που τους είχα γνωρίσει, διότι ήταν καταπληκτικοί άνθρωποι.

Ο γάμος της Σεντέφ, συνέπεσε με την τελευταία μέρα μου στα Κουβούκλια, οπότε συνεχίσαμε το γλέντι μέχρι το πρωί.

Αποφασίσαμε ότι την επομένη, η παρέα σύσσωμη, θα επισκεπτόμασταν την Αρτάκη και το Πέραμα, που ήταν στο δρόμο μου και απείχαν περίπου μια ώρα από τα Κουβούκλια. Οι ντόπιοι, γνωρίζοντας την αναχώρησή μου για την Ελλάδα, με αποχαιρετούσαν εγκάρδια. Ορισμένοι από αυτούς μου έφεραν και κάποια δώρα, όπως Γενή ρακί, φουλάρια για τη μάνα μου και τη γυναίκα μου και παιχνίδια για τα παιδιά μου.

Δεν έβρισκα τα κατάλληλα λόγια να τους ευχαριστήσω για την εξαίρετη φιλοξενία τους. Τους πρότεινα να έρθουν στην Ελλάδα για να τους ξεναγήσω στα χωριά των προγόνων τους.

Φύγαμε με το Μουσταφά παραπαίοντες. Πρώτη φορά ήπια τόσο πολύ κρασί. Ο ύπνος ήρθε ακαριαίος, ούτε όνειρα, ούτε εφιάλτες... 

Όταν ξημέρωσε, η Σαχανιέ μου έφτιαξε τη διάθεση με το χιούμορ της, λέγοντάς μου ότι το ροχαλητό μου θύμιζε κλάξον βαποριού.

 

Ο αποχαιρετισμός.

 

Μετά από ένα πλουσιοπάροχο πρωινό, τακτοποίησα τα πράγματά μου, έδεσα και έκλεισα το πορτ - μπαγκάζ με ένα σχοινί και πήγα να αποχαιρετήσω τον παππού Ραμαζάν.

Με περίμενε στην πόρτα. Του φίλησα το χέρι και με αγκάλιασε στοργικά.

 

«Παιδί μου να ξέρεις πως θα είσαι ευπρόσδεκτος πάντα εδώ, σε κάθε επίσκεψή σου στην Τουρκία. Το ίδιο ισχύει για όλη την οικογένειά σου.»

Δάκρυσε ο παππούς, τον φίλησα ξανά, τον έσφιξα ακόμη μια φορά στην αγκαλιά μου, για να του δείξω τη μεγάλη αγάπη μου και έφυγα.

Ένιωσα στεναχωρημένος, όπως όταν ένα εγγόνι αποχαιρετά τον παππού του, τον οποίο δεν ήταν βέβαιο ότι θα ξανάβλεπε στο μέλλον.

Στο σπίτι του Σεφέρ η παρέα ήταν έτοιμη και με περίμενε. Μαζί τους όλη η γειτονιά και το νιόπαντρο ζευγάρι, που ξύπνησαν νωρίς, παρά την …κουραστική νύχτα, για να με αποχαιρετήσουν.  Τους χαιρέτησα έναν προς ένα, τους άνδρες με ασπασμό, τις γυναίκες με χειροφίλημα και ξεκινήσαμε για την Αρτάκη.

Όταν ξεκίνησε το αυτοκίνητο, παρατήρησα πίσω τη Σαχανιέ και την Γκιούλ να ρίχνουν κουβάδες με νερό για καλό κατευόδιο.

 

«Όπως κυλά το νερό, έτσι να κυλίσει το αυτοκίνητό σου, ώστε να φθάσεις εύκολα χωρίς προβλήματα στην πατρίδα σου!»

Κάναμε τη συνηθισμένη διαδρομή για τελευταία φορά. Περάσαμε από τα χωριά της Απολλωνιάδας, το Μιχαλίτσι, την Πάνορμο και λίγο πριν την Αρτάκη, στρίψαμε αριστερά, σε έναν παράδρομο που μας οδήγησε στο εργοστάσιο παραγωγής τυριού, που ανήκε στο Γιασάρ.

Από τα λεγόμενά τους και τα τηλέφωνα που έκαναν κατάλαβα ότι κάτι ετοίμαζαν...κάποιο τραπέζι ίσως… Άλλωστε είχε μεσημεριάσει και έπρεπε να φάμε.  Από εκεί πήγαμε στην Κarsiyaka, την ξακουστή Πέραμο, αφού πρώτα διασχίσαμε πολλά παλιά ελληνικά χωριά.

Η θάλασσα από τη δεξιά πλευρά τη χερσονήσου, φαινόταν ρυπαρή, πράγμα που οφειλόταν στη ρίψη των αποβλήτων από τα εργοστάσια της Πανόρμου.

Η Πέραμος δε με εντυπωσίασε. Αντίθετα με απογοήτευσε, διότι είχε πολλά παλιά απεριποίητα ελληνικά σπίτια, τα οποία στέκονταν εκεί περιμένοντας να πέσουν και να γλυτώσουν από τη συμφορά που τα βρήκε. Αυτά κάποτε ανήκαν σε πλούσιους Περαμιώτες, οι οποίοι διέσχιζαν τον Κυανό κόλπο με τα καράβια τους και πουλούσαν τις πραμάτειες τους στην Πόλη.

Στο πιο ψηλό μέρος του χωριού, παρατήρησα το σχολείο, που ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση, διότι προφανώς το χρησιμοποιούσαν ακόμη.  Φθάνοντας στην πλατεία, μας περίμεναν με γεμάτες σακούλες στα χέρια, ο πρόεδρος του χωριού και άλλοι φίλοι. Ο πρόεδρος, μια ξεχωριστή φιγούρα ανθρώπου, με… βαμμένο το τριχωτό της κεφαλής του, δε σταμάτησε να μιλάει και να τραγουδάει. Είχε κάνει την προεργασία του μάλλον με τη ρακί.

Φθάσαμε σε ένα πολύ όμορφο μέρος στις πλαγιές του βουνού, δίπλα σε μια βρύση. Στρώσαμε κάτω κιλίμια, ανάψαμε φωτιά και οι Αρτακιανοί οικοδεσπότες, άρχισαν να ψήνουν στη θράκα τα κρέατα.

Και το γλέντι όπως ήταν φυσικό… δεν άργησε να ανάψει.

Ο πρόεδρος άρχισε να τραγουδά τραγούδια του Ζεκί Μουρέν. Οι άλλοι τον πείραζαν συνεχώς, έπιναν ρακί και χόρευαν, ενώ ο Σουμπάι με τον Αρούν, οι δυο άλλοι Περαμιώτες, έψηναν τα διάφορα κρέατα που είχαν φέρει. Μια τρελοπαρέα με απίθανο κέφι!

Όποιος κουραζόταν, ξάπλωνε για λίγο κάτω από τον πυκνό ίσκιο ενός μεγάλου πλατάνου και επανερχόταν δριμύτερος λίγο αργότερα.  Είχε πια σκοτεινιάσει όταν αναχωρήσαμε για την Πέραμο. Στο καφενείο της παραλίας, ήπιαμε το καφεδάκι μας και καταλήξαμε στο σπίτι του Γιασάρ, όπου θα διανυκτερεύαμε.

Αποχαιρέτησα το Σουμπάι, τον Αρούν, τον πρόεδρο και φύγαμε για το σπίτι. Το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου, πέντε άνδρες μέσα σε ένα σπίτι… έτοιμοι να το ανατινάξουν με το ροχαλητό τους.

Για πρώτη φορά ανακουφίστηκα όταν κτύπησε το ξυπνητήρι. Ο Γιασάρ ετοίμασε το πρωινό και μου έκανε σάντουιτς για το δρόμο της επιστροφής. Τα λόγια περίσσευαν… δεν έβρισκα τα κατάλληλα λόγια, που να είναι αντάξια της φιλοξενία τους. Δώσαμε υποσχέσεις αιώνιας φιλίας, τους φίλησα και έφυγα βιαστικά, όταν πια τα δάκρυά μου ήταν ασυγκράτητα.

Στην πορεία της επιστροφής μου στην Ελλάδα, πέρασα από τα ίδια μέρη, το Γκιόνεν, την Μπίγα, τη Λάμψακο, τον Ελλήσποντο, την Καλλίπολη και την Κεσάνη. Μετά από τέσσερεις ώρες πέρασα τα σύνορα…

 

Το ταξίδι μου στην «Αντίπερα όχθη» είχε λάβει τέλος…

 

 Ένα ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου, είχα την ευτυχία να πατήσω τα Άγια Χώματα της πατρίδας των προγόνων μου και να γνωρίσω ξεχωριστούς ανθρώπους, οι οποίοι μου άνοιξαν την πόρτα της καρδιάς τους, χαρίζοντάς μου απέραντη χαρά και αποδεικνύοντας ότι οι λαοί του κόσμου δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα! Ας αναλογιστούμε λοιπόν, μήπως η διχόνοια που μας προκαλούν, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα παιχνίδι υπόγειων επεκτατικών σχεδίων...

Υποσχέθηκα στους φίλους μου και στον εαυτό μου, να κάνω όσα περνούν από το χέρι μου για τη φιλία και συνεργασία μεταξύ των δύο λαών.

Κάπως έτσι, το ταξίδι αυτό τελείωσε… αλλά ήμουν βέβαιος ότι το επόμενο δεν ήταν πολύ μακριά...

 

Αντί επιλόγου.

 

 Μετά το πρώτο μου αυτό ταξίδι, επισκέφθηκα ουκ ολίγες φορές τα Κουβούκλια, τα οποία σήμερα έχουν μεταλλαχθεί σε μια άναρχη, θα έλεγα, δομημένη πόλη.  Τα περισσότερα Ελληνικά σπίτια γκρεμίστηκαν και στη θέση τους φύτρωσαν τεράστιες πολυκατοικίες.

Ο λόφος Λαγαρούδες, σφύζει και αυτός από επταώροφες πολυκατοικίες, οι οποίες νοικιάζονται σε σπουδαστές αλλά και σε Τούρκους, οι οποίοι έρχονται προς αναζήτηση εργασίας από τον Πόντο και την Ανατολή.  Σύγχρονα σνακ-μπαρ, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφετέριες και μεσιτικά γραφεία δίνουν νέα όψη στα Κουβούκλια, εξυπηρετώντας τις ανάγκες των φοιτητών.

Το πλατάνι στην πλατεία της Στέρνας μεγάλωσε, αλλά δεν υπάρχουν πλέον τα σεβάσμια παππουδάκια μου, που συναντιόντουσαν εκεί, αναζητώντας δροσιά.   Πέθανε και ο παππούς Ραμαζάν, αλλά τα παιδιά του μου φέρονται σαν να ήμουν αδελφός τους. Θέλησα να βάλω μια φωτογραφία του στον τάφο, αλλά μου είπαν ότι δεν επιτρέπεται. Φύτευσα όμως ένα κυπαρίσσι κοντά στον τάφο του, να του κρατάει συντροφιά και να επιβεβαιώνει πως παραμένει άσβεστος στη μνήμη και την καρδιά μου.

Τα καρντάσια μου, Σεφέρ, Εμίν και Μουσταφά, μου δείχνουν πάντοτε την αγάπη τους και δε μου αρνούνται ποτέ οτιδήποτε. 

Η Σαχανιέ έχει πάντοτε έτοιμο το κρεβάτι μου να με φιλοξενήσει. Το πρωινό της είναι πάντοτε πλουσιοπάροχο και τα κεφτεδάκια της το ίδιο πεντανόστιμα.

 Στο χαμάμ δεν ξαναπήγα. Την τελευταία φορά, χρησιμοποίησα   …. τελικά σε όλο το σώμα μου τη θειούχα λάσπη, με την οποία εξαφανίστηκαν όλες οι τρίχες. Όταν μια εβδομάδα αργότερα, άρχισαν να ξαναβγαίνουν, έπαθα μόλυνση του δέρματος και γέμισε όλο μου το σώμα σπυριά. Η φαγούρα ήταν αφόρητη και ο γιατρός μου είπε ότι ήμουν πολύ τυχερός που δεν έπαθα τα χειρότερα.

Κατόπιν παροτρύνσεών μου στο δήμαρχο των Κουβουκλίων, διασώθηκε το Αγίασμα του Αγίου Βαραδάτου, το οποίο ξεθάφτηκε από τη γη και φανερώθηκε το θολωτό κτίσμα, για να μπορούν οι επερχόμενες γενεές να το επισκέπτονται και να ζητούν τη βοήθειά του. Έτσι διασώθηκε και ο τσεσμές του Αι Γιώργη με το όμορφο κτίσμα του.

Η προσπάθειά μου για Ελληνοτουρκική συνεργασία ευοδώθηκε. Μετά από τρεις εκθέσεις μου στην Προύσα, στην Κωνσταντινούπολη και στα Κουβούκλια, διοργανώσαμε το πρώτο «Ελληνοτουρκικό φεστιβάλ ειρήνης, φιλίας και συνεργασίας» μεταξύ των δήμων Νιλουφέρ Προύσας και Βέροιας, με εκθέσεις, συναυλίες και παρουσίαση χορών με συγκροτήματα από τη Βέροια. Εντέλει υιοθετήθηκε η πρότασή μου για μελλοντική αδελφοποίηση των δήμων…

 

 Και η συνέχεια έπεται…


ΣΤΗΝ ΑΡΤΑΚΗ
ΣΤΟ ΠΕΡΑΜΑ

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής