breaking news Νέο

Ο ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ (Α΄μέρος) - Του Γαβριήλ Καούρη

Ο ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ (Α΄μέρος) - Του Γαβριήλ Καούρη

Ο φιλελληνισμός είναι μία ιδεολογική και πολιτική κίνηση   μία συμπάθεια υπέρ των ελληνικών υποθέσεων, που εκδηλώθηκε από ξένους – κυρίως Ευρωπαίους – κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, προπάντων όμως κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού Αγώνα του 1821-1829.

Το φαινόμενο του φιλελληνισμού συνδέεται άμεσα με το ρομαντικό κίνημα του 19ου αι., αλλά οι ρίζες του ξεκινούν από παλιότερα, από τα χρόνια της Αναγέννησης, τουλάχιστον, και εξής. Ο όρος ωστόσο είναι ακόμη πιο παλιός.

Ιστορικά η λέξη εμφανίστηκε στην κλασική αρχαιότητα. Χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για τους ξένους φίλους των Ελλήνων, αλλά και για τους Έλληνες που μεριμνούσαν για την εθνική ενότητα (π.χ. ο Ξενοφών αποκαλούσε φιλέλληνα τον Αγησίλαο), για όσους δε συμμετείχαν, αλλά έδειξαν ενδιαφέρον για τον αγώνα εναντίον των Περσών (π.χ. Ιέρων των Συρακουσών, Αλέξανδρος, γιος του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα). Μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι και ιστορικοί χρησιμοποίησαν πολλές φορές στα έργα τους τη λέξη φιλέλληνας (π.χ. ο Πλάτων ονομάζει έτσι τους πολίτες της ιδανικής του Πολιτείας). Από τους ξένους ο πρώτος που ονομάστηκε «φιλέλλην» θεωρείται ο βασιλιάς της Αιγύπτου ο Άμασις. Με τον ίδιο τρόπο πήραν τον τίτλο του φιλέλληνα Πέρσες ηγεμόνες (Κύρος, Πάρθοι, Αρμένιοι και Άραβες). Στα χρόνια της Ρωμαιοκρατίας σπουδαίοι, επιφανείς και λόγιοι εκδήλωσαν με κάθε τρόπο τον φιλελληνισμό τους (π.χ. ο ύπατος Τίτος Κόντιος, Φλαμινίκος, Μάρκος Αντώνιος κ.α.).

Μετά την άλωση πολλοί λόγιοι έφυγαν στη Δύση, όπου δίδαξαν τα ελληνικά γράμματα και διέδωσαν τον ελληνικό πολιτισμό, προκαλώντας έτσι την αγάπη και το θαυμασμό σπουδαίων διανοουμένων της Αναγέννησης προς αυτόν (π.χ. Βουκάκιος, Πετράρχης, Βουδαίος κ.α.).

Τη συμπάθεια του δυτικού κόσμου για την τύχη του υπόδουλου Ελληνικού έθνους την προκαλούσαν και οι ίδιοι οι απόδημοι Έλληνες λόγιοι, οι οποίοι με εκκλήσεις για βοήθεια και υπομνήματα παρακινούσαν τους Ευρωπαίους ηγεμόνες να θυμηθούν τι προσέφερε η Ελλάδα κάποτε στον πολιτισμό της Ευρώπης και να βοηθήσουν στην απελευθέρωση των υποδούλων.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αρκετοί λόγιοι περιηγητές επισκέφθηκαν την υπόδουλη Ελλάδα, για να μελετήσουν τις αρχαιότητές της. Άρχισαν λοιπόν να καταγγέλλουν στην κοινή γνώμη το μέγεθος αυτής της κατάστασης (Σπαν και Βέλερ, Ντόουελ, Πουκεβίλ, Σατωβρίανδος κ.α.).

Υπήρχαν όμως και κορυφαίοι Ευρωπαίοι διανοητές που δεν είχαν επισκεφθεί ποτέ την υπόδουλη Ελλάδα, όμως κατήγγειλαν τις τουρκικές θηριωδίες και προπαγάνδισαν την εθνική απελευθέρωση της Ελλάδας.

Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Βολταίρος, ο οποίος, όταν επισκέφθηκε την τσαρίνα Αικατερίνη Β’ στη Ρωσία το 1774, της εξέθεσε τα φιλελληνικά του αισθήματα και την παρακάλεσε θερμά να μεσολαβήσει υπέρ των υποδούλων.

Από την αγάπη, λοιπόν, προς τα λείψανα του κλασικού κόσμου αναπήδησε ο πρώτος φιλελληνισμός, που διαδόθηκε με τον περιηγητισμό στον Ελληνικό χώρο.

Στην τάση αυτή έδωσε νέα ώθηση ο νεοκλασικισμός (προπάντων ο γερμανικός). Η κίνηση κορυφώθηκε με την ακμή του ρομαντισμού του 18ου αι., οπότε και οι περιηγήσεις στην Ελλάδα έγιναν πυκνότερες και περισσότερο φιλελληνικές (όπως π.χ. Choiseul Gouffier, Σατωβριάνδος, Lebrun, λόρδος Βύρων, Πουκεβίλ κ.α.).

Ως τότε το φιλελληνικό πνεύμα κατείχε τους κύκλους των φωτισμένων και ευαίσθητων ανδρών της Ευρώπης, άλλων γαλουχημένων με την ελληνική σοφία, που επιθυμούσαν την ανέγερση του καταπεσόντος ιστορικού λαού και άλλων ανθρωπιστών και φίλων των ελευθεριών των καταδυναστευομένων λαών.

Το μεγάλο όμως ενδιαφέρον των φιλελλήνων, ο πραγματικός φιλελληνισμός, άρχισε να εκδηλώνεται και να αναπτύσσεται αμέσως μετά την έναρξη του μεγάλου Αγώνα του 1821. Από απλό ακαδημαϊκό ενδιαφέρον των λογίων και των συγγραφέων αρχίζει τώρα να εξελίσσεται σε θέμα με έντονα πολιτικό χρώμα, σ’ ένα κίνημα πρωτόγνωρης δυναμικής. Όπως αναγνωρίζει (Δεκ. 1824) ο Friedrich von Genz, ένας από τους κορυφαίους συνεργάτες του Μέττερνιχ και πολιτικός συντάκτης του περιοδικού Osterreicbisber Beobacher «για καμία άλλη επανάσταση η δημόσια γνώμη των λαών ολόκληρης της Ευρώπης δεν τοποθετήθηκε τόσο ξεκάθαρα, συγκεκριμένα και καθολικά, ενάντια στις θεμελιώδεις αρχές και επιθυμίες των κυβερνώντων, όσο στην περίπτωση της ελληνικής επανάστασης».

Ασφαλώς θ’ αναρωτηθεί κάποιος ποιές ήταν οι βαθύτερες αιτίες για την τόσο μεγάλη απήχηση που βρήκε ο απελευθερωτικός Αγώνας των Ελλήνων, ο οποίος συστράτευσε εθελοντικά τους λαούς στις γραμμές του φιλελληνισμού.

Τεράστιο ρόλο έπαιξε ο γερμανικός νεοκλασικισμός, όπως είπαμε και πιο πάνω: Το 18ο αιώνα στην Ευρώπη έχουμε σημαντικότατες πνευματικές ανακατατάξεις, οι οποίες προκλήθηκαν από το Γερμανό αρχαιολόγο και ιστορικό της τέχνης Johann Joachim Winckelman, ο οποίος με τα έργα του (1) οδήγησε στην εκ νέου ανακάλυψη της αρχαίας Ελλάδας. Αναγόρευσε τους αρχαιοέλληνες καλλιτέχνες «με την ευγενική απλότητα και το σιωπηλό μεγαλείο» σε αξεπέραστο πρότυπο. Διασάλπισε, λοιπόν, το αίτημα «Ο μόνος τρόπος να ξαναγίνουμε μεγάλοι και, όσο αυτό είναι δυνατόν, ανεπανάληπτοι, είναι να μιμηθούμε τους αρχαίους, ν’ ακολουθήσουμε μ’ άλλα λόγια το δρόμο, στον οποίο διακρίθηκαν άλλοτε ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Ραφαήλ και ο Πουσέν». Αυτή η θέση του Winckelmann είχε τεράστια απήχηση, όχι μόνο στο χώρο των τεχνών αλλά και της λογοτεχνίας, της φιλολογίας. Οι μεγάλοι αυτού του χώρου Heyne, F.A. Wolf και Niebuhr ανανέωσαν τις κλασικές σπουδές, ελευθέρωσαν τη γερμανική δραματουργία από τη δουλική μίμηση της γαλλικής, επανέφεραν τους αριστοτελικούς αισθητικούς κανόνες και πάνω σ’ αυτούς στηρίχθηκαν τα ανεπανάληπτα έργα του γερμανικού κλασικισμού (2).

Ένας ακόμη παράγοντας που συγκινούσε βαθύτατα την πλειοψηφία των φιλελλήνων ήταν η θυελλώδης επιθυμία τους για κατάκτηση της εθνικής τους ελευθερίας.

Κι άλλα ευρωπαϊκά έθνη είχε συνθλίψει η νέα τάξη πραγμάτων. Οι υποσχέσεις που είχαν δώσει οι ηγεμόνες των ευρωπαϊκών αυλών την περίοδο των ναπολεόντιων πολέμων ξεχάστηκαν οικτρά στην Παλινόρθωση. Ειδικά το αίτημα της Γερμανίας για ενοποίηση των (39) γερμανικών κρατιδίων υπό έναν μονάρχη, αγνοήθηκε.

Στους κύκλους των ανθρώπων που θα μπορούσαν έμπρακτα να στηρίξουν την Ελληνική Επανάσταση θα μπορούσαν να προστεθούν οι Ιταλοί επαναστάτες καρμπονάριοι, που οι εξεγέρσεις τους είχαν βίαια καταπνιγεί από την Ιερή Συμμαχία στη Νάπολη και στον Ιταλικό Βορά. Σ’ αυτούς είχαν, οπωσδήποτε, θέση και οι Πολωνοί πατριώτες ενός έθνους, που ακόμα και τ’ όνομά του βρισκόταν σε απαγόρευση.

Σημειώσεις:

  1. – Τα πλέον φιλελληνικά από τα έργα του Winckelmann είναι: «Σκέψεις για την μίμηση των αρχαίων ελληνικών έργων στη ζωγραφική και τη γλυπτική» (1755) και «Ιστορία της Τέχνης της Αρχαιότητας» (1764).
  2. – «Λαοκόων» (1766) και «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» του W. Goethe.

 

Συνεχίζεται


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής