breaking news Νέο

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης
  • ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΝΗΜΗΣ 1821-2021 - Γράφει ο Γ. Κοτζαερίδης

Πέρασαν 200 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί μας επαναστάτησαν ενάντια στους κατακτητές Τούρκους, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να ζούμε και να κυκλοφορούμε σήμερα ελεύθεροι.

Η στήλη αυτή είναι ένας φόρος τιμής  σε όλους αυτούς τους Ήρωες, που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα, για να τους θυμόμαστε και να τους έχουμε πάντοτε ζωντανούς στη μνήμη μας.

 

Κοτζαερίδης Γεώργιος

 

KΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

Γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου  1780 στο Μαυρομάτι Καρδίτσας και  γονείς  του ήταν ο αρματολός  Δημήτρης  Ίσκος ή Καραίσκος  και η Ζωή Ντιμισκή από την Σκουληκαριά η οποία μετά τον θάνατο του συζύγου της  Ιωάννη Μαυρομάτη έγινε καλόγρια, γι΄αυτό ο Καραϊσκάκης κληρονόμησε το προσωνύμιο «ο γιός της καλογριάς».

Το επίθετό του   αποτελείται από την λέξη καρά που σημαίνει μαύρος  και το πατρικό του επίθετο  Ίσκος. Ο πατέρας του  κατάγονταν από σπουδαία Σaraκατσανέϊκη  οικογένεια που ανέδειξε πολλούς  στρατιωτικούς και πολιτικούς άνδρες.

 Η μητέρα του τον  παράτησε σε θετούς γονείς διότι δεν άντεχε τον διασυρμό μιας παράνομης σχέσης  και πέθανε όταν ο Καραϊσκάκης ήταν οκτώ ετών.

Τα παιδικά του χρόνια ήταν πολύ δύσκολα  επειδή αναγκάσθηκε να μένει μόνος του χωρίς την υποστήριξη των γονέων του, γεγονός που επηρέασε τον χαρακτήρα του.

Μεγαλώνοντας ήταν πολύ δύστροπος, καυγάδιζε πολύ εύκολα, βλασφημούσε και βωμολοχούσε.

Σε ηλικία 15 ετών εγκατέλειψε τους θετούς γονείς του και  σχημάτισε μια κλέφτικη ομάδα, αποτελούμενη από συνομηλίκους του. Σε νεαρή ηλικία αιχμαλωτίστηκε από τον Αλή Πασά ο οποίος διακρίνοντας την παλικαριά, την ανδρεία  και τον ισχυρό του χαρακτήρα, τον προσέλαβε στην όπου αυλή του ο Καραϊσκάκης έμαθε  την στρατιωτική τέχνη, γραφή και ανάγνωση. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε:

"Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο, αν για τίποτα ρίξε με στη λίμνη".

Tον Μάρτιο του 1798 ακολούθησε τον Αλή Πασά στην εκστρατεία του εναντίον του Πασά του Βιδινίου  Βουλγαρίας, Πασβάνογλου  ο οποίος ήταν φίλος του Ρήγα Φεραίου. Εκεί αιχμαλωτίστηκε από τον Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο, και μετά επέστρεψε ξανά στην αυλή του Αλή Πασά.

Το 1804 εγκατέλειψε τον Αλή Πασά και  προσχώρησε στην ομάδα του ξακουσμένου κλέφτη Κατσαντώνη, του οποίου έγινε πρωτοπαλίκαρο του συμμετέχοντας σε πολλές μάχες. Την άνοιξη του 1807 πήγε μαζί με τον Κατσαντώνη στην ρωσοκρατούμενη Λευκάδα που αντιμετώπιζε κίνδυνο από τις δυνάμεις του Αλή Πασά  και εκεί γνώρισε τον Ιωάννη Καποδίστρια. Μετά την κατάληψη της Λευκάδας από του Γάλλους, τον Ιούλιο του 1807, ο Καραϊσκάκης επέστρεψε στ’ Άγραφα  μαζί με τους άνδρες τού Κατσαντώνη.

Τον Αύγουστο του 1807 ο Κατσαντώνης συνελήφθη από τον Αλή Πασά, και θανατώθηκε. Την αρχηγία της ομάδος του ανέλαβε ο αδελφός του Λεπενιώτης  και ο Καραίσκάκης  συνέχισε μαζί του  σαν κλέφτης.

Το 1809 εντάχθηκε  στα ελληνικά τάγματα που είχαν συστήσει οι Βρετανοί υπό τον Ριχάρδο Τσορτς, με σκοπό να εκτοπίσουν τους Γάλλους από τα Επτάνησα.

Το 1812 μετά την διάλυση της ομάδας Λεπενιώτη από τον Αλή Πασά, δήλωσε  υποταγή και επέστρεψε στα Γιάννινα, όπου παντρεύτηκε την Γκόλφω  Ψαρογιαννοπούλου  με την οποία απέκτησε δύο κόρες κι ένα γιο, τον στρατιωτικό και πολιτικό Σπυρίδωνα Καραϊσκάκη (1826-1898).

Στα μέσα του 1820 όταν ο Αλή Πασάς  έπεσε στην δυσμένεια του σουλτάνου, ο Καραϊσκάκης τον βοήθησε και στάθηκε στο πλευρό του, αλλά όταν κατάλαβε ότι ο αγώνας του ήταν μάταιος, τον εγκατέλειψε και δήλωσε υποταγή στον σουλτάνο.

Τον Ιανουάριο του 1821 συμμετείχε, μαζί με πολλούς οπλαρχηγούς στη σύσκεψη της Λευκάδας, στην οποία αποφασίστηκε η προετοιμασία της εξέγερσης στη Στερεά Ελλάδα.

Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε, ανεπιτυχώς όμως, να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, που διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε σε διάφορες συμπλοκές. Τον επόμενο μήνα οργάνωσε ένα  στρατόπεδο, μαζί  με άλλους οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς στο Πέτα της Άρτας. Συμμετείχε  στις μάχες κατά των Τούρκων στο Κομπότι (30 Μαΐου και 8 Ιουνίου), όπου τραυματίστηκε και αποσύρθηκε για να θεραπεύσει τα τραύματά του.

Τον Σεπτέμβριο με την βοήθεια άλλων οπλαρχηγών και Αρβανιτών  κατέλαβε την Άρτα και το 1822  ήρθε σε διένεξη με τον κλεφτοκαπετάνιο Γιαννάκη Ράγκο για το αρματολίκι των Αγράφων. Ο Ράγκος υποστηρίζονταν από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και από τότε χρονολογούνται  οι κακές  σχέσεις του Καραϊσκάκη  μαζί του.

Μετά την λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογίου, μέρος  του στρατού των Ομέρ Βρυώνη και Κιουταχή, με επικεφαλής τους   τουρκοαλβανούς Ισμαήλ Πασά Πλιάσα , τον Ισμαήλ Χατζή Μπέντο και Άγο Βασιάρη κατευθύνθηκαν προς την Ήπειρο. Έπρεπε όμως να περάσουν από το αρματολίκι του Καραϊσκάκη, ο οποίος τους απαγόρευσε την  διέλευση.

Στην μάχη που επακολούθησε στις 15 Ιανουαρίου  του 1823 στην περιοχή του Αγίου Βλάση ή Σοβόλακου, σήμερα Ψηλόβραχος Αιτωλοακαρνανίας,  και μετά από πεισματώδη μάχη, ο Καραϊσκάκης τους ανάγκασε να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο. Οι ελληνικές απώλειες ήταν σχετικά μικρές, είκοσι  άνδρες  έχασαν τη ζωή τους,  και ανάμεσά τους ήταν και ο επιστήθιος φίλος του Καραϊσκάκη Μπακογιάννης, τον οποίον εκτιμούσαν όλοι για τη γενναιότητα και τις στρατιωτικές αρετές του.

Έχει υποστηριχτεί από ορισμένους ιστορικούς ότι στη μάχη του Σοβολάκου ο Καραϊσκάκης εφάρμοσε την λοξή φάλαγγα, τον σχηματισμό που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά από τον Επαμεινώνδα εναντίον των Σπαρτιατών στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.)

Ο Καραϊσκάκης  νικώντας στον  Σοβόλακο  που ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων  εναντίον των Τούρκων  απέκτησε μεγάλη φήμη, και μετά την μεγάλη αυτή επιτυχία, προήχθη σε στρατηγό. Η κατάσταση  όμως  της υγείας του επιδεινώθηκε από την φυματίωση και για τον λόγο αυτό κατέφυγε  στην Ιθάκη για να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για να την αντιμετωπίσει.

Κατά την  διάρκεια του Α΄ εμφυλίου πολέμου, κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία από τον Μαυροκορδάτο  που τον κατηγόρησε, κατόπιν ομολογίας του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, ότι είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό.

Συστάθηκε από τον Μαυροκορδάτο στις 30 Μαρτίου 1824 μια επιτροπή για να εξετάσει την αποκάλυψη της προδοσίας, η οποία στις 2 Απριλίου του 1824 εξέδωσε προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη, που τον  έκρινε άνευ δίκης, ένοχο εσχάτης προδοσίας.

Ο Καραϊσκάκης στερήθηκε όλων των αξιωμάτων του  και οι πολίτες διατάχθηκαν να αποφύγουν κάθε επικοινωνία μαζί του, με τον εχθρό της Ελλάδας, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν».

Στις 3 Μαίου του 1824 αναγκάστηκε να καταφύγει στο Καρπενήσι, μαζί με πολλούς οπαδούς του, και στις 27  του ιδίου μήνα ζήτησε συγνώμη εγγράφως από τον Μαυροκορδάτο, που όμως δεν την αποδέχθηκε. Στα μέσα του 1824 πήγε στο Ναύπλιο  όπου απέδειξε την αθωότητα του, αποκτώντας όλους τους βαθμούς και τα αξιώματα του.

Μετά την αποκατάσταση του, επικεφαλής 300 μισθοφόρων εκστράτευσε  στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Η περιοχή των Αγράφων χωρίστηκε δε δύο μέρη και αυτός ανέλαβε το ανατολικό τμήμα και ο Γιαννάκης Ράγκος το δυτικό. Στην Άμφισσα  συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο και ο Καραϊσκάκης έχοντας την εκτίμηση όλων των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας.

Τον Δεκέμβριο του 1824, κατά την διάρκεια του δεύτερου εμφυλίου πολέμου,  μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους Ρουμελιώτες  πήγε στην Πελοπόννησο με σκοπό να βοηθήσει  τους κυβερνητικούς εναντίον των αντικυβερνητικών.

Δυστυχώς έλαβε μέρος στο πλιάτσικο των Καλαβρύτων  που αποτελεί μια μαύρη κηλίδα  της ζωής του. Η ενέργεια των στρατιωτών του, να κάνουν πλιάτσικο στα αρχοντικά των Ζαίμηδων στην  Κερπινή των Καλαβρύτων και να κρεμάσουν τα εσώρουχα της συζύγου του  Ανδρέα  Ζαίμη  περιφέροντάς τα ως τρόπαια, ήταν απαράδεκτη κι επαίσχυντη.

Μετά το τέλος του 2ου εμφυλίου πολέμου ο Κωλέττης ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και μ΄ άλλους πολλούς Στερεοελλαδίτες από το Μωριά και τη Ρούμελη, εφοδιάζοντάς τον με χρήματα, τρόφιμα και πολεμικό υλικό.

Όταν ο Ιμπραήμ εισέβαλε στην Πελοπόννησο σκορπίζοντας τον πανικό,  έσπευσε και ο Καραϊσκάκης να βοηθήσει και έλαβε μέρος στην μάχη του Κρεμμυδίου στις 7 Απριλίου του 1825, δίπλα στην Μεθώνη, όπου ηττήθηκαν οι ελληνικές δυνάμεις.

Η κυβέρνηση βλέποντας ότι κινδυνεύει η Επανάσταση, στέλνει τον Καραϊσκάκη στην Στερεά Ελλάδα σαν γενικό αρχηγό όλων, εκτός του Μεσολογγίου στρατευμάτων, και στην μάχη του Διστόμου τον Μάιο του 1825 αποτρέπει την κατάληψή του από τους Τούρκους.

Την εποχή εκείνη το Μεσολόγγι επολιορκείτο από τον Κιουταχή και μετέπειτα από τον Ιμπραήμ. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλλα, αφού ήρθαν σε συνεννόηση με τους πολιορκημένους, κατέστρωσαν ένα σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των Τούρκων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι.

Το σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825 χωρίς όμως να ολοκληρωθεί και επέφερε  διακοπή της πολιορκίας ενώ οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, και το  ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες πήγε τα Άγραφα όπου  έδωσε νικηφόρες μάχες με Τούρκικες ομάδες και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων, πέρασε  την "Λάσπη του Καρβασαρά" όπου έδωσε νικηφόρα μάχη την 1η Νοεμβρίου 1825 και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο, τον σημερινό Αστακό.

Την νύκτα της 10-11 Απριλίου 1826 όταν  έπεσε το Μεσολόγγι, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας και  έστειλε στη "Γέφυρα της Βαρνάκοβας" παρατηρητές να δουν πόσοι από τους ηρωικούς κατοίκους του Μεσολογγίου σώθηκαν, και  ετοίμασε ψωμί και τρόφιμα τα οποία πρόσφερε στα "πειναλέα εκείνα λείψανα του Μεσολογγίου".

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου και την καταστολή της επανάστασης στην Δυτική Στερεά Ελλάδα και στην Ανατολική Στερεά μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια, ήταν στα χέρια των Ελλήνων.

Ο Καραϊσκάκης στις 17 Ιουνίου πήγε στο Ναύπλιο, μαζί με άλλους μαχητές  για να ζητήσει οικονομική βοήθεια  από την κυβέρνηση. Αν και η αρρώστια του ήταν σε προχωρημένο στάδιο, πρότεινε στην εδρεύουσα "Διοικητική Επιτροπή" να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά.

Ήδη στην περιοχή της Στερεάς δρούσαν ο Κριεζώτης και ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, οι οποίοι τον είχαν προσκαλέσει να πολεμήσουν υπό τας διαταγάς του. Ο Α. Ζαΐμης, πρόεδρος της νεοπαγούς Διοικητικής Επιτροπής, τον  θεώρησε  σαν πιο άξιο να αναλάβει τα ηνία του Αγώνα και τον διόρισε αρχιστράτηγο, ξεχνώντας ότι παλαιότερα τον είχε κατατρέξει και λεηλατήσει το σπίτι του. Διορίστηκε αρχιστράτηγος της Ρούμελης  τον Ιούλιο του 1826, και σαν πρώτη του ενέργεια  ήταν η ανακούφιση των πολιορκημένων της Ακρόπολης των Αθηνών.

Διασώζεται διάλογος του Υδραίου Β. Μπουντούρη με τον Καραϊσκάκη που αποδίδεται, σύμφωνα με το Διον. Κόκκινο  ως εξής: Β. Μπουντούρης: "Δεν έκαμες έως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου προς την πατρίδα, Καραϊσκάκη. Ο Θεός να σε φωτίση να το κάμης από εδώ και εμπρός". Καραϊσκάκης: "Δεν το αρνούμαι. Όταν θέλω γίνομαι άγγελος. Και όταν θέλω γίνομαι διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος".

Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς της Καρύστου και ο Κιουταχής.

Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο και στις 5-7 Αυγούστου του 1826 επήλθε η πρώτη αψιμαχία στο Χαϊδάρι. Τον Οκτώβριο, παρ΄ότι  ήταν σοβαρά άρρωστος επιχείρησε   στην Δόμβραινα να ανακόψει τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή, που πολιορκούσε την Ακρόπολη.

Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου. Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών, ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826.

Τον ίδιο μήνα και 15 μέρες μετά (25 Οκτωβρίου) ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ' όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας έτσι τον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των Τούρκων.

Στις 18 Νοεμβρίου του 1826 ο επικεφαλής  των τουρκοαλβανικών δυνάμεων Μουσταφάμπεης   στρατοπέδευσε στη Δαύλεια, δίπλα στη Μονή της Ιερουσαλήμ, προκειμένου να διανυκτερεύσει, κατευθυνόμενος για την Άμφισσα, μέσω Αράχοβας.

Ο Καραϊσκάκης καταλαβαίνοντας τις προθέσεις του, την νύχτα της 18ης προς 19η Νοεμβρίου, έσπευσε με 560 άνδρες  στην Αράχοβα, την οποία οχύρωσε με την αμέριστη βοήθεια των κατοίκων. Στις έξι ημέρες που ακολούθησαν οι δυνάμεις των Ελλήνων  κατατρόπωσαν τους Τούρκους, που από 2.000 που ήταν, μόλις που διασώθηκαν περί τους 300.

Στις μάχες εκείνες σκοτώθηκαν και τέσσερις Τούρκοι αρχηγοί σωμάτων: ο Μουστάμπεης, ο αδελφός του Καριοφίλμπεης, ο Ελζάμπεης καθώς και ο Κεχαγιάμπεης. Δυτικά του Ναού του Αγίου Γεωργίου της Αράχοβας, στο τέλος των μαχών, ο Καραϊσκάκης έστησε πυραμίδα από 1.500 κεφάλια Τουρκαλβανών στρατιωτών.

Στη συνέχεια, αφού προέβλεψε  πως ο Κιουταχής δεν θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιορκία  των Αθηνών χωρίς ανεφοδιασμό, συνέχισε τις εκκαθαρίσεις των περιοχών της Στερεάς. Αρχές Δεκεμβρίου εισήλθε στο Τουρκοχώρι το οποίο και κατέλαβε ενώ με τα ίδια του τα χέρια σκότωσε τον Μεχμέτ Πασά, και κατεδίωξε τα λείψανα του στρατού  του μέχρι την  Βουδουνίτσα. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 ανάγκασε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας που είχε σπεύσει εναντίον του να παραιτηθεί του αγώνα και να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του.

Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.

Επέστρεψε στην Αττική για να αντιμετωπίσει τον Κιουταχή που πολιορκούσε την Ακρόπολη, και σημείωσε δύο νίκες στο Κερατσίνι στις 4 Μαρτίου και στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα στις 13 Απριλίου.

Το 1827  ήρθαν σε βοήθειά του 2000 Πελοποννήσιοι   με επικεφαλείς τους Γενναίο Κολοκοτρώνη, Σισίνη και τους Πετιμεζάδες για να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις του Κιουταχή και στρατοπέδευσαν στο Φάληρο.

Στις 21 Απριλίου του 1827 ήρθαν και οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας Κόχραν  ως "στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων" και Τσώρτς, ως "διευθυντής χερσαίων δυνάμεων",  για να τον βοηθήσουν, με τους οποίους όμως ο Καραϊσκάκης διαφωνούσε, όσον αφορά την τακτική και την οργάνωση του πολέμου.

Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την έκβαση του Αγώνα, διότι  αυτοί  προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής,

Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα".

Η επιχείρηση ορίστηκε να γίνει  την νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827,  και συμφώνησαν  να μην ξεκινήσει  να πυροβολεί  κανείς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Ο Καραϊσκάκης  είχε  διαφωνήσει με την κατά μέτωπον επίθεση  και παρέμενε κλινήρης στην σκηνή του. Δυστυχώς όμως κάποιοι Κρητικοί, επιτέθηκαν χωρίς να λάβουν διαταγή, κατά των Τούρκων και  έτσι άρχισαν οι εχθροπραξίες.

Ο Καραϊσκάκης, παρ΄ότι ήταν άρρωστος βαριά, ακούγοντας τους πυροβολισμούς, βγήκε από την σκηνή του και έφιππος κατευθύνθηκε προς το σημείο της συμπλοκής. Τότε δέχθηκε μια αδέσποτη σφαίρα  στο υπογάστριο και τον  τραυμάτισε θανάσιμα. Μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε  και υπέγραψε την διαθήκη του.

Σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του, "Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα". Πέθανε  στις 23 Απριλίου 1827 μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του.

Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη. Όταν μαθεύτηκε ο θάνατος του  τον  θρηνήθηκε  όλη η Ελλάδα. Αναφέρεται ότι, όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.

Στην μάχη του Ανάλατου, τον σημερινό Φλοίσβο που επακολούθησε, οι Έλληνες υπέστησαν συντριπτική ήττα  από τις δυνάμεις του Κιουταχή που σύντομα κατέστειλε την επανάσταση στην Στερεά Ελλάδα. Το 1835, οκτώ χρόνια μετά το θάνατό του Καραϊσκάκη, έγινε ανακομιδή των λειψάνων του από τη Σαλαμίνα στον Πειραιά, προκειμένου να ταφούν οριστικά στο σημείο που σκοτώθηκε  και όπου ήδη είχε ανεγερθεί το μνημείο του[. Μαζί με τα οστά του Καραϊσκάκη, ενταφιάσθηκαν και τα  λείψανα των υπολοίπων Ελλήνων και φιλελλήνων που είχαν σκοτωθεί.

Ο βασιλιάς Όθωνας πότισε φόρο τιμής στο νεκρό του Καραϊσκάκη, εναποθέτοντας πάνω στη λάρνακά του το Παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος ανωτέρου βαθμού  ενώ ανέλαβε και την κηδεμονία των θυγατέρων του πεσόντα ήρωα.. Ο θρήνος για τον χαμό του ήρωα ήταν μεγάλος  και η απώλειά του ανεπανόρθωτη.

Οι πηγές που αναφέρονται στον θάνατο του Καραϊσκάκη χαρακτηρίζονται από ασυμφωνία. Ο γραμματέας του Καραϊσκάκη  Δημήτριος Αινιάν, που έγραψε την βιογραφία του  το 1833, αναφέρει τον τραυματισμό του  και ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα πως «...Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερε εις αυτούς ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον».

Στο έργο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φέρεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα : «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν», αλλά σε υποσημείωση του βιβλίου του αναφέρει ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε εσφαλμένως ως δολοφονία.

Η συντριπτική πλειονότητα των πρωτογενών πηγών, μεταξύ των οποίων επίσης αυτόπτες, δέχεται ότι ο Καραϊσκάκης


Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλλα από τον Θεόδωρο Βρυζάκης με την τεχνοτροπία της

Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής